Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται τὴ γενικὴ ἱερωσύνη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Α’ Πέτρ. β’ 9. Ἀποκ. α’ 6. ε’ 10. κ’ 6), ἡ ὁποία ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἔξοδ. ιθ’ 6). Ὅμως αὐτὴ ἡ γενικὴ ἱερωσύνη δὲν ἀπέκλειε τὴν ὕπαρξη καὶ εἰδικῆς ἱερωσύνης, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὴν οἰκοδομὴ τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ἄσκηση τῆς θείας λατρείας (Ἔξοδ. κη’ 1. κθ’ 9. λ’ 30. μ’ 12-13).
Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἀμφισβητεῖ πὼς ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀμετάθετη καὶ πὼς δὲν ὑπάρχει, οὔτε θὰ ὑπάρξει ἄλλο εἶδος ἱερωσύνης (Ἑβρ. Ζ’ 23-26). Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη «ἱερωσύνης» μὲ σχετικὴ ἔννοια, σὰν «μετοχὴ» στὴ μία καὶ μοναδικὴ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Γραφὴ κάνει λόγο γιὰ «ἱερεῖς» τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἀαρωνικὴ ἱερωσύνη καὶ θὰ προέρχονται ἀπὸ τὰ ἔθνη (Ἡσ. ξστ’ 18-21). Οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ θὰ διακονοῦν στὸ χριστιανικὸ θυσιαστήριο (Ἑβρ. ιγ’ 10. Α’ Κορ. ι’ 21) καὶ θὰ προσφέρουν «θυσίαν καθαρὰν» (Μαλαχ. α’ 11).
Οἱ ἱερεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἔχουν δική τους ἱερωσύνη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ θεία εὐχαριστία ποὺ τελεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ «μετοχὴ» στὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ἔτσι καὶ ἡ ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ «μετοχὴ» στὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι μοναδική.
Οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διάκονοι καὶ οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ μόνου Ἀρχιερέως (Α’ Κορ. γ’ 5-9. δ’ 1. Τίτ. α 7. Α’ Πέτρ. δ’ 10). Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος μεσίτης· μέσω Αὐτοῦ ἐπιτυγχάνεται ἡ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ (Ἰω. δ’ 6.13-14. Α’ Τιμ. β’ 5).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεχίζει τὴν ἀποστολικὴ παράδοση. Στὴν ἱερωσύνη διακρίνει τρεῖς βαθμούς: τὸ διάκονο, τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν ἐπίσκοπο.
Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν πλήρη συναίσθηση τῆς διαδοχῆς τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Στὴν περίπτωση ἐκλογῆς τοῦ Ματθία γίνεται φανερὸ πὼς τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα ἦταν ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο (Πράξ. α’ 15-26). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο ὄχι μόνο γιὰ «ἐπισκόπους», ἀλλὰ καὶ γιὰ «ἐπισκοπή» (Α’ Τιμ. γ’ 1). Καθορίζει μάλιστα καὶ τὰ προσόντα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ὑποψήφιοι «ἐπίσκοποι» (Α’ Τιμ. γ’ 2-7) καὶ «διάκονοι» (Α’ Τιμ. γ’ 8-13).
Βέβαια ἡ Καινὴ Διαθήκη ταυτίζει κατ’ ἀρχὴν τοὺς ὅρους «ἐπίσκοπος» καὶ «πρεσβύτερος» (Πράξ. κ’ 17.28), ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς στὴν ἀπoστoλικὴ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε τρίτος βαθμὸς τῆς ἱερωσύνης. Ὁ Τίτος ἐπὶ παραδείγματι ἦταν ἐπίσκοπος Κρήτης καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκτελοῦσε ἐπισκοπικὴ διακονία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Σ’ αὐτὴ τὴ διακονία περιλαμβανόταν καὶ ἡ ἐγκατάσταση πρεσβυτέρων καὶ διακόνων, καὶ μάλιστα μὲ χειροτονία (Τίτ. α’ 5), μὲ τὴν ὁποία μεταδιδόταν τὸ «χάρισμα» τῆς ἱερωσύνης (Β’ Τιμ. α’ 6. Πρβλ Α’ Τιμ. ε’ 22. Πράξ. κ’ 28).
Αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν μεταγενέστερες ἀπόψεις, ἀλλὰ Γραφικὴ διδασκαλία, ὅπως τὴν κήρυξε ἡ πρωτoχριστιανικὴ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι στύλoς καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Ὁ Κλήμης, ἐπίσκοπος Ρώμης (†96), κάνει λόγο γιὰ «ἱερεῖς» καὶ «ἀρχιερεῖς» καὶ συνδέει τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς. «Καὶ δώσω τοὺς ἀρχοντάς σου ἐν εἰρήνῃ καὶ τοὺς ἐπισκόπους σου ἐν δικαιοσύνῃ» λέγει ὁ προφήτης (Ἡσ. ξ’ 17 κατὰ τοὺς Ο’).
Ὁ Κλήμης ἀναφέρεται στὸν στίχο αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζει τὶς ἰδιαίτερες λειτουργίες «τοῦ ἀρχιερέως», τῶν «ἱερέων» καὶ τῶν «λευϊτῶν», δηλαδὴ τῶν διακόνων (Κλήμ., Α’ Κόρ. 40,5. 42,3-4. 44,1-4).
