Ἁγιότητα καὶ ἐνηλικίωση
Αὐγουστίδης Ἀδαμάντιος (Πρεσβύτερος, Ψυχίατρος, Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)

Ψυχολογικὴ καὶ Ποιμαντικὴ προσέγγιση

Κάθε ἀπόπειρα προσέγγισης αὐτοῦ ποὺ συμβατικὰ ὀνομάζουμε πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα πρέπει νὰ διέπεται ἐκ προοιμίου ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἀποφυγῆς μερικῶν θεμελιωδῶν λαθῶν. Τέτοια λάθη μπορεῖ νὰ γίνουν ὑπὸ τὴν ἐπήρεια μιᾶς νοοτροπίας ποὺ στηρίζει τὶς ἀξιολογήσεις της στὴν ἀπόλυτη διάκριση μεταξὺ «Ἱεροῦ» καὶ «βέβηλου» μεταξὺ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου. Τοῦτο συνεπάγεται τὴν ἀποδοχὴ ὡς αὐτονόητου τοῦ διαχωρισμοῦ μεταξὺ ὅσων πιστεύουμε πὼς καθορίζουν τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ ὅλων ὅσα διέπουν τὴν καθημερινότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.

Πρέπει, ἐπίσης, νὰ θυμόμαστε πὼς ἡ θρησκευτικότητα ποὺ ἀναπτύσσει ἕνας νέος δὲν εἶναι «αὐτοφυής». Ὁ τρόπος ποὺ βιώνεται ἡ θρησκευτικὴ πίστη καὶ καλλιεργεῖται ἡ ἐπιθυμία ἐκζήτησης τῆς ἁγιότητας διαμορφώνεται μέσα στὸ οἰκογενειακό, στὸ κοινωνικό. στὸ πολιτισμικό, στὸ ἐκπαιδευτικὸ καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὅποιο ζεῖ καὶ ἠλικιώνεται αὐτὸς ὁ νέος.

Τὸ παιδὶ ποὺ θέλει -ἢ θέλουμε- νὰ πορευτεῖ πρὸς τὴν ἁγιότητα ἔχει ἤδη τὸν ψυχισμό του, τὴ δομὴ τῆς προσωπικότητάς του, τὴ βιολογικὴ καὶ τὴν ψυχολογική του κληρονομιὰ πάνω στὰ ὁποῖα ἐπιδροῦν καταλυτικὰ οἱ ἐμπειρίες ποὺ ἀποκτᾶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὸν περιβάλλοντα κόσμο.

Εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα ἀγνοώντας ἢ παραγνωρίζοντας αὐτὴν τὴ δεδομένη πραγματικότητα, ἀφοῦ αὐτὴ προσδιορίζει προκαταβολικὰ ὅ,τι καλεῖται ἁγιαζόμενο νὰ μεταμορφωθεῖ;

Οἱ ἐπιστήμονες τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τὶς ψυχολογικὲς διεργασίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες περνᾶ ὁ νέος ἄνθρωπος κατὰ τὴν πορεία του πρὸς τὴν ἐνηλικίωση, καταγράφουν πολύτιμες παρατηρήσεις, καὶ μᾶς τροφοδοτοῦν μὲ γνώσεις ἀξιοποιήσιμες πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς καλύτερης κατανόησης ὅσων προαναφέρθηκαν. Οἱ γνώσεις αὐτὲς φωτίζουν ἐπίσης τὸν προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὰ πιθανὰ λάθη ποὺ μπορεῖ νὰ γίνουν, ὅταν «πιέζουμε» πρὸς μιὰ μορφὴ ἁγιότητας μὲ προδιαγραφές, ἀσύμβατες μὲ τὴν ἰδιοσυστασία καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ ἀναπτυσσόμενου παιδιοῦ.

Ἀπὸ τὴν τεράστια δεξαμενὴ αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἐπιλέγουμε νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας στὴν προσέγγιση μερικῶν ἀπὸ τὶς πιὸ τυπικὲς διεργασίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πορεία πρὸς τὴν ἐνηλικίωση.

