Εξ’ αφορμής της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Αρχιμ. Βασίλειος Ιβηρίτης
Τώρα και πολλές δεκαετίες γίνεται λόγος για μια μεγάλη Σύνοδο που ετοιμάζεται. Κάποιοι λένε να μην γίνη. Άλλοι προβληματίζονται για το πως πρέπει να ονομαστεί ή ποιά είναι τα θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσει.
Το χρέος το μεγάλο και άγιο των Ορθοδόξων δεν είναι να κάνωμε απλώς κάτι αλλά να φανερώσωμε τον πλούτο της χάριτος που λειτουργικά ζούμε μέσα στην Εκκλησία. Αυτό μένει αμετάθετο, έστω και αν ταράσσεται η οικουμένη και μετατίθενται όρη εις καρδίαν θαλασσών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την συνείδησι της μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αυτό δεν είναι απλώς ισχυρισμός, αλλά μια ευλογία που προέρχεται από την σταυρική θυσία του Θεανθρώπου που καταλήγει στην Ανάσταση. Και από την θυσία των αγίων που ακολουθούν το παράδειγμά του. Αποτελούν το σώμα του. Και συγκροτούν την Εκκλησία, ως την μικρά ζύμη που ουρανώνει το γεώδες ημών φύραμα.
Η προτροπή του Κυρίου είναι σαφής: “Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι” (Ματ. 8, 34). Και: “Όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου ου δύναται είναί μου μαθητής” (Λουκ. 14, 27).
Σας έδωσα παράδειγμα. Όποιος θέλει ας έλθει μαζί μου. Σηκώστε το σταυρό σας και ακολουθήστε με, χωρίς να έχετε παράπονο προς ουδένα. Αλλά “αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς… ” (Λουκ. 6, 27-28).
Η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος. Αυτό είναι το γεγονός που μας κρατά στην ζωή. Γι’ αυτό, το θέμα δεν είναι πως να δώσωμε λύσεις σε προβλήματα [“Καθώς ο κόσμος δίδωσι” (Ιω. 14, 27)], αλλά να αφήσωμε να φανεί πως λύνει τα προβλήματα ο εν ημίν ζων Κύριος. Όταν αυτό συμβεί, τότε βασιλεύει σε όλους η γαλήνη.
Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στον Θεάνθρωπο που δεν προκαλεί κανένα αλλά ο ίδιος “πάντα υπομένει” για να σώση όλους. Έρχεται για να θυσιάσειτην ψυχή του από αγάπη για τους φίλους του.
Φίλους του θεωρεί όχι όσους τον αγαπούν, αλλά εκείνους που αυτός αγαπά. Και τους αγαπά όλους, και αυτούς που τον αρνούνται, τον μισούν και τον σταυρώνουν. Αυτή είναι η επανάστασι της αγάπης, “το μόνον καινόν υπό τον ήλιον”.
Ξέρει ότι κατά βάθος όλοι τον αγαπούν και τον περιμένουν. Δεν υπάρχει αλλού η σωτηρία έξω από αυτή τη μία αγάπη που τα πάντα δημιούργησε. Τα πάντα υπομένει για να σώσει όλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει.
Δεν παραπονείται γιατί δεν δείχνουν κατανόησι. Ξέρει τι συμβαίνει μέσα τους· πως βλέπουν την αλήθεια και το ψέμα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Αυτός σηκώνει όλο το βάρος.
Εάν, σε μια Σύνοδο, κάποιοι μιλήσουν στηριζόμενοι στην δική τους σοφία και σύνεση, προκαλούν τους άλλους να ενεργήσουν αντίστοιχα· με την δική τους σοφία και σύνεση να προωθήσουν τις θέσεις τους, να προβάλουν την ανωτερότητά τους και να επιβληθούν. Έτσι ζούμε την πραγματικότητα του διαπληκτισμού. Μένομε στο χώρο της φθοράς και αναβιώνομε την γνωστή και στείρα διαμάχη· ποιός θα υποτάξει ποιόν.
Όταν ζητήσωμε να γίνη το θέλημα του Ενός, όχι το δικό μας, τα πράγματα αλλάζουν.
Εάν ο τελικός μου λόγος και η επιθυμία βρίσκεται στην αίτηση: “μη το θέλημά μου αλλά το σον γινέσθω” (Λουκ. 22, 42), τότε ηρεμώ. Δυναμώνω. Μεταδίδω και στους άλλους ειρήνη. Αλλά και αν κάποιοι θέλουν να με κτυπήσουν για τον οποιονδήποτε λόγο και με τον οποιονδήποτε τρόπο, μου κάνουν καλό. Με βοηθούν να βρω ποιό είναι το θέλημα του Θεού Πατρός. Και να αποφύγω την δική μου άποψι, την σχετική και ατελέσφορη.
Οπότε, στην πρώτη περίπτωση που θέλω να κάμω το θέλημά μου, φανερώνω την αδυναμία μου και αυτομολώ στην ειρκτή της καταδίκης μου.
Στη δεύτερη περίπτωσι, που ζητώ να γίνει το θέλημα του Θεού, ενδύομαι άλλη δύναμη και μεταβάλλω τους πάντες, εκουσίως η ακουσίως, σε συνεργάτες που βοηθούν στο ένα έργο της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Η Εκκλησία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά έρχεται να δώσει σ’ αυτόν τον κόσμο την μαρτυρία της μελλούσης ζωής και βασιλείας. Αυτό πραγματοποιείται επειδή δεν κάνει το θέλημά της αλλά το θέλημα τουΟυρανίου Πατρός. Η υπακοή αυτή ορίζει από την αρχή τον λόγο και τον τρόπο της υπάρξεώς της.
Η Παρθένος Μαρία στην συζήτησή της με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ του Ευαγγελισμού καταλήγει στο· “Ιδού η δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου” (Λουκ. 1, 38). Και αναδεικνύεται Θεοτόκος. Ο Ιησούς στη Γεθσημανή τελειώνει την προσευχή του με το: “Μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω” (Λουκ. 22, 42). Και νικά τον θάνατο δια του θανάτου.
Η Εκκλησία ζητά καθημερινώς με την Κυριακή προσευχή “γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης” (Ματ. 8, 10) και οδεύει προς το πλήρωμα των εσχάτων. Το “γενηθήτω το θέλημά σου” είναι η κατάληξηενός προσωπικού αγώνα. Και η αρχή μιας πορείας με άλλη ακατανίκητη δύναμι.
Ζούμε την πραγματικότητα που γεννάται από την υπακοή στο θείο θέλημα. “Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν” (Ματθ. 6, 33).
Εδώ βρίσκεται το πρωτείο. Ένα ζητάμε, και όλα τα άλλα έρχονται.
Όλα τα προβλήματα είναι λυμένα, ενώ φαίνονται άλυτα. Επειδή βρίσκεται μαζί μας ο Αναστημένος Κύριος, που μας κοινοποιεί τη χάρι της τριαδικής θεότητος.
