Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας
Κόντογλου Φώτης
Βαθειὰ μελαγχολία αἰσθάνεται κανένας, βλέποντας μὲ πόση ἀγάπη καὶ μὲ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἐξοχικά τους, νὰ τὰ στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα, νὰ βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, ἀκριβὰ χαλιά, βιβλιοθῆκες, ἔργα τῆς τέχνης, πολυέλαια καὶ πολύφωτα, νὰ φυλάξουνε στὰ ντουλάπια τὰ καλὰ τὰ ροῦχα τους, τὰ δικά τους καὶ τῶν παιδιῶν τους, νὰ στολίσουνε τὶς κάμαρες μ’ ἕνα σωρὸ ἀγαπημένα πράγματα, ποὺ τὰ ξεσκονίζουνε μὲ προσοχὴ μὴν τύχει καὶ πάθουνε τίποτα, νὰ περιποιηθοῦνε τοὺς κήπους τους, μ’ ἕναν λόγο νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι, οἱ καημένοι, μ’ ὅλη τὴν ψυχή τους στὸ νὰ κάνουνε τὴν κατοικία τοὺς εὐχάριστη, γιὰ νὰ περάσουνε καλὴ ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ μὲ τοὺς φίλους τους.

Σὰν καθήσουνε στὸ τραπέζι μὲ τὰ καλὰ τὰ φαγητὰ καὶ μὲ τὰ πιοτά, λάμπουνε τὰ πρόσωπά τους, τὰ στόματά τους δὲν σωπαίνουνε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νοιώθουνε, καὶ σὰν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τὰ τραγούδια καὶ τὰ ἀστεῖα. Πολλοὶ παίζουνε χαρτιὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ τὸ πρωὶ εἶναι σὰν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μὲ τὶς πίπες, ἄλλοι μὲ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μὲ τὸ ψάρεμα, ἄλλοι μὲ τὸ κυνήγι, ἄλλοι μὲ τὰ θέατρα, ἄλλοι μὲ τὰ ἀθλητικὰ κι ἄλλοι μὲ ἄλλα.

Στὴ συνοικία ποὺ κάθουμαι, τὸ κάθε σπίτι ἔχει κι ἕναν κῆπο, μικρὸν ἢ μεγαλύτερον. Καμμιὰ φορὰ κάνω ἕναν μικρὸν περίπατο κι ἐκεῖ ποὺ σιγοπερπατῶ, κυττάζω τὰ διάφορα σπίτια. Τὸ καθένα ἔχει τὴ φυσιογνωμία του. Τὰ περισσότερα εἶναι περιποιημένα, βαμμένα μὲ ἔμορφα χρώματα, μὲ καλοκαμωμένες πόρτες καὶ παράθυρα, μὲ ἀερικὲς βεράντες, κι ἂν εἶναι κανένα παράθυρο ἀνοιχτό, βλέπεις ἀπὸ μέσα, σὲ κάποια ἀπ’ αὐτά, κανένα συμπαθητικὸ ἔπιπλο, καμμιὰ παλιὰ βιβλιοθήκη, δύο τρία κάντρα καλά, ποὺ ἀνάμεσά τους βρίσκεται καὶ καμμιὰ προσωπογραφία. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτα νοιώθεις πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει οἰκογενειακὴ ἱστορία, πὼς περάσανε κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦνε, αὐτοὶ ποὺ φτιάξανε ἐκείνη τὴ ζεστὴ φωλιὰ μὲ τὰ καθέκαστά της, ποὺ τ’ ἀγαπήσανε πολύ, μὰ ποὺ μ’ ὅλη τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ τοὺς δίνανε, ἦρθε μία μέρα ποὺ τ’ ἀφήσανε καὶ φύγανε βιαστικά, δίχως νὰ κυττάξουνε πίσω τους.

