1. O ψαλμωδὸς προφήτης, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῆς δημιουργίας καὶ καθορώντας τὴν ἀποτεθειμένη σʼ αὐτὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, γεμάτος θαυμασμὸ ὁλόκληρος, ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε ἀνεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπῆ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε, ὅλα τὰ ἔπλασες μὲ σοφία!».
Σʼ ἐμένα τώρα, πού ἐπιχειρῶ νὰ ἐξαγγείλω κατὰ δύναμι τὴν σαρκικὴ ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου πού ἔκτισε τὰ πάντα, ποιὸς λόγος θὰ μοῦ ἀρκέση γιὰ ἐξύμνησι; Ἐὰν πραγματικὰ τὰ ὄντα εἶναι γεμάτα θαῦμα καὶ τὸ ὅτι αὐτὰ προῆλθαν στὴν ὕπαρξι ἀπὸ μὴ ὄντα εἶναι θεῖο καὶ πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο καὶ θειότερο εἶναι καὶ πόσο ἀναγκαιότερο εἶναι νὰ ὑμνῆται ἀπὸ μᾶς τὸ νὰ γίνη κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς θεός, ἀλλὰ ὁ ὄντως ὤν Θεός, καὶ μάλιστα ἡ φύσις μας ποὺ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε οὔτε τὸν χαρακτήρα κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε νὰ φυλάξη καὶ γιʼ αὐτὸ δικαίως ἀπωθήθηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς; Διότι τόσο μεγάλο καὶ θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο εἶναι τὸ ὅτι ἡ φύσις μας ἔγινε ὁμόθεος καὶ ὅτι δι’ αὐτῆς μᾶς χαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος στὸ καλύτερο ὥστε τοῦτο καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ στοὺς προφῆτες, ἂν καὶ αὐτοὶ βλέπουν διὰ Πνεύματος, νὰ μένη στὴν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο, μυστήριο ποὺ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸν αἰώνα. Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο πρὶν πραγματοποιηθῆ; Διότι καὶ ὅταν ἔγινε, πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βέβαια ὅτι ἔγινε ἀλλὰ πῶς ἔγινε· μυστήριο πιστευόμενο ἀλλὰ μὴ γινωσκόμενο, προσκυνούμενο, ἀλλὰ μὴ πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δὲ καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου τοῦ Πνεύματος· «διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ Κύριον Ἰησοῦ, παρὰ στὸ ἅγιο Πνεῦμα», καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε, λέγει ὁ ἀπόστολος.
2. Ὅτι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύση τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάση». Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μία ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὔα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε. Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῶ ἦταν στεῖρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῆ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς πού συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά;
3. Ἔχει ὅμως καὶ κάτι περισσότερο τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο, ποὺ ἐνέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θὰ ἔλθη», λέγει, «ἅγιο Πνεῦμα σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση». Γιατί; Διότι καὶ τὸ γεννώμενο δὲν εἶναι προφήτης οὔτε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βασιλεὺς αἰώνιος. Ὅπως τοὺς λίθους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ κορυφὴ ὅρους καὶ κινοῦνται ἕως τὸ τέλος τῆς ὑπωρείας τοὺς διαδέχονται πολλοὶ κρημνοί, ἔτσι κι ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὴ θεία ἐντολὴ στὸν παράδεισο κατεβήκαμε ἕως τὸν ἅδη, πολλὰ δεινά μας εὑρῆκαν διαδοχικά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ἡ γῆ ποὺ ἀνέπτυξε ἀγκάθια καὶ τριβόλια αἰσθητά, κατὰ τὴν κατάρα πρὸς τὸν προπάτορα, ἀλλὰ ἐσπαρθήκαμε κι ἐμεῖς μὲ τὰ πολυειδῆ ἀγκάθια τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τὰ φοβερὰ τριβόλια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ δὲν ἔλαβε τὸ γένος μας ἐκείνη μόνο τὴ λύπη τὴν ὁποία ἐκληροδότησε ἡ προμήτωρ διὰ τῆς πρὸς αὐτὴν κατάρας, ποὺ τὴν κατεδίκασε νὰ γεννᾶ μὲ λύπη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος μας ἔγινε σχεδὸν ὀδύνη καὶ λύπη.
4. Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία ἐπέβλεψε πρὸς ἐμᾶς φιλανθρώπως καὶ ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύσι μας τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐπανέφερε, μᾶλλον δὲ τὴν ἀνεβίβασε σὲ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Θέλοντας λοιπὸν νὰ πραγματοποιήση αὐτό, μᾶλλον δὲ νὰ φέρη σὲ πέρας τὴν προαιώνια βουλὴ του σήμερα, στέλλει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «στὴ Ναζαρὲτ πρὸς Παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ».
5. Στέλλει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀρχάγγελο πρὸς Παρθένο καὶ τὴν καθιστᾶ μητέρα του μὲ μόνη τὴν προσφώνησι ἂν καὶ μένει παρθένος, ἐπειδὴ βέβαια, ἂν συλλαμβανόταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε θὰ ἦταν ἀναμάρτητος καὶ σωτὴρ τῶν ἁμαρτωλῶν διότι ἡ κίνησις τῆς σαρκὸς γιὰ γέννησι, ἀφοῦ μένει ἀνυπότακτη πρὸς τὸν νοῦ ποὺ εἶναι ταγμένος νὰ ἡγεμονεύη τῶν λειτουργιῶν μας, δὲν εὑρίσκεται ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε, «μὲ ἀνομίες συνελήφθηκα καὶ μὲ ἁμαρτίες μ’ ἐκυοφόρησε ἡ μητέρα μου». Ἐὰν λοιπὸν ἡ σύλληψις τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε ἀρχηγὸς τῆς νέας καὶ μὴ παλαιουμένης καθόλου ζωῆς. Ἂν ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρη στὸν ἑαυτὸ του τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητος καὶ νὰ κάμη τὴν σάρκα του ἀνεξάντλητη ἁγιασμοῦ, ὥστε καὶ τῶν προπατόρων ἐκείνων νʼ ἀποπλύνη τὸν μολυσμὸ μὲ περίσσεια δυνάμεως καὶ στοὺς ἐπιγόνους ὅλους νὰ ἐπαρκῆ γιʼ ἁγιασμό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἦλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλʼ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦλθε καὶ μᾶς ἔσωσε, ποὺ συνελήφθηκε καὶ ἐσαρκώθηκε σὲ μήτρα Παρθένου κι ἔμεινε ἀναλλοιώτως Θεός.
6. Ἔπρεπε δὲ νὰ ἔχη καὶ μάρτυρα τῆς ἄσπορης συλλήψεως τὴν Παρθένο καὶ συνεργὸ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τελεσθοῦν κατʼ οἰκονομία. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἄνοδος στὴ Βηθλεέμ, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο καὶ ὁ ἐξαγγελλόμενος καὶ δοξαζόμενος τοκετός· ἡ προσέλευσις στὸ ἱερό, ὅπου τὸ βρέφος μαρτυρεῖται Κύριος ζωῆς καὶ θανάτου ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα· ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἐμπρὸς στὸν Ἡρώδη καὶ ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τὶς ἱερὲς προφητεῖες καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τώρα νὰ ἀπαριθμήσω. Γιʼ αὐτὰ παρελήφθηκε ὡς μνηστὴρ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐστάλθηκε ὁ ἄγγελος σὲ παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ὀνομαζόμενο Ἰωσήφ. Τὴν δὲ φράσι «ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβὶδ» θὰ τὴν ἐννοήσης καὶ γιὰ τοὺς δύο• διότι τόσο ἡ Παρθένος ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέφεραν τὴν γενεά τους στὸν Δαβίδ.
7. Καὶ τὸ ὄνομα, λέγει, τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἑρμηνεύεται Κυρία. Τοῦτο δεικνύει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Παρθένου καὶ τὸ βέβαιο τῆς παρθενίας, καὶ τὸ ἀλλοιώτικο καὶ προσεκτικὸ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παναμώμητο τοῦ βίου της· διότι, ἐπειδὴ ἦταν κυρίως παρθένος φερωνύμως, εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἁγνείας, ὄντας παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθʼ ὅλα ἱερῶς ὅλον τὸν χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγικτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφῆ, τοῦτο εἶναι τὸ σφραγισμένο βιβλίο καὶ αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλεισμένη, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάση ἀπὸ αὐτήν.
8. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι εἶναι Κυρία ἡ Παναγία κατʼ ἀξία, ὡς δεσπόζουσα τῶν ὅλων, ἐπειδὴ συνέλαβε σὲ παρθενία κι ἐγέννησε θείως τὸν κατὰ φύσι δεσπότη τοῦ παντός. Ἐπίσης βέβαια εἶναι Κυρία ὄχι μόνο ὡς ἐλευθέρα ἀπὸ δουλεία καὶ μέτοχος θείας κυριότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς πηγὴ καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἀπόρρητη καὶ χαρμόσυνη γέννα. Διότι αὐτὴ ποὺ συζεύχθηκε μὲ ἄνδρα εἶναι μᾶλλον κυριευμένη παρὰ κυρία, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν περίλυπη καὶ ὀδυνηρὴ γέννα, κατὰ τὴν ἀρά ἐκείνη πρὸς τὴν Εὔα, «θὰ γεννήσης τέκνα μὲ λύπη, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ σὲ αὐθεντεύη»· γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρά τὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρθενομήτωρ, λαμβάνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία διὰ τοῦ ἀγγέλου· διότι ὁ ἄγγελος, λέγει, ἀφοῦ εἰσῆλθε εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο, «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες»· Ὁ ἀρχάγγελος δὲν τῆς προαγγέλλει τὸ μέλλον λέγοντας, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, ἀλλὰ ἐξαγγέλλει ὅ,τι ἔβλεπε τότε ἀοράτως νὰ τελῆται. Καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αὐτὴ εἶναι τόπος θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρισμάτων καὶ στολισμένη μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ θείου Πνεύματος, κυριολεκτικῶς τὴν ἀναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δὲ ὅτι ἤδη ἔλαβε ἔνοικο αὐτὸν στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τούτων καὶ προορώντας τὴν ἀνώδυνη κυοφορία καὶ τὴν γέννα ποὺ θὰ ἐγινόταν χωρὶς ὠδίνες, τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαίρειν» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας τῆς θεομήτορος Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη δοξασμένη, κι ἂν ἐδοξάσθηκε.
9. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος, καθὼς εἶδε κι ἐφοβήθηκε μήπως εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς ἄγγελος, ποὺ παραπλανᾶ τὶς ἀπερίσκεπτες κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Εὔας, δὲν δέχθηκε ἀνεξετάστως τὸν χαιρετισμό· καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀκόμη καθαρῶς τὸν σύνδεσμο πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εὐαγγελιζόταν αὐτός, ταράχθηκε, λέγει, μὲ τὸν λόγο του, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὴν παρθενία, «καὶ διαλογιζόταν τί εἴδους ἀσπασμὸς εἶναι αὐτός». Γιʼ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος διαλύει ἀμέσως τὸν θεοφιλῆ φόβο τῆς χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της· «μὴ φοβῆσαι, Μαρία· διότι ἐπέτυχες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Ποιὰ χάρι; Αὐτὴ ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο σʼ αὐτὸν ποὺ δύναται τὰ ἀδύνατα καὶ φυλάχθηκε πρὸ τῶν αἰώνων σὲ σένα μόνη. «Ἰδοὺ θὰ συλλάβης τέκνο». Ἀκούοντας δὲ σύλληψι, λέγει, μὴ σκεφθῆς καμμιὰ ἀφαίρεσι τῆς παρθενίας, μὴ στενοχωρῆσαι καὶ μὴ ταράσσεσαι γιʼ αὐτό· διότι τοῦτο τὸ «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», λεγόμενο τότε πρὸς αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος, ὑπεδείκνυε πλέον τὴ σύλληψι ὡς συνοδοιπόρο μὲ τὴν παρθενία.
10. «Ἰδοὺ λοιπὸν θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱόν»· δηλαδὴ παραμένοντας ὅπως εἶσαι σήμερα καὶ διατηρώντας ἀνέπαφη τὴν παρθενία σου, θὰ συλλάβης ἔμβρυο καὶ θὰ γεννήσης τὸν υἱὸν τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο προβλέποντας καὶ ὁ Ἠσαΐας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔλεγε, «ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ κυοφορήση καὶ θὰ γεννήση υἱόν», καὶ «προσῆλθα πρὸς τὴν προφήτιδα. Πῶς λοιπὸν ὁ προφήτης προσῆλθε πρὸς τὴν προφήτιδα; Ὅπως τώρα ὁ ἀρχάγγελος πρὸς αὐτὴν διότι αὐτὸ ποὺ εἶδε τώρα αὐτός, τοῦτο προεῖδε καὶ προεῖπε ἐκεῖνος. Ὅτι δὲ ἡ Παρθένος ἦταν προφήτις, ποὺ εἶχε προφητικὴ χάρι, θὰ τὸ δείξη στὸν θέλοντα ἡ ὠδή της ποὺ περιέχεται στὸ εὐαγγέλιο.
