Πρόλογος

Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της καθολικὴ καὶ ἀσφαλῶς οἰκουμενικὴ (παγκόσμια). Ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιὰ της σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κάθε φυλῆς καὶ ἐποχῆς, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἔρθουν κοντά της. Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή της, ἀπευθύνει διαχρονικὰ στὸν κόσμο τὸ «δεῦτε πρὸς με πάντες», ἐνῶ παράλληλα στέλνει τοὺς μαθητές Του νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας «εἰς πάντα τὰ ἔθνη».

Αὐτὴ τὴ συστατικὴ καὶ φυσικὴ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν οἰκουμενικότητα – παγκοσμιότητα, τὴ διεκδικοῦν σήμερα δύο κινήματα, ποὺ ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ Παγκοσμιοποίηση.

Ἡ Παγκοσμιοποίηση προωθεῖται ἀπὸ ἰσχυρὲς πολιτικοοικονομικὲς δυνάμεις καὶ προβάλλει τὸ μοντέλο μιᾶς ἑνοποιημένης ἀνθρωπότητος, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμὸς δραστηριοποιεῖται στὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ἐπιδιώκοντας τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὁράματος ἑνὸς ἑνωμένου Χριστιανισμοῦ καὶ στοχεύοντας τελικὰ σὲ μιά οἰκουμενικὴ θρησκεία, μιά Πανθρησκεία.

Στὸ τεῦχος τοῦτο ἐπιχειροῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ – στὸ ὁποῖο συμμετέχει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία -, ἐπειδὴ αὐτὸ παραμένει ἄγνωστο στὸ εὐρύτερο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐξελίξεις στοὺς κόλπους του προκαλοῦν ἀνησυχία καὶ προβληματισμό.

Ἴσως ν’ ἀκούγεται περίεργα, ἀλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπειλεῖ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει ὅλο καὶ περισσότερο σὲ συμβιβαστικὲς – συγκρητιστικὲς τακτικές, ποὺ ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Καί, ἂς μὴν τὸ λησμονοῦμε, ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι ἡ πρώτη καὶ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη ἁγιοπατερικὴ ἀπόφανση: «Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρῆ αὐτῶ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μὴ τὶς σώαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰώνα ἀπολεῖται» (Σύμβολον τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας).

Ἔτσι, λοιπόν, ἂν τὸ σωτήριο μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας χαθεῖ ἀνάμεσα στὰ πλάνα μηνύματα τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, γιὰ χάρη ἑνὸς οὐτοπικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, τότε θὰ χαθεῖ καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.

Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς

Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία κίνηση, ποὺ διακηρύσσει ὅτι ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, κ.α.). Ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητος συγκινεῖ κάθε εὐαίσθητη χριστιανικὴ ψυχὴ καὶ ἀνταποκρίνεται στοὺς μύχιους πόθους της. Τὴν ἰδέα αὐτὴ οἰκειοποιεῖται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Ἀλλὰ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα, ὅραμα κατεξοχὴν πνευματικό, τὸ στηρίζει κυρίως πάνω στὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες καὶ ὄχι στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ, ὅταν συναντήσει τὴν ἀνθρώπινη μετάνοια καὶ ταπείνωση, νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ὅραμα πραγματικότητα.

Ἡ ποθητὴ ἑνότητα, ἂν καὶ ὅταν συμβεῖ, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Πότε ἐμφανίσθηκε

Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ν’ ἀναζητηθοῦν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες χριστιανικὲς Ὁμολογίες, βλέποντας τὸν κόσμο νὰ φεύγει ἀπὸ κοντὰ τους λόγῳ τῆς αὐξανόμενης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καὶ τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάστηκαν σὲ μία συσπείρωση καὶ συνεργασία.

Αὐτὴ ἡ ἑνωτικὴ δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὸν 20ο αἰ.. καὶ κυρίως τὸ 1948, μὲ τὴν ἵδρυση στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στὴ Γενεύη.

Θὰ πρέπει, βέβαια, νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πάρει ‘’οἰκουμενικὸ’’ χαρακτήρα, ἀλλὰ θὰ παρέμενε ἁπλὰ μία ἐνδοπροτεσταντικὴ ὑπόθεση, ἂν δὲν συμμετεῖχαν καὶ κάποιες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν. Ἀργότερα ὅμως, χωρὶς νὰ ἐνταχθοῦν στὸ Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοὶ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Μὲ σχετικὸ διάταγμα τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕναν δικό τους Οἰκουμενισμὸ ποὺ στοχεύει στὴν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.

Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση

Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι σημαντικὴ ὤθηση στὴ δημιουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως• ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, πού, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσε τὴ βάση καὶ τὸν ‘’Καταστατικὸ Χάρτη’’ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση.

