’’Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος’’, έλεγαν οι παλιοί. Ζωή χωρίς γιορτές, μοιάζει με ταξίδι πολυήμερο χωρίς ανάπαυση, χωρίς ανεφοδιασμό.
Η 25η Μαρτίου, για ‘μάς τους Έλληνες, είναι πνευματικό πανδοχείο, που προσφέρει διπλή ανάπαυση και διπλό ανεφοδιασμό. Και ο λόγος είναι, ότι την ίδια μέρα εορτάζουμε δυο μοναδικές και ανεπανάληπτες ελευθερίες μας. Πρώτα την ελευθερία από τα δεσμά του θανάτου λόγω της αμαρτίας, και έπειτα την ελευθερία του Γένους μας από την τουρκική σκλαβιά.
Στον λίγο χρόνο που έχουμε στην διάθεσή μας, θα αναφερθούμε στο δεύτερο σκέλος της εορτής, που έχει να κάνει με την εθνική μας παλιγγενεσία. Θέμα μας, το παράπονο των αγωνιστών του ’21.
Αδελφοί μου,
Η επέτειος της 25ης Μαρτίου θαρρώ πως δεν είναι απλά και μόνον μια ευκαιρία για μεγάλα λόγια, για ψεύτικες επετειακές πολιτικές δηλώσεις, για εμβατήρια και εξέδρες.
Είναι πάνω απ’ όλα μια πρώτης τάξεως πρόκληση για γόνιμο προβληματισμό και μια εξαιρετική αφορμή για συλλογική και προπάντων για προσωπική αυτοκριτική. Μια αυτοκριτική βασισμένη κυρίως πάνω σε μια σύγκριση των δικών μας επιλογών και αξιών σε σχέση με τα ιδανικά και τις επιλογές των Αγωνιστών του ’21.
Θα πούνε ίσως μερικοί: Καλά, πώς είναι δυνατόν να συγκριθούν οι συνθήκες του ’21 με τις τωρινές; Τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα χρόνια εκείνα και τα δικά μας; Οι πρόγονοί μας τότε ήσαν σκλαβωμένοι, ενώ εμείς…
Αδελφοί μου, εάν δεν έχουμε ακόμα καταλάβει, ότι στις ημέρες μας ζούμε μια σκλαβιά ασύγκριτα πιο σκοτεινή και πιο ύπουλη από εκείνη την σκλαβιά, που βίωσαν οι πρόγονοί μας επί τουρκοκρατίας, τότε είμαστε δυστυχώς άξιοι της μοίρας μας.
Εάν δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει, ότι στα χρόνια μας είμαστε σκλαβωμένοι διπλά, δηλαδή, όχι μονάχα σε ξένους δυνάστες αλλά και στα πάθη μας τα δαιμονικά, τότε πώς θα πάρουμε την απόφαση να ελευθερωθούμε; Τότε, με ποιο όραμα, με ποιες δυνάμεις, με ποια αποφασιστικότητα, προσδοκάμε να ξαναπάρουμε πίσω την χαμένη μας Ελευθερία, την χαμένη μας τιμή και αξιοπρέπεια, την χαμένη μας αθωότητα;
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, να δούμε πού βασίστηκαν οι αγωνιστές του ’21, ποια ήταν τα ιδανικά τους, ποια τα οράματά τους και ποιος ο σκοπός του Αγώνα τους; Και αφού τοποθετήσουμε έπειτα τους εαυτούς μας απέναντί τους, να δούμε, τελικά, δικαιώσαμε τους Αγώνες τους ή τους έχουμε περιφρονήσει τόσο, που η καρδιά τους πονάει από θλίψη και το λαρύγγι τους πνίγεται μέσα στο παράπονο;
Αδελφοί μου,
Τα γεγονότα της Επαναστάσεως μαρτυρούν, ότι δύο είναι τα πιο δυνατά κοινά σημεία αναφοράς όλων ανεξαιρέτως των Αγωνιστών του ’21: Η Πίστη και η Πατρίδα. Όλες οι μάχες, όλες οι θυσίες γίνονται πρώτα για την Πίστη την Αγία και έπειτα για την φιλτάτη Πατρίδα.
Βρισκόμαστε στο θρυλικό Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Τα παλληκάρια του Ιερού Λόχου –Πόντιοι στην πλειονότητά τους- ακούνε τον επίσης ποντιακής καταγωγής Αλέξανδρο Υψηλάντη να τους προτρέπει: ”Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν. Να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα και να υψώσωμεν το Σημείονδιού πάντοτε νικώμεν. Λέγω τον Σταυρόν. Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”.
Να υψώσουμε, βροντοφωνάζει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου μας, με την βοήθεια του οποίου πάντοτε νικάμε και να τα δώσουμε όλα για την Πίστη και την Πατρίδα.
Εμείς σήμερα τι κάνουμε; Ακούμε την φωνή του Υψηλάντη;
Εμείς, σήμερα, αντί να τον υψώσουμε τον Σταυρό, όπως έκανε ο Υψηλάντης, τον περιφρονούμε υβριστικά: Τον πετάμε από τα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, τον αφαιρούμε από το κοντάρι της Σημαίας μας, τον βγάζουμε από τα στήθια μας και από τις καρδιές μας, και δεν ξέρω εάν σε λίγο, εν ονόματι της νεοταξικήςπολυπολιτισμικότητας, τον κατεβάσουμε ακόμη και από τους τρούλους των εκκλησιών μας.
