Μάθημα ζωής στο Κέντρο βρεφών «ΜΗΤΕΡΑ», για εγκαταλελειμμένα!


Με ρώτησαν σε μια συνέντευξη πού είδα την πιο εκπληκτική εικόνα στη ζωή μου.

Τους είπα στο μαιευτήριο Αλεξάνδρα, όταν γεννούσε η αδερφή μου. Ήταν δύσκολος τοκετός, είχαμε μαζευτεί όλη η οικογένεια και βολτάραμε πάνω κάτω σαν παλαβοί μέχρι να αρχίσει η γέννα.
Φτάνοντας στην άκρη του ορόφου βλέπαμε το θάλαμο των νεογέννητων, μια γιορτή ολόκληρος. Τα μωρά ροδοκόκκινα έκλαιγαν με όλα τους τα πνευμόνια, οι χαμογελαστές νοσοκόμες τα σήκωναν όρθια για να τα δείξουν στους ευτυχείς μπαμπάδες που τα φωτογράφιζαν, οι παππούδες δάκρυζαν, οι φίλοι κουνούσαν γαλάζια και ροζ μπαλόνια.

Μετά από 5 ώρες βαρέθηκα να ανεβοκατεβαίνω σαν παλαβή τον ίδιο όροφο κι άρχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω.
Ο θόρυβος όσο κατέβαινες, κατέβαινε κι αυτός. Η χαρά το ίδιο. Ελάχιστες φωνές έσπαγαν τη σιωπή που δεν μύριζε ταλκ αλλά χλωρίνη.

Στον τελευταίο διάδρομο η σιωπή ήταν τόσο παγερή που βάδιζα διστακτικά σαν να έκανα κάτι απαγορευμένο όταν στην άκρη του διαδρόμου είδα ένα θάλαμο πανομοιότυπο με τον γιορτινό του 4ου ορόφου. Κι αυτός γεμάτος νεογέννητα, μόνο που αυτά σώπαιναν σαν ψαράκια έξω απ΄το νερό. Όλα. Απ΄έξω ούτε μπαμπάδες, ούτε παπούδες, ούτε νονοί. Κοίταξα για το προσωπικό. Μόνο δυο νεαρές νοσοκόμες που άλλαζαν κάτι σεντόνια. Πλησίασα και κόλλησα τη μούρη μου στο τζάμι. Τότε άκουσα στο βάθος ένα μωράκι που κλαψούριζε- μια παραφωνία στη σιωπή των βρεφών.

Η εικόνα με καθήλωσε. Αποφάσισα να καθίσω απ΄εξω μέχρι να βγει μια νοσηλεύτρια να τη ρωτήσω, να μάθω. Σε δέκα λεπτά το ένα κορίτσι άνοιξε την πόρτα του θαλάμου. Έτρεξα.

-Δεσποινίς τι είναι εδώ; τη ρώτησα.
-Κέντρο βρεφών ΜΗΤΕΡΑ για εγκαταλελειμμένα, μου είπε με φωνή που βαριόταν.
-Και γιατί δεν κλαίνε τα βρέφη αυτά όπως τα άλλα στον 4ο; επέμεινα.
-Δυο άτομα είμαστε. Δεν κλαίνε γιατί ξέρουν ότι δεν υπάρχει κανείς να τα σηκώσει.

Έμεινα βουβή σαν ψάρι για ένα λεπτό. Μετά ξαναρώτησα
-Και το μωράκι στο βάθος γιατί κλαίει;

Το πρόσωπό της φωτίστηκε καθώς έσκασε ένα αθέλητο χαμόγελο.
-Ααααα αυτός; Αυτός είναι ο Γιαννάκης. Είναι κούκλος ο άτιμος. Όλες τον σηκώνουμε.

Αυτά είπε και έφυγε αγνοώντας ότι μου έδωσε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου.
Μαθαίνουμε λοιπόν από την ημέρα νούμερο 1 πάνω σ΄αυτή τη γη, τι μας περιμένει και προσαρμοζόμαστε. Μερικές φορές μέχρι θανάτου.