Τὸ Διάγγελμα αὐτὸ ἦταν κάτι τὸ πρωτόγνωρο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσημο ὀρθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε ὅλες τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως ‘’Ἐκκλησίες’’, ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι ἀνέτρεπε τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ παλαιότερες ἐποχές, φτάνει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) τὸ ἴδιο Πατριαρχεῖο, σὲ ἐγκύκλιό του τοποθετοῦσε τὸν Παπισμὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἰσήγαγε «αἱρετικᾶς διδασκαλίας καὶ καινοτομίας». Γι’ αὐτὸ καὶ καλοῦσε τοὺς Δυτικοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς μίας Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ διακρατικὴ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», πρότεινε τὴ σύμπηξη μιᾶς «συνάφειας καὶ κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν», μὲ κυριότερους στόχους α) τὴν ἐπανεξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν μὲ συμβιβαστικὴ διάθεση, β) τὴν παραδοχὴ ἑνιαίου ἡμερολογίου (ἡ μερικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου ἐπέφερε, δυστυχῶς, ἐνδοορθόδοξο ἐορτολογικὸ διχασμό), καὶ γ) τὴ συγκρότηση παγχριστιανικῶν συνεδρίων.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδὸν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακὰ νὰ γίνουν, καὶ ἔγιναν, δεκτὲς ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν’ ἀναδιπλωθοῦν καὶ ν’ ἀποχωρήσουν, καθὼς ἀφενὸς παρακολουθοῦσαν μὲ ἀπογοήτευση τὸν ἐκφυλισμό του καὶ ἀφετέρου πιέζονταν ἀπὸ τὶς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικὲς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τὸ ἐρώτημα: Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ εἶναι ἐνταγμένη ὡς «μέλος» σὲ «κάτι», τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια εἶναι τὸ «ὅλον», τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ πού καλεῖ ὅλους νὰ γίνουν μέλη Του;

Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καὶ λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καὶ διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ποσοτικὴ ὑπεροχὴ τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τὸ 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς Γενικὲς Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις – μερικὲς ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακὰ κείμενα – ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ οἰκουμενιστικὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἀνταπόκριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε θετική, μὲ κύριο ἐκφραστὴ της τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ὁ Πατριάρχης συναντήθηκε μὲ τὸν πάπα Παῦλο ΣΤ’ στὰ Ἱεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στὴν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καὶ ὑποστήριξε τὸ «διάλογο τῆς ἀγάπης», προωθώντας ἔτσι τοὺς στόχους τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.

Τὰ θεωρητικὰ ἀνοίγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ ὑλοποιήσει τοὺς στόχους του, ἀναγκάζεται νὰ παραθεωρήσει ἤ καὶ ν’ ἀναθεωρήσει ὁρισμένες βασικὲς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.

Προβάλλει τὴν ἀντίληψη τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ περιλαμβάνει τοὺς Χριστιανοὺς κάθε Ὁμολογίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δέχτηκαν τὸ βάπτισμα. Ἔτσι ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ὁμολογίες εἶναι μεταξύ τους «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες».

Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ ἰδέα τῆς «Παγκόσμιας ὁρατῆς Ἐκκλησίας»: Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ὑφίσταται τάχα «ἀόρατα» καὶ ἀπαρτίζεται ἀπ’ ὅλους τούς Χριστιανούς, θὰ φανερωθεῖ καὶ στὴν ὁρατή της διάσταση μὲ τὶς κοινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες.

Τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ἐπηρέασε καὶ ἡ προτεσταντικὴ θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα «δένδρο» μὲ «κλαδιὰ» ὅλες τὶς χριστιανικὲς Ὁμολογίες, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀλήθειας.

Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης καὶ ἡ θεωρία τῶν «δύο πνευμόνων», ποὺ ἀναπτύχθηκε μεταξὺ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καὶ Παπικῶν. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμὸς εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μὲ τοὺς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ ν’ ἀρχίσει τάχα ν’ ἀναπνέει ὀρθὰ καὶ πάλι, θὰ πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νὰ συγχρονίσουν τὴν ἀναπνοή τους.

Τέλος, στὶς μεθόδους, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, περιλαμβάνεται καὶ ὁ δογματικὸς μινιμαλισμός. Πρόκειται γιὰ προσπάθεια νὰ συρρικνωθοῦν τὰ δόγματα στὰ πιὸ ἀναγκαῖα, σ’ ἕνα «μίνιμουμ» (=ἐλάχιστο), προκειμένου νὰ ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ὁμολογιῶν. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. «Ἂς ἑνωθοῦν», λένε, «οἱ Χριστιανοί, καὶ τὰ δόγματα τὰ συζητοῦν ἀργότερα οἱ θεολόγοι!» Μὲ τὴ μέθοδο βέβαιά τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ εἶναι ἴσως εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν οἱ Χριστιανοί. Οἱ τέτοιοι «Χριστιανοὶ» ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι, δηλαδὴ ἀληθινὰ Χριστιανοί;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.

Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία

Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, Ἐκκλησία καὶ Ὀρθοδοξία ταυτίζονται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁπωσδήποτε Ὀρθόδοξη καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, ἄρα καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν νοεῖται διαίρεση στὴν Ἐκκλησία. Μόνο χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἔχουμε. Σὲ συγκεκριμένες δηλαδὴ ἱστορικὲς στιγμὲς οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ σχισματικοὶ ἀποκόπηκαν ἀπ’ αὐτήν, κι ἔτσι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της.

Ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὄχι μιᾶς ἀφηρημένης ἀλήθειας, ἀλλὰ ἑνὸς τρόπου ζωῆς ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὸν κάνει «κατὰ χάριν Θεό». Ἀντίθετα, ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ ὁλικὴ ἤ μερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἕνα κομμάτιασμά της, ποὺ ἔτσι παίρνει τὸ χαρακτήρα καὶ τὴν παθολογία μιᾶς ἰδεολογίας. Χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία Του καὶ τὸν θανατώνει πνευματικά.