Μεγάλο μέρος τῆς ψυχολογικῆς ἀναστάτωσης ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐφηβεία εἶναι ἡ λεγόμενη ἐπαναδιαπραγμάτευση τῶν παιδικῶν ψυχοσυγκρούσεων. Ὁ ὅρος ἀναφέρεται κυρίως σὲ ψυχολογικὲς συγκρουσιακὲς καταστάσεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἐπιθετικότητα καὶ τὴ σεξουαλικότητα.

Κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία θὰ ὑπάρξουν, ἀναπόφευκτα, μεταξὺ γονέων καὶ παιδιῶν «ἐμπόλεμες» καταστάσεις. Στὸ πλαίσιο τῆς διαπαιδαγώγησης θὰ ἐπιβληθοῦν τιμωρίες, ἐνδεχομένως χειροδικίες ἢ ἄλλες ἄμεσες ἢ ἔμμεσες «παιδαγωγικὲς» παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες εἰσπράττονται ὡς ἐπιθετικὲς πράξεις. Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθετικότητα ποὺ διακινοῦν στὸ παιδὶ εἶναι δυσανάλογα πρὸς τὶς σωματικές του δυνάμεις καὶ τὸ δέος μπροστὰ στὸν παντοδύναμο γονέα. Αὐτὲς οἱ ψυχολογικὲς ἐντάσεις βρίσκουν διέξοδο εἴτε μέσω συμβολικῶν πράξεων (βλέπε κατεστραμμένα παιγνίδια ἢ τὸ παιγνίδι-πόλεμος) εἴτε μέσῳ τῆς φαντασίας (βλέπε παραμύθια μὲ «κοντορεβιθούληδες» ποὺ νικοῦν δράκους καὶ γίγαντες κλπ.). Στὴν ἐφηβεία, ὅμως, οἱ σωματικὲς δυνάμεις καθιστοῦν δυνητικὰ ἐφικτὴ τὴν ἄμεση ἔκφραση τοῦ θυμοῦ. Κατὰ συνέπεια, οἱ ἐπιθετικὲς διαθέσεις συνιστοῦν τόσο ἐσωτερικὴ ψυχολογικὴ ἀπειλὴ ὅσο καὶ ἔντονα ἐνοχοποιητικὴ κατάσταση στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἐφήβου.

Ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ στὸν τομέα τῆς σεξουαλικότητας. Ξαφνικά, ἡ φυσικὴ παρουσία τῶν πιὸ ἀγαπημένων καὶ οἰκείων προσώπων προκαλεῖ ἄγχος καὶ ἀνάγκη ἀποστασιοποίησης. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι οἱ πιὸ ἁπλὲς καὶ τρυφερὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως τὸ χάδι, ἡ ἀγκαλιά. τὸ φιλὶ κ.λπ., τρομάζουν τὸν ἔφηβο καὶ δημιουργοῦν ψυχολογικὴ σύγχυση, καθὼς τὸ σῶμα βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἀπειλητικὴ φόρτιση τῆς ἀφυπνιζόμενης σεξουαλικότητας.