Τα έργα μας, δεν τα στερεώνουμε πια στον Σταυρό του Κυρίου μας, όπως τα στερέωναν οι αγωνιστές του ’21, αλλά πού; Τα στηρίζουμε στην αυτοπεποίθησή μας, στην επιστημοσύνη μας, στα βρώμικα δανεικά των εβραϊκών τραπεζών, στους δούρειους ίππους των ΕΣΠΑ, στα ναρκοθετημένα οικονομικά πακέτα της λεγόμενης ευρωπαϊκής ένωσης.
Όσο για τις μάχες, που δίνουμε σήμερα στην ζωή μας, είναι ολοφάνερο, ότι σε γενικές γραμμές έπαψαν να είναι μάχες για την Πίστη και την Πατρίδα, όπως καλούσε τους αγωνιστές ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Έχουν μετατραπεί σε μάχες για την ατομική μας καθαρά καλοπέραση. Μάχες για κέρδη, για καταθέσεις, για καριέρα, για δόξα. Πάντως όχι μάχες για την Ορθοδοξία μας και την Ελλάδα μας.
Στην Αγία Λαύρα, ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει το ιστορικό λάβαρο της Επανάστασης του ’21, ευλογεί τους αγωνιστές και μεταξύ των άλλων βροντοφωνάζει: ”Ήρθε η ώρα να σπάσουμε τα δεσμά και τον ζυγό, που βαραίνει τον τράχηλό μας. Καλύτερος είναι ο θάνατος με το όπλο ανά χείρας, παρά η θέαση του εξευτελισμού των βωμών και των εστιών”.
Τα ίδια γράφει στα απομνημονεύματά του και ο Μακρυγιάννης: ’’Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και την θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ‘νεργήσω κι ότι θέλουν ας μου κάνουν’’.
Σήμερα, όμως, αδελφοί μου, όταν μας πειράζουν την Πίστη ή την Πατρίδα, συνήθως δεν κάνουμε, αυτό που θα έκανε ο Μακρυγιάννης. Προτιμάμε να μείνουμε σιωπηλοί, ψυχροί και αδιάφοροι. Μια ταπεινωτική ήττα της ποδοσφαιρικής μας ομάδας τολμώ να πω, ότι ίσως μας εξαγριώνει περισσότερο.
Τα παραδείγματα; Αμέτρητα!
Μήπως, ως λαό, μας έθιξαν τα γεγονότα των Ιμίων; Σε ποιο σχολείο σήμερα γίνεται λόγος για τα ηρωϊκά μας εκείνα παιδιά, που θυσιάστηκαν για την Πατρίδα εκείνο το βράδυ; Θα μας πει κανείς ποιο βόλι τα θανάτωσε;
Μήπως μας πειράζει το νέο παιδομάζωμα; Έρχεται ο κύριος Φούχτελ, αρπάζει τα παιδιά μας και εμείς χαιρόμαστε, που σώζονται! Πού; Στα χέρια των Γερμανών!
Μήπως φαίνεται από την στάση μας, ότι μας προβληματίζει στα σοβαρά η κατάργηση των συνόρων μας και η απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας;
Τι κάνουμε ως λαός και ως ηγεσίες, για να αποτρέψουμε την κοινωνική, πολιτισμική και δημογραφική αλλοίωση, που επιχειρείται σήμερα σε βάρος της Πατρίδας μας, με αφορμή τάχα το προσφυγικό;
Αδελφοί μου, ας μην μπερδευόμαστε. Άλλο πράγμα η χριστιανική αγάπη προς τους όντως πρόσφυγες και άλλο η ανεξέλεγκτη εγκατάσταση φανατικών μουσουλμάνων μέσα στην αιματοβαμμένη από το Ισλάμ πατρίδα μας.
Στον Αγώνα του ’21 έδωσαν το αίμα τους ένα εκατομμύριο πρόγονοί μας. Δέκα πατριάρχες και 120 επίσκοποι έχασαν τα κεφάλια τους από την χατζάρα του Ισλάμ.
Αυτή την ώρα, μονάχα στον Πειραιά, λειτουργούν σαράντα τεμένη!
Γι’ αυτό θυσιάστηκαν για την Πατρίδα και την Ορθοδοξία όλοι αυτοί; Για να ξαναγεμίσει η Πατρίδα μας τζαμιά; Δεν μας έφτασαν χίλιοι εκατό Νεομάρτυρες; Θέλουμε κι άλλους;
Και για τον εξευτελισμό των εστιών, πόσο άραγε θιγόμαστε και αντιδρούμε, όταν αφήνουμε τον θεσμό της οικογένειας στην πατρίδα μας να διαλυθεί, όταν τον θεόσδοτο γάμο τον περνάμε μέσα από τα δημαρχεία και όχι μέσα από τις εκκλησιές μας, όταν αναδεικνύουμε τον σοδομισμό σε αξία γαμική, όταν οι γονείς κατάντησαν βάρος και η παιδοποιία βάσανο παραπανίσιο, όταν δολοφονούμε πάνω από 300.000 αγέννητα παιδιά τον χρόνο;
Αλλά και για τον εξευτελισμό, που δέχονται σήμερα άνθρωποι και σύμβολα της Πίστεώς μας, πόσο μπορούμε να πούμε ότι μας καίει, όταν, ως Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ανεχόμαστε να αποκλείονται οι Ιεράρχες μας από τις σχολικές αίθουσες, όταν μένουμε σιωπηλοί στην απόσυρση της εικόνας του Κυρίου μας από την είσοδο της θεολογικής μας σχολής, όταν δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την διακωμώδηση του ράσου σε καρναβαλικές εκδηλώσεις ή σε παρελάσεις σοδομιστών;
Με όλα αυτά τα ’’κατορθώματά’’ μας, πώς είναι δυνατόν, αγωνιστές σαν τον Μακρυγιάννη και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, να μην έχουν παράπονα και να μην είναι πικραμένοι μαζί μας;
Ο μεγάλος Διδάχος του Γένους μας, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο ακούραστος αυτός Αγωνιστής για το Ποθούμενο, για την Ελευθερία του Γένους, στις διδαχές του έλεγε: ’’Πρέπει να φυλάξετετην πίστη σας και να την στερεώσετε’’.