Σὰν ἀρχίζει ἡ ἄνοιξη ξώλαμπρα κι ἡ καρδιὰ μας καταλαβαίνει πιὸ γλυκὰ τὴ ζωή, στέκουμαι γιὰ μιὰ στιγμὴ κοντὰ στὸν τοῖχο τοῦ κήπου κανενὸς σπιτιοῦ, ποὺ ἔχει πολλὰ λουλούδια ποὺ μοσχοβολᾶνε. Ἂν εἶναι Κυριακὴ ἢ γιορτή, ὁ σπιτονοικοκύρης σκάβει, κλαδεύει, ποτίζει, περιποιέται τὰ λουλούδια, ἀφωσιωμένος στὴ δουλειά του, εὐτυχισμένος. Πολλὲς φορὲς τὸν βοηθᾶ ἡ γυναίκα του, ὁ γυιός του ἢ ἡ κόρη του. Βλέπεις καὶ χαίρεσαι τὴν εἰρηνικὴ ζωὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων κι ἀπὸ μέσα σου παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ τὴ χαροῦνε.

Μά, τὴν ἴδια στιγμή, ἔρχεται στὸν νοῦ σου ἡ σκέψη πὼς ὅλα αὐτὰ στέκουνται στὸν ἀγέρα, καὶ φτάνει ἕνα φύσημα γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦνε ὅλα καὶ τ’ ἀναπαυτικὰ σπίτια κι οἱ ὡραῖοι κῆποι καὶ οἱ χαρούμενες συναναστροφὲς καὶ τὰ πλούτη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τάχουνε. Μιὰ μαύρη ἀντάρα σκεπάζει τὴν καρδιά μου, ἡ σκέψη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ θολώνει τὰ μάτια μου καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια κυττάζω ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ λουλούδια τοῦ μαντρότοιχου ἐκείνους τοὺς εὐτυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένοι στὴν εὐτυχία τους, ἀνύποπτοι ἀπ’ ὅ,τι συλλογίζουμαι κι ἀπ’ ὅ,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεῖ νὰ περάσω ἀπὸ δῶ ὓστερ’ ἀπὸ λίγες μέρες καὶ νὰ δῶ κολλημένο δίπλα στὴν πόρτα ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τὴ μαύρη κορνίζα.

Λοιπόν, πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξεις, πῶς νὰ ψευτογελάσεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ’ ἕνα ἀνεμοδαρμένο καλάμι μὲ μία τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σὲ τοῦτον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Καλὰ τὰ εἴπανε ὅλα ἴσκιους, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα. Τὴ ματαιότητά τους τὴν παράστησε καλὰ ὁ προφήτης Δαυὶδ καὶ πιὸ καλὰ ἀκόμα ὁ γυιὸς του ὁ Σολομώντας. «Ἐγώ, λέγει, ἔγινα βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ κι ἔδωσα τὴν καρδιά μου στὸ νὰ ἐρευνήσω καὶ νὰ ἐξετάσω μὲ σοφία ὅλα ὅσα γίνουνται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γιατί ὁ Θεὸς ἔδωσε μία πικρὴ συλλογὴ ποὺ τρώγει τοὺς ἀνθρώπους. Εἶδα λοιπὸν ὅλα τὰ χτίσματα ποὺ ἔγιναν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα καὶ πόθος τῆς ψυχῆς… Κι ἐγὼ ἔχτισα παλάτια, φύτεψα ἀμπέλια, ἔκανα κήπους καὶ περιβόλια καὶ ἔβαλα μέσα κάθε λογῆς δέντρο. Ἔκανα βρύσες, συντριβάνια, ἀπόχτησα ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες καὶ κοπάδια ζῶα τόσα πολλὰ καὶ μεγάλα, ποὺ δὲν τὰ εἶχε κανένας ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ μένα. Μάζεψα χρυσάφι κι ἀσήμι, πλούτη πολλῶν βασιλιάδων. Εἶχα τραγουδιστάδες καὶ τραγουδίστριες ποὺ εὐφραίνουνε τοὺς ἀνθρώπους, κεραστὲς καὶ κεράστριες ποὺ κερνούσανε τὰ πιοτά. Ἔγινα μεγάλος βασιλιὰς καὶ μεγάλωσα παραπάνω ἀπ’ ὅσους σταθήκανε πρὶν ἀπὸ μένα στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀπόχτησα καὶ σοφία. Κι ὅ,τι ζητήξανε τὰ μάτια μου δὲν τοὺς τὸ στέρησα καὶ τὴν καρδιά μου δὲν τὴν μπόδισα ἀπὸ καμμιὰ εὐχαρίστηση κι ἀπολαψη. Καὶ γύρισα καὶ κύτταξα ἐγὼ ἀπάνω σὲ ὅλα ὅσα ἔκανα καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα».