Τόσο ἡ ἐπιθετικότητα ὅσο καὶ ἡ σεξουαλικότητα ἀπαιτοῦν τὴν τακτοποίηση τῶν συσσωρευμένων ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ψυχολογικῶν ἐκκρεμοτήτων, ὥστε νὰ γίνουν ἐφικτὲς οἱ ὥριμες, ὑπεύθυνες καὶ μὴ συγκρουσιακὲς ἀνάλογες σχέσεις στὸν ἐνήλικο βίο. Ἐὰν αὐτὴ ἡ πραγματικότητα δὲν ἀναγνωριστεῖ, ἐὰν ὁ τρόπος παιδαγωγικῆς καὶ πνευματικῆς ἀντιμετώπισης αὐτῶν τῶν φαινομένων στηριχθεῖ στὴν ἄρνηση παραδοχῆς τῆς ὕπαρξής τους, στὴν ἀπαξίωση, στὴν ἐνοχοποίηση ἢ στὴ δαιμονοποίηση, τότε εἶναι πιθανὸν οἱ ἐπιπτώσεις νὰ εἶναι σοβαρές. Ἡ μὴ κατὰ μέτωπο καὶ ἡ χωρὶς ρεαλισμὸ ἀντιμετώπιση αὐτῶν τῶν φυσιολογικῶν καταστάσεων μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάπτυξη στὸν νέο ἄνθρωπο ἀγωνιστικοῦ φρονήματος καὶ νηφάλιας καὶ ὑπεύθυνης στάσης ὁδηγεῖ κάποτε στὴν ὀργάνωση νευρωτικῶν προσωπικοτήτων. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ παθολογικὴ κατάσταση ποὺ στεγάζεται ὑπὸ τὸν ἐπιστημονικὸ ὅρο ψευδὴς ἑαυτός.

Στὴν ψυχιατρικὴ βιβλιογραφία συναντᾶμε τὴν καταγραφὴ περιπτώσεων, στὶς ὁποῖες ἡ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ ἐμφανίζεται κυριαρχούμενη ἀπὸ τὴ θρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὑποκρύπτει ἔντονες ἀσυνείδητες συγκρουσιακὲς καταστάσεις. Τέτοιο παράδειγμα εἶναι ὁ λεγόμενος ἀσκητικὸς ἔφηβος. Ἡ ἀναφορὰ δὲν παραπέμπει στὴν ἀσκητικὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ σὲ μιὰ ἐγωκεντρική, ὑπερβολικὰ αὐστηρὴ (ὑπερεγωτικὴ) στάση τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Πρόκειται γιὰ κατάσταση, ὅπου ἡ προηγηθεῖσα ψυχολογικὴ συγκρότηση καὶ ἀνάπτυξη ἐμπεριέχει πολλὰ στοιχεῖα ἐνοχοποίησης καὶ συγκρούσεων, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἔφηβος νὰ τρομάζει μὲ τὶς ἴδιες του τὶς ἐπιθυμίες. Ἡ αἴσθηση ἀδυναμίας νὰ ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ διαπραγματευτεῖ τὶς ἐνορμήσεις του μέσα στὸ πλαίσιο τῶν περιορισμῶν ποὺ ἐπιβάλλει ἡ πραγματικότητα, ὁδηγεῖ σὲ λύσεις ποὺ μοιάζουν μὲ κήρυξη πολέμου ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του.

Παρὰ τὸν ἔντονα νευρωτικὸ χαρακτήρα αὐτῆς τῆς κατάστασης, ἐνδέχεται τὸ περιβάλλον νὰ ἐκλάβει τὶς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις σὰν σημάδια πρώιμων ἐκδηλώσεων τῆς κλίσης γιὰ ἀφιέρωση σὲ πνευματικότερους τρόπους ζωῆς. Τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι ἡ εὐόδωση πρόωρων καὶ ἄκαιρων ἐπιλογῶν εἴτε αὐτὲς ἀφοροῦν τὸν μοναχισμὸ εἴτε ἄλλου τύπου ἀφιερώσεις εἴτε συνεπάγονται τὴν πίεση γιὰ ἐξαναγκασμὸ στὸ ἀντίθετο, ὅπως πρόωροι καὶ βεβιασμένοι γάμοι ἢ δεσμεύσεις γιὰ ἔγγαμη ἱεροσύνη. Εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε ἐπιλογὴ ποὺ στηρίζεται σὲ ψυχολογικὰ ἀδιέξοδα καὶ ὄχι σὲ ἑκούσιες, ὥριμες ἐπιλογὲς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔχει ὀδυνηρὲς ἐπιπτώσεις τόσο στὸν ἀτομικὸ ὅσο καὶ στὸν κοινωνικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ βίο.