Εμείς σήμερα τι κάνουμε, αδελφοί μου; Εμείς σήμερα, αντί να φυλάξουμε και να στερεώσουμε την Πίστη μας, όπως προέτρεπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, πολύ συχνά, δυστυχώς, την υπονομεύουμε και την αμβλύνουμε.
Φυλάμε την Πίστη μας, όταν στις θεολογικές μας σχολές και σε κάποιες από τις λεγόμενες ακαδημίες θεολογικών σπουδών, τα τελευταία χρόνια, περιφρονούμε τους Αγίους Πατέρες, που είναι οι στυλοβάτες της Πίστεώς μας, και διδάσκουμε θεωρίες και πρακτικές δήθεν μεταπατερικές;
Φυλάμε την Πίστη μας, όταν κάθε τόσο συμπροσευχόμαστε στο εξωτερικό με αιρετικούς και αλλοθρήσκους; Όταν το κοράνιο το ονομάζουμε βιβλίο ιερό, δοθείσης μάλιστα ευκαιρίας το δωρίζουμε κιόλας αντί του Ευαγγελίου;
Στερεώνουμε την Πίστη μας, όταν καταργούμε τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, και τους παραδοσιακούς θεολόγους μας τους περιφρονούμε;
Όταν αναθέτουμε την θεραπεία των παθών της ψυχής μας σε ψυχολόγους, σε ψυχοθεραπευτές και σε ομοιοπαθητικούς, ενώ ο μόνος θεραπευτής των ψυχών μας είναι ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός, θεραπευτήριό Του η Εκκλησίας μας και μοναδικά Του φάρμακα τα Ιερά μας Μυστήρια;
Φυλάμε την Πίστη μας, όταν με νόμους της πολιτείας δήθεν αντιρατσιστικούς, φιμώνουμε τον άμβωνα σε θέματα όπως η ομοφυλοφιλία, οι εκτρώσεις, οι δυσώνυμες δυτικόφερτες εκτροπές του θεσμού του γάμου, η κάρτα του πολίτη, η αχρήματη κοινωνία, λες και όλα αυτά δεν αφορούν στην Πίστη μας, δεν άπτονται του κεφαλαίου της σωτηρίας μας;
Πώς, λοιπόν, με όλα αυτά και άλλα τόσα, να μην είναι πικραμένος μαζί μας ο Εθναπόστολός μας, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός; Και πώς να μην πνίγεται από το παράπονο, βλέποντάς μας να παρατάμε κάποιες φορές αφύλαχτη την πολυτίμητη Ορθοδοξία μας και να δηλώνουμε ενθουσιασμένοι με τα ξυλοκέρατα, που μας έρχονται από την Δύση;
Ο πρώτος και μοναδικός Κυβερνήτης μας ήταν, ως γνωστόν, ο μέγιστος των Ελλήνων πολιτικών, ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Ο ευλογημένος αυτός πρωτεργάτης της εθνικής μας παλιγγενεσίας, δυστυχώς για την Πατρίδα μας, δεν έμελλε να ζήσει για πολύ.
Τα έργα του, το ήθος του, η πίστη του και γενικά η προσωπικότητά του, έκαναν τους ξένους να τον φθονήσουν. Και με χέρι δικό μας δολοφονείται στο Ναύπλιο, την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου του 1831, στην είσοδο του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, στις έξι και μισή το πρωΐ.
Τυχαία η μέρα, η ώρα και ο τόπος της δολοφονίας του; Όχι βέβαια. Διότι ο Κυβερνήτης συνήθιζε να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και μάλιστα ’’όρθρου βαθέως’’.
Αδελφοί μου, ως Λαός και ως Ηγεσίες, αντέχουμε σήμερα να μπούμε απέναντί του και να καθρεπτισθούμε στο Εκκλησιαστικό ήθος του μεγάλου μας Κυβερνήτη; Στις ημέρες μας, εμείς οι Έλληνες βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, σε τί άραγε ποσοστά εκκλησιαζόμαστε, όχι βεβαίως καθ’ έξιν, αλλά με γνήσιο Ορθόδοξο φρόνημα και πνευματική καθοδήγηση;
Και από την μεριά των ηγεσιών μας, πόσοι Έλληνες αξιωματούχοι υπάρχουν σήμερα, που λειτουργούνται τακτικά τις Κυριακές, όπως ο Καποδίστριας, αναθέτοντας τις υποθέσεις της Πατρίδας στα χέρια του Θεού;
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μέσα από την δράση του και τα γραπτά του, αποδεικνύεται ότι την Ορθοδοξία την είχε στο κέντρο της καρδιάς του. Και πλάϊ σ’ αυτήν, φύλαγε άλλες δυο μεγάλες του αγάπες: Την Ελλάδα και την Παιδεία την Ελληνική.