Τὰ δόγματα ἐπίσης, τὰ ὁποῖα περικλείουν τὶς ὑπερβατικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, δὲν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καὶ διανοητικὲς συλλήψεις, οὔτε, πολὺ περισσότερο, μεσαιωνικὸς σκοταδισμὸς ἤ θεολογικὸς σχολαστικισμός. Ἐκφράζουν τὴν ἐμπειρία καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ὅταν ὑπάρχει διαφορὰ στὰ δόγματα, ὑπάρχει ὁπωσδήποτε καὶ διαφορὰ στὸν τρόπο ζωῆς. Κι ὅποιος ὑποτιμᾶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ δεχθεῖ ὅλα ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Ὄχι ἕνα «μίνιμουμ», ἀλλὰ τὸ σύνολο. Γιατί στὴν ὁλότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως διασώζονται ἡ καθολικότητα καὶ ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ μέχρις αἵματος ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ἡ μέριμνά τους γιὰ τὴν διατύπωση, μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν «ὅρων» τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ «ὅροι» αὐτοὶ δὲν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ ὅρια, τὰ σύνορα τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ διακρίνουν τὴν Ἐκκλησία, ὡς Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν αἵρεση.

Οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, χωρίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι αἱρετικοί. Ἑπομένως στεροῦνται τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὰ «Μυστήριά» τους εἶναι ἄκυρα. Τὸ βάπτισμα λοιπόν, ποὺ τελοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς εἰσαγάγει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

«Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας οὔτε πιστοὺς οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν», μᾶς λέει ὁ ΞΗ’ κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συμπληρώνει: «Ὅλων τῶν αἱρετικῶν τὸ βάπτισμα εἶναι ἀσεβὲς καὶ βλάσφημον καὶ οὐδεμία κοινωνίαν ἔχει πρὸς τὸ τῶν Ὀρθοδόξων».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο.

Τί μᾶς λένε οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές;

Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διακήρυσσε ὅτι «τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖ σὲ κάθε χριστιανικὸ βάπτισμα» καὶ ὅτι ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπὸ «στενοκεφαλιά, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία… Εἶναι μία ἀδικία κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καὶ πραγματικὰ μία βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[i]!

Ἄλλος ἱεράρχης δήλωσε ἀπευθυνόμενος σὲ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μία καὶ μοναδικὴ «καινὴ κτίσις»• ἒφ’ ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο»[ii].

Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία ἐκφράστηκε ἀπὸ ἐπίσημα ὀρθόδοξα χείλη καὶ ὡς ἑξῆς: «Ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ἀναζητήσωμεν καὶ νὰ ἀναγνωρίσωμεν τὴν παρουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκτὸς τῶν ἰδικῶν μας κανονικῶν ὁρίων, πρὸς τὰ ὁποῖα ταυτίζομεν τὴν μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»[iii].

Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ τολμηρότεροι, ποὺ ὁραματίζονται τὴν «ἐπανίδρυση» τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν: Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διατείνεται ὅτι «ἔχουμε ἀνάγκη ἑνὸς νέου Χριστιανισμοῦ, ποὺ θὰ βασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου σὲ νέες ἀντιλήψεις καὶ ὅρους. Δὲν μποροῦμε νὰ διδάξουμε τὸ εἶδος τῆς θρησκείας ποὺ παραλάβαμε στὶς ἐρχόμενες γενιὲς»[iv].

[i] Περιοδ. «Illuminator», καλοκαίρι 1995, Pittsburgh, USA.

[ii] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 370, σ. 9, Γενεύη 1987.

[iii] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 260, σ. 13-14, Γενεύη 1981.

[iv] Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Ἑστία», 5-10-1967.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.

Οἱ διάλογοι

Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ προωθήσει τὰ σχέδιά του, χρησιμοποιεῖ πολλὰ μέσα. Τὸ βασικότερο εἶναι οἱ διάλογοι.

Κανεὶς δὲν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ διάλογο. Ὁ Θεὸς πάντοτε διαλέγεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρνήθηκαν ποτὲ τὴ διαλεκτικὴ ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν κόσμο.

Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸ Θεό, προσπαθοῦσαν μὲ τὸ διάλογο νὰ μεταδώσουν τὴν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας ποὺ βίωναν. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἀλήθεια δὲν ἦταν ἀντικείμενο ἔρευνας. Δὲν τὴν ἀναζητοῦσαν, δὲν τὴν διαπραγματεύονταν• ἁπλὰ τὴν πρόσφεραν. Ἂν ὁ διάλογος δὲν ὁδηγοῦσε τοὺς ἑτεροδόξους στὴν ἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καὶ στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δὲν τὸν συνέχιζαν.

Δύο χρόνια διαλεγόταν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς μὲ τοὺς Παπικοὺς στὴ Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας ὅμως τὴν ὑπεροψία, τὴν ἀδιαλλαξία καὶ τὴν ἐμμονή τους στὴν πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τοὺς ὀρθόδοξους πιστούς: «Ν’ ἀποφεύγετε τοὺς «Παπικούς, ὅπως ἀποφεύγει κανεὶς τὸ φίδι».

Θεολογικὸ διάλογο εἶχε ἀρχίσει καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ ὁ Τρανὸς μὲ τοὺς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης (1579). Ὅταν διαπίστωσε ὅμως ὅτι ὁ διάλογος δὲν ἀπέφερε κανέναν καρπό, τὸν διέκοψε. «Σᾶς παρακαλοῦμε», τοὺς ἔγραφε, «μὴ μᾶς κουράζετε ἄλλο… Ἂς πορευθεῖτε τὸν δικό σας δρόμο. Ἂν θέλετε, μπορεῖτε νὰ μᾶς γράφετε, ἀλλὰ ὄχι πλέον γιὰ δόγματα πίστεως».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο.

Οἱ διάλογοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι διαφέρουν ριζικὰ ἀπὸ τοὺς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μὲ βάση τὶς ἀρχὲς τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καὶ τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνορθόδοξοι καὶ ἄκαρποι. Ἀπόδειξη, ὅτι στὰ ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια της διεξαγωγῆς τους δὲν ἔχουν προσφέρει τίποτε τὸ ἀξιόλογο στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νὰ διχάσουν τοὺς Ὀρθοδόξους!