Ὑπὸ τὸ κράτος παρόμοιων ψυχολογικῶν μηχανισμῶν μπορεῖ νὰ συναντήσουμε καὶ τὴν ἄλλη ὄψη τοῦ ἰδίου νομίσματος, Πρόκειται γιὰ τὸν λεγόμενο ἀσυμβίβαστο ἔφηβο, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ἐντύπωση τοῦ προκλητικοῦ ἐπαναστάτη. Ἡ προκλητικὴ συμπεριφορὰ παρουσιάζεται μερικὲς φορὲς σὰν υἱοθέτηση στάσεων ποὺ κατακρίνουν καὶ ἀμφισβητοῦν τὰ «παραδεδομένα» στὸ ὄνομα μιᾶς αὐθεντικότερης ἔκφρασης τῆς πίστης. Στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ προσπάθεια ἀποφυγῆς τοῦ ἄγχους προσαρμογῆς στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐνηλικίωσης καὶ ἐκφράζει μεγάλη δυσκολία ἀντιμετώπισής τους εἰσπράττοντας πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ὄχι ὡς ἀπαιτήσεις ὡρίμανσης ἀλλὰ σὰν ψυχολογικὴ ἀπειλή.

Τελικά, καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη καθὼς καὶ στὶς πολλὲς ἐνδιάμεσες καταστάσεις, μπορεῖ νὰ ἐπικρατεῖ μιὰ μορφὴ θρησκευτικότητας ποὺ δημιουργεῖ ἕνα εἶδος ἀπατηλῆς αἴσθησης διεκδίκησης ἢ ἀκόμη καὶ κατάκτησης τῆς ἁγιότητας. Πρέπει νὰ τονιστεῖ μὲ ἔμφαση ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ὑποκρισία ἀλλὰ γιὰ τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ ἐφήβου πίσω ἀπὸ ἕνα προσωπεῖο ἁγιότητας. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει εἶναι ἡ καταδυνάστευση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀπὸ νευρωτικοὺς ψυχολογικοὺς μηχανισμοὺς ἄμυνας, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν στὸν σχηματισμὸ αὐτοῦ ποὺ στὴν ψυχολογικὴ γλώσσα -ὅπως προαναφέραμε- ὁρίζεται ὡς «ψευδὴς ἑαυτός».

Μορφοποιεῖται ἔτσι μία κατάσταση, ἡ ὁποία ἀφενὸς δὲν εἶναι γνήσια -ἑπομένως δὲν ἀντέχει στὶς πραγματικὲς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς-, ἀφετέρου συνεπάγεται πολλαπλὲς δυσπροσαρμοστικὲς -ἑπομένως ὀδυνοποιὲς- ἐπιπλοκὲς στὴν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τοῦ ὑποκειμένου. Τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ συγκρότηση ἑνὸς προσωπείου ἁγιότητας, τὸ ὁποῖο θὰ καταρρεύσει μόλις ἡ ζωὴ δοκιμάσει τὴν ἀντοχή του, ἀνοίγοντας τὸν δρόμο στὴν πιθανὴ ἀνάπτυξη ψυχοπαθολογικῶν ἐκτροπῶν.

Τὸ ἐξ ὁρισμοῦ δύσκολο ἔργο τῆς ἐπαναδιαπραγμάτευσης τῶν παιδικῶν ψυχοσυγκρούσεων γίνεται ἀκόμη δυσκολότερο καὶ περιπλοκότερο καθὼς συναντᾶται ἀναπότρεπτα μὲ τὴν ἀπαίτηση διεκπεραίωσης μιᾶς ἄλλης, ἐξίσου δύσκολης καὶ ἀπαιτητικῆς, ψυχολογικῆς διαδικασίας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ νέου ἀνθρώπου νὰ ἀνεξαρτητοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν πυρηνικὴ οἰκογένεια, νὰ αὐτονομηθεῖ καὶ νὰ κοινωνικοποιηθεῖ.