Το όραμά του για την Εθνική μας Παιδεία ήταν ένα Σχολείο Ελληνικό και Ορθόδοξο. Γι’ αυτό και διακήρυττε: «Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής».
’’Αποτελεί Θεία τιμή, έλεγε, το να αναθρέψει κάποιος Ελληνόπαιδες’’. Πώς, όμως; ’’Με τις γνώσεις της Ιεράς μας θρησκείας και με την πάτριον γλώσσα’’ και όχι με την αθεΐα και την ξένη γλώσσα από τα γεννοφάσκια μας, όπως κάνουμε σήμερα.
Όσο για την Ευρώπη, την οποία σήμερα θεωρούμε ’’τόπον επαγγελίας’’, ο Καποδίστριας δεν έτρεφε και ιδιαίτερη εκτίμηση. Για τα παιδιά, που έφευγαν στην Δύση για να σπουδάσουν, έλεγε: «…αναγκαιότατον κρίνω να συλλέξωμεν και επαναγάγωμεν εις την Ελλάδα (να φέρουμε πίσω) τους νέους Έλληνας, όσοι επί προφάσει μαθήσεως διαφθείρωνται εν Ευρώπη…».
Πώς, λοιπόν, να είναι ευχαριστημένος ο Μεγάλος μας Κυβερνήτης και μαζί του όλοι οι αγωνιστές του ’21, με το σημερινό μας εκκλησιολογικό φρόνημα, με την απιστία των σημερινών μας πολιτικών ανδρών, με τη κατάντια της Εθνικής μας Παιδείας;
Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Μακρής ήταν ένας από τους επικεφαλείς οπλαρχηγούς στην ηρωϊκή Έξοδο του Μεσολογγίου. Με το τέλος του πολέμου, ενώ διέθετε δύναμη και επιρροή, δεν ασχολήθηκε με την πολιτική. Αποσύρθηκε και ασχολήθηκε με τα χωράφια του και τα ζωντανά του.
Όταν μετά από καιρό, ο Όθωνας θέλησε να τον τιμήσει για την προσφορά του στον Αγώνα, προτείνοντάς του την θέση του Υπασπιστού, ο γενναίος οπλαρχηγός Δημήτριος Μακρής με την παροιμιώδη απάντηση που έδωσε, μας άφησε μέγα μάθημα αξιοπρέπειας και εσωτερικού μεγαλείου.
Εμφανώς ενοχλημένος και κατηφής, είπε στον βασιλιά: “Μεγαλειότατε, εγώ δεν ξέρω να τσακάω (διπλώνω) τη μέση μου” και έφυγε με το κεφάλι ψηλά.
Στις ημέρες μας, αδελφοί μου, πόσοι άραγε από εμάς, στην καθημερινή μας ζωή, διαθέτουμε το ηθικό σθένος και το ψυχικό μεγαλείο του Κλέφτη Δημητρίου Μακρή;
Και προπαντός, πόσοι από τους σημερινούς αξιωματούχους είναι αποφασισμένοι να πουν όχι σε τιμητικές διακρίσεις, σε διευκολύνσεις και σε οικονομικές παροχές, που προέρχονται από γνωστούς εχθρούς της Πίστεως και της Πατρίδος και που κρύβουν από πίσω αναμονές ανταλλαγμάτων;
Το ’’δεν τσακάω τη μέση μου’’ του μεγάλου αγωνιστή Δημητρίου Μακρή, είναι δυνατόν να ταιριάσει με το πρωθυπουργικό ’’γιές σερ’’ της βραδιάς των Ιμίων ή με το άλλο ’’γιες’’ στο σχέδιο Ανάν;
Το ’’δεν τσακάω τη μέση μου’’ του μεγάλου αγωνιστή Δημητρίου Μακρή,
είναι δυνατόν να ταιριάσει με το ’’ναι’’ το δικό μας στην σκλαβιά της κάρτας του πολίτη και στην φυλακή της αχρήματης κοινωνίας, που μας έχουν ετοιμάσει;
Πώς να μην είναι, λοιπόν, πικραμένος και παραπονεμένος ο αγωνιστής Δημήτριος Μακρής, όταν βλέπει σήμερα, ότι οι απροσκύνητοι ανάμεσα στον λαό και τους ηγέτες, τείνουν να γίνουν είδος προς εξαφάνιση;
Αδελφοί μου, ενώ οι άλλοι λαοί στους εθνικούς στους ύμνους μιλάνε για τα κατορθώματά τους και τις ομορφιές της πατρίδας τους, εμείς είμαστε ο μοναδικός λαός σε ολόκληρο τον κόσμο, που ο Εθνικός μας ύμνος είναι ένας ύμνος αφιερωμένος στην Ελευθερία.