Ούτε μας εγκαταλείπει ορφανούς, χωρίς την παρουσία του Πνεύματος· ούτε μας λύνει τα προβλήματα μηχανικά, υποτιμώντας την ύπαρξί μας.
Το μεγάλο χρέος των Ορθοδόξων δεν είναι να κάνωμε η να μην κάνωμε μια γενική Σύνοδο. Αλλά να αφήσωμε να φανεί η αέναος Σύνοδος των επουρανίων και των επιγείων, που λειτουργικά ζούμε ως θεολογική μυσταγωγία. Και είναι δώρο της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχει με άλλο τρόπο η τριαδική θεότης και με άλλο τρόπο η εκκλησιαστική ενότης. “Καθώς συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσι” (Ιω. 17, 21).
Δεν υπάρχει με άλλο τρόπο η Εκκλησία και με άλλο τρόπο διδάσκει ήθεολογεί. Ο τρόπος της υπάρξεώς της φανερώνει την πηγή της ζωής της και κηρύττει τη θεολογία της. Η θεολογία είναι μία μαρτυρία πίστεως. Και η Εκκλησία, μια βεβαίωση ότι ο Θεός αγαπά τον κόσμο.
Δεν είναι άλλος ο τρόπος της ζωής της Εκκλησίας και άλλος ο τρόπος της ζωής κάθε πιστού. Όπως στη ζωή της Εκκλησίας η Πεντηκοστή είναι η “τελευταία εορτή και επαγγελίας συμπλήρωσις”, είναι η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας· έτσι και στην ζωή του πιστού σκοπός δεν είναι οι αρετές αλλά η ταπείνωσι που γεννάται από τις αρετές, η οποία έλκει την χάρη του Πνεύματος (Αββάς Ισαάκ Σύρος).
Οι αληθινοί άγιοι δια της ταπεινώσεως αξιώνονται να ζήσουν ως γενέθλια ημέρα την ελευθερία του μέλλοντος αιώνος.
Την ημέρα της Πεντηκοστής έχομε την πρώτη λειτουργική σύνοδο, την δημουργία της Εκκλησίας, την έλλαμψη του Πνεύματος σε κάθε Απόστολο.
Πάντες άρχονται φθέγγεσθαι ξένοις δόγμασι, ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι της Αγίας Τριάδος. Αυτά τα ξένα και αλλότρια είναι οικεία και κατανοητά. Όλοι αναπαύονται και τρέφονται πνευματικά. Ακούει έκαστος τη ιδία διαλέκτω τα μεγαλεία του Θεού.
Στην Βαβέλ η ύβρις της πυργοποιίας που θα έφτανε στον ουρανό, επέφερε την σύγχυση των γλωσσών και το χωρισμό των ανθρώπων. Στην Πεντηκοστή οι πύρινες γλώσσες του Πνεύματος ήνωσαν τα έθνη προς θεογνωσίαν.
“Τότε κατειργάσθη η αφωνία προς τιμωρίαν· άρτι καινουργείται η συμφωνία προς σωτηρίαν των ψυχών ημών”.
Η Ορθοδοξία είναι μια δωρεά ευλογίας για όλους, πάνω από λόγια και στοχασμούς. “Υπερίπταται Θεοτόκε αγνή το θαύμα σου την δύναμιν των λόγων”.
Έχει ενσωματώσει στην λειτουργική της ζωή όλη την αλήθεια του Θεανθρώπου· την σάρκωση, τον σταυρό, την Ανάστασι, την Ανάληψι. Το διακρίνεις αυτό πάνω στο μεταμορφωμένο σώμα της υπάρξεώς της.
Όλα αλλοιώνονται με την θεία χάρι: η θεολογία των θεολόγων, η εικονογραφία των αγιογράφων, το μέλος των μελωδών, η ζωή των πιστών. Αυτή η θεία αλλοίωσι, ως συνέπεια της τριαδικής συστάσεως της Εκκλησίας, πείθει τους πεινασμένους την αλήθεια ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει αλλά αγαπά τον κόσμο, καθώς αγαπά τον μονογενή Του Υιό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πορεύεται μέσα στην ιστορία ως ο Αναστημένος Χριστός, που προχέει ειρήνη και χαρά.
Πρέπει να νοιώθεις πεινασμένος και διψασμένος για τα αιώνια και αδιάφορος για τα εφήμερα. Τότε θα τον δεις ως τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, που σε οδηγεί στο πλήρωμα της ζωής της νυν και της μελλούσης.
“Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε”. Μας προσφέρει αυτό που είναι. Μας υψώνει εκεί που βρίσκεται.
Αυτή είναι η αρχή της θεολογίας. Δεν είναι “μετάβαση τοπική” που παρακολουθείς με τις αισθήσεις, ελέγχεις με τη σκέψι και ρυθμίζεις με τη θέλησί σου. Αλλά “συγκατάβαση θεϊκή” που αλλοιώνει και μεταμορφώνει τη ζωή σου.
Η θεϊκή συγκατάβαση σού χαρίζει την ευλογία της αναλήψεως που επιτυγχάνεται με το μεγαλείο της ταπεινώσεως.
Είναι τέλειος Θεός και γίνεται τέλειος άνθρωπος. Έχει να φέρει όχι κάτι σχετικό και εφήμερο από αυτά που είχαμε, αλλά κάτι θεϊκό, αΐδιο και τετελειωμένο εν Πνεύματι. “Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην” (Λουκ. 12, 49).
Αυτός είναι ο νέος τρόπος που φέρνει τη ζωή και την ειρήνη στον κόσμο. Κάθε αληθινός άγιος με την ταπείνωσι και τη χάρι του Πνεύματος είναι μια θεία επίσκεψι και παρηγοριά για όλους τους αδυνάτους.
Ο Κύριος κατεβαίνει στο επίπεδό μας. Μιλά την γλώσσα μας. Ακούει τον πόνο και λύνει τα προβλήματά μας. Χορταίνει την πείνα μας. Ανασταίνει τους νεκρούς μας. Μας παρηγορεί. Μας θεραπεύει τις αρρώστιες. Μας ελευθερώνει από τα ακάθαρτα πνεύματα.
Δεν μένει εκεί. Κατεβαίνει στον Άδη. Καταργεί τον θάνατο. Ανιστά όλους τους κεκοιμημένους. “Και νεκρός ουδείς επί μνήματος”.
Μας ενώνει όλους στην ευρυχωρία της ελευθερίας του μέλλοντος αιώνος.
Μετά το Πάθος και την Ανάσταση βρίσκει τους φοβισμένους μαθητές κλεισμένους σε χώρους στενούς. Τους δίδει ειρήνη και χαρά. Τον βλέπουν και χαίρονται. Πιστεύουν γιατί τον ψηλάφησαν (Λουκ. 24, 39).