Ναί. Ὅλα χάνουνται, ὅλα τρίβουνται, ὅλα γίνουνται σκόνη. Ὅλα τὰ καταπίνει ὁ θάνατος. Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὰ δόντια αὐτῆς τῆς ρόδας ποὺ γυρίζει βουβὰ κι ἀλέθει τὰ πάντα.

Καλὰ γιὰ τοῦτα τὰ σπίτια καὶ γιὰ τὰ χειροπιαστὰ ὑπάρχοντά μας, ποὺ χάνουνται καὶ σβήνουνε σ’ ἕνα ἀνοιγοκλείσιμο τοῦ ματιοῦ. Μὰ σάμπως ἀντέχουνε περισσότερο στὸ φύσημα τοῦ θανάτου τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ἔργα μας, ποὺ θέλουμε νὰ βροῦμε σ’ αὐτὰ ἀποκούμπι καὶ παρηγοριά, ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ ὑλικά, τὰ χεροπιαστά; Ὡστόσο, καμμία διαφορὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ τοῦτα καὶ σὲ κεῖνα! Τὰ πάντα ματαιότης! Τίποτα δὲν θὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴν καταβόθρα. Μήτε οἱ φιλοσοφίες, μήτε τὰ ποιήματα, μήτε τὰ σοφὰ βιβλία, μήτε τὰ θαυμαστὰ χτίρια, μήτε τὰ ἐξαίσια ἀγάλματα, μήτε οἱ λαμπρὲς ζωγραφιές, ὅλα τοῦτα ποὺ τὰ λέμε ἀθάνατα, μήτε οἱ ἐξουσίες κι οἱ ἄρχοντες, μήτε ἡ δόξα καὶ τὰ φημισμένα ὀνόματα, ποὺ θαρροῦνε ὅσοι τ’ ἀποχτήσανε πὼς γινήκανε ἀθάνατοι, πὼς γλυτώσανε ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση! Ξεγελάσματα καὶ ψευτοπαρηγοριές. Μέσα στὴν καταβόθρα ποὺ τὰ ρουφᾶ ὅλα, θὰ χαθοῦνε μία μέρα κι οἱ Μεγάλοι Ἀλέξανδροι κι οἱ Ὅμηροι κι οἱ Αἰσχύλοι κι οἱ Εὐριπίδηδες κι οἱ Φειδίες κι οἱ Πολύκλειτοι καὶ μαζί τους θὰ ἐξαφανιστοῦνε κι οἱ Παρθενῶνες κι οἱ ἁγιὲς Σοφιὲς κι οἱ Ἰλιάδες κι οἱ Ὀδύσσειες, μ’ ἕναν λόγο ὅ,τι βρίσκεται στὸν κόσμο καὶ στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων. Ἄβυσσο βουβὴ κι ἄσπλαχνη θὰ τὰ καταπιεῖ καὶ μὴν περιμένεις καμμιὰ παρηγοριά. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πασκίζουμε νὰ σώσουμε κάτι ἀπὸ τὴ φοβερὴ καταδίκη, γιὰ νὰ τὸ ἔχουμε γιὰ παρηγοριά, ὅπως κάνουμε μὲ τὰ λεγόμενα μεγάλα ἔργα τῆς τέχνης μας, καὶ τὰ λέμε, οἱ δυστυχεῖς, ἀθάνατα, γιατί τὰ διατηροῦμε στὴν ὕπαρξη ἢ στὴ μνήμη μας χίλια εἴτε δύο χιλιάδες χρόνια, ποὺ εἶναι σὰν τὶς λίγες μέρες ποὺ παίρνει χάρη ὁ κατάδικος, ὥς ποὺ νὰ ἔρθει ἡ ὥρα του.

Ὁ κακόμοιρος ὁ ἄνθρωπος φράζει τὰ μάτια του γιὰ νὰ μὴ δεῖ τί τὸν περιμένει. Δὲν ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ πράγμα ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τὸν θεωροῦνε μεγάλον καὶ ἀπέθαντον καὶ τοῦ ψέλνουνε «Αἰωνία ἡ μνήμη!». Αὐτὸ τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» τὸ ἀκοῦμε σὰν νὰ λέγει: «Αἰωνία ἡ λήθη καὶ ἡ ἐξαφάνισις».