Τὰ κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τὰ ἑξῆς:

Α’. Ἔ λ λ ε ι ψ η  ὀ ρ θ ό δ ο ξ η ς  ὁ μ ο λ ο γ ί α ς.

Στοὺς διαλόγους ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι δὲν ἐκφράζουν τὴν ἀκράδαντη πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ. Δὲν προβάλλουν, ἐπίσης, τὴν ἁγιασμένη παράδοση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαφέρουν ἀπὸ τὶς παραδόσεις καὶ τὶς ἐμπειρίες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μόνο μία τέτοια ὁμολογιακὴ στάση θὰ μποροῦσε νὰ καταξιώσει καὶ νὰ κάνει γόνιμη τὴν ὀρθόδοξη παρουσία στοὺς διαλόγους.

B’. Ἔ λ λ ε ι ψ η  ε ἰ λ ι κ ρ ί ν ε ι α ς.

Τὸ ἔλλειμα τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀποδεδειγμένη ἀνειλικρίνεια τῶν ἑτεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο καὶ τὸν καθιστᾶ ἀναποτελεσματικό. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς εἴτε παρατηροῦνται ἀμοιβαῖες ἐπιφανειακὲς ὑποχωρήσεις εἴτε χρησιμοποιεῖται διφορούμενη γλώσσα καὶ ὁρολογία, προκειμένου νὰ συγκαλύπτονται οἱ διαφορές.

Ἂν πρῶτα-πρῶτα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἦταν εἰλικρινεῖς, θὰ ἔπρεπε νὰ δηλώσουν μὲ σαφήνεια στοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους αὐτὸ ποὺ τονίζουν στοὺς δικούς τους πιστούς• τὴν ἀδιάλλακτη δηλαδὴ προσήλωσή τους στὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο. Ἔτσι, βέβαια, θὰ φαινόταν ξεκάθαρα καὶ τὸ πῶς ὁραματίζονται τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν: ὄχι ὡς ἑνότητα πίστεως ἀλλὰ ὡς ὑποταγὴ ὅλων κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία. Ἐπιπλέον θὰ ἐπιβεβαιωνόταν ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀφενὸς ἀποτελεῖ τὴν τραγικότερη ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφετέρου χρησιμοποιεῖ τοὺς διαλόγους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ μόνο τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς.

Κύρια ἔκφραση τῆς ἀνειλικρίνειας τῶν Παπικῶν ἀποτελεῖ ἡ διατήρηση καὶ ἡ ἐνίσχυση τῆς Οὐνίας[1]. Πρόκειται γιὰ ἕναν ὕπουλο θεσμό, τὸν ὁποῖο ὁ Παπισμὸς χρησιμοποίησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ ὡς ἑνωτικὸ μοντέλο, παρ’ ὅλες τὶς ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν Ὀρθοδόξων καὶ παρὰ τὸ ὅτι αὐτὸς σήμερα ἀποτελεῖ τὸ βασικότερο ἐμπόδιο στοὺς διμερεῖς διαλόγους.

Ἂν πάλι οἱ ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ἦταν εἰλικρινεῖς, θὰ ἔπρεπε νὰ δηλώσουν μὲ εὐθύτητα ὅτι δὲν εἶναι καθόλου διατεθειμένοι νὰ ὑποχωρήσουν ἀπὸ τὶς βασικὲς προτεσταντικές τους ἀρχὲς καὶ ὅτι ἄλλες, τελικά, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ἔρχονται σὲ διάλογο. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καὶ ὁ κατήφορος ποὺ ἔχουν πάρει οἱ «Ἐκκλησίες» τους (ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμοι ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.).

Γ’. ᾽Υπ ε ρ τ ο ν ι σ μ ό ς  τ ῆ ς  ἀ γ ά π η ς.

Ἐπειδὴ ἡ ἀνειλικρίνεια καὶ οἱ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τοὺς διαλόγους, ποὺ κατάντησαν σὲ ἀτέρμονες καὶ ἄκαρπες θεολογικὲς συζητήσεις, ἐπιχειρήθηκε μία στροφή. Οἱ διάλογοι τώρα ὀνομάστηκαν «διάλογοι ἀγάπης» τόσο γιὰ λόγους ἐντυπώσεων ὅσο καὶ γιὰ νὰ παρακαμφθεῖ ὁ σκόπελος τῶν δογματικῶν διενέξεων. «Ἡ ἀγάπη προέχει», τονίζουν. «Ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει νὰ ἑνωθοῦμε, ἔστω κι ἂν ὑπάρχουν δογματικὲς διαφορές».

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρακτικὴ στοὺς σημερινοὺς διαλόγους εἶναι νὰ μὴ συζητοῦνται αὐτὰ ποὺ χωρίζουν, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν, ὥστε νὰ δημιουργεῖται μία ψευδαίσθηση ἑνότητος καὶ κοινῆς πίστεως. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὅμως οἱ Πατέρες συζητοῦσαν πάντοτε αὐτὰ ποὺ χώριζαν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ ὁποιονδήποτε διάλογο μεταξὺ πλευρῶν ποὺ ἔχουν διαφορές: Συζητοῦνται αὐτὰ ποὺ χωρίζουν – γι’ αὐτὸ ἐξάλλου γίνεται ὁ διάλογος – καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν.

Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἔννοιες ἀδιάσπαστες. Διάλογος ἀγάπης χωρὶς τὴν ἀλήθεια εἶναι ψεύτικος καὶ ἀφύσικος διάλογος. Ἐνῶ διάλογος ἀγάπης «ἐν ἀληθεία» σημαίνει: Διαλέγομαι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ τοὺς ἐπισημάνω ποὺ βρίσκονται τὰ λάθη τους καὶ πῶς θὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀλήθεια. Ἐὰν πραγματικά τούς ἀγαπῶ, πρέπει νὰ τοὺς πῶ τὴν ἀλήθεια, ὅσο κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο ἤ ὀδυνηρό.