Στις ημέρες μας οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι η έννοια της Ελευθερίας δεν έχει το ίδιο ειδικό βάρος με εκείνο που είχε στις καρδιές των αγωνιστών του ’21. Εμείς σήμερα εύκολα την διαπραγματευόμαστε. Για τους αγωνιστές, όμως, του ’21 ποτέ δεν ήταν υπόθεση για διαπραγμάτευση. Δεν την αντάλλασαν με τίποτε! Για παράδειγμα οι Σουλιώτες:
Στα 1803, στα Γιάννενα, ο Αλή Πασάς στην προσπάθειά του να πείσει τους Σουλιώτες καπεταναίους να παραδοθούν, τους υποσχόταν, ότι αφού παρέδιδαν το Σούλι, θα τους χάριζε ό, τι λαχταρούσε η ψυχή τους. Πήρε, όμως, από τους Σουλιώτες την εξής απάντηση: ’’Η λευτεριά μας, πασά μου, ούτε αγοράζεται ούτε πουλιέται με θησαυρούς και ταξίματα, παρά μονάχα με το αίμα και του τελευταίου Σουλιώτη’’.
Θα έχουν άδικο σήμερα οι Σουλιώτες καπεταναίοι, εάν θα είναι παραπονεμένοι και θυμωμένοι μαζί μας;
’’Τι κάνετε ωρέ, μας φωνάζουν με δυσαρέσκεια και αγανάκτηση. Πουλάτε την Ελευθερία, την οποία σας παραδώσαμε εμείς με το αίμα μας, για μια δήθεν καλοπέραση, για μια ψεύτικη ευμάρεια; Τι τα θέλετε ωρέ τα δάνεια των Εβραίων; Δεν βλέπετε, ότι σας έφθειραν και σας οδήγησαν στα μνημόνια, δηλαδή στην σκλαβιά; Δεν βλέπετε ότι έχετε να κάνετε με σατανικούς δανειστές, που μισούν θανάσιμα την Ελλάδα μας και την Ορθοδοξία μας’’;
Οι Αγωνιστές του ’21, όχι μονάχα δεν διαπραγματεύονταν την Λευτεριά τους, αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η στρατιωτική υπεροχή των τούρκων ήταν συντριπτική, ποτέ δεν φέρθηκαν με δειλία, με συμβιβασμούς, με υπολογισμούς κατά τα πρότυπα τα δυτικά.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος ανάμεσα στον Κολοκοτρώνη και τον Εγγλέζο ναύαρχο Χάμιλτων, σε μια δύσκολη καμπή του Αγώνα. Του λέει ο Χάμιλτων: ’’Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσετε συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύσει’’.
Και ο Κολοκοτρώνης του απαντά: ’’Αυτό δεν γίνεται ποτέ. Ελευθερία ή θάνατος! Εμείς, καπετάν Χάμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκον. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά’’.
Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η απάντηση, που έδωσε ο μπουρλοτιέρης των ψυχών Παπαφλέσσας προς τους συμπολεμιστές του, όταν εκείνοι, στο Μανιάκι, για λόγους ασφαλείας, του πρότειναν να πιάσουν ταμπούρια σε ψηλότερες θέσεις στο βουνό: Τους είπε: ”Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω από τα ψηλώματα πόσος είναι ο στρατός του Μπαϊράμη. Ήρθα να πολεμήσω. Καθίστε εδώ, να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες”.
Αδελφοί μου, με τέτοιο φρόνημα ανυπότακτο και ασυμβίβαστο, που είχε ο Κολοκοτρώνης, θα ανεχόταν, να υπάρχουν σήμερα στην Πατρίδα μας εν ενεργεία υπουργοί, που να αρνούνται την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης;
Θα δεχόταν ο Γέρος του Μοριά, να καταθέσει στεφάνι στον Μουσταφά Κεμάλ, τον εμπνευστή και δράστη αυτής της Γενοκτονίας, όπως πράττουμε εμείς σήμερα;
Θα ανεχόταν ο γενναιότατος Παπαφλέσσας, να υπάρχουν σήμερα στην Πατρίδα μας υπουργοί και πανεπιστημιακοί καθηγητές, που να συνηγορούν στην ίδρυση τμήματος ισλαμικών σπουδών μέσα στην Θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης μας;
Θα συμβιβαζόταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, να διαφεντεύεται σήμερα η Θράκη μας από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής ή μήπως θα ανεχόταν, εν ονόματι τάχα κομματικών συμφερόντων, να εκλέγονται στην Βουλή των Ελλήνων, πράκτορες τουρκικών συμφερόντων;
Ο πατριωτισμός, αδελφοί μου, δεν εννοείται σε εμάς τους Έλληνες ως κάτι ανεξάρτητο και ξένο από την Ορθόδοξη πίστη μας. Πατριωτισμός και Ορθοδοξία σ’ εμάς πάνε μαζί. Αρκεί να σας θυμίσω, τι έκαναν οι Φραγκολεβαντίνοι στο νησί της Σύρου, σαν είδαν από μακριά να καταφθάνουν τα καράβια του Ιμπραήμ: αρνήθηκαν την ελληνική τους καταγωγή και ύψωσαν αμέσως στα μπαλκόνια τους σημαίες Ιταλιάνικες και Γαλλικές.
Εμείς οι Ορθόδοξοι πάνω απ’ όλα έχουμε στην καρδιά μας τον Χριστό και με την αγάπη την δική Του αγαπάμε και την Πατρίδα μας.
Έτσι και ο ΘεόδωροςΚολοκοτρώνης, δεν ήταν απλά και μόνον ένας φιλόπατρις αγωνιστής.