Με ρώτησαν σε μια συνέντευξη πού είδα την πιο εκπληκτική εικόνα στη ζωή μου.

Τους είπα στο μαιευτήριο Αλεξάνδρα, όταν γεννούσε η αδερφή μου. Ήταν δύσκολος τοκετός, είχαμε μαζευτεί όλη η οικογένεια και βολτάραμε πάνω κάτω σαν παλαβοί μέχρι να αρχίσει η γέννα.
Φτάνοντας στην άκρη του ορόφου βλέπαμε το θάλαμο των νεογέννητων, μια γιορτή ολόκληρος. Τα μωρά ροδοκόκκινα έκλαιγαν με όλα τους τα πνευμόνια, οι χαμογελαστές νοσοκόμες τα σήκωναν όρθια για να τα δείξουν στους ευτυχείς μπαμπάδες που τα φωτογράφιζαν, οι παππούδες δάκρυζαν, οι φίλοι κουνούσαν γαλάζια και ροζ μπαλόνια.

Μετά από 5 ώρες βαρέθηκα να ανεβοκατεβαίνω σαν παλαβή τον ίδιο όροφο κι άρχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω.
Ο θόρυβος όσο κατέβαινες, κατέβαινε κι αυτός. Η χαρά το ίδιο. Ελάχιστες φωνές έσπαγαν τη σιωπή που δεν μύριζε ταλκ αλλά χλωρίνη.

Στον τελευταίο διάδρομο η σιωπή ήταν τόσο παγερή που βάδιζα διστακτικά σαν να έκανα κάτι απαγορευμένο όταν στην άκρη του διαδρόμου είδα ένα θάλαμο πανομοιότυπο με τον γιορτινό του 4ου ορόφου. Κι αυτός γεμάτος νεογέννητα, μόνο που αυτά σώπαιναν σαν ψαράκια έξω απ΄το νερό. Όλα. Απ΄έξω ούτε μπαμπάδες, ούτε παπούδες, ούτε νονοί. Κοίταξα για το προσωπικό. Μόνο δυο νεαρές νοσοκόμες που άλλαζαν κάτι σεντόνια. Πλησίασα και κόλλησα τη μούρη μου στο τζάμι. Τότε άκουσα στο βάθος ένα μωράκι που κλαψούριζε- μια παραφωνία στη σιωπή των βρεφών.

Η εικόνα με καθήλωσε. Αποφάσισα να καθίσω απ΄εξω μέχρι να βγει μια νοσηλεύτρια να τη ρωτήσω, να μάθω. Σε δέκα λεπτά το ένα κορίτσι άνοιξε την πόρτα του θαλάμου. Έτρεξα.

-Δεσποινίς τι είναι εδώ; τη ρώτησα.
-Κέντρο βρεφών ΜΗΤΕΡΑ για εγκαταλελειμμένα, μου είπε με φωνή που βαριόταν.
-Και γιατί δεν κλαίνε τα βρέφη αυτά όπως τα άλλα στον 4ο; επέμεινα.
-Δυο άτομα είμαστε. Δεν κλαίνε γιατί ξέρουν ότι δεν υπάρχει κανείς να τα σηκώσει.

Έμεινα βουβή σαν ψάρι για ένα λεπτό. Μετά ξαναρώτησα
-Και το μωράκι στο βάθος γιατί κλαίει;

Το πρόσωπό της φωτίστηκε καθώς έσκασε ένα αθέλητο χαμόγελο.
-Ααααα αυτός; Αυτός είναι ο Γιαννάκης. Είναι κούκλος ο άτιμος. Όλες τον σηκώνουμε.

Αυτά είπε και έφυγε αγνοώντας ότι μου έδωσε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου.
Μαθαίνουμε λοιπόν από την ημέρα νούμερο 1 πάνω σ΄αυτή τη γη, τι μας περιμένει και προσαρμοζόμαστε. Μερικές φορές μέχρι θανάτου.