Βλέποντας λοιπὸν πρῶτα τὸν ἑαυτό μου κι ὕστερα τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ καταγινόμαστε ὅλοι μὲ πρόσκαιρα καὶ ψεύτικα πράγματα καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον ζῆλο σὰν νὰ ἔχουμε νὰ ζήσουμε αἰώνια, κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι: Ἄραγε, μοναχὰ αὐτὰ τὰ ψεύτικα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἢ ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα; Τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωση νὰ δίνεται ἀπὸ τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπο σὲ κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ χαθοῦνε σὲ κάθε στιγμή, δὲν εἶναι κρῖμα; Ἂν ἤξερε λοιπὸν πὼς ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα πράγματα, πόση θὰ ἤτανε ἡ εὐτυχία του καὶ τότε ἡ ἀγάπη του σὲ κεῖνα τὰ ἀληθινὰ δὲν θάτανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη;
Ναί, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχουνε ἀλλὰ ἀπὸ τοῦτα τὰ προσωρινά, κάποια ποὺ βρίσκουνται σὲ ἕναν ἄλλον ἀληθινὸν κόσμο, ποὺ τὸν νομίζουνε γιὰ ψεύτικον οἱ δυστυχισμένοι ποὺ εἶναι γαντζωμένοι στοὺς ἴσκιους, γιατί δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι πιὸ σίγουρο ἀπὸ τοὺς ἴσκιους.

Ὤ! Πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δίνουνε ὅλη τὴ φροντίδα τους στὸ τίποτα! Αὐτοὶ εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποὺ δὲν τὸν πιστέψανε, ἀκούγοντας τὸν νὰ λέγει: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», «Δὲν ἔχουμε, ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ ζωή, πολιτεία ποὺ νὰ μείνει, νὰ βαστάξει ἐπὶ πολὺν καιρό, ἀλλὰ ζητοῦμε ἐκείνη ποὺ βρίσκεται στὴν ἄλλη ζωή». Δὲν ὑπάρχουνε ἐδῶ, σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, μήτε πολιτεῖες, μήτε παλάτια, μήτε σπίτια, μήτε ἄλλα χτίρια, μήτε χτήματα, μήτε παπόρια, μήτε πλούτη, μήτε τίποτα, ποὺ νὰ μὴν εἶναι πρόσκαιρο, ἕτοιμο νὰ χαθεῖ σὲ μία στιγμή. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ ὅλα σ’ αὐτὸν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατί ἀντέχουνε στὴ φθορά, ἐπειδὴ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει μήτε καιρός, μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινὰ καινούρια, παντοτινὰ νέα.

Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἐκεῖνα ποὺ «μάτι δὲν τὰ εἶδε κι αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνοιωσε ἡ καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστέψανε στὰ λόγια του καὶ τὸν ἀγαπήσανε». Αὐτοὶ δὲν καταγίνουνται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», μὲ ἴσκιους καὶ μὲ ξεγελάσματα, ἀλλὰ χτίζουνε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο σὲ κεῖνον τὸν ἄλλον ἄλλος σπίτι, ἄλλος παλάτι, ἄλλος πολιτεία, ἄλλος φυτεύει ἀμπέλι, ἄλλος περιβόλι, ἄλλος κῆπο, ποὺ δὲν χάνεται ποτέ. Αὐτοὶ εἶναι «οἱ ἔχοντες ἐλπίδα», γιὰ τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴ λέγει «μακαρίαν ἐλπίδα», ἐπειδή, ἀληθινά, ὅποιος τὴν ἔχει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, εἶναι μακάριος. Αὐτὸς πατεῖ ἀπάνω στὴ στερεὴ πέτρα ποὺ δὲν θὰ σαλευθεῖ στὸν αἰώνα.