Πιστεύουν γιατί τον είδαν (Ιω. 20, 29). Πιστεύουν γιατί ζουν (Ιω. 14, 19). Μένουν πάντα μαζί. Τους αποστέλλει στον κόσμο να κηρύξουν το Ευαγγέλιο.
Στη Θεία Λειτουργία βρίσκουν την Εκκλησία ως μία θεοφάνεια ένσαρκη. “Θεός εφανερώθη εν σαρκί, … ανελήφθη εν δόξη” (Α Τιμ. 3, 16). Και μένει αδιαστάτως μαζί μας δια Πνεύματος Αγίου.
Ήλθε και μας επισκέφθηκε. Έφυγε και τότε φανερώθηκε. Αγιάστηκε η άφιξι και η αναχώρησι, η ενσάρκωσι και η ανάληψι, η παρουσία και η απουσία.
Όταν ζητάς να γίνει το θέλημά Του· άχρονο φως καταυγάζει την ζωή σου. Καταργεί χωρισμούς και αποστάσεις. Ακούς τον Κύριο μέσα στην τρικυμία των προβλημάτων να λέη: “Εγώ ειμι. Μη φοβείσθε”.
Απλώνεται γαλήνη γύρω και μέσα σου. Δεν ανησυχείς για τίποτε. Έχεις εμπιστοσύνη στην αγάπη του. Η ζωή σου και η ζωή όλων είναι Αυτός.
Το ψεύτικο είναι ταραγμένο και ανεδαφικό, γιατί ζητά τα δικά του, όχι τα των πολλών όπως σωθώσι. Το αληθινό είναι ήρεμο και παντοδύναμο, γιατί γεννάται από τη θυσία των πάντων.
Ένας πιστός έχει συνείδησι της δικής του αδυναμίας και της ισχύος της αγάπης του Δυνατού. Δεν διερωτάται για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, γιατί ζώντας εν Χριστώ βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας και στο τέλος.
Μέσα στην Εκκλησία δεν αναπολούμε ιστορικά γεγονότα, αλλά ζούμε λειτουργικά τη σωτηρία που δια Ιησού Χριστού εγένετο και γίνεται. Συνεορτάζουν τα επουράνια και τα επίγεια.
“Νυν αι Δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν … Ιδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορείται” (Θεία Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων).
Δορυφορείται και περιβάλλεται υπό των εν πίστει τετελειωμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών … και παντός πνεύματος δικαίου.
Είναι παρόντες όλοι οι αληθινοί, που άγιασαν προσφερόμενοι ολοκληρωτικά στον Θεόν της αγάπης.
Ζεις σε αναλλοίωτο κόσμο και αντιμετωπίζεις διαφορετικά τα αλλοιούμενα.
Όταν συνέρχεται η Εκκλησία σιγά πάσα σαρξ βροτεία. Και ακούγεται ο σαρκωθείς Θεός Λόγος δια Πνεύματος Αγίου που ην αεί και έστι και έσται.
Αυτοί που λένε: κάποτε υπήρχαν μεγάλοι Πατέρες και θεολόγοι, σήμερα όχι, μιλούν ως αλειτούργητοι. Οι όντως αληθινοί εν Πνεύματι αν μια φορά υπάρξουν, δεν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στο συλλείτουργο της αειζωΐας. Είναι πάντοτε παρόντες. Όσο απομακρύνονται χρονικά, τόσο μας πλησιάζουν εναργέστερα.
Κανείς δεν μπορεί να φιμώσει αυτόν που μιλά σιωπώντας. Ούτε να ακυρώση την παρουσία αυτού που κυκλοφορεί απουσιάζοντας.
Αυτό ζούμε και ψάλλομε όλοι στη Θεία Λειτουργία. Ο ιερεύς τη δυνάμει του Αγίου Πνεύματος -ενδεδυμένος την χάριν της ιερωσύνης,
-περιστοιχούμενος από τον πιστό λαό, χωρίς τον οποίο δεν τελείται η Θεία Λειτουργία -περιβαλλόμενος από την οικουμένη, υπέρ της οποίας προσφέρεται η Θεία Λειτουργία· ιερουργεί (δεν ιερολογεί) το μυστήριο.
Μεταγγίζει αθόρυβα αίμα ζωής σε όλο το σώμα της Εκκλησίας. Εδώ βρίσκει ο άνθρωπος τη θέρμη της κατανοήσεως που κυοφορεί την κεκρυμμένη ελπίδα της τελικής ελευθερίας.
Έχεις εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν που είναι αγάπη. Μένεις στο χώρο της θείας στοργής και ωριμάζεις. Σιωπάς και μαθαίνεις να μιλάς. Σου λύνονται τα προβλήματα πριν τα διατυπώσεις. Αμείβεσαι για εργασία που δεν έκαμες.
Σε άλλη περίπτωση, έξω από τη Θεία Λειτουργία, δεν βρίσκεις λύσεις, γιατί λανθασμένα τοποθετείσαι. Ζητάς να γίνει το θέλημά σου.
Η συνειδητή κατάληξι της αγωνίας σου στο “γενηθήτω το θέλημά Σου” ανοίγει το δρόμο της ζωής.
Ο καλός Ποιμήν καλεί τα ίδια πρόβατα κατ’ όνομα και εξάγει αυτά. Αυτή δε η έξοδος είναι συγχρόνως είσοδος σε άλλο χώρο, ευρύτερο και φωτεινότερο.
Η Εκκλησία δεν είναι ένας εσμός κοσμικώς επιτυχημένων και καλώς διοργανωμένων για την πρόσκαιρη ζωή. Αλλά το σύνολο των αληθινών και απεγνωσμένων από τις κοσμικές επιτυχίες και ευτυχίες, που είναι ανάξιες του ανθρώπου. Και καταφεύγουν στο Ζωοδότη που είναι “η βοήθεια των αβοηθήτων, η ελπίς των απηλπισμένων, ο των χειμαζομένων σωτήρ, ο των πλεόντων λιμήν, ο των νοσούντων ιατρός”.
Μέσα στο πνεύμα της ανατροπής της κοσμικής θεωρήσεως των πραγμάτων, μέσα στο “ουχ ούτως έσται εν υμίν” του Κυρίου (Ματ. 20, 26) βρίσκεται το του Αποστόλου: “Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι”. Και η ομολογία του πρωτείου που του ανήκει (όχι της εξουσίας αλλά της συντριβής). “Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ” (Α Τιμ. 1, 15).
Όποιος μπορεί να πετύχη εσωτερικά αυτό το πρωτείο, απολαμβάνει την ανάπαυση του μέλλοντος αιώνος προς όφελος όλων.