Συνέπεια αὐτῶν τῶν διεργασιῶν εἶναι νὰ ἐμφανιστοῦν στὸ προσκήνιο τὰ φαινόμενα ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς ψυχολογικὲς διαδικασίες τοῦ ἀποχωρισμοῦ, ὅπως εἶναι τὸ πένθος, ἡ ἀνάγκη ἀποεξιδανίκευσης τῶν γονέων, ἡ ἀμφισβήτηση ὅσων μέχρι τότε ἔμοιαζαν αὐτονόητες ἀρχὲς καὶ ἀξίες, κ.ο.κ. Καθώς, λοιπόν, ἀμφισβητοῦνται ὅλα τὰ «παραδεδομένα» καὶ ἡ ἐνοχικὴ ἐπιθετικότητα δηλητηριάζει τὶς σχέσεις, μοιάζει παράδοξο νὰ μιλοῦμε γιὰ ἁγιότητα.

Ἂν δὲν κατανοήσουμε, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἁγιότητα δὲν μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ μέσα στὸ στενὸ πλαίσιο τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ἂν ἐγκλωβιστοῦμε στὴ φαινομενολογία ποὺ καθορίζουν τὰ στερεότυπα ποὺ ἔχει κάθε γενιὰ στὸ μυαλό της, κινδυνεύουμε νὰ βαθύνουμε πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ἀσφαλείας τὴν ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ στάση ἀπέναντι στὴν προκλητικότητα τῆς ἐφηβικῆς ἀμφισβήτησης καὶ ἐπικριτικότητας.

Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «κινδυνεύουμε» δὲν εἶναι ρητορική. Ἡ διακινδύνευση μετατροπῆς τοῦ φυσιολογικοῦ πένθους σὲ κατάθλιψη καὶ ἡ υἱοθέτηση συμπεριφορῶν αὐτοκαταστροφικῶν ἢ αὐτοερεθιστικῶν εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν. Βρισκόμαστε στὴν πιὸ ἐπικίνδυνη ἐξελικτικὴ ψυχολογικὴ φάση. Ἐδῶ ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς ἁγιότητας ὡς συμμόρφωσης πρὸς τὶς γονικὲς ἀπαιτήσεις, χωρὶς συναίσθηση τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ νέος ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴν ἐποχή μας, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀντίθετα, ἴσως ὀλέθρια, ἀποτελέσματα.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ χριστιανικὲς οἰκογένειες δὲν ὑστεροῦν ἀπὸ τὶς μὴ χριστιανικὲς σὲ ταλαιπωρίες μὲ τὰ παιδιά τους. Βάσανα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ χρήση ναρκωτικῶν οὐσιῶν, μὲ ἀντικοινωνικὲς συμπεριφορὲς ἢ μὲ ἐρωτικὲς ἐλευθεριότητες. Δὲν εἶναι, ἐπίσης, τυχαῖο, ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς ἔξαρσης τῶν λεγόμενων παραθρησκειῶν (cults) συνεχῶς διογκώνεται τόσο διεθνῶς ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ μὴν ἀποτελεῖ πιὰ πεδίο ἐνδιαφέροντος μόνο τῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης.

