Αι παραμοναί της Ελληνικής Επαναστάσεως
Αι παραμοναί της Ελληνικής Επαναστάσεως
Γεώργιος Δροσίνης
Οπατέρας μου κατήγετο από εν χωρίον της Παρνασσίδος. Είχεν αποκατασταθή εις την Άμφισσαν και έκαμνεν εκεί τον πραγματευτήν μέχρι του έτους 1807. Τότε ηναγκάσθη έξαφνα να φύγη δια νυκτός και να καταφύγη εις την Ιθάκην, δια τον εξής λόγον : Ένας τούρκος αγάς εκ των προκρίτων της Αμφίσσης ηγόρασε πολλάς πραγματείας από τον πατέρα μου, τας οποίας δεν επλήρωσεν αμέσως, ηρνήθη δε και κατόπιν να πληρώση. Ο πατέρας μου επέμενεν εις το δίκαιόν του και έφερε την υπόθεσιν εις τον τούρκον δικαστήν, τον κατήν. Αλλ’ ο αγάς, ζητών πάντοτε πρόφασιν, εθεώρησε την υπόληψίν του προσβληθείσαν και τόσον εξηγριώθη, ώστε ηπείλησεν, ότι θα φονεύση τον πατέρα μου και θα καύση το μαγαζί του. Και επειδή δεν ήθελε πολύ, δια να εκτελέση την απειλήν του, ο πατέρας μου ανησυχών όχι τόσον περί του εαυτού του, όσον περί της μητρός μου, του μικροτέρου αδελφού μου και εμού, μας επήρε μίαν νύκτα του Νοεμβρίου σκοτεινήν, επήρε και τας πολυτιμοτέρας πραγματείας του και κατέβημεν εις το Γαλαξείδιον και απ’ εκεί δια του πλοίου ενός κουμπάρου του μετά δύο ημερών ταξίδιον εφθάσαμεν εις την Ιθάκην. Τότε ήμην μόλις οκτώ ετών, αλλ’ ενθυμούμαι πολύ καλά το δυσάρεστον εκείνο ταξίδιον. Εις την Ιθάκην είχαμεν πλήρη ασφάλειαν και συγγενείς εκεί από την μητέρα μου, οι οποίοι μας εβοήθησαν εις την αρχήν, και ολίγον κατ’ ολίγον έστρωσαν αι εργασίαι του πατέρα μου και επήραν καλόν δρόμον. Αλλά τούτο δεν ελάττωσε την διαρκή λύπην, που τον κατείχεν, ότι άφησε την πατρίδα του, και έβραζε μέσα του κρυμμένον το μίσος εναντίον των τούρκων, μίσος πατροπαράδοτον, που το εδυνάμωσεν η τελευταία αυτή περίστασις.
Εις την Ιθάκην ο πατέρας μου εφρόντισε πως να εκπαιδεύση τον αδελφόν μου Θανάσην και εμέ. Ο Θανάσης ήτο τρία έτη μικρότερός μου και ο πατέρας μου τον ήθελε να γίνη παπάς· εμένα ήθελε να με κάμη πραγματευτήν, βοηθόν εις την εργασίαν του. Μας έστελλεν εις ενός γέροντος διδασκάλου το σπίτι, όπου μαζί με πέντ’ εξ άλλα παιδιά εμανθάναμεν ανάγνωσιν και γραφήν, κατήχησιν και ιστορίαν. Ο διδάσκαλος αυτός δεν ήτον πολυμαθής και σοφός, είχεν όμως πολύ ζήλον και εκτός τούτου δεν περιωρίζετο εις το να μας μάθη ξερά γράμματα, αλλά εφρόντιζε πως να μας εμπνεύση δύο μεγάλα αισθήματα, αγάπην προς την αρετήν και αφοσίωσιν προς την πατρίδα. Τον ενθυμούμαι ακόμη κοντόν, σκυφτόν, με τα άσπρα του γένεια, με τα μικρά του μάτια και τα μεγάλα γυαλιά εις την μύτην, με την φαλακράν κεφαλήν του, που την εσκέπαζε διαρκώς μαύρος σκούφος. Τον ενθυμούμαι, πως ήναπτεν η όψις του η γεροντική,πως εσπιθοβολούσαν τα μάτια του, όταν μας ωμιλούσε δια την πατρίδα μας την δουλωμένην. Μας διηγείτο πως ήτο μεγάλη εις τους παλαιούς χρόνους, πως αυτή ήτο πρώτη εις τον πολιτισμόι, όταν οι άλλοι όλοι ήσαν βάρβαροι. Και ανεστηλώνετο έξαφνα και εφαίνετο νεώτερος, όταν μας παρίστανε τον Λεωνίδαν πολεμούντα εις τας Θερμοπύλας, τον θεμιστοκλέα τρέποντα εις φυγήν τον περσικόν στόλον εις το στενόν της Σαλαμίνος, τον μέγαν Αλέξανδρον κατακτώντα την Ασίαν. Και εχαμήλωνε την κεφαλήν και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν ήρχετο έπειτα εις τα μαύρα έτη της Ελληνικής ιστορίας : την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, τον Θάνατον του τελευταίου Παλαιολόγου, την κατάκτησιν των τούρκων.