Ο Κύριος ζήτησε να είμαστε ενωμένοι με ένα τριαδικό τρόπο. Να ζούμε συνοδικώς, ζητούντες να γίνεται το θέλημα του Θεού. Έτσι γευόμαστε τη χαρά του Παραδείσου. Αυτό μόνο του αφώνως μιλά και πείθει τον κόσμο για την αξία της ζωής.
Εάν η ζωή μας δεν δίδει την μαρτυρία της σωτηρίας, ούτε ο λόγος μας πείθει για την αλήθεια της θεολογίας μας.
Δεν νοείται σύνοδος, ούτε Εκκλησία, έξω από τη Θεία Λειτουργία. Δεν κάνομε στην αρχή και στο τέλος των εργασιών μας Θεία Λειτουργία και αφήνομε αλειτούργητη την θεολογία και την ζωή μας. Δηλαδή, τα τακτοποιούμε όλα με την δική μας λογική.
Το εάν θα ονομαστεί μια σύνοδος οικουμενική η όχι και το ποιά θέση θα πάρει στην ζωή της Εκκλησίας, δεν είναι θέμα ανθρωπίνης αποφάσεως, αλλά έργο της ζώσης εν Πνεύματι Εκκλησιαστικής συνειδήσεως, που κρίνει και κατατάσσει απλανώς κάθε Σύνοδο και κάθε Θεολόγο στην θέσι που του ανήκει (παράδειγμα μέγα οι σύνοδοι του δεκάτου τετάρτου αιώνα με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά).
Το θέμα είναι αν μπορούμε να λειτουργούμεθα όταν λειτουργούμε.
Αν μπορούμε (όσο γίνεται) να λέμε όπως ο Απόστολος: “ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί ο Χριστός”.
Αν μπορούμε μετά παρρησίας, ακατακρίτως, να τολμούμε να επικαλούμεθα τον επουράνιον Θεόν Πατέρα και να λέμε: “…γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί γης”.
Τότε ζούμε την σύνοδο του ουρανού και της γης, η οποία αενάως ιερουργείται στην Εκκλησία που ομολογεί: “Ημίν σύμφωνος τη γνώμη η ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην” (Αγ. Ειρηναίος, κατά αιρέσεων). Τότε αυθόρμητα λέμε: “Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν”. Και συνεχίζομε τη μία παράδοσι εν υπερώω λειτουργικώ τόπω, όπου ανήγαγε ο Θεάνθρωπος την Εκκλησία Του.
Εάν επιθυμείς πράγματα εφήμερα και πρωτοκαθεδρίες, σου λέει δεν ξέρεις τι ζητάς (Μαρκ. 10, 36-38). Εάν ζητάς τα τίμια, που αφορούν τη σωτηρία του ανθρώπου· τότε σε συνοδεύει και, μέσα από πολλά βάσανα, σε φέρνει στο φως. Καταλαβαίνεις αυτό που είπε: “έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού” (Λουκ. 24, 26).
Έπρεπε και συ να πάθεις· να περάσεις όλες τις δοκιμασίες που συχνά σε γονάτισαν. Για να καταλάβεις ότι ήταν μαζί σου και όταν το αγνοούσες.
Τώρα Τον γνωρίζεις στην κλάση του Άρτου και στο σπάσιμο της αντοχής σου να φανερώνεται ως ο Αναστημένος. Και συ αλλοιώνεσαι με την μυστική έλλαμψι. Αποκτάς άλλη αίσθησι και βεβαιότητα. Συνεχίζεται η ζωή.
Όλα μεταμορφώνονται και ενώνονται. Δεν σταματά η πορεία που φαίνεται στάση, ούτε ο λόγος που συμπτύσσεται στη σιωπή. Όλα συγκεντρώθηκαν στο ελάχιστο που είναι μέγιστο. Σε μια στιγμή που είναι αιωνιότης. Σε ένα άγιο μαργαρίτη που είναι όλος ο Χριστός.
Ο άνθρωπος βρίσκει το ένα που ζητά, όταν μια στιγμή του αποκαλύπτωνται τα πάντα· όταν βγει στην λειτουργική κορυφή (“έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγε”) και γνωρίσει τον Κύριο ως Θεάνθρωπο. Τότε βλέπει μέσα στην αστραπή της θεότητος όσα προηγήθηκαν και όσα ακολουθούν. Βρίσκεται δια μιας παντού. Σφραγίζεται το ήθος του. Ηρεμεί η καρδιά του. Γνωρίζει αυτόν που είναι το Α και το Ω. Ταπεινώνεται από χαρά ως ανάξιος για την τιμή που του γίνεται, να δει τα αθέατα. Και να του ερμηνευτούν τα ακατανόητα της θείας αγάπης.
Όταν ο Κύριος εις Εμμαούς έγινεν άφαντος στην κλάση του άρτου, δεν μπορούσαν να τον “παραβιάσουν” να μείνη μαζί τους. Γιατί δεν “προσεποιείτο” (Λουκ. 24, 28) ότι πηγαίνει αλλού, όπως συνέβη προηγουμένως, αλλά πράγματι έφυγε και έμεινε μαζί τους με την ίδια πράξι ως ο Αναστημένος. Έφτασαν στο τέλος· εκεί που τους οδηγούσε ο Άγνωστος. Έφτασαν σ’ Αυτόν που είναι η αρχή και το τέλος.
Τώρα πραγματοποιείται αυτό που ζήτησε: “Θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού” (Ιω. 17, 24).
Τώρα πραγματοποιείται και το άλλο αίτημά του προς τον ουράνιο Πατέρα: Δεν ζητώ να τους πάρης από τον κόσμο, αλλά να τους προφυλάξης από τον πονηρό (πρβλ. Ιω. 17, 15)· από τον κίνδυνο να προσπαθούν να νοούν τα ουράνια της καινής κτίσεως και θεολογίας με κοσμικό τρόπο.
Τώρα καταλαβαίνεις τον πατερικό λόγο: “όπου αν η Χριστός Ιησούς εκεί και η καθολική Εκκλησία” (Αγ. Ιγνάτιος, προς Εφεσίους). Όλα υπάρχουν και εννοούνται με άλλο τρόπο.
Η αξία της ζωής δεν υπολογίζεται ανθρώπινα με στοιχεία μετρούμενα, αλλά εντοπίζεται δια της χάριτος στο ελάχιστο που διαστέλλεται στο απεριόριστο.
Δέχεσαι το λίγο που σου χαρίζει και απολαμβάνεις το παν που “επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη” (Α Κορ. 2, 9).
Το πολύ δεν βρίσκεται ούτε αυξάνεται με την ποσότητα αλλά αφθαρτίζεται με την ευχαριστία.
Κερδίζεις αυτό που χάνεις προσφέροντάς το από αγάπη σ’ αυτόν που είναι αέναος προσφορά.
Και Αυτός που φανερώνεται με το να γίνεται άφαντος σε παίρνει μαζί Του στην καινή πολιτεία.
Σαρκούται ο Λόγος και βιούται η θεολογία δια του “φρονούντες και πράττοντες” λειτουργικά.