Ήταν προπαντός άνθρωπος με βαθιά πίστη στον Θεό και με εμπιστοσύνη μεγάλη στην Παναγιά μας.
Γράφει ο ίδιος: ’’Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς…
Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα καιγονάτισα.
Παναγία μου, είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν’’.
Αξίζει εδώ να μνημονεύσουμε ένα ακόμα περιστατικό από την ζωή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που δείχνει τις πολύ βαθιές Ορθόδοξες ρίζες του: Βρισκόμαστε στο Βαλτέτσι. Μόλις έχει τελειώσει η αποφασιστική εκείνη μάχη για την τελική έκβαση του Αγώνα. Διηγείται ο ίδιος: ’’ Δώδεκα-δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον. Εἴκοσι τρεῖς ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἑωσοῦ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐλευθερίατῆς Πατρίδος’’.
’’Πρέπει νὰνηστεύσωμενὅλοιδιὰδοξολογίανἐκείνηςτῆςἡμέρας’’.
Τι να λέει άραγε σήμερα ο Γέρος του Μοριά, βλέποντάς μας να διοργανώνουμε ξεφαντώματα με γύρους και σουβλάκια εν μέσω Μεγάλης Σαρακοστής, για να τιμήσουμε τάχα την Επανάσταση του ’21;
Στην ίδια γραμμή με τον Κολοκοτρώνη, σε ότι αφορά την σχέση του με την Ορθοδοξία, στοιχίζεται και ο άλλος μεγάλος άνδρας της Επανάστασης, ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης.
Γράφει στα απομνημονεύματά του: ’’Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον… Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας! Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες, τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Ντροπή Έλληνες!»
Αδελφοί μου, με όλα αυτά που πίστευε και υπερασπιζόταν ο Μακρυγιάννης, θα μπορούσε να ανεχθεί σήμερα αδιαμαρτύρητα , μέσα στην ίδια του την
Πατρίδα , να περιφρονείται το ράσο, να υποτιμάται και να διώκεται η Ορθοδοξία μας από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού μας προσωπικού, να φορολογούνται ληστρικά οι Εκκλησιές μας, να μην διορίζονται παπάδες, αλλά τουναντίον να ανοίγονται θέσεις για ιμάμηδες και να χαρίζονται εκατομμύρια, από τις άδειες τσέπες των Ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών, για την λεγόμενη εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων;
Ίσως για τις περιπτώσεις αυτές, να λένε κάποιοι από εμάς: Τι να κάνουν οι πολιτικοί μας άρχοντες; Αναγκάζονται να ελιχθούν διπλωματικά. Υποχρεώνονται. Εκβιάζονται. Το επιβάλλουν οι τρόποι καλής συμπεριφοράς.
Να, όμως, που έρχονται τα πρόσωπα και τα γεγονότα του ’21 και ακυρώνουν εντελώς κάθε παρόμοια δικαιολογία: Βρισκόμαστε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1822. Δέκα χιλιάδες Τούρκοι, με επικεφαλής τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή, σχεδιάζουν να κάνουν την τελική τους επίθεση το βράδυ των Χριστουγέννων. Τότε, δηλαδή, που οι Έλληνες θα βρίσκονται στις εκκλησιές, για να τους αιφνιδιάσουν.
Ο Γιάννης Γούναρης ήταν κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη και ακολουθούσε υποχρεωτικά τον τουρκικό στρατό, διότι κρατούσαν ομήρους, στην Άρτα, την γυναίκα του και τα παιδιά του.
Ο Γιάννης Γούναρης γνωρίζει για την νυχτερινή επίθεση των Τούρκων. Το δίλλημα τραγικότατο!
Να αποκαλύψει το σχέδιο στους Μεσολογγίτες ή να μην το πει σε κανέναν; Από το μαχαίρι του τούρκου να σώσει το Μεσολόγγι ή να σώσει την γυναίκα του και τα παιδιά του; Να βάλλει πρώτα την Πατρίδα ή τον εαυτό του και την οικογένειά του;
Βέβαια, με την λογική των ημερών μας, θα μπορούσε και εκείνος να φερθεί κατά πως λένε διπλωματικά. Να υπακούσει στα κελεύσματα του πολιτικού σαβουάρ βιβρ, της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας. Να φορέσει, δηλαδή, φέσι ή κιπά. Τι κάνει, όμως;
Περνάει κρυφά στο Μεσολόγγι, βγαίνοντας δήθεν για κυνήγι, και ειδοποιεί αμέσως τους Μεσολογγίτες για το δόλιο σχέδιο του Κιουταχή. Το Μεσολόγγι
φυλάγεται. Ο Κιουταχής αποτυγχάνει στην επίθεσή του. Οι Μεσολογγίτες σώζονται. Τα παιδιά του και η γυναίκα του σφαγιάζονται αυθημερόν.
