Ηρακλής Ρεράκης, «Η πρόσληψη του «άλλου» στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση»

 

«Η πρόσληψη του «άλλου» στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση»

Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής –Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Το μοντέλο σχέσεων του «εαυτού» με τον «άλλο»στο Διαφωτισμό και στην συνέχειά του την Παγκοσμιοποίηση νομιμοποίησε την επιβολή και την καθυπόταξη του οποιουδήποτε προσωπικού ή συλλογικού αδύναμου «άλλου» στα σχέδια και στα συμφέροντα του δυνατού ατομικού ή συλλογικού «εγώ». Οι παλαιοί και νέοι διαφωτιστές χρησιμοποιώνταςως δόλωμα, λεκτικούς όρους, όπως ελευθερία, ανεξαρτησία, αυτονομία, ετερότητα, ανοχή κ.ά.,επιδιώκουν να δείξουν ότι αναγνωρίζουν, αποδέχονται και σέβονται τον «άλλο». Πολύ σύντομα και εύκολα, όμως, αποδεικνύεται ότι οι φαρισαϊκές και εμπαθείςαυτές διακηρύξειςσχεδιάζουν την απάτη την χειραγώγηση και τηνασφυκτική αιχμαλωσία του «άλλου».

Δυστυχώς η τακτική αυτή έχει καθιερωθεί ως πρακτική της νέας τάξης, αφού επιβάλλεται ως μοντέλο σε όλες τις χώρες της καπιταλιστικής και της μαρξιστικής απόχρωσης και φυσικά και στην Ελλάδα, δημιουργώντας στους ανθρώπους ένα παιδαγωγικής σημασίας πρότυπο σχέσεως με τον «άλλο», που βασίζεται στην προπαγάνδα, την εξαπάτηση, την παραπλάνηση. Κοινός στόχος αυτής της τακτικής είναι η κυριαρχία και η υποταγή του «άλλου» στις επιθυμίες και τις αποφάσεις κάποιου συλλογικού ή ατομικού «εγώ» με κίνητρο την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων, βιολογικών αναγκών και αθέμιτων φιλοδοξιών.

Μέσα από τέτοια παιδαγωγικά και κοινωνικά πρότυπα, έφτασαν στο σημείο οι πολιτισμένοι εννοείται άνθρωποι να μη συγκροτούν αληθινές κοινωνίες και αγαπητικές σχέσεις με τον «άλλο», αλλά να επιθυμούν να τον υποτάσσουν σ’ ένα πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό καθεστώς κυριαρχίας. Το πρότυπο των σχέσεων με τον «άλλο», λόγω της υπάρχουσας αλληλεπίδρασης, μεταφέρεται από την κοινωνία στο σχολείο, όπου οι σχέσεις, αντί να καλλιεργούνται ως σχέσεις μεταξύ προσώπων, γίνονται όλο και περισσότερο τεχνητές, συμβατικές ατομοκρατικές και ανούσιες.

Με βάση τις παραπάνω συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο,  να γίνει αποδεκτός ο «άλλος», στο εσωτερικό περιβάλλον μιας κοινωνίας και   μιας παιδείας, που τον καταργεί. Ο ατομικισμός και η ακραία αυτονομία, που καλλιεργούνται δημιουργούν μια κλειστότητα, η οποία δυσκολεύει τους ανθρώπους που έχουν παιδαγωγηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, να λειτουργήσουν ως πρόσωπα, να προσφέρουν, δηλαδή, κάποιο χώρο μέσα τους, που να μπορεί να συγκατοικεί ή να φιλοξενείται ο «άλλος». Το πρόβλημα της πρόσληψης του «άλλου» καθιστά ουσιαστικά προβληματικό κι ίσως ανέφικτο το «εμείς». Έτσι δημιουργείται έντονος προβληματισμός, αν μπορούν πλέον να υιοθετηθούν νέες μορφές ώριμης ετερότητας, προκειμένου να υπάρξουν συνθήκες εσωτερικής συνάντησης και συμβίωσης του ενός με τον «άλλο», με ταυτόχρονη διατήρηση της ετερότητάς τους ή αν θα μπορεί τελικά κάποιος να είναι «άλλος» του «άλλου», διατηρώντας την προσωπική του ετερότητα.