Ὁ ἅγιος Ἰγvάτιoς (†107) διακρίνει τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης καὶ ὑπογραμμίζει: «πάντες τῷ ἐπισκόπω ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς τῷ Πατρί, καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ ὡς τοῖς ἀπoστόλoις τοὺς δὲ διακόνους ἐντρέπεσθε, ὡς Θεοῦ ἐντολήν… ἐκείνη βεβαῖα εὐχαριστία ἡγείσθω, ἥ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα, ἤ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψῃ» «Ὁ λάθρα ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ δουλεύει» (Ἰγv., Σμύρν. VIII, 1.9)
Κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτή, ἔξω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ὑπάρχουν μόνο συναθροίσεις αἱρετικῶν. Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος (†156) ἀναφέρει πὼς ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰγνατίoυ εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πρώτου αἰῶνος (Πολυκ., Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. 13).
Ὁ Ἡγήσιππος, ποὺ ἔγραψε γύρω στὸ 180 μ.Χ. καὶ διασώζει τὴν ἀπoστoλικὴ παράδοση, δίνει τὴν πληροφορία πὼς ἡ ἀπoστoλικὴ διαδοχὴ ἦταν καθολικὰ παραδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (Ἠγήσ., Ἀποσπ. 5, ΒΕΠ 5,85).
Τὸ ἴδιο ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Εἰρηναῖος (†202), ὁ ὁποῖος προσθέτει πὼς πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στoὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας γιατί εἶναι διάδοχοι τῶν ἀπoστόλων καὶ ὅτι μὲ τὴ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἔλαβαν καὶ τὸ «βέβαιο χάρισμα τῆς ἀληθείας» (Εἰρην., Κατὰ αἱρ. Γ’ 3,1. Δ’ 26,2. Ἔλεγχος ψευδ. γv. Γ’ 3,3).
Ὁ Ἱππόλυτος (†235), μαθητὴς τοῦ Εἰρηναίου, γράφει πὼς οὐσιαστικὴ βοήθεια γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πλάνη τῶν αἱρέσεων εἶναι «τὸ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παραδοθὲν Ἅγιον Πνεῦμα, οὕ τυχόντες πρότεροι οἱ ἀπόστoλoι μετέδοσαν τοῖς ὀρθῶς πεπιστευκόσιν· ὧν ἡμεῖς διάδοχοι τυγχάνοντες τῆς τε αὐτῆς χάριτος μετέχοντες ἀρχιερατείας τε καὶ διδασκαλίας καὶ φρουροὶ τῆς Ἐκκλησίας λελογισμένοι οὐκ ὀφθαλμῷ νυστάζoμεν οὐδὲ λόγον ὀρθὸν σιωπῶμεν, ἀλλ’ οὐδὲ πάσῃ ψυχῇ καὶ σώματι ἐργαζόμενοι κάμνομεν…» (Ἰππόλ., Ἔλεγχος, προλ., ΒΕΠ 5,199).
Μὲ ἄλλα λόγια βλέπουμε πὼς ἡ πρωτoχριστιανικὴ Ἐκκλησία εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῆς ἀποστoλικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ἀπoστoλικῆς διδαχῆς, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ὠριγένης (†253/254) ὑπογραμμίζει τὴ θεία προέλευση τῆς ἱερωσύνης στὴν Ἐκκλησία καὶ προσθέτει πὼς «οἱ λειτουργοὶ καὶ ἱερεῖς πρέπει νὰ ἀναδέχονται τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ» (Ὠριγ., Εἰς Λευϊτ. Υ, 3).
Ὁ Κυπριανὸς (†258) ἀναφέρει πὼς οἱ ἐπίσκοποι εἶναι «ἐκπρόσωποι καὶ διάδοχοι τῶν ἀπoστόλων» καὶ σ’ αὐτοὺς ἀναφέρεται τώρα τὸ «ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με» (Λουκ. ι’ 16)’ «ὅλα τὰ σχίσματα καὶ οἱ αἱρέσεις ποὺ ὑπῆρξαν καὶ θὰ ὑπάρξουν, προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁρισμένοι ἄνθρωποι περιφρονοῦν μὲ θρασύτητα τὸν ἕνα ἐπίσκοπο, ὁ ὅποιος προΐσταται τῆς Ἐκκλησίας» (Κυπρ., Ἐπιστ. 66, 4-5).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκφράζει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του μὲ ἀκόμη σκληρότερη γλώσσα: «Μανία γὰρ περιφανὴς ὑπερορᾶν τῆς τοιαύτης ἀρχῆς, ἥς ἄνευ οὔτε σωτηρίας ἡμῖν οὔτε τῶν ἐπηγγελμένων τυχεῖν ἐστὶν ἀγαθῶν», δηλαδὴ εἶναι τρέλα νὰ περιφρονεῖ κανεὶς τὴν ἱερωσύνη, γιατί χωρὶς τὴν ἱερωσύνη οὔτε σωτηρία μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ, οὔτε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε (Χρυσ., Περὶ ἱερωσ., λόγ. Γ’ 5).
Κατὰ τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ὁ Θεὸς ἐμπιστεύθηκε στοὺς ἱερεῖς «τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἀνυψώνουν πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο καὶ πολυτιμότερο πράγμα ἀπὸ ὅλα ὅσα διαθέτομε» (Λόγ. Β 4, Ἀπολογία περὶ τῆς φυγῆς).
Ἡ Ὀρθόδοξη λοιπὸν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων μέχρι σήμερα ἑρμηνεύει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὰ σχετικὰ ἐδάφια τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ δέχεται τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή.
Δὲν μπορεῖ νὰ συμμερισθεῖ τὴν ἄποψη τοῦ προτεσταντισμοῦ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα.