Νὰ μὴν ἀναβάλλουμε τὴ μετάνοια γιὰ τὸ μέλλον. Μετὰ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει διόρθωση.
Ἂν κάποιος πέσει σὲ μία ἁμαρτία καὶ δὲν λυπηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ σφάλμα του, εὔκολα θὰ ξαναπιαστεῖ στὸ ἴδιο δίχτυ.
Ὅταν ἀποφεύγεις τὴν κακοπάθεια καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὴν ἰσχυρίζεσαι πὼς θὰ μετανοήσεις μὲ ἄλλες ἀρετές, γιατὶ ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς κακοπάθειας ἀπὸ τὴ φύση τους ὑποδουλώνουν στὴν ἁμαρτία ἀκόμα καὶ μὲ εὔλογες προφάσεις.
Ἀδελφοί, ὁ τωρινὸς καιρὸς εἶναι καιρὸς γιὰ μετάνοια. Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔπεσε καθόλου στὰ δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιὰ μένα κι ἐκεῖνος ποὺ ἔπεσε στὰ δίχτυα του, ἀλλὰ κατόρθωσε νὰ τὰ σκίσει καὶ νὰ τοῦ ξεφύγει ὅσο βρίσκεται στὴν παροῦσα ζωή. Αὐτός, ζώντας ἀκόμα σωματικά, μπόρεσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ νὰ σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τὸ ψάρι ἀπὸ τὸ δίχτυ. Γιατὶ τὸ ψάρι, καὶ νὰ πιαστεῖ, ἂν σκίσει τὸ δίχτυ καὶ ὁρμήσει πρὸς τὸ βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στὸ νερό, σῴζεται. Ἂν ὅμως τὸ τραβήξουν στὴ στεριά, τότε πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του.
τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἂν ἡ ψυχὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα μπεῖ στὸν τάφο, τότε δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ βοηθήσουμε τὸν ἑαυτό μας – ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ψάρι, ποὺ τὸ τράβηξαν ἀπ᾿ τὸ νερὸ καὶ τὸ ἔκλεισαν μέσα σὲ δοχεῖο.
Ἀδελφέ, μὴν πεῖς, «Σήμερα ἁμαρτάνω καὶ αὔριο μετανοῶ», γιατὶ δὲν ἔχεις σιγουριά. Στὸν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιὰ τὸ αὔριο.
Σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχασες τὴν ἀρετή, σ᾿ αὐτὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις καὶ πάλι. Χρωστᾷς χρυσάφι στὸ Θεό; Δὲν δέχεται νὰ τοῦ δώσεις μαργαριτάρι. Ἔχασες, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἁγνεία σου; Ὁ Θεὸς δὲν δέχεται ἀπὸ σένα ἐλεημοσύνη, ὅσο ἐπιμένεις στὴν πορνεία. Σοῦ ζητάει τὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ ἀθέτησες, νικημένος ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ διαβόλου. Τί κι ἂν πολεμᾷς τὸν ὕπνο ἀγρυπνώντας; Τί κι ἂν καταγίνεσαι μὲ τὴ νηστεία; Καθόλου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν αὐτὰ ἐνάντια σ᾿ ἐκεῖνο τὸ πάθος. Γιατὶ κάθε ἀρρώστια, εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική, μὲ τὰ δικά της καὶ κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.
Ὅποιος πέφτει στὴν ἁμαρτία γιὰ δεύτερη φορά, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς κατοπινῆς μετάνοιας, αὐτὸς πορεύεται μὲ πανουργία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν τὸν βρίσκει ἀπροσδόκητα ὁ θάνατος. Κι ἔτσι δὲν φτάνει στὸν καιρὸ πού, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα του, θὰ μετανοοῦσε.
Ἕνας ἀδελφὸς ἔκανε συνεχῶς αὐτὴ τὴν προσευχὴ στὸ Θεό:
– Κύριε, δὲν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπὸν κεραυνὸ ἢ καμιὰν ἄλλη τιμωρία ἢ ἀρρώστια ἢ δαιμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σὲ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
– Ξέρω πὼς ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καὶ πὼς εἶναι ἀναρίθμητα τὰ σφάλματά μου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τολμῶ νὰ Σοῦ ζητήσω νὰ μὲ συγχωρέσεις. Ἂν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία Σου. Ἂν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ μὴ μὲ κολάσεις στὴν ἄλλη. Κι ἂν εἶναι καὶ τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καὶ ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τὴν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπὸ τώρα νὰ μὲ τιμωρεῖς. Ἀλλὰ τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μὲ τὴν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι λοιπὸν μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτὰ ἔλεγε μὲ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καὶ ὁλόψυχα, λιώνοντας καὶ τσακίζοντας σῶμα καὶ ψυχὴ μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία καὶ ἄλλες κακουχίες.