11. Προσῆλθε λοιπόν, λέγει, ὁ Ἠσαΐας πρὸς τὴν προφήτιδα, ἀσφαλῶς μὲ τὸ προβλεπτικὸ πνεῦμα καὶ συνέλαβε τέκνο, πρὶν ἔλθη ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἐγέννησε ἀρσενικὸ τέκνο· ὁ δὲ ἀρχάγγελος λέγει τώρα πρὸς αὐτήν, «θὰ γεννήσης υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν, ποὺ ἑρμηνεύεται Σωτήρ· θὰ εἶναι δὲ μέγας». Εἶπε λοιπὸν πάλι ὁ Ἠσαΐας, «θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁμοίως μὲ αὐτὸν τώρα λέγει καὶ ὁ ἀρχάγγελος, «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς Ὑψίστου» (πῶς δὲ δὲν εἶπε, εἶναι μέγας καὶ υἱὸς Ὑψίστου, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ὀνομασθῆ; Τοῦτο συμβαίνει διότι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ), ἐνῶ συγχρόνως δηλώνει ὅτι καὶ θὰ γνωσθῆ σὲ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κηρυχθῆ ὅτι εἶναι τέτοιας λογῆς, ὥστε ὕστερα νὰ μπορῆ καὶ ὁ Παῦλος νὰ λέγη, «ὁ Θεὸς φανερώθηκε σὲ σάρκα, κηρύχθηκε στὰ ἔθνη, πιστεύθηκε στὸν κόσμο». Ἀλλὰ λέγει ἐπίσης, «θὰ τοῦ δώση ὁ Κύριος τὸν θρόνο τοῦ πατρὸς του Δαβίδ, καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ αἰῶνες καὶ τῆς βασιλείας του δὲν θὰ ὑπάρξη τέλος»· αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία ὡς αἰωνία δὲν ἔχει τέλος, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλʼ αὐτὸς ἔχει καὶ πατέρα τὸν Δαβίδ, ἑπομένως εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ἄνθρωπος, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῆ νὰ εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, υἱὸς ἀνθρώπου καὶ υἱὸς Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως εἶδε καὶ προεξήγγειλε ὁ Δανιήλ· «παρατηροῦσα», λέγει, «ἕως ὅτου τοποθετήθηκαν θρόνοι κι κάθησε ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν καὶ ἰδοὺ κάποιος ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τῶν Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν, κι ἐδόθηκε σʼ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία· καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰώνιος καὶ δὲν θὰ δοθῆ σὲ ἄλλον βασιλέα».
12. Θὰ καθήση δὲ στὸν θρόνο τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακώβ· ἐπειδὴ βέβαια ὁ μὲν Ἰακὼβ εἶναι πατριάρχης ὅλων τῶν θεοσεβῶν, ὁ δὲ Δαβὶδ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ποὺ ἐβασίλευσε θεοσεβῶς μαζὶ καὶ θεαρέστως σὲ τόπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνήνωσε σὲ μία ἀρχὴ οὐράνια καὶ αἰώνια τὴν πατριαρχία καὶ τὴν βασιλεία. Ἡ δὲ χαριτωμένη Παρθένος, μόλις ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο τὰ τόσο ἐξαίσια καὶ θεία λόγια, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱό, λέγει, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα». Διότι ἂν καὶ μοῦ μεταφέρεις πολὺ πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο σαρκικῶν παθῶν μήνυμα, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μοῦ ἀναφέρεις σύλληψι στὴν γαστέρα καὶ κυοφορία καὶ τοκετό, προσθέτεις δὲ γιὰ τὴ σύλληψι καὶ τὸ ἰδού· πῶς λοιπὸν θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι, λέγει, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα.