Ὡστόσο, ὅσοι καταγίνουνται μοναχὰ μὲ τὰ πρόσκαιρα τούτης τῆς ζωῆς καὶ δὲν πιστεύουνε στὰ αἰώνια τῆς ἄλλης τῆς ζωῆς, σὰν πεθάνει κανένας χριστιανὸς ποὺ δὲν ἔδωσε πολλὴ σημασία σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀφωσιωθήκανε αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι, ἀλλὰ προσπάθησε ν’ ἀποχτήσει τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ σίγουρα, ζώντας μὲ τὴν ἐλπίδα τους, σὰν ἀποθάνει λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, τὸν περιπαίζουνε καὶ λένε πὼς δὲν χάρηκε τοῦτον τὸν κόσμο, ἐπειδὴ εἶχε γυρισμένα τὰ μάτια του στὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἀνύπαρχτος γιὰ ἐκείνους ὁπού τὸν περιπαίζουνε. Μὰ πολλὲς φορὲς ὁ χριστιανὸς ποὺ πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει καὶ φανερώνεται στοὺς ἄπιστους, ἢ στ’ ὄνειρό τους ἢ στὸν ξύπνο τους, ἐρχόμενος ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο καὶ τότε καταλαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι πὼς ἡ ἐξυπνάδα τους ἤτανε ἀνοησία καὶ πὼς ὁ περιγελασμένος ἤξερε καλὰ ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Σ’ αὐτὰ ἀπάνω, λέγει ὁ Σολομώντας τὰ παρακάτω λόγια:

«Τότε θὰ σταθεῖ ὁ δίκαιος μὲ πολλὴ παρρησία μπροστὰ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν πικράνανε καὶ ποὺ λέγανε πὼς κοπίαζε μάταια. Σὰν τὸν δοῦνε, θὰ ταραχθοῦνε καὶ θὰ φοβηθοῦνε πολὺ καὶ θ’ ἀπορήσουνε πῶς γλύτωσε. Τότε θὰ ποῦνε στὸν ἑαυτό τους, μετανοιώνοντας κι ἀναστενάζοντας: Τοῦτος δὲν ἤτανε ποὺ κάποτε τὸν εἴχαμε γιὰ νὰ γελοῦμε καὶ ποὺ τὸν περιπαίζαμε ἐμεῖς οἱ ἄμυαλοι; Τὴ ζωὴ του τὴ θεωρήσαμε γιὰ τρέλλα καὶ τὸ τέλος του γιὰ ἄτιμο; Πῶς λοιπὸν λογαριάσθηκε ἀνάμεσα στὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ κι ἡ κληρονομιά του μὲ τοὺς ἁγίους; Ὥστε πλανηθήκαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης δὲν ἔλαμψε ἀπάνω μας κι ὁ ἥλιος δὲν ἀνατειλε γιά μᾶς. Γεμίσαμε ἁμαρτίες, περπατήσαμε στοὺς δρόμους τοῦ χαμοῦ καὶ πορευθήκαμε σὲ ἐρημιὲς ἀπάτητες, ἀλλὰ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου δὲν τὸν γνωρίσαμε. Σὲ τί μᾶς ὠφέλησε ἡ περηφάνεια; Καὶ τί κερδίσαμε ἀπὸ τὰ πλούτη κι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία μας; Ὅλα ἐκεῖνα περάσανε σὰν ἴσκιος καὶ σὰν τὴ φωνὴ ποὺ σβήνει καὶ χάνεται. Σὰν τὸ καράβι ποὺ σκίζει τὸ κυματιστὸ νερὸ καὶ ποὺ σὰν περάσει, δὲν μπορεῖ κανένας νὰ βρεῖ κανένα σημάδι του, μήτε τὸ αὐλάκι τῆς καρίνας του μέσα στὰ κύματα. Ἢ σὰν τὸ ὄρνιο ποὺ πετᾶ στὸν ἀγέρα καὶ δὲν ἀφήνει πίσω του κανένα σημάδι ἀπὸ τὸ πέρασμά του, παρὰ χτυπᾶ δυνατὰ τὸν ἀγέρα μὲ τὶς φτεροῦγες του καὶ τὸν σκίζει μὲ βουητὸ καὶ πίσω του δὲν φαίνεται κανένα χνάρι ἀπὸ τὸ πέρασμά του. Ἔτσι κι ἐμεῖς, γεννηθήκαμε καὶ σβήσαμε καὶ κανένα σημάδι ἀπὸ καλὴ πράξη δὲν εἴχαμε νὰ δείξουμε, ἀλλὰ ξοδέψαμε τὴ ζωὴ μας μέσα στὴν κακία μας. Γιατί ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχει ὁ ἀσεβὴς εἶναι σὰν τὸ χνούδι ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος καὶ σὰν τὴν πάχνη ποὺ τὴ σκορπᾶ ἡ ἀνεμοζάλη».