Δ’. Ἄ μ β λ υ ν σ η  ὀ ρ θ ο δ ό ξ ω ν  κ ρ ι τ η ρ ί ω ν.

Στὴν παθολογία τῶν διαλόγων ἀνήκει καὶ ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν κριτηρίων, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μίας «οἰκουμενικῆς ἁβροφροσύνης», προσωπικῶν σχέσεων καὶ φιλίας ἀνάμεσα στοὺς ἑτερόδοξους θεολόγους. Ἡ πίστη θεωρεῖται ὄχι ἡ ἀλήθεια, ποὺ σώζει, ἀλλὰ ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν, ποὺ ἐπιδέχονται συμβιβασμούς.

Ἰσχυρίζονται οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές: «Διάλογο κάνουμε, δὲν ἀλλάζουμε τὴν πίστη μας!». Καὶ ἀσφαλῶς ὁ διάλογος ὡς «ἀγαπητικὴ ἔξοδος» πρὸς τὸν ἄλλον, εἶναι θεάρεστος. Ὁ οἰκουμενιστικὸς ὅμως διάλογος, ὅπως διεξάγεται σήμερα, δὲν εἶναι συνάντηση στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι «ἀμοιβαία ἀναγνώριση». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ὅτι ἀποδεχόμαστε πὼς οἱ δογματικὲς διαφορὲς τοὺς ἀποτελοῦν «νόμιμες ἐκφράσεις» τῆς ἴδιας πίστεως. Ἔτσι ὅμως πέφτουμε στὴν παγίδα τοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ: Τοποθετοῦμε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, ἐξισώνουμε τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι.

E’. Σ υ μ π ρ ο σ ε υ χ έ ς

Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μὲ τὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ συμμετέχουν χωρὶς ἀναστολὲς σὲ κοινὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ συμπροσευχές, ποὺ πραγματοποιοῦνται συχνὰ στὰ πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μὲ τὸν οἰκουμενιστικὸ αὐτὸ συμπνευματισμὸ δημιουργεῖται τὸ κατάλληλο ψυχολογικὸ κλίμα, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας.

Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρὰ τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δὲν ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μ’ ἐμᾶς. Πιστεύουν σ’ ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ἀποκαλεῖ ἀπίστους: «Ὁ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων ἄπιστος ἐστιν».

Ἡ συμπροσευχὴ λοιπὸν ἀπαγορεύεται, ἐπειδὴ δηλώνει συμμετοχὴ στὴν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καὶ δίνει σ’ αὐτὸν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι δὲν βρίσκεται στὴν πλάνη, ὅποτε δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀλήθεια.

ΣΤ΄ . Δ ι α κ ο ι ν ω ν ί α  (I n t e r c o m m u n i o).

Ἂν οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, πολὺ περισσότερο ἀποκλείουν τὴ συμμετοχή μας στὰ «Μυστήρια» τους. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν φανήκαμε συνεπεῖς.

Η Β’ Βατικανὴ Σύνοδος, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενιστικοῦ «ἀνοίγματος» ποὺ ἔκανε, πρότεινε τὴ Διακοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους: Παπικοὶ θὰ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν σὲ ὀρθοδόξους ναοὺς καὶ Ὀρθόδοξοι σὲ παπικούς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοὶ ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς πιστεύουν ὅτι σταδιακὰ θὰ ἐπέλθει de facto ἡ ἕνωση Παπισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, παρ’ ὅλες τὶς δογματικές τους διαφορές.

Ἂν γιὰ τοὺς Παπικοὺς μία τέτοια θέση δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήρια (κτιστὴ χάρη κ.λπ.), γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καὶ ἀπαράδεκτη. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτὲ δὲν θεώρησε τὴ θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος, ἀλλὰ πάντοτε ὡς σφραγίδα καὶ ἐπιστέγασμά της.

Ἄλλωστε, τὸ κοινὸ Ποτήριο προϋποθέτει κοινὴ πίστη. Ἂν δηλαδὴ ἕνας Ὀρθόδοξος κοινωνεῖ σὲ παπικὸ ναό, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται καὶ τὴν παπικὴ πίστη.

[1] Ἡ Οὐνία εἶναι ἕνα θρησκευτικοπολιτικὸ σχῆμα ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Παπισμό, γιὰ τὸν ἐκδυτικισμὸ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐκμεταλλεύτηκε δύσκολες ἱστορικὲς συγκυρίες τῶν Χριστιανῶν αὐτῶν καὶ τοὺς ἀνάγκασε νὰ ὑποταχθοῦν στὴν παπικὴ ἐξουσία. Τοὺς ἐνθάρρυνε, ὡστόσο, νὰ μὴν ἀλλάξουν τὰ ἐκκλησιαστικά τους ἔθιμα (περιβολὴ κληρικῶν, λειτουργικὸ τυπικὸ κ.ἄ.), ὥστε νὰ δημιουργοῦν σύγχυση καὶ νὰ προωθοῦν τὴν παπικὴ προπαγάνδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο.

Συνεργασία σὲ πρακτικὰ θέματα

Ἄλλο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ διαχριστιανικὴ συνεργασία σὲ πρακτικοὺς τομεῖς. Οἱ οἰκουμενιστὲς διατείνονται ὅτι τὰ ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικὰ κ.ἄ.) ὀφείλουν νὰ μᾶς ἑνώνουν.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καὶ δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει τὰ ἑξῆς μειονεκτήματα:

α) Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς φωνές, χάνει τὴ διαύγειά της καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κοινοποιήσει στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο τὸν δικό της μοναδικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.