– Εχάθη πλέον η Ελλάς, έλεγε με αναστεναγμόν, κατήντησε, ταπεινή σκλάβα των τούρκων αυτή η βασίλισσα της Ανατολής. Αλλ’ έξαφνα ανεσήκωνε την κεφαλήν, ωσάν να ήκουε μακρινήν φωνήν, εκάρφωνε τα βλέμματα υψηλά προς τον τοίχον, ωσάν να διέκρινε μακρινόν σημείον, και με φωνήν ζωηράν και με όψιν φωτισμένην από ενθουσιασμόν επρόσθετεν :
– Όχι, όχι ! δεν είναι μακριά η ημέρα της ελευθερίας. Ο σπόρος του Ρήγα θα φυτρώση και σεις θα θερίσετε τον καρπόν όχι με δρέπανα αλλά με σπαθιά. Να ειπήτε τον θούριόν του τώρα και έπειτα να σχολάσετε. Και ο γέρων διδάσκαλος με φωνήν τρέμουσαν από συγκίνησιν απήγγελλε τους φλογερούς στίχους, και ημείς όλοι μαζί τους επαναλαμβάναμεν :
–Ως πότε, παλληκάρια, να ζώμεν στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες, στα βουνά !
Αλλά και εις το σπίτι ο πατέρας μου, αν και δεν ήξευρεν ιστορίαν, μας ωμιλούσε όμως δια σύγχρονα η χθεσινά πράγματα, δια τους αγώνας των Σουλιωτών, δια την αποτυχίαν της επαναστάσεως του Ι770, δια τον ήρωα Λάμπρον Κατσώνην και τον μάρτυρα Ρήγαν Φεραίον, δια τας φοβεράς σκληρότητας των τούρκων. Μας έλεγεν ότι η κατάστασις αυτή δεν ημπορεί να διαρκέση πλέον επί πολύ και ίσως εις τας ημέρας ημών των νέων ήτο γραμμένον να ελευθερωθή η Ελλάς. Και η μητέρα μου ακόμη μας είχε μάθει εις την προσευχήν μας το βράδυ κοντά εις τα άλλα να προσθέτωμεν και την παράκλησιν :
– Παναγία μου, να ελευθερώσης την πατρίδα μας !
Και δεν ηξεύρω διατί, όταν έλεγα τα λόγια αυτά εμπρός εις τας εικόνας, ησθανόμην κάτι εις όλον μου το σώμα, ωσάν να μ’ έβρεχεν έξαφνα παγωμένον νερόν. Από τα 1814 ήρχισα να βοηθώ τον πατέρα μου εις την εργασίαν του Όλην την ημέραν έμενα εις το μαγαζί μας κάτω εις την προκυμαίαν και μόνον όταν ενύκτωνε επηγαίναμεν εις το σπίτι. Άνθρωποι πολλοί ήρχοντο εις το μαγαζί˙ οι περισσότεροι δια ν’ αγοράσουν πραγματείας, μερικοί δια να ιδούν τον πατέρα μου και να συνομιλησουν ολίγον. Εγώ άμα έβλεπα, κανένα εις την θύραν, ευθύς εκάρφωνα το βλέμμα επάνω του. Και αν μεν έβλεπα ότι έρχεται δια ν’ αγοράση τίποτε, έτρεχα να τον περιποιηθώ, αν όμως ήρχετο με τον σκοπόν απλής επισκέψεως και συνομιλίας, εγύριζα από το άλλο μέρος τα μάτια σ μου δυσαρεστημένος, ότι ήρχετο να μας χασομερήση αδίκως. Με μεγάλην περιέργειαν λοιπόν είδα ένα πρωί τον πρώτον άνθρωπον, που εμβήκεν εις το μαγαζί μας. Ήτον μεσόκοπος με μαύρα γένεια, σκεπασμένος με μακρόν, χονδρόν επανωφόρι και εις την κεφαλήν εφορούσε καλογηρικόν σκούφον. Εφαίνετο ότι ήτον ξένος και ότι ήρχετο από ταξίδι. Άμα τον είδα είπα μέσα μου :
– Εδώ θα κάνωμε καλή δουλειά ! Και έτρεξα γελαστός να τον προαπαντησω. Αυτός όμως μου λέγει με σοβαρόν ύφος :
– Που είναι ο πατέρας σου ;
– Εδώ είμ’ εγώ να σάς υπηρετήσω εις ό,τι θέλετε. Προστάξετε !
