Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να υστερή σε κάτι, να λέμε με τον λογισμό μας:
«Εάν αυτός είχε τα χαρίσματα που έδωσε σ᾿ εμένα ο Θεός, θα ήταν τώρα άγιος, ενώ εγώ δεν τα αξιοποίησα, και επιπλέον αδικώ τον Θεό κάνοντας δικά μου τα χαρίσματα που μου έδωσε»
 Ο Θεός βέβαια δεν στενοχωριέται, όταν ο άνθρωπος οικειοποιήται τα χαρίσματα που του δίνει· δεν μπορεί όμως να του δώση άλλα, για να μην τον βλάψη. Ενώ, αν κάποιος κινήται απλά και ταπεινά, γιατί αναγνωρίζει ότι τα χαρίσματα που έχει είναι του Θεού, τότε ο Θεός θα του δώση και άλλα. Με την υπερηφάνεια κάνουμε τον εαυτό μας δυστυχισμένο, επειδή τον απογυμνώνουμε από τα χαρίσματα που μας δίνει ο Θεός, αλλά στενοχωρούμε και τον Θεό, που πονάει, γιατί μας βλέπει δυστυχισμένους.
  Γιατί, ενώ έχει άφθονα πλούτη να μας δωρίση, δεν μας τα δίνει, για να μη μας βλάψη. Γιατί τί γίνεται; Αν μας δώση κάποιο χάρισμα, βλέπουμε τους άλλους σαν μυρμήγκια και τους πληγώνουμε με την υπερήφανη συμπεριφορά μας. Αν δεν μας δώση, απελπιζόμαστε. Οπότε και ο Θεός λέει: «Αν τους δώσω κάποιο χάρισμα, υπερηφανεύονται, βλάπτουν τον εαυτό τους και στους άλλους φέρονται με αναίδεια. Αν δεν τους δώσω, είναι ταλαίπωροι, βασανισμένοι.
Κι εγώ δεν ξέρω τί να κάνω». 

  Να ευχαριστούμε τον Θεό όχι μόνο για τα χαρίσματα που μας έχει δώσει, αλλά και για το ότι μας έχει κάνει ανθρώπους, ενώ Νοικοκύρης είναι και μπορούσε να μας κάνη και φίδια και σκορπιούς και χελώνες και μουλαράκια και γαϊδουράκια.
«Ο Θεός, να λέμε, μπορούσε να με κάνη μουλάρι και να έπεφτα σε αδιάκριτα χέρια και να με φόρτωναν εκατόν πενήντα κιλά βάρος και να με χτυπούσαν, αλλά δεν με έκανε.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη και Αρετές» ‐