Η παρουσία του Κυρίου είναι μια θεοφάνεια. “Εγώ γαρ εκ του Θεού εξήλθον και ήκω· ουδέ γαρ απ’ εμαυτού ελήλυθα, αλλ’ εκείνός με απέστειλε” (Ιω. 8, 42). Σας μεταφέρω τη ζωή και τη χάρι της τριαδικής θεότητος. “Καθώς ηγάπησέ με ο Πατήρ, καγώ ηγάπησα υμάς· μείνατε εν τη αγάπη τη εμή” (Ιω. 15, 9).
Δεν έρχομαι καθώς ο κόσμος, να φέρω ειρήνη εφήμερη και αγάπη επίπλαστη. Ήλθα να φέρω την υγεία και τη ζωή την αιώνια. “Ο ων εκ της γης, εκ της γης εστι και εκ της γης λαλεί· ο εκ του ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί και ο εώρακε και ήκουσε τούτο μαρτυρεί” (Ιω. 3, 31-32).
Θέλω να σας κοινοποιήσω αυτά που είδα και άκουσα από τον Πάτερα μου: “α εώρακα παρά τω Πατρί μου λαλώ” (Ιω. 8, 38). Και “α ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα υμίν” (Ιω. 15, 5).
“Πάτερ άγιε”, θέλω να δουν τη δόξα που μου έδωσες, γιατί με αγάπησες προ καταβολής κόσμου.
Να δουν τη σχέσι της δόξας με την αγάπη. Να απολαύσουν τη χάρι της ελευθερίας δια της υπακοής. Να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα. Να βλέπουν τη δόξα που είχα προ καταβολής κόσμου και που θα έχω αφού περάση ο κόσμος. Και είναι η ίδια με την οποία θα έλθω “κρίναι ζώντας και νεκρούς”.
Να δουν τη δόξα μου, για να χορτάσουν την πείνα τους. “Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου” (Ψαλ. 16, 15).
Να πεισθούν για την αλήθεια της αγάπης. Και να αναπαυθούν μετά τον κόπο και τους σταυρούς της ζωής.
Να αστράψει το φως. “Όσοις έπνευσεν η θεόρρυτος χάρις…”
Να μην τους δοθεί κάτι απατηλό, που δεν σβήνει τη δίψα του ανθρώπου.
Να εγκεντρισθή το μπόλι της υπάρξεώς τους στην καλλιέλαιο της αγάπης που ουδέποτε εκπίπτει. Να σωθεί “το μέγα τραύμα, ο άνθρωπος” (Δοξαστικό Εσπερινού Αντίπασχα).
* * *
Ένας αληθινός άγιος, ενώ φαίνεται εξαίρεση στην καθαρότητα του πνεύματος και το μεγαλείο της αποστολής του, με την ταπείνωση που τον διακρίνει γίνεται μια θεία επίσκεψη και παρηγοριά για όλους τους αδύνατους και περιφρονημένους.
Δεν επαίρεται για τα κατορθώματά του, αλλά ταπεινώνεται για την χάρηπου τον αλλοίωσε. Μεταφέρει την εμπειρία του Παραδείσου που ζη. Και παρηγορεί όλους με μόνη την ύπαρξή του. Συμμετέχει στον πολυμέριμνο αγώνα της καταλλαγής των διεστώτων, ενώ δεν φαίνεται πουθενά.
Η Εκκλησία με την τριαδική της ύπαρξη εκπέμπει μηνύματα ζωής και ελπίδος. Και τα παίρνουν αυτοί που έχουν πραγματική ανάγκη.
Υπάρχουν πολλοί αληθινά πονεμένοι στον κόσμο που ζητούν τα τίμια και υφίστανται τα πάνδεινα. Όταν αυτοί πάρουν το μήνυμα της Εκκλησίας είναι ευλογία για όλους.
Υπάρχουν πολλοί σφαγμένοι και σφαγιαζόμενοι. Αυτοί εντοπίζουν τον Σωτήρα που “άπαξ εαυτόν τε προσάξας αεί σφαγιάζεται αγιάζων τους μετέχοντας”.
Και Αυτός τους εντοπίζει εκεί που δεν φανταζόμαστε και ομολογεί: “ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον” (Λουκ. 7, 9). Είναι θεϊκές οι διαστάσεις της Εκκλησίας.
Το αληθινό (έστω ελάχιστο) το βρίσκουν και το παίρνουν από μακρυά οι πεινασμένοι. Το ψεύτικο (όσο κι αν διαφημίζεται) το απορρίπτουν οι αληθινοί.
Ο άγιος κινείται και μιλά με άλλο τρόπο, ασυνήθιστο και σωτήριο. Λέει: “Θέλω να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω”, να αποτύχω. Δεν με χωρά η δόξα που φεύγει ούτε η επιτυχία του κόσμου που με βάζει επάνω από τους άλλους. Δεν μου σβήνει τη δίψα. Δεν μου χορταίνει την πείνα.
Δεν θέλω να δοξασθώ, να σώσω την ψυχή μου, με τις ικανότητές μου στο χώρο της φθοράς. Θέλω να την χάσω χάριν του Ενός Θεού Λόγου, που τα πάντα υπομένει για να σώσει όλους. Που φανερώνεται με το να γίνεται άφαντος. Και τιμάται στην ορθόδοξη Εκκλησία ως Βασιλεύς της Δόξης, ήρεμα Εσταυρωμένος και ύπτιος, νεκρός στον Επιτάφιο.
Θέλω να χαθώ, να μην παριστάνω τον άγιο με τις φάρσες των κατορθωμάτων μου, αλλά να αξιωθώ της δικής Σου χάριτος.
“Ος αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν του Κυρίου, ούτος σώσει αυτήν” (Λουκ. 9, 24). Η σωτηρία, η άξια για τον άνθρωπο, έχει τις διαστάσεις της απωλείας.
Η απώλεια τον περιβάλλει μητροπρεπώς. Και η σωτηρία που του χαρίζεται τον αναλαμβάνει σε άλλο επίπεδο και τον κατεβάζει κοντά μας.
Είναι μία ευλογία για όλους τους πονεμένους, που μαζεύονται δίπλα του. Και γι’ αυτόν όλα τα βάσανα είναι ευλογία.
Ένας άγιος, που βρίσκει την ψυχή του με το να την χάνει ένεκεν του Κυρίου, ησυχάζει εν Πνεύματι. Δεν διαπληκτίζεται με κανένα, γιατί ξεπερνούν τη δύναμι των λόγων τα βιούμενα. Του έχουν λυθή οι απορίες.
Δέχεται εσωτερικά την ξένη αλλοίωσι και εκπέμπει από όλη του την ύπαρξι άρρητη ευωδία που τρέφει τον κόσμο. “Ετρεφόμεθα δε πάντες οσμή ανεκδιηγήτω ήτις ουκ εχόρτασεν ημάς” (Μαρτύριον Αγίας Περπετούας).
* * *
Υπάρχουν άλλοι που, ενώ παριστάνουν τους θεολόγους η τους θαυματουργούς, είναι ταραγμένοι και σκοτισμένοι. Αυτή τη σκότωση της ταραχής δεν μπορούν να την συγκρατήσουν, αλλά την διαχέουν ως ατμόσφαιρα συγχύσεως, με μορφή θεολογίας που σου σφίγγει την καρδιά και σου δημιουργεί δυσφορία. Δεν σε οδηγεί στην πηγή της ζωής και της αναπαύσεως.
Αντί να πάρουν την ανθρώπινή τους αναπηρία και το βάρος της καρδιάς ως αφορμή μετανοίας, την θεωρούν ως δυνατότητα θεολογικής μαρτυρίας. Αντί να καταφύγουν στον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, προβάλλουν την ψυχική τους αρρώστια ως πνευματική ανησυχία που προκαλείται από την απομάκρυνση του κόσμου από τον Θεό. Αλλά το ψέμα φαίνεται και η αρρώστια δεν κρύβεται. Όλα αυτά δεν έχουν καμμιά σχέσι με την ανάπαυσι που προχέει η Εκκλησία δια των εσταυρωμένων Αγίων της.
Δεν βρίσκεται έτσι η λύση των προβλημάτων ούτε η θεραπεία της αρρώστιας μας.
Ο λόγος της σωτηρίας του ενός Θεού Λόγου έρχεται ως παράκληση του Πνεύματος που ζωογονεί όλο τον κόσμο και σώζει τον χαρακτήρα του. Όλοι έχομε ανάγκη από το ανεξιχνίαστο έλεος του Θεανθρώπου, όχι από τις ανθρώπινες ενέργειες και επεμβάσεις.
Όπως δεν επηρεάζεται ο ήλιος από τις ατμοσφαιρικές αναταραχές του γήινου χώρου, έτσι δεν αλλοιώνεται η τριαδική ζωή της θεότητος και η συνοδική δομὴ της Εκκλησίας από ιστορικές ταραχές και ανακατατάξεις.
Ο πιστός λαός ζει στην αταραξία του τετελειωμένου μυστηρίου, άσχετα εάν έρχωνται και φεύγουν κοσμοκρατορίες και ιδεολογίες που απείλησαν και βασάνισαν τον κόσμο. Και πίστεψαν ότι θα αλλάξουν για πάντα την ζωή των ανθρώπων.
Εάν σήμερα κάποιοι τρομοκρατούν τον κόσμο με επιθέσεις θανάτου και επιδείξεις σφαγών· ο Θεάνθρωπος μένει αναλλοιώτως ο Παντοκράτωρ της αγάπης και της κατανοήσεως. Είναι η τελική λύση όλων των προβλημάτων μας, όσο και αν η επιπολαιότητά μας το αγνοεί.
Δέχεται ειρηνικά “όλην την σπείραν” (Μαρ. 15, 16) της ιστορίας που τον εμπαίζει, του βάζει αγκάθινο στεφάνι. Αντιμετωπίζει με αγάπη όλους που έρχονται ἐναντίον του.
Δεν κτυπά κανένα, παρά μόνο το μῖσος και την έχθρα. Σε κάθε εγκληματία βλέπει θύμα άλλων εγκλημάτων και διαστροφής πνευματικής. Πράγμα στο οποίο είμαστε όλοι ὑπεύθυνοι.
Δὲν θεωρεί αθώους αυτούς που, σαν τον Πιλάτο, νίπτουν τας χείρας καὶ ομολογούν “αθώος ειμί εκ του αίματος τούτου” (Ματθ. 27, 24).
Ήλθε να σταματήση την υποκρισία και την κατρακύλα της φθορᾶς, την ακατάσχετη ορμή του θανάτου. “Ρύμην του θανάτου και φθοράν σου τω ζωηφόρω θανάτω καθείλες Δέσποτα”.
Η ορθόδοξη Εκκλησία έχει την ευρυχωρία του Πνεύματος που αγκαλιάζει την οικουμένη. Αυτός είναι ο τρόπος και ὁ σκοπός της ζωής της.
Δι’ αυτής της Λειτουργίας αντιμετώπισε βάσανα δοκιμασιών και απειλών. Κινδύνους ληστών, κινδύνους εξ εθνών, κινδύνους εν ψευδαδέλφοις. Τα ξεπέρασε όλα. Έμεινε ευγνώμων για τις δοκιμασίες. Χαίρει με τους πειρασμούς και τα βάσανα.
Και αυτοί που ήλθαν εναντίον της, με οποιονδήποτε τρόπο ή προθέσεις για να την κτυπήσουν, να την αλλοιώσουν και να επιβληθούν, τους βλέπει ως θύματα πλάνης. Τους βλέπει ως αδελφούς αδύνατους που έχουν ανάγκη βοηθείας.
Έμαθε μόνο να αγαπά. Έζησε και ζει την αγάπη και την ανοχή του Θεανθρώπου. Δέχτηκε ουράνια τροφή και αγωγή.
* * *
Φτάνομε στην σημερινή εποχή. Ζούμε την περίοδο των διαλόγων. Προσπαθούμε οι χριστιανοί να αναβιώσωμε την ενότητα που μας χαρίζει και εύχεται ο Θεανθρώπος.
Υπάρχουν μεταξύ μας οι λεγόμενοι προοδευτικοί και πρόθυμοι για διάλογο. Και οι θεωρούμενοι συντηρητικοί που γενικά αρνούνται τις επαφές.
Εδώ κρίνεται η γνησιότητα και η δύναμη της πίστεώς μας, γιατί ούτε την αλήθεια σώζομε καταρώμενοι τους πεπλανημένους ούτε προσφέρομε αυτό που ζητά η ψυχή του ανθρώπου με ψεύτικες φιλοφροσύνες.
Εδώ χρειάζονται οι αληθινοί ήρωες της πίστεως, που σώζουν την ψυχή τους με το να την χάνουν ένεκεν του Κυρίου (Λουκ. 9, 24).
Αυτοί ησυχάζουν ως ανύπαρκτοι. Χαίρονται ως μη όντες. Και τότε βλέπουν ότι υπάρχει Αυτός που καλεί τα “μη όντα (τους ανύπαρκτους), ίνα τα όντα καταργήση” (Α Κορ. 1, 28), από την φανταστική τους επιτυχία, που είναι φενάκη ζωής και αλήθεια αρρώστιας.
Όσο και αν φαίνεται ότι οι επιπόλαιοι οικουμενιστές και οι φανατικοί ζηλωτές έχουν αντίθετες τοποθετήσεις, στην πραγματικότητα βρίσκονται στην ίδια ένδεια· είναι κλεισμένοι στην ίδια φυλακή. Ξεκινούν και τελειώνουν στην δική τους αντίληψι. Τους λείπει η τόλμη της πίστεως και η αλήθεια της αγάπης.