Η ορθόδοξη πίστη δεν λειτουργεί με τα κλειδιά και τα κριτήρια του ορθολογικού Διαφωτισμού, αλλά έχει ως γνώμονα την αλήθεια και την αγάπη για τον «άλλο», όπως τις δίδαξε ο Χριστός και γι’ αυτό είναι σε θέση να δει κα να αντιληφθεί τις σχέσεις αυτές μέσα από μια διαφορετική προοπτική και δυναμική. Για την ορθόδοξη παράδοση, ο «άλλος» γίνεται αποδεκτός, ενώ διατηρείται η ελευθερία του, αφού ο λόγος του Χριστού, ως λόγος ελευθερίας και αγάπης, δεν είναι λόγοςομογενοποίησης ή λόγος που σημαίνει κοσμική κυριαρχία.Στο Διαφωτισμό και στην Παγκοσμιοποίηση ούτε η ελευθερία ούτε η αλήθεια ούτε η αγάπη διατηρούνται ως αρχές κοινωνίας με τον «άλλο», με αποτέλεσμα να επιδιώκεται η κατάργηση των διαφορών και η εξομοίωση ή ταύτιση της ετερότητας με την ταυτότητα.

Ενώ στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή απαντάται ένας αρμονικός συνδυασμός μεταξύ κοινωνικότητας και ελευθερίας του ανθρώπου, στον Διαφωτισμό η κοινωνική ενότητα επιτυγχάνεται με αυταρχικό και αυθαίρετο τρόπο, που καταργεί την ελευθερία.Έτσι, στον ορθόδοξο βίο, η πραγματοποίηση της κοινωνικής ενότητας ή της ταυτότητας απόψεων και διαθέσεων πραγματοποιείται μέσω της προσωπικής αλληλοπεριχώρησης και της αγάπης, που όχι απλώς σέβεται,αλλά και διατηρεί τις ιδιαιτερότητες και τις διαφορές του «άλλου».

Ο «άλλος» μάλιστα δεν είναι απλώς ίσος προς τον εαυτόν, αλλά «αδελφὸς» με ξεχωριστή αξία, ως εικόνα του Θεού, ενώ ταυτίζεται με τη σημασία του βιβλικού όρου «πλησίον». Ως τρόπος σχέσης μ’ αυτόν ορίζεται η απεριόριστη αγάπη και μάλιστα με το μέγεθος και την ποιότητα που αγαπά κανείς τον ίδιο τον εαυτό του. Στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτὸν», άλλωστε, συνοψίζονται όλες οι χριστιανικές αρετές. Η χριστιανική αγάπη προϋποθέτει την απαλλαγή από όλα τα πάθη της ανθρώπινης εσωτερικότητας, έτσι ώστε να είναι σε θέση να χωράει μέσα της ακόμη και τον εχθρό. Με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, «άλλος» ή «πλησίον» θεωρείται κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε δύσκολη θέση ή ανάγκη.

Η προς τον «άλλον» επομένως στροφή της υπάρξεώς μας αποτελεί όχι μια απλή τάση κοινωνικότητας, αλλά μια οργανική ανάγκη, χωρίς την κάλυψη της οποίας ο εαυτός μας πάσχει από υπαρξιακή αναπηρία.

Ο Διαφωτισμός και η Παγκοσμιοποίηση πρόσφεραν και προσφέρουν μια θέαση για τον άλλο,προσανατολισμένη μέσα από μια στενή συγχρονικότητα ή εγκλωβισμένη μέσα από τη μονομέρεια των παθών που προσδιορίζουν μια βιολογική και καθαρά κοσμική προοπτική των ανθρωπίνων σχέσεων. Η πρωτοποριακή στην ανθρωπότητα πνευματική αντιμετώπισή του «άλλου ως παράγοντα αναγκαίου για τηνοντολογική ολοκλήρωση του «εαυτού» προσδίδει στην ορθόδοξη Εκκλησία, σήμερα, αφενός μεγάλη τιμή και αφετέρου μεγάλη ευθύνη. Βασικό στοιχείο της ορθόδοξης χριστιανικής θέασης είναι ότι βλέπει τον κάθε άνθρωπο μέσα από το εύρος και την πληρότητα του βλέμματος και της αγάπης του Θεού, που δεν αφήνει περιθώρια μείωσης ή υποτίμησης του προσώπου του «άλλου».

Η φιλοξενία του «άλλου» στον «εαυτό» ή η επίσκεψη στον «άλλον» αποτελούν για την ορθόδοξη αγωγή μια άσκηση πνευματική, μια ευκαιρία για να φανερωθεί έμπρακτα η αγάπη του Θεού στον κόσμο. Με την άσκηση αυτή μπορεί να δοκιμάσει ο κάθε άνθρωπος τον εαυτό του, αν χωράει στη Βασιλεία του Θεού, αλλά και αν η Βασιλεία του Θεού χωράει εντός αυτού.