– Καλά, παιδί μου, σ’ ευχαριστώ, μά θέλω τον ίδιον τον πατέρα σου, επαναλαμβάνει με σοβαρόν και προστακτικόν τρόπον.
Ο πατέρας μου ήτον οπίσω εις την αποθήκην του μαγαζιού και ήνοιγε μερικά κιβώτια με πανικά, που μας είχαν έλθει από την Τεργέστην. Ετρεξα να του φωνάξω, πειραγμένος ολίγον από τον τρόπον του ξένου, που δεν μ’ έκρινεν άξιον εμένα, αλλά ήθελε και καλά τον πατέρα μου.
– Δεν πειράζει, είπεν ο ξένος, άφησέ τον εις την εργασίαν του· πηγαίνω εγώ και τον ευρίσκω. Και επροχώρησε κατ’ ευθείαν προς το βάθος.
Είδα ότι έδωκεν εν γράμμα εις τον πατέρα μου και ο πατέρας μου το εδιάβαζε με προσοχήν. Μετά την ανάγνωσιν μου εφάνηκε ότι κάπως εταράχθηκε˙ άπλωσε το χέρι του εις τον ξένον και είπε :
– Καθίστε μίαν στιγμήν και τελειώνω.
Τον έβαλε και εκάθισεν εκεί οπίσω εις την αποθήκην και έκλεισε την θύραν, αφού μου είπε :
– Δήμο, όποιος με ζητήση πές πως έχω δουλειά και να ξαναπεράση.
Τον νουν σου εσύ στο μαγαζί.
Τι έλεγαν εκεί οπίσω από την κλειστήν θύραν επί δύο ώρας ο πατέρας μου και ο άγνωστος δεν ηξεύρω. Θα ήσαν όμως πολύ σοβαρά πράγματα. Όταν επί τέλους ήνοιξεν η θύρα και εξήλθεν ο ξένος δια να φύγη η φυσιογνωμία του πατέρα μου μου εφάνηκε πολύ συλλογισμένη. Ο ξένος επέρασε κοντά μου, εστάθηκεν εμπρός μου και μ’ εκοίταξε μέσα εις τα μάτια· έπειτα μ’ εκτύπησε με το χέρι εις τον ώμον και είπε :
– Καρδιά, παλληκάρι μου !
Και εχάθηκε…
Ο τρόπος, που μου τα είπεν αυτά τα λόγια, ήτο παράξενος˙ το όλον φέρσιμον του αγνώστου μ’ έβαλεν εις απορίαν και ανησυχίαν. Ετόλμησα να ερωτήσω τον πατέρα μον :
– Τι άνθρωπος είναι αυτός ;
Και εκείνος μου αποκρίθηκε ξηρά – ξηρά και μου έκοψε κάθε άλλην ερώτησιν :
– Ένας καλός πατριώτης˙ μου έφερε γράμμα από τον δεσπότην μας τον Ησαΐαν.
Εκτοτε δεν τον είδα πλέον τον άνθρωπον αυτόν, παρά τον Ιανουάριον του 1821. Εμβήκε πάλιν με τον ίδιον τρόπον ένα πρωί και ο πατέρας μου τον επήρεν εις την αποθήκην και έμειναν ώραν κλεισμένοι μαζί. Έπειτα εξήλθε και εστάθηκεν ολίγον εμπρός μου. Μου εφάνηκεν, ότι είχε πολύ καταβληθή και γηράσει από τον καιρόν, που τον είχα πρωτοϊδεί. Την φοράν αυτήν δεν μ’ εκτύπησεν εις τον ώμον˙ μου έδωκε το χέρι και μου είπε σιγαλά :
– Δήμο, ό,τι σου ειπή ο πατέρας σου είναι το θέλημα του Θεού και η προσταγή της πατρίδος !