Βασανίζουν και βασανίζονται, προσφέροντες απειλές χωρίς νόημα η φιλοφροσύνες χωρίς περιεχόμενο. Η παρουσία του ενός τρέφει την ύπαρξι του άλλου. Και δεν σταματά η ταραχή της διαμάχης των κατά φαντασία αυθεντιών.
Και προς τις δύο πλευρές ακούγεται ο λόγος του Θεού: “ουκ απέστειλα αυτούς και ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ουκ ελάλησα προς αυτούς· ότι οράσεις ψευδείς … και προαιρέσεις καρδίας αυτών αυτοί προφητεύουσιν υμίν” (Ιερ. 14, 14).
* * *
Αν δούμε τα πράγματα ήρεμα· στο διάλογο μεταξύ των Χριστιανών σκοντάψαμε:
– με τους Ρωμαιοκαθολικούς, όταν φτάσαμε στο θέμα της ουνίας
– με τους Προτεστάντες, όταν βλέπεις να χωρίζωνται ασταμάτητα, να δημιουργούνται ατέλειωτες ομολογίες. Τότε ανθρωπίνως ομολογείς την αδυναμία σου. Αλλά “τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν” (Λουκ. 18, 27).
Αν κάνωμε μια σύντομη αναδρομή, βλέπομε το γεγονός του σχίσματος. Ακολουθεί η προσπάθεια προσηλυτισμού των Ορθοδόξων. Δεν κατορθώνονται πολλά πράγματα. Γεννάται η Ουνία, μια φάσι χαρακτηριστική της ιστορίας.
Σαν να απευθύνεται προς την ορθόδοξη πλευρά η Δύσι και λέει: Ισχυρίζεσαι ότι έχεις τον Χριστό μαζί σου. Όλο το κλίμα της Παραδόσεώς σου φανερώνεται με μια αλλοίωσι. Ψηλαφάται σε ένα κόσμο μεταμορφωμένο. Αυτό όλο που φαίνεται και ψηλαφάται είναι γεμάτο με θεία χάρι. Την χάρηδεν μπορώ να τη συλλάβω, να την φυλακίσω.
Θέλω να σου πω: Εγώ είμαι μεγάλη δύναμι. Δεν θα πειράξω αυτό που φαίνεται· μάλιστα, θα σου το εξασφαλίσω. Μόνο σου ζητώ κάτι ελάχιστο: να πιστεύεις ότι εγώ τα ρυθμίζω όλα αλαθήτως: (έτσι το αντιλαμβάνομαι και το ζω με τον δικό μου τρόπο).
Σου αφαιρώ το επικίνδυνο της ελευθερίας και το βάσανο της ευθύνης που δημιουργούν προβλήματα. Όλα τα άλλα που βλέπεις και έχεις θα τα διατηρήσωμε πανομοιότυπα. Δεν θα μπορείς να βρης καμμιά διαφορά. Μόνο δεν θα βλαστάνουν από τη ρίζα του είναι σου. Δεν θα γεννάται όλη αυτή η δημιουργία από τον τρόπο της ζωής σου· να τα θυσιάζεις όλα ένεκεν του Κυρίου. Και να τα βλέπεις να ανασταίνωνται άφθαρτα. Μόνο αυτό δεν θα έχεις. Θα έχεις όμως την εικόνα της Αναστάσεως.
Εγώ θα σου ζωγραφίσω την ωραιότερη Ανάστασι που υπάρχει, για να μην ξεχνάς αυτό που είχες. Θα σου τυπώνω τα καλύτερα αντίγραφα. Θα τα τιμάς. Δεν θα είναι δημιουργήματα της ζωής σου. Θα καλύπτεσαι όμως από την δύναμη της Ρώμης. Έτσι, σαν ενωμένοι όλοι οι Χριστιανοί θα αντιμετωπίσωμε τους κοινούς εχθρούς.
Η αντίδρασι εκ μέρους της ορθοδόξου συνειδήσεως σε μια τέτοια πρότασι είναι αναπόφευκτη, από αγάπη και προς όλους τους ανθρώπους: Αυτό είναι εμπαιγμός και άρνηση της καινής πολιτείας που χαρίζει στον κόσμο όλο η Ανάσταση του Χριστού. Έτσι, όλοι γινόμαστε αντίγραφα ανθρώπων, όχι αληθινοί και ελεύθεροι εν Χριστώ.
Αυτό που ζει και λέει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ότι υπάρχει η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, που μας καλεί και μας δωρίζει την ζωή: “ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν” (Αποκ. 22, 17).
Μόνοι μας χωριζόμαστε σε ατέλειωτα κομμάτια, τα οποία δεν παύουν να πληθύνωνται. Ο Αναστημένος Χριστός μένει η σωτηρία όλων μας. Μόνοι μας, παρ’ όλη την καλή μας διάθεσι, δεν μπορούμε να τα μαζέψωμε.
Άλλωστε, το δράμα των διαιρέσεων, που θέλομε να θεραπεύσωμε, προήλθε από “καλή διάθεσι”. Κάποιοι θεώρησαν “καλοδιάθετα” τον εαυτό τους αλάθητο. Αυτό άλλαξε τη συμπεριφορά και τις απαιτήσεις τους.
Οι άλλοι αντέδρασαν, για να σωθούν από την υποτέλεια, την άγνωστη στην Εκκλησία του Χριστού. Δημιουργήθηκαν νέες ομάδες με επί μέρους αλάθητες ατομικότητες.
Και φτάσαμε στην σημερινή κατάστασι. Η λύση είναι ο Χριστός.
Είναι φυσιολογική η αντίδραση των Διαμαρτυρομένων. Είναι δείγμα υγείας πνευματικής, και ωφέλιμη προς όλους, εφόσον αντιμετωπισθή με σύνεσι “κατά Χριστόν”.
Ο άνθρωπος ζητά την ενότητα και την ελευθερία, για να πετύχει το πλήρωμα της ζωής που είναι η αγάπη.
Αυτό προσφέρεται δια της Εκκλησίας, όπου τρεφόμεθα από τον ουράνιον Άρτον τον μελιζόμενον και μη διαιρούμενον.
Ζούμε το γεγονός ότι δεν διαιρείται ο Θεάνθρωπος. Και δεν χωρίζεται η Εκκλησία Του. Χαιρόμαστε την ενότητα και την ελευθερία.
Κάθε πιστός, με τη θεία Κοινωνία, δέχεται όλο τον Χριστό μέσα του. Και όλη η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Οι διεσπαρμένοι … ου μη πλανηθώσιν, αλλά θα είναι συνηγμένοι υπό Κυρίου (πρβλ. Ησ. 35, 8-10). Η διασπορά έχει τη χάρι της συναγωγής και η ενότης την ελευθερία του Πνεύματος.