Μιὰ μέρα καθὼς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καὶ φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπὸ τὴν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καὶ νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει μὲ φωνὴ γεμάτη ἱλαρότητα:
– Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Γιατί κλαῖς ἔτσι;
Ὁ ἀδελφὸς Τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀποκρίθηκε ἔντρομος:
– Γιατὶ ἔπεσα, Κύριε!
– Ἔ, σήκω!
– Δὲν μπορῶ, Δέσποτα, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὸ χέρι Του, ἔπιασε τὸν ἀδελφὸ καὶ τὸν σήκωσε.
Μὰ κι ὅταν αὐτὸς σηκώθηκε, συνέχισε νὰ θρηνεῖ.
– Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος; τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μὲ ἁπαλὴ καὶ ἱλαρὴ πάλι φωνή.
– Δὲν θέλεις, Κύριε, νὰ κλαίω καὶ νὰ λυπᾶμαι, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, ποὺ τόσο πολὺ Σὲ πίκρανα, ἂν καὶ ἀπόλαυσα τόσα ἀγαθὰ ἀπὸ Σένα;
Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανὰ τὸ χέρι Του, τ᾿ ἀκούμπησε στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ εἶπε:
– Μὴ λυπᾶσαι πιά. Γιατὶ ἂν ἔδωσα τὸ αἷμα μου γιὰ σένα, πολὺ περισσότερο θὰ δώσω συγχώρηση καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ἄλλη ψυχὴ ποὺ γνήσια μετανοεῖ.
Μόλις συνῆλθε ὁ ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν ὀπτασία, ἔνιωσε τὴν καρδιά του γεμάτη χαρά. Ἔτσι πληροφορήθηκε πὼς ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε. Κι ἀπὸ τότε ζοῦσε μὲ πολλὴ ταπείνωση, εὐχαριστώντας Τον.
Εἶπε ἕνας γέροντας:
Ἂν πέσεις σὲ μία ἁμαρτία καὶ σηκωθεῖς κι ἀρχίσεις νὰ θλίβεσαι καὶ νὰ μετανοεῖς γι᾿ αὐτήν, πρόσεξε νὰ μὴ σταματήσεις τὴ λύπη καὶ τοὺς στεναγμοὺς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου. Ἀλλιῶς θὰ πέσεις πάλι γρήγορα στὸν ἴδιο βόθρο.
Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ χαλινάρι, ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ πέσει.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
– Ἀββᾶ, ἦταν δυὸ ἄνθρωποι, ὁ ἕνας μοναχὸς καὶ ὁ ἄλλος κοσμικός. Μιὰ νύχτα ὁ μοναχὸς ἀποφάσισε νὰ πετάξει τὸ σχῆμα του μόλις θὰ ξημέρωνε. Ὁ κοσμικὸς πάλι ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Καὶ οἱ δυὸ ὅμως πέθαναν τὴν ἴδια νύχτα, κι ἔτσι δὲν πρόφτασαν νὰ πραγματοποιήσουν τὶς προθέσεις τους. Σὰν τί θὰ θεωρηθοῦν ἄραγε;
Καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε.
– Ὁ μοναχὸς πέθανε σὰν μοναχὸς καὶ ὁ κοσμικὸς πέθανε σὰν κοσμικός. Γιατὶ ἔφυγαν στὴν κατάσταση ποὺ βρέθηκαν.
Διηγοῦνταν γιὰ κάποιον γέροντα, πώς, ὅταν οἱ λογισμοὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ἄφησε σήμερα, καὶ αὔριο μετανοεῖς», τοὺς πολεμοῦσε λέγοντας: «Ὄχι! Σήμερα θὰ μετανοήσω, καὶ αὔριο ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶπε ἕνας γέροντας:
– Κακία ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, κακία δὲν εἶναι. Καὶ ἀρετὴ ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, ἀρετὴ δὲν εἶναι.