β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στὸ κοινωνικό της ἔργο κοσμικὲς πρακτικὲς τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, σὲ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσῳ ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἂν αὐτὸς μπορέσει νὰ ἐξαλείψει ὅλες τὶς κοινωνικὲς πληγές, ἀλλὰ ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ θέωσή του μέσα στὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

γ) Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τοὺς ἑτεροδόξους νὰ συνεργάζονται μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοὶ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο.

Ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων

Τὰ τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ ἀσκεῖται καὶ μὲ τὶς ἀνταλλαγὲς ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξὺ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπὸ ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αὐτὲς περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικὲς προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγὲς δώρων, κοινὰ γεύματα, συμπροσευχές, κοινὲς ἀνακοινώσεις καὶ ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης.

Εἰδικότερα, ἀπὸ τὸ 1969 ἔχει καθιερωθεῖ ἡ ἐτήσια ἀμοιβαία συμμετοχή, Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὶς θρονικὲς ἑορτὲς Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ συναντήσεις αὐτές, δυστυχῶς, δὲν εἶναι ἁπλὲς ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις. Οἱ ἴδιοι, ἄλλωστε, οἱ οἰκουμενιστὲς ὁμολογοῦν ὅτι μὲ τοὺς κοινοὺς ἑορτασμοὺς βιώνεται ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, μὲ τὴν ἀμοιβαία ἀναγνώρισή τους.

Ὁ πιστὸς λαός μας ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τὶς ἐπισκέψεις ἀπὸ τὰ ὀπτικοακουστικὰ μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη• σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλὰ καὶ προβληματίζεται, καθὼς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τοὺς ποιμένες του νὰ μιλοῦν μὲ ὀρθοδοξότατη καὶ ἁγιοπατερικὴ γλώσσα, καὶ ἄλλοτε τοὺς βλέπει ἀνάμεσα στοὺς ἑτεροδόξους νὰ συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος ὅμως συμβιβασμὸς στὸ χῶρο τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν ἱερώτερη σκοπιμότητα, δὲν θὰ πληρωθεῖ, ἄραγε, μὲ ἀκριβὸ καὶ ὀδυνηρὸ τίμημα;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο.

Ἡ διαθρησκευτικὴ ἐξέλιξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ἡ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε πολὺ νωρὶς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὴν ἀνάγκασε πρῶτα νὰ στραφεῖ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, ἐγκαταλείποντας τὴ θεολογία ὡς δρόμο ἑνώσεως, καὶ ὕστερα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες. Παραδέχεται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν διαφορετικοὺς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους μὲ τὸ Χριστιανισμό, καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ σ’ αὐτές. Σύνθημά της ἔχει τὸ ἀξίωμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς»: «Πίστευε ὅ,τι θέλεις, μόνο μὴ διεκδικεῖς τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας».

Συγκαλεῖ λοιπὸν διαθρησκειακὲς συναντήσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, ὅπως διατείνονται οἱ διοργανωτές τους, ἀλλὰ συνάξεις ὁμολογίας τῆς ἑνότητος μὲ βάση τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό. Γι’ αὐτὸ συχνὰ περιλαμβάνουν καὶ κοινὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, στὶς ὁποῖες συμπροσεύχονται ὀρθόδοξοι, ἑτερόδοξοι καὶ ἀλλόθρησκοι. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ὅμως τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ ἀληθινὸς καὶ αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὅποιο «Θεὸ» τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, μὲ κάποιον φανταστικὸ δηλαδὴ «Θεό», ποὺ δημιούργησε καὶ συντηρεῖ ἡ θρησκευτικὴ ἀνάγκη τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.

Δυστυχῶς, τὸ διαθρησκειακὸ αὐτὸ ἄνοιγμα συμμερίζονται καὶ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐκφράζουν ἀπόψεις σὰν τὶς ἑπόμενες:

« Ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἂν καὶ ἔχει χριστιανικὴ προέλευση, πρέπει νὰ γίνει κίνηση ὅλων τῶν θρησκειῶν… Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὑπηρετοῦν τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνας Θεός…»[1].

«Κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»[2].

«Τὸ Ἰσλάμ, στὸ Κοράνιο, μιλάει γιὰ Χριστό, γιὰ Παναγία, κι ἐμεῖς πρέπει νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Μωάμεθ μὲ θάρρος καὶ τόλμη. Νὰ δοῦμε τὴν ἱστορία του καὶ τὴν προσφορά του, τὸ κήρυγμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καὶ τὴ ζωὴ τῶν μαθητῶν του, ποὺ εἶναι μαθητὲς τοῦ ἑνὸς Θεοῦ…»[3].

«Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταὶ καὶ Κομφουκιανοί… θὰ πρέπει νὰ συντελέσωμε ὅλοι μας στὴν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Τοῦτο ὅμως θὰ μπορέση νὰ γίνη μόνον ἐὰν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ»[4].

Βασικὴ ἐπιδίωξη τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων εἶναι ἡ δημιουργία σημείων ἐπαφῆς μεταξὺ τῶν θρησκειῶν, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ κοινὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καὶ διεθνῶν προβλημάτων. Τὴν ἐπιδίωξη αὐτὴ ἐκμεταλλεύονται κατὰ καιροὺς καὶ ἰσχυροὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες, ἐπιστρατεύοντας τὶς θρησκεῖες στὴν προώθηση ἀνόμων συμφερόντων τους. Αὐτὸ φάνηκε καθαρὰ μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου 2001, ὅταν πραγματοποιήθηκαν «κατ’ ἐπιταγὴν» πλειάδα διαθρησκειακῶν συναντήσεων.