Ο Ήρωας Αγωνιστής Γιάννης Γούναρης, ’’επόμενος τοις αρχαίοις ημών πατράσι’’, ακολούθησε την φωνή του Σοφοκλή, ο οποίος σε μια από τις τραγωδίες του έγραφε: ’’Όταν η Πατρίδα ευτυχεί, ευτυχώ κι εγώ και η οικογένειά μου. Όταν, όμως, το ενδιαφέρον μου περιορίζεται στον εαυτό μου και στην οικογένειά μου, ενώ η Πατρίδα δυστυχεί, τότε και η δική μου ευημερία δεν θα κρατήσει για πολύ’’.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι τα ίδια ακριβώς με τον αρχαίο Έλληνα τραγωδό έλεγε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας στην Πνύκα προς τους μαθητές των Αθηνών:
«Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας αλλά να κοιτάξει το καλό της κοινότητας και μέσα εις το καλόν αυτό βρίσκεται και το δικό σας».
Αναρωτιέμαι: Ο αγράμματος γέρος του Μοριά, πού διδάχθηκε Αρχαία Ελληνική τραγωδία;
Μπορεί να πέφτω έξω, αλλά, σκέφτομαι ότι αυτά τα μαθήματα ήταν γραμμένα μέσα από την μήτρα της μάνας του. Αυτά τα λόγια ήταν αρχές, που περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσα από την ζωή, μέσα από την παράδοση.
Σήμερα, όμως, αυτή η συνέχεια διασαλεύθηκε. Με δική μας ευθύνη οικειοποιηθήκαμε ξένα πρότυπα. Παρατήσαμε στην άκρη έναν αμύθητο δικό μας πολιτισμικό θησαυρό και μείναμε τώρα γυμνοί, περιμένοντας να ντυθούμε με τα κουρέλια της παραπαίουσας Δύσης.
Τον ίδιο γνώμονα με τον Κολοκοτρώνη, δηλαδή, τον Αρχαίο Έλληνα τραγωδό, είχε και ο Σερραίος μεγαλέμπορος και τραπεζίτης, οεπαναστάτης Εμμανουήλ Παππάς. Η φήμη του για την πατριωτική του δράση είχε φτάσει σε κάθε άκρη της Ελλάδας. Όλα του τα πλούτη και όλα του τα υπάρχοντα τα διέθεσε στον Αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας.
Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Ο τέταρτος γιός του άφησε την τελευταία του πνοή στην ελεύθερη Ελλάδα πάμπτωχος.
Το στρατηγείο του –για να μην ξεχνάμε και τον ρόλο των Μοναστηριών μας στον αγώνα του ’21- το είχε εγκαταστήσει στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου.
Με το ίδιο φρόνημα κινήθηκε και ο Θρακιώτης καραβοκύρης καπετάν Αντώνης Βιζβίζης. Δίπλα του αγέρωχη η καπετάνισσα Δόμνα Βιζβίζη και τα πέντε τους μικρά παιδιά. Το καράβι τους η ”Καλομοίρα”, κανονικό πολεμικό, οπλισμένο με δικά τους έξοδα, έχει γίνει το σπίτι τους.
Ο καπετάν Βιζβίζης όλα του τα υπάρχοντα τα έχει δώσει για την Πατρίδα. Του αρέσει να λέει: ’’Δεν λυπάμαι να ξοδεύω χρήματα, αφού μ’ αυτά θα κτιστή το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας’’.
Σίγουρα από εκεί ψηλά, ο Σερραίος τραπεζίτης και ο Θρακιώτης καραβοκύρης θα αναρωτιούνται δικαιολογημένα: Πού είναι σήμερα οι Εμμανουήλ Παππάδες και οι Βισβίζηδες; Πού είναι σήμερα οι Έλληνες τραπεζίτες, μεγαλέμποροι και εφοπλιστές, να στηρίξουν την δοκιμαζόμενη Πατρίδα; Πού χάθηκαν οι εθνικοί μας ευεργέτες;
Και δεν χάθηκαν μονάχα οι εθνικοί μας ευεργέτες, αδελφοί μου. Σήμερα έχουν χαθεί και εκείνα τα πολιτικά αναστήματα, που όχι μόνον δεν δέχονταν να
πάρουν δεκάρα για τις υπηρεσίες τους από τον εθνικό κορβανά, αλλά αντιθέτως υποθήκευαν ακόμα και την προσωπική τους περιουσία, προκειμένου να στηριχθεί οικονομικά η καθημαγμένη Πατρίδα.
Παράδειγμα ο Καποδίστριας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο πρώτος και μοναδικός Κυβερνήτης μας, που δεν καταδέχτηκε ποτέ του να πάρει μηνιάτικο και που, για δάνειο της Πατρίδας, έβαλε υποθήκη τα πατρικά του κτήματα στην Κέρκυρα.
Πώς, λοιπόν, ο άγιος της πολιτικής μας να μην έχει παράπονο μεγάλο από όλους μας, όταν βλέπει στις ημέρες μας επώνυμους αξιωματούχους, αλλά και απλούς πολίτες, να πλουτίζουν παράνομα με λεφτά του Δημοσίου;
Είναι πολύ χαριτωμένος ο διάλογος ανάμεσα στον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο και τον θείο του τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όπου καυτηριάζεται, θα λέγαμε, αυτό ακριβώς το πράγμα: ο παράνομος πλουτισμός, σε βάρος της Πατρίδας.
Το μικρό συμβάν διασώζεται ως εξής: Ο Αγώνας έχει τελειώσει και οι ένδοξοι οπλαρχηγοί έχουν αποσυρθεί στα σπίτια τους. Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς.