13. Λέγει δὲ τοῦτο ἡ Παρθένος, ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλʼ ἐπειδὴ ζητοῦσε νὰ μάθη κατὰ τὸ δυνατὸ πῶς ἔχει τὸ πράγμα· γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέγει πρὸς αὐτή, «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση· γιʼ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς Θεοῦ». Ἁγία βέβαια εἶσαι ἐσύ, λέγει, καὶ χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεῦμα δὲ πάλι ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα, ποὺ θὰ ἑτοιμάση καὶ καταρτίση τὴν θεουργία μέσα σου μὲ ὑψηλότερα προσθήκη ἁγιασμοῦ· καὶ θὰ σὲ ἐπισκιάση δύναμις Ὑψίστου, ἡ ὁποία συγχρόνως θὰ σὲ ἐνδυμαμώνη καὶ διὰ τῆς ἐπισκιάσεως σʼ ἐσένα καὶ τῆς συνάφειας μὲ τὸν ἑαυτό της θὰ μορφώνη τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε τὸ γεννώμενο νὰ εἶναι ἅγιο, Υἱὸς Θεοῦ καὶ δύναμις Ὑψίστου μορφωμένη κατὰ ἄνθρωπο. Διότι ἐξ ἄλλου ἰδοὺ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, ποὺ πέρασε ὅλον τὸν βίο της στείρα, τώρα μὲ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ σὲ γηρατειὰ παραδόξως κυοφορεῖ, διότι κανένα πράγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό.
14. Τί πράττει λοιπὸν πρὸς αὐτὰ ἡ χαριτωμένη Παρθένος, ἡ θεία κατὰ τὴν σύνεσι καὶ ἀπαράμιλλη; Πάλι τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ εὐχὴ λέγοντας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο· ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθη σʼ ἐμένα ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθαρίση περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ δεχθῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἂν μʼ ἐπισκιάση δύναμις τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώση μέσα μου κατὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δημιουργήση ἄσπορη λοχεία, ἂν τὸ γεννώμενο θὰ εἶναι ἅγιο καὶ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ βασιλεὺς αἰώνιος, βέβαια τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, «ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἂς γίνη σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου». Κι ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴν γαστέρα της τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος συνημμένο μὲ σῶμα καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν συνάφεια αὐτή, ποὺ ἐξυπηρέτησε, προξένησε τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἠσαΐας προεικόνισε ἐναργῶς μὲ ὅσα ἀξιώθηκε ἤδη μακαρίως νὰ πάθη. Διότι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸ Σεραφεὶμ νὰ παίρνη ἀμέσως τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ νοητὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ· τοῦτον τὸν ἐπῆρε τό Σεραφεὶμ μὲ τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔγγισε καὶ τὰ χείλη του, δίδοντας τὴν κάθαρσι. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς λαβίδας ἦταν τὸ ἴδιο μʼ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο θέαμα ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς, μία βάτο ποὺ ἦταν ἀναμμένη μὲ πῦρ καὶ δὲν κατακαιόταν.
15. Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἐκείνη ἡ βάτος καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα ἦσαν σὰν ἡ παρθενομήτωρ, ποὺ συνέλαβε μέσα της τὸ θεῖο πῦρ ἀπυρπολήτως, ἀφοῦ καί ἐδῶ ἀρχάγγελος ἐμεσίτευε στὴν σύλληψι καὶ συνήνωνε δι’ αὐτῆς τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ τὴν ἀπόρρητη συνάφεια μᾶς ἐξάγνισε; Ἑπομένως αὐτὴ ἡ παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως· ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τὸν Θεὸ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ αὐτὴν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν μετὰ τὸν Θεὸ ὅσοι ὑμνοῦν τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι καὶ αἰτία τῶν πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ προστάτις τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὴ εἶναι ὑπόθεσις τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπίδα τῶν διδασκάλων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἐπὶ γῆς, ἡ τερπνότης τῶν οὐρανίων, τὸ ἐγκαλλώπισμα ὅλης τῆς κτίσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ καταρχή, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἀποθησαυρισμένης γιὰ μᾶς ἐλπίδος στοὺς οὐρανούς.
16. Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα εἴθε νʼ ἀποκτήσουμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὶς δικές της προσβεῖες γιά μᾶς, σὲ δόξα τοῦ πρὸ αἰώνων γεννηθέντος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ σαρκωθέντος κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σʼ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.