Ἔτσι ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας, ἀντὶ νὰ εἶναι «κρίση» καὶ «ἔλεγχος» τῆς ἀνομίας, μεταβάλλεται σὲ ὑποστηρικτὴ καὶ συντηρητή της. Ἐγκλωβίζεται στὴν ἐγκόσμια προοπτικὴ τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ ὑποβιβάζεται στὸ ἐπίπεδο μιᾶς κοσμικῆς θρησκείας μὲ ὠφελιμιστικὸ καὶ χρησιμοθηρικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ἀναγκάζεται νὰ ἀθετήσει τὸ ἱεραποστολικό της χρέος, ἐφόσον γίνεται ἀποδεκτό, ἀπὸ ἐπίσημους μάλιστα ἐκπροσώπους της, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν «ἠθελημένας ἀπὸ Θεοῦ ὁδοὺς σωτηρίας»[5]!

Κάποιοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, ἐξάλλου, φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀγάπη καὶ ἄλλα κατεξοχὴν πνευματικὰ ἀγαθὰ μὲ μία ψυχρὴ κοσμικὴ γλώσσα. Ἀποσιωποῦν ὅτι τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ ἀποτελοῦν καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεία δῶρα ποὺ χορηγοῦνται μὲ τὴν πνευματικὴ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἄθληση κι ὄχι μέσα ἀπὸ διαθρησκειακὲς συναντήσεις.

Πρέπει, βέβαια, νὰ τονιστεῖ, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι θρησκεία, οὔτε ἔστω ἡ καλύτερη. Εἶναι Ἐκκλησία: Ἡ αὐτοαποκάλυψη καὶ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἔχει συνείδηση τῆς Οἰκουμενικότητος καὶ τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατέχει, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβᾶται τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς μὴ Χριστιανούς. Γνωρίζει ὅμως τὰ ὅρια αὐτῶν τῶν σχέσεων, ὅπως τὰ ἔχει διαμορφώσει ἡ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ ἡ μυστηριακή της ἐμπειρία. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κάτω ἀπὸ συνθῆκες σκληρῆς αἰχμαλωσίας, διαλέχθηκε μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους. Δὲν δίστασε, ὡστόσο, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν πλάνη τους. Πῶς ἀντιμετώπιζαν, ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες τοὺς Μωαμεθανούς; Δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια; Θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς φανταστοῦμε νὰ προσεύχονται μαζί τους; Ἀλλὰ τότε δὲν θὰ εἴχαμε Μάρτυρες!

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στὸ βωμὸ ἄλλων σκοπιμοτήτων τὴ μοναδικότητά της καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ οἰκουμενιστικὸ σύνθημα ὅτι «σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, πίσω ἀπὸ διαφορετικὰ ὀνόματα, λατρεύεται ὁ ἴδιος Θεός». Πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ἀποστολικό: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία• οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12).

[1] Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Ὀρθόδοξος Τύπος», Αὔγουστ.-Σεπτ. 1968.

[2] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 494, σ. 23, Γενεύη 1993.

[3] Περιοδ. «Πάνταινος», ἀριθ. 1, σ. 59, Ἀλεξάνδρεια 1991.

[4] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 511, σ. 28, Γενεύη 1994.

[5] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 523, σ. 12, Γενεύη 1995.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο.

Τελικὰ τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;

Μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐξελίξεις του καὶ τὴ σταδιακὴ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τοὺς ἀρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀναρωτιοῦνται: Δὲν φαίνεται ἄραγε ξεκάθαρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἡ ἐπικράτηση τῆς Πανθρησκείας, ἡ ἰσοπέδωση τῶν πάντων καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σὲ μία «Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων», σ’ ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, σὰν τὸν Ο.Η.Ε., ἀπονευρωμένο καὶ ἀ-πνευματικό;

Πῶς ὅμως ἀποτιμᾶ τὸν Οἰκουμενισμὸ ἡ παραδοσιακή μας Ὀρθοδοξία;

«Ὁ Οἰκουμενισμός, πραγματικὰ ἔτσι ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νὰ σηματοδοτεῖται ὁ ὅρος αὐτός, βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατί σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φερ’ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νὰ βάλουμε στὸ τραπέζι τὰ τμήματα τῆς ἀληθείας γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τέρμα, σ’ αὐτὸ δὲν γίνεται συζήτηση• καὶ ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενιστὴς καὶ ἑπομένως νὰ εἶναι αἱρετικὸς» (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Συνέντευξη στὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας, 24-5-1998).

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸ ὄνομα γιὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, γιὰ τὶς ψευδοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης… Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευδοεκκλησίες, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεση παραπλεύρως στὴν ἄλλη αἵρεση. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά τους εἶναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν ἤ παραμόρφωναν μερικὰ ἰδιώματα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ• οἱ εὐρωπαϊκὲς ὅμως αὐτὲς αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὴ θέση του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο» (Ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Εἶναι κάτι πολὺ χειρότερο τῆς παναιρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ἦταν φανεροὶ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦσε αὐτὴ νὰ παλέψει ἐναντίον τους καὶ νὰ τὶς κατατροπώσει. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅμως ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ δόγματα καὶ γιὰ τὶς δογματικὲς διαφορὲς τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ὑπέρβαση, ἀμνήστευση, παραθεώρηση, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε νομιμοποίηση καὶ δικαίωση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὕπουλος ἐχθρός, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀκριβῶς προέρχεται ὁ θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητὴς Ἀνδρέας Θεοδώρου).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο.