Ἀλλὰ μ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ ματαιότητα τούτης τῆς ζωῆς, ἐμεῖς δὲν τὰ πιστεύουμε, καὶ πᾶμε, ἀληθινά, σὰν τοὺς στραβοὺς στὸν Ἅδη. Ἂς φωνάζει ἡ πονετικιὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν. Ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν». (Ματθ. στ’, 19). «Ὅπου, λέγει, βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, δηλαδὴ τὰ πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ σᾶς πολύτιμα καὶ τ’ ἀγαπᾶτε, ἐκεῖ θὰ βρίσκεται κι ἡ καρδιά σας».

***

Πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ ἁπλὰ δὲν μποροῦσε νὰ παρασταθῆ ἡ ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅσο τὴν παρέστησε ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου ποὺ καρπίσανε τὰ χτήματά του καὶ ποὺ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου». Μὰ μία νύχτα, ἀναπάντεχα, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ποὺ δὲν τὸν λογαρίαζε ὁλότελα ὁ πλούσιος: «Αὐτὴ τὴ νύχτα ζητοῦνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες, ποιὸς θὰ τὰ χαρεῖ;». Καὶ λέγει ἔπειτα ὁ Κύριος: «Αὐτὰ θὰ πάθει ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ δὲν φροντίζει ν’ ἀποχτήσει τὸν ἄφθαρτο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ καλὰ ἔργα καὶ πίστη σὲ ὅσα λέγει ὁ Κύριος.

Κι ἀκόμα πιὸ ζωηρὰ καὶ καταλεπτῶς μίλησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνας πλούσιος, εἶπε, ντυνότανε μ’ ἀκριβὰ καὶ μὲ λαμπρὰ φορέματα καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα. Ἤτανε κι ἕνας φτωχὸς λεγόμενος Λάζαρος, ποὺ κειτότανε πεταγμένος κοντὰ στὴν πόρτα τ’ ἀρχοντικοῦ, πληγιασμένος καὶ πολεμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτανε ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ὅπως βλέπεις, τὸν πλούσιο δὲν τὸν λέγει ὁ Κύριος μὲ τ’ ὄνομά του, ἀλλὰ λέγει «ἕνας πλούσιος», ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὅμοιούς του, ἐνῶ τὸ φτωχὸ τὸν τιμᾶ καὶ τὸν λέγει μὲ τ’ ὄνομά του, καὶ τ’ ὄνομά του εἶναι Λάζαρος, δηλαδὴ τ’ ὄνομα τ’ ἀγαπημένου φίλου του ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη του σ’ αὐτόν.

Καὶ δὲν ἔφθανε πὼς ἤτανε πεινασμένος ὁ δυστυχισμένος ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ εἶχε καὶ τοὺς σκύλους ποὺ γλείφανε τὶς πληγές του.

Τὸ λοιπόν, πέθανε ὁ φτωχὸς ὁ Λάζαρος καὶ τὸν πήγανε οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. (Ὁ Κύριος λέγει ἀπότομα καὶ μ’ ἕναν λόγο πὼς θάφτηκε καὶ τοῦτο, γιατί ἤτανε ἄνθρωπος σαρκικὸς κι ἡ σάρκα θάβεται). Καὶ κεῖ ποὺ βρισκότανε στὸν Ἅδη καὶ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καὶ τότε φώναξε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι σὲ τούτη τὴ φλόγα». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ ἀπόλαψες τὰ καλὰ στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος τὰ κακά. Τώρα, τοῦτος παρηγοριέται κι ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἀλλά, παρεκτὸς ἀπ’ αὐτό, ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐσᾶς ὑπάρχει ἕνα μεγάλο χάσμα κι ἔτσι ὅσοι θέλουνε νὰ ἔρθουνε ἀπὸ δῶ σὲ σᾶς δὲ μποροῦνε, μήτε ὅσοι θέλουνε νὰ περάσουνε ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ κάνουνε». Τότε εἶπε ὁ πλούσιος: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ στείλεις τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐπειδὴ ἔχω πέντ’ ἀδέρφια, νὰ τοὺς πεῖ τί τραβῶ ἐδῶ χάμω, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουνε καὶ κεῖνοι σὲ τοῦτον τὸν τόπο μὲ τὰ βασανιστήρια». Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ: «Ἔχουνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες. Ἂς ἀκούσουνε τί λένε». «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, μὰ ἂν κανένας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς παρουσιασθεῖ σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουνε». Τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ εἶπε: «Ἂν δὲν ἀκοῦνε τί λένε ὁ Μωϋσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε ἂν ἀναστηθεῖ κανένας ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ πιστέψουνε».