Και εχάθηκε πάλιν… Τόσον μ’ ετάραξαν οι λόγοι αυτοί του ξένου, ώστε δεν είχα νουν να εργασθώ εκείνην την ημέραν. Τον πατέρα μου δεν ετόλμησα να τον ερωτήσω˙ τον έβλεπα και εκείνον πολύ συγχυσμένον και μίαν στιγμήν μου εφάνη ότι με το δάκτυλον εσφόγγισε τα δακρυσμένα μάτια του. Τέλος πάντων το βράδυ, όταν ήταν ώρα να κλείσωμεν, μου λέγει :
-Κλείσε από μέσα την πόρτα, βάλε τον λύχνον εκεί κι έλα κάθισε να σου ειπώ.
Αφού έκαμα όπως μου είπεν, αρχίζει με φωνήν, που έτρεμε από συγκίνησιν :
– Δήμο μου, παιδί μου, ό,τι θα σου ειπώ είναι μεγάλο μυστικό. Ξεύρω την καρδιά σου και σου το εμπιστεύομαι. Δεν είναι μυστικό δικό μας είναι της πατρίδος. Δεν θέλω να μου ορκισθής, πως θα το κρατήσης· αν είχα την παραμικράν αμφιβολίαν, δεν θα σου το έλεγα. Λοιπόν άκουσε· όλα είναι έτοιμα, εις ολίγον καιρόν η φωτιά θα ανάψη απ’ άκρη σ’ άκρη˙ οι τούρκοι θα διωχθούν και η Ελλάς θα ελευθερωθή από τους τυράννους της. Τότε θα γυρίσωμεν πάλιν εις την πατρίδα μας, να περάσωμεν εκεί τα υστερνά μας χρόνια, αν το θελήση ο Θεός ! Ο ξένος αυτός, που είδες σήμερα, είναι ένας άξιος πατριώτης, απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, και γυρίζει από τόπον εις τόπον και αδελφώνει τους άλλους πατριώτας εις την ιδέαν της Εταιρείας. Σκοπός της Εταιρείας είναι να συνενώνη όσον το δυνατόν περισσοτέρους πατριώτας, δια να εργασθούν όλοι μαζί και το κατά δύναμιν καθένας δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος.
Η Εταιρεία έχει πολλούς και μεγάλους προστάτας και τα μέλη της μετρούνται κατά χιλιάδας εις όλην την Ανατολήν και εις την Ευρώπην. Τι λες λοιπόν ;
Οσον άκουα αυτά, το αίμα ανέβαινεν εις την κεφαλήν μου, η καρδία μου εκτυπούσε δυνατά εις τα στήθη. Αντί άλλης απαντήσεως έπεσα εις την αγκάλην του πατέρα μου :
– Σ’ ευχαριστώ, πατέρα ! εψιθύρισα. Και τον εκαταφιλούσα δακρυσμένος και τον ευχαριστούσα και δια την χαρμόσυνον αυτήν είδησιν και δια την εμπιστοσύνην, που μου έδειχνε με το φανέρωμα του ιερού μυστικού. Επειτα ανατινάχθηκα επάνω˙ μία ιδέα ήλθεν εις τον νουν μου :
– Πατέρα, όταν οι άλλοι θα πολεμούν εκεί, εγώ θα κάθωμαι με τον πήχυν εδώ στο μαγαζί ;
– Οχι, παιδί μου, αυτήν την προσβολήν δεν θα την κάμω εις εσένα και εις την οικογένειάν μας. Εγώ είμαι ανίκανος πλέον, ο αδελφός σου ο Θανάσης μικρός και αρρωστιάρης, εσύ θα πας για όλους μας, όταν έλθη η ώρα. Θα σε στείλω εις τον καπετάν Πανουριά. Προς το παρόν η μητέρα σου και ο αδελφός σου να μη μάθουν τίποτε. Σιωπή ! Ας πηγαίνωμεν τώρα στο σπίτι, να μην ανησυχούν, που αργούμε. Είσαι άνδρας, δεν είσαι πλιά παιδί τώρα. Θάρρος και φρόνησις, Δήμο μου !
«Ο Μπάρμπα – Δήμος»
Γεώργιος Δροσίνης
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Read more:http://www.egolpion.com/paramones_epanastasews.el.aspx#ixzz43o8sPVKK