Ἀντιδράσεις στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση

Σήμερα στὸν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλὰ βιβλία, ἄρθρα καὶ κριτικὲς βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, ὅπου διατυπώνεται μὲ πόνο καὶ ἀγωνία ἡ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καὶ «γραμμῆς» πρὸς μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν πολυπρόσωπη καὶ πολυώνυμη αἵρεση.

Δὲν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ποὺ προτείνουν τὴν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὰ συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τὴ συμμετοχὴ της σ’ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλὰ πολλαπλῶς ἐπιζήμια.

Κάποιες Ἐκκλησίες ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιὰ τὴ δική τους συμμετοχή. Αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς ἐκφράστηκε καὶ στὴ Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ 1998, ὅπου μεταξὺ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπὸ αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ μισὸ αἰώνα παρουσίας στὸ Π.Σ.Ε….., τὸ χάσμα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο.

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση

Γνωρίζουμε ὅτι κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει ὁ πιστὸς καὶ εὐσεβὴς λαός. Κανείς, οὔτε Πατριάρχες οὔτε Σύνοδοι, δὲν μποροῦν νὰ τὸν παρακάμψουν καὶ νὰ φιμώσουν τὴ συνείδησή του. Γι’ αὐτὸ καὶ «δὲν πρέπει νὰ γίνεται κανένας διάλογος ἤ νὰ λαμβάνεται καμιὰ ἀπόφαση, ἂν δὲν συμφωνεῖ ἡ ἀγρυπνοῦσα αὐτὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας (χαρισματοῦχοι κληρικοί, λαϊκοί, μοναχοὶ)» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἰερόθεος).

Οἱ οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι, ὅπως διεξάγονται, εὐνοοῦνται κυρίως ἀπὸ κύκλους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καὶ ἀπὸ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἤ μὴ θεσμικὰ ὄργανα, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ συγκεκριμένα ὀφέλη πολιτικά, οἰκονομικά, διεθνῶν σχέσεων καὶ προβολῆς. Δὲν ἀποτελοῦν αἴτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἐπιβάλλονται «ἔξωθεν» καὶ «ἄνωθεν». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναδεικνύει ἕνα νοσηρὸ φαινόμενο: τὴν αὐτονόμηση τῶν διοικητικῶν θεσμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση δηλαδὴ εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκέψη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

Ἔτσι συμβαίνει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ συμμετέχει ἐνεργὰ οὔτε νὰ ἐνημερώνεται ὑπεύθυνα καὶ ἀντικειμενικὰ γιὰ τοὺς διαλόγους. Ἄλλωστε, οἱ ἀποφάσεις δὲν φέρουν πάντα τὴ σφραγίδα τῆς αὐθεντικῆς συνοδικότητος, ἀλλὰ λαμβάνονται συνήθως ἀπὸ εἰδικοὺς «ἐπαγγελματίες» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁμολογεῖ χαρακτηριστικὰ ὀρθόδοξος ἱεράρχης: «Ὁ ὀρθόδοξος λαὸς δὲν γνωρίζει τίποτε γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση… ἀλλ’ ἴσως εἶναι τυχερὴ καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση ποὺ ὁ ὀρθόδοξος πληθυσμὸς δὲν γνωρίζει τί γίνεται στὴ Γενεύη»[i]!

[i] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13, σ. 500α, Ἀθῆναι 1994.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο.

Τὸ χρέος μας

Ζοῦμε ἀναμφίβολα σὲ περίοδο κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν. Τὰ γεγονότα, κατευθυνόμενα πλέον, τρέχουν μὲ ξέφρενους ρυθμούς. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐξελίσσεται μέσα στὴν ἰσοπεδωτικὴ προοπτική τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ ἐπιβάλλουν ἰσχυρὰ πολιτικοοικονομικὰ κέντρα. Κανεὶς πιὰ δὲν πιστεύει σοβαρὰ πὼς ὁ Οἰκουμενισμὸς μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁρατὴ λύση στὸ αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.

Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν πρέπει οὔτε νὰ αἰθεροβατοῦμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἐφησυχάζουμε. Ἂν σεβόμαστε πραγματικὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἂν πονᾶμε τὸν βασανισμένο ἀπὸ τὶς ἀδιέξοδες θρησκευτικές του παραδόσεις κόσμο τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ τὸν παγιδευμένο στὶς δαιμονικὲς πλάνες κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, ἔχουμε χρέος νὰ μείνουμε προσηλωμένοι στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, βιώνοντας τὴν αὐθεντικὰ μέσα ἀπὸ τὸν καθημερινό μας ἀγώνα γιὰ τὸν προσωπικὸ ἁγιασμὸ καὶ τὴ θέωση. Ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ὁ ἀκριβὴς βίος θὰ μᾶς κάνουν ἱκανοὺς γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ – γιατί ὄχι; – καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο, ἂν καὶ ὅταν οἱ καιροὶ τὸ ἀπαιτήσουν…

Ἡ ἐμμονὴ στὴν Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ στὴ γνησιότητα τῆς ζωῆς, καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει καὶ σώζει, δὲν εἶναι ἐγωισμός, φανατισμὸς ἤ μισαλλοδοξία. Ἐκφράζει τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ ἀποτελεῖ τὴν ὕστατη δυνατότητα ποὺ αὐτὴ προσκομίζει, γιὰ μία ριζοσπαστικὴ πνευματικὴ ἀλλαγὴ στὸ χῶρο τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ μία ἔξοδο τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν ψεύτικων θεῶν.

Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2004