Ο θρυλικός Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, υποδέχεται στο φτωχικό του, στον Πειραιά, τον θείο του τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μια ομάδα παιδιών μπαίνουν στην αυλή και λένε τα κάλαντα. Ο Νικηταράς δεν έχει να δώσει τίποτε στα παιδιά. Ζητάει μερικούς παράδες από τον Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος του δίνει και πειράζοντάς τον, του λέει: ’’Δεν ντρέπεσαι να ζητιανεύεις, κοτζάμ καπετάνιος εσύ, με τόσες δόξες; Τι σόϊ στρατηγός είσαι τότενες’’;
Ο Νικηταράς τον κοιτάζει ήρεμα τον θείο του και του απαντά σεμνά: ’’Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου, το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δεν θα ήταν σωστό να κάνω πραμάτεια το καπετανλίκι μου για να καζαντίσω (για να πλουτίσω)’’.
Είναι τόσα πολλά τα κατορθώματα, αλλά και τα παράπονα των Αγωνιστών του ’21! Πώς να τα διέλθουμε όλα αυτά μέσα σε μια παρουσίαση όπως η αποψινή;
Σεβαστοί πατέρες, αδελφοί αγαπητοί, καλά μας παιδιά,
Ο φιλάνθρωπος Θεός, ανάλογα με τα έργα μας, άλλοτε μας επισκέπτεται με την ευδοκία Του, άλλοτε με την μακροθυμία Του και άλλοτε με την παραχώρηση διαφόρων πειρασμών.
Στα χρόνια τα δικά μας , είναι ολοφάνερο, ότι, λόγω της αποστασίας μας, μας επισκέπτεται η φιλανθρωπία του Θεού μέσω δοκιμασιών.
Οι δυσκολίες και οι εχθροί, που έπεσαν κατ’ επάνω μας αυτά τα χρόνια, είναι μέσα στο σχέδιο του Θεού για την κατά Χριστόν παιδαγωγία μας.
Ο δάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος, τριάντα χρόνια πριν από την Άλωση, είχε πει: ’’Ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία είναι ολοφάνερος: ’Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι. Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι
κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι και οι πάντες αχρείοι. Χάθηκε ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχεύρηται φρόνιμος’’.
Πόσον επίκαιρος αναδεικνύεται ο μεγάλος μας διδάσκαλος Ιωσήφ Βρυέννιος, εάν αναλογισθούμε, ότι η περιγραφή του αυτή δεν απέχει και πολύ από μια περιγραφή της σημερινής μας κατάστασης.
Ας μην αποθαρρυνόμαστε, όμως. Ο Θεός Πατέρας είναι μαζί μας. Εκείνο που ζητάει από εμάς, μέσα από τις δυσκολίες αυτές, είναι να μετανοήσουμε, να σωθεί η Πίστη μας. Να μην χάσουμε την ψυχή μας. Αυτά μας διδάσκουν οι σύγχρονοι Άγιοι Πατέρες μας, αυτά έλεγε και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αναφερόμενος στους λόγους, για τους οποίους βρεθήκαμε κάτω από την χαντζάρα του Τούρκου.
’’…έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν∙ και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε δια εδικόν μας καλόν… Και τι; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχει βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε δια το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, οπού ήτον τόσα ρηγάτα (=βασίλεια) εδώ κοντά να τους το δώσει, μόνον ήφερε τον Τούρκονμέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε; Διατίήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την Πίστιν, και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει, άσπρα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και δια να μην κολασθούμεν, το έδωκε’’.
Αδελφοί μου,
Οι αγωνιστές του ’21 αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την Πίστη και την Πατρίδα. Εμείς, όμως, σε μεγάλο βαθμό έχουμε περιφρονήσει τον αγώνα τους, και τα δύο αυτά πολύτιμα δώρα του Θεού τα έχουμε παραμελήσει.
Τα προστάγματά Του τα βάλαμε στην μπάντα και αφήσαμε να ενεργήσουν οι επιθυμίες μας. Ο παράδεισος, που μας χάρισε ο Θεός, δεν μας άρεσε. Μας γυάλισε η κόλαση των απάτριδων και των απίστων. Γι’ αυτό και η φιλανθρωπία Του, μας επισκέπτεται σήμερα με δοκιμασίες: Με ανεργία, με φτώχεια, με χρέη, με αβάσταχτους φόρους, με λεηλασία του δημόσιου πλούτου, με εισβολές αλλοφύλων, με επιθέσεις εχθρικές.
Και τώρα τι κάνουμε; Τώρα, εάν πράγματι θέλουμε να ξαναφορέσουμε την παλιά μας δόξα, δεν έχουμε παρά να ακούσουμε την πατρική φωνή του κοντινού μας αγίου Πορφυρίου, που με πόνο ψυχής ικέτευε: ’’Πίσω, γυρίστε πίσω, γυρίστε στην Εκκλησία. Πλανηθήκαμε’’.
Έλεγε ο αείμνηστος πατήρ Αθανάσιος Μυτιληναίος: ’’Με ρωτάνε, τι είναι πατριωτισμός. Κι εγώ τους απαντώ: Ο πιο θερμός, ο πιο γνήσιος πατριωτισμός είναι να αποφεύγεις την αμαρτία και να κάνεις ό, τι μπορείς για την Πατρίδα σου’’.
Να, πώς θα σβηστεί και το παράπονο από τα χείλη των Αγωνιστών του ’21.
(Λαγκαδάς,25η Μαρτίου 2016)