Πόσο καθαρά, μὲ πόση ἁπλότητα μιλᾶ τὸ γλυκύτατο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νὰ τὸν καταλαβαίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος! Καὶ εἶδες πὼς στὸ τέλος λέγει ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο πώς: «ἀφοῦ τ’ ἀδέρφια σου δὲν πιστεύουνε σὲ ὅσα εἴπανε ὁ Μωυσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε κι ἂν σηκωθεῖ κανένας πεθαμένος καὶ τοὺς πεῖ γιὰ ἄλλη ζωὴ καὶ γιὰ κόλαση καὶ γιὰ παράδεισο, μήτε τότε θὰ πιστέψουνε». Ὁ Κύριος ὁ παντογνώστης ἤξερε καλὰ τί σκληρὸ πράγμα εἶναι ἡ ἀπιστία καὶ πὼς ἀπ’ αὐτὴ χάνουνται οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τοῦτο, τότε ποὺ μίλησε στοὺς Ἀποστόλους πρὶν ν’ ἀναληφθεῖ, στέλνοντάς τους νὰ κηρύξουνε τὸ Εὐαγγέλιο, εἶπε: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅποιος πιστέψει στὸν Θεὸ καὶ στὰ λόγια του, θὰ σωθεῖ, γιατί θὰ κάνει αὐτὰ ποὺ παραγγέλνει ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅποιος ἀπιστήσει, θὰ κατακριθεῖ, θὰ κολασθεῖ, γιατί, ἀφοῦ δὲν πιστεύει, θὰ κάνει ὅ,τι εὐχαριστᾶ τὸ σῶμα του καὶ τὴ σαρκικὴ ὄρεξή του, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς.

Μὰ ὁ ἄπιστος ἔχει τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του βουλωμένα καὶ δὲν ἀκούει αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὴ σωτηρία της. Γιὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς συχνοέλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Τί σημασία ἔχει λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν πιστέψανε κάποιοι; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θὰ καταργήσει τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεὸς θὰ βγεῖ ἀληθινός, ἐνῶ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης, κατὰ τὸ γεγραμμένο: «Ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε», (Ρωμ. γ’, 3), ποὺ εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαυίδ, ὅπου λέγει στὸν Θεὸ πώς: «Ἐσὺ Κύριε, θὰ δικαιωθεῖς γιὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπες, καὶ θὰ νικήσεις σὰν κριθεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ βγεῖ ψεύτης». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ ἀγγελόγλωσσος Παῦλος: «Οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη. Διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν. Τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται». (Ρωμ. ζ’, 5). Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέγει: «Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν». (Α’ Κορινθ. α’, 18). Μωρία, ἀνοησία, λέγει, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους πηγαίνουνε στὸν χαμό τους, γιατί, ἂν ἤτανε ἀλλοιῶς, θὰ πιστεύανε σ’ αὐτὸν καὶ θὰ προσπαθούσανε νὰ σωθοῦνε.