“Την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος αιτησάμενοι, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα” (Θεία Λειτουργία).
Μιλάμε την μητρική γλώσσα του ανθρώπου, την γλώσσα της αλήθειας και της αγάπης, που σώζει την ελευθερία και την ενότητα ως προϋπόθεσηζωής.
Όταν λέμε ότι στα άγια των αγίων της Εκκλησίας βρίσκεται η μία αλήθεια, ο Χριστός, που φανερώνεται με το να γίνεται άφαντος· αυτό δεν είναι κάτι που κάποιους κολακεύει και κάποιους υποτιμά (τότε όλους θα μας ενέπαιζε).
Δεν υπάρχει αντιπαράθεση που δημιουργεί νικητές και νικημένους· αυτά είναι πάθη του παρόντος αιώνος. Εδώ υπάρχει η αγάπη του Ενός που σώζει όλους.
Δεν νικούν οι Ορθόδοξοι στο διάλογο· νικά ο Θεάνθρωπος, που νίκησε τον θάνατο δια του θανάτου Του, προς σωτηρίαν ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους.
Οι ορθόδοξοι είναι οι νικημένοι (έτσι το ζούμε λειτουργικά) από την αγάπη του Χριστού. Η Εκκλησία και οι άγιοι δεν ζουν αυτοί, αλλά ζη εν αυτοίς ο Χριστός. Αυτοί έχουν τελειώσει. Είναι ο Χριστός τα πάντα εν πάσι. Αυτός είναι η ζωή τους, όχι η βιολογική τους ύπαρξι ή κοσμικές επιδιώξεις.
Ζεις την πραγματικότητα ότι Αυτός είναι η Ανάσταση, εγώ είμαι η πτώση. Αυτός είναι η μία αλήθεια της ζωής και της θυσίας. Προσφέρεται ως χαρά για να νικήσουν όλοι, να χαρούν, να θεωθούν. Να μην μείνη κανείς έξω από το συμπόσιο της πίστεως και τη χαρά του Κυρίου. Να μην χάσει κανείς την δυνατότητα να προσφέρη το ελάχιστο που έχει, για να απολαύσει, “συν πάσι τοις αγίοις”, το παν που δεν περιγράφεται.
Κανείς δεν είναι άβουλο πλάσμα, ούτε εξάρτημα μηχανής. Όλοι είμαστε κατά χάριν τέκνα Θεού. Πάντα όσα έχει ο Θεός αποκτά κατά χάριν ο άνθρωπος, εκτός της κατ’ ουσίαν ταυτότητος.
Το ιερό χρέος των Ορθοδόξων είναι να φανερώνωμε το μυστήριο της σωτηρίας που αενάως ιερουργείται δια της παρουσίας του Θεανθρώπου Κυρίου, που είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος στη μία Λειτουργία της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Αυτό είναι μια ευλογία που προχέεται προς κάθε αληθινά διψασμένο και πεινασμένο την αλήθεια της ζωής. Όπως το φως του ήλιου καταυγάζει τα σύμπαντα, ως πλησμονή ζωής και ευλογίας· ζωογονεί όλα τα έμβια και αποσυνθέτει τα πτώματα.
Και η παρουσία του Κυρίου ενεργεί φιλάνθρωπα και δραστικά. Ευλογεί και κρίνει τους πάντας.
Κανείς δεν μπορεί να σβήση τον ήλιο πετώντας πέτρες στον αέρα. Και κανείς δεν μπορεί να ακυρώσει τις ενέργειες του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων με την οποιανδήποτε επιπολαιότητα ή κακότητά του.
Η ήρεμη παρουσία Του δρα θεραπευτικά και βέβαια μέσα στην ιστορία ελευθερώνοντας τον άνθρωπο. Όλα τα θεραπεύει. Αρκεί να μη βιαστούμε και δώσωμε δικές μας λύσεις.
Το Ευαγγέλιο είναι όντως το χαρούμενο μήνυμα, γιατί λέει όλη την αλήθεια. Ούτε αποκρύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ούτε αγνοεί τη σωτήρια παρουσία του Θεανθρώπου.
Ο Ιούδας, μετά την προδοσία του Διδασκάλου, μεταμεληθείς βιαστικά έδωσε την δική του λύση, “και απελθών απήγξατο” (Ματ. 27, 5).
Ο Πέτρος, μετά την πτώση του, έδωσε άλλη λύση. Βρήκε ένα τόπο και έκλαυσε πικρώς. Δέχτηκε την ανάπαυση της αφέσεως. Και έγινε η πέτρα της πίστεως, επειδή έλειωσε από το κλάμα.
Τα θέματα είναι απλά, εφόσον πιστεύομε στον Χριστό και εναποθέτομε σ’ Αυτόν όλη μας τη ζωή.
Σου προκαλεί δέος η παντοκρατορία της αγάπης Του και η λεπτότητα της συμπεριφοράς Του· να φεύγη, μόλις φανεί ότι δεν επιθυμείς την παρουσία Του.
Και όταν πήγε στην γη των Γεργεσηνών, όπου οι δαιμονισμένοι γύριζαν γυμνοί και ήταν το φόβητρο του κόσμου, δεν τους επέπληξε για ανάρμοστη συμπεριφορά, που προκαλούσε την φρίκη, ούτε τους διετύπωσε θεολογικές αλήθειες. Αυτοί όχι μόνο δεν έπαιρναν από λόγια, αλλά τα ρούχα τους έσχιζαν και τις αλυσίδες έσπαζαν.
Τους ελευθέρωσε από τα ακάθαρτα πνεύματα και κάθησαν δίπλα Του ιματισμένοι και σωφρονούντες. Και όταν επέτρεψε στην λεγεώνα των δαιμονίων να μπει στην αγέλη των χοίρων και να πνιγεί στη θάλασσα, οι κάτοικοι της περιχώρου φοβήθηκαν “φόβω μεγάλω” και ζήτησαν από τον Κύριο να απομακρυνθεί “από των ορίων αυτών” (Ματ. 8, 34). Γιατί η παρουσία Του προκαλούσε καταστροφή παραγωγικών μονάδων και οικονομική ύφεσι.
Ο Κύριος δεν τους μίλησε για δική τους παρεκτροπή, αλλά μπήκε στο πλοιάριο και έφυγε. Αυτή η συμπεριφορά μας κρίνει και μας σώζει.
Είθε η χάρις του Θεού να μας φωτίσει να αντιμετωπίσωμε την παρουσία του Ιησού όχι με την απορία “τι ημίν και σοι, Ιησού, Υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;” (Ματ. 8, 29), αλλά με την αίσθηση ότι Αυτός είναι που έρχεται να μας απαλλάξει από τα βάσανα.
ΠΗΓΗ: Αντίφωνο
Αναρτήθηκε από Σύναξη προσώπων επί το αυτό