Ἡ εὐκολία καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο οἱ νέοι στρατεύονται ἰδεολογικὰ ἢ γίνονται θύματα παραθρησκευτικῶν ἢ ἄλλων περιθωριακῶν ὀργανώσεων σχετίζονται ἄμεσα ὄχι μόνο μὲ ὅσα προαναφέρθηκαν ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἄλλη βασικὴ ψυχολογικὴ διεργασία ποὺ χαρακτηρίζει, ἐπίσης, τὴν πορεία πρὸς τὴν ἐνηλικίωση. Ἀναφερόμαστε στὴ διαδικασία ὡρίμανσης καὶ ὁλοκλήρωσης τῆς προσωπικῆς ταυτότητας. Δὲν πρέπει νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς ὅτι σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία ἡ ἰδεολογία καὶ ἡ συγκρότηση τῆς ταυτότητας παρουσιάζονται σχεδὸν σὰν δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐφηβεία συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἀφηρημένης σκέψης, τὴ φιλοσοφικὴ ἐνασχόληση, τοὺς ἔντονους ὑπαρξιακοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὴν ἀμφισβήτηση ὅσων ἰδεῶν, πεποιθήσεων, ἀξιῶν καὶ παραδόσεων θεωροῦνταν μέχρι τότε αὐτονόητα.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ὅσο ὑγιέστερη εἶναι ἡ περιβάλλουσα θρησκευτικὴ ἄλλα καὶ κοινωνικοπολιτιστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὅσο λιγότερο συγκρουσιακὸς καὶ ὑποκριτικὸς εἶναι ὁ τρόπος κατὰ τὸν ὁποῖο τὸ περιβάλλον ζεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκζήτηση τῆς ἁγιότητας, τόσο πιθανότερο εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος νὰ ἐνσωματώσει στὴν ταυτότητά του ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ ἐγγυῶνται τὴν ἐνσυνείδητη ἀναζήτηση μιᾶς αὐθεντικῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ σχέση εἶναι ποὺ καθορίζει καὶ τὰ δυναμικά της πορείας πρὸς τὴν ἁγιότητα.

Φθάνουμε ἔτσι σὲ ἕνα ζωτικῆς σημασίας κομβικὸ σημεῖο, ὅπου ὅσα προαναφέρθηκαν ὡς φυσιολογικὲς ψυχολογικὲς λειτουργίες τῆς ἐνηλικιωτικῆς διαδικασίας πρέπει νὰ συναντηθοῦν μὲ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ μιλήσουμε περὶ ἁγιότητας στὴ σύγχρονη νεολαία. Ἴσως εἶναι σκόπιμο νὰ ξεκινήσουμε θέτοντας, στοὺς ἑαυτοὺς μας πρῶτα, τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὸ πῶς δὲν πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ἴσως χρειάζεται νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἀφετηριακὰ πόσο στρεβλὴ καὶ ἀλλοτριωμένη ἀντίληψη περὶ ἁγιότητας ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Πόσο εὔκολα συγχέουμε τὸ «εἶναι» -τὴν ὀντολογικὴ διάσταση τῆς ἁγιότητας- μὲ τὸ «φαίνεσθαι» -τὴ συμπεριφορικὴ της διάσταση-, ἡ ὁποία συχνὰ παρουσιάζεται δέσμια ἑνὸς ἰδιότυπου εὐσεβισμοῦ ἢ ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου ἠθικισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ κάθε προσπάθεια ἀνοίγματος πρὸς τοὺς νέους, ἴσως χρειάζεται νὰ ἐπανεξετάσουμε τὶς συντεταγμένες ποὺ προσδιορίζουν τὸν σύνολο βίο μας ὡς ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ ὄχι ὡς ἀποσπασματική, ἐκκοσμικευμένη ἢ ἰδεολογικοποιημένη θρησκευτικότητα.

Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι κάθε προσπάθεια δυναστευτικῆς ἐπικυριαρχίας μας ἐπὶ τῶν νεότερων γενεῶν μὲ ὅπλο τὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς μιᾶς ἁγιότητας τῆς ὁποίας ἐμεῖς δὲν εἴμαστε μέτοχοι καὶ βιωματικοὶ ἐκφραστές, θὰ ὁδηγήσει σὲ ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ μετά, ὁ δρόμος πρὸς ψυχοπαθολογικὲς ἐκτροπὲς ἢ ἀπόρριψη τῆς παραδεδομένης πίστης εἶναι ἀνοικτός.

Τὸ ζητούμενο θὰ εἶναι πάντοτε ἂν ἡ ἐκζήτηση τῆς ἁγιότητας θὰ συνιστᾶ τὸν φυσιολογικὸ τρόπο νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀναπτύσσεται ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ διαστρεβλώνεται μέσα ἀπὸ τὰ πρίσματα τῆς ἀλλοτρίωσης ποὺ -οὕτως ἢ ἄλλως- χαρακτηρίζει τὴν πεπτωκυία μας πραγματικότητα.