Καὶ παρακάτω πάλι λέγει τὸ ἴδιο: «Ψυχικὸς (σαρκικὸς) ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». (Α’ Κορινθ. β’, 14). Καὶ σὲ ἄλλο μέρος λέγει: «Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον» (Β’ Κορινθ. δ’, 13). Δηλαδή: Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρὴ καὶ ἁπλὴ καὶ μοναχὰ γιὰ ὅσους εἶναι ἄπιστοι (χαμένοι), γι’ αὐτοὺς εἶναι σκεπασμένη καὶ σκοτεινή. Παρακάτω λέγει: «Τὰ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια». (Β’ Κορινθ. δ’, 18). «Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε, ταῦτα ποιῆτε». (Γαλάτ. ε’, 17). «Ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον». (Γαλάτ. στ’, 8). «Ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῶ», λέγει στοὺς Ἐφεσίους, «πὼς ἕναν καιρὸ ἤσαστε χωρὶς Χριστό, ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, μὴν ἔχοντας ἐλπίδα καὶ ἄθεοι στὸν κόσμο». (Ἐφεσ. β’, 11). Στὸν Τίτο γράφει: «Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα, ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν». (Τίτ. β’, 11). «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις». (Ἑβρ. θ’, 27).

Κι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ». (Ἰακώβου ε’, 1).

Κι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί». (Β’ Πέτρου γ’, 10).

Τέλος, ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». (Α’ Ἰω. γ’, 14).

Βλέπετε, ἀγαπητοί, πόσα εἶναι γραμμένα στὰ ἅγια βιβλία τῆς θρησκείας μας, αὐτὰ κι ἄλλα πολλά, γιὰ νὰ πιστέψουμε στὴ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ μὴν εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ τούτη τὴν πρόσκαιρη; Πῶς, λοιπόν, θὰ βροῦμε ἀπολογία στὴν ἀπιστία μας; Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν». (Ἰω. ιε’, 22). «Ἂν δὲν ἐρχόμουνα, λέγει, καὶ δὲν μιλοῦσα, ἁμαρτία δὲν θὰ εἴχανε οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχουνε πρόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τους».

Μαθαίνουμε τόσα καὶ τόσα μάταια πράγματα, ἡ περιέργειά μας δὲν ἀφήνει τίποτα χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσει καὶ μόνο τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν βρίσκουμε καιρὸ νὰ τὸ διαβάσουμε καὶ νὰ τὸ μάθουμε. Γιὰ νὰ γιατρέψουμε τὴν πιὸ παραμικρὴ ἀρρώστεια τοῦ κορμιοῦ μας, ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε τὸν γιατρὸ καὶ τὸ γιατρικό, μὰ γιὰ τὸ τί θὰ γίνει ἡ ψυχή μας σὰν πεθάνουμε καὶ μὲ τί τρόπο θὰ τὴ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν καταδίκη, δὲν δίνουμε καμμιὰ προσοχὴ κι οὔτε νοιαζόμαστε καθόλου. Καταγινόμαστε μὲ ψευτιές, ἐνῶ τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε νὰ τὴ μάθουμε ὅπως τρέχει νὰ βρεῖ τὸ νερὸ ὁ διψασμένος, δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ τὴ γυρέψουμε! Γιὰ τοῦτο εἴμαστε ἄξιοι νὰ καταδικαστοῦμε πολλὲς φορὲς καὶ σὰν θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸν Κύριο, τρέμοντας, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ μᾶς ρωτήσει ἂν τὸν ξέρουμε, θὰ ποῦμε τότε μὲ κλάμματα: «Πότε σὲ εἴδαμε, Κύριε;». Κι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς πεῖ: «Κἀγώ, οὐκ οἶδα ὑμᾶς», «Κι ἐγώ, δὲν σᾶς γνωρίζω».

«Ζητήσατε τὸν Κύριον, ὦ κατάδικοι καὶ κραταιώθητε τῇ ἐλπίδι, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ μετανοίας καὶ ἁγιασθήσεσθε τῷ ἁγιασμῷ τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν ἀποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε πρὸς Κύριον ὅσοι ἐν ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι, τὸν δυνάμενον συγχωρεῖν ἁμαρτήματα. Μεθ’ ὅρκου γὰρ εἴρηκε διὰ τοῦ προφήτου λέγων: Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος. Οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν. Καὶ πάλιν: Ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα τὰς χεῖρας μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Ὅλη τὴ μέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν θέλανε νὰ ἀκούσουνε τὰ λόγιά μου».