Φοβερό κακό καί ἐπικίνδυνη ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τήν ἀπονευρώνει μέ δολιότητα καί τήν παραδίνει παράλυτη στήν αἰώνια κόλαση. Εἶναι ὅμως κακό πού ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας θέληση. Εἶναι καρπός τῆς δικῆς μας προαιρέσεως.
Φοβερό κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀλλά ὄχι καί ἀθεράπευτο. Τό θεραπεύει εὔκολα ἡ μετάνοια. Ὅση ὥρα κρατάει κανείς στό χέρι του τή φωτιά, ὁπωσδήποτε καίγεται. Μόλις ὅμως τήν τινάξει, παύει νά καίγεται. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἁμαρτία• γιατί εἶναι κι αὐτή μία φωτιά πού κατακαίει τόν ἄνθρωπο. Γιά ὅσους μάλιστα δέν αἰσθάνονται αὐτό τό κάψιμο, λέει ἡ Γραφή: «μπορεῖ κανείς νά βάλει φωτιά μέσα στόν κόρφο του, δίχως τά ροῦχα του νά κάψει;» (Παροιμ. 6:27).
Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι κανένας ἐχθρός πού σέ πολεμάει ἀπ’ ἔξω, ἀλλά κακό πού φυτρώνει καί ἀναπτύσσεται μέσα σου. «Βλέπε μέ σωφροσύνη» (Παρ. 4:25), καί δέν θά νιώσεις αἰσχρή ἐπιθυμία. Νά θυμᾶσαι τή μέλλουσα κρίση, καί οὔτε πορνεία οὔτε μοιχεία οὔτε φόνος οὔτε ἄλλη παρανομία θά σέ κυριέψει ποτέ. Ὅταν ὅμως ξεχάσεις τόν Θεό, τότε θ’ ἀρχίσεις νά σκέφτεσαι πονηρά καί νά ἐνεργεῖς παράνομα.
Στήν ἁμαρτία σέ σπρώχνει ὁ παγκάκιστος διάβολος. Σέ σπρώχνει, μά δέν μπορεῖ νά σέ ἀναγκάσει ν’ ἁμαρτήσεις, ἄν ἐσύ ἀντιδράσεις. Δέν μπορεῖ νά σέ βλάψει, ἀκόμα κι ἄν χρόνια σέ σκανδαλίζει, ἄν ἐσύ ἔχεις τήν καρδιά σου κλειστή. Ἄν ὅμως χωρίς ἀντίδραση δεχθεῖς κάποια κακή ἐπιθυμία, πού σοῦ σπέρνει, θά σέ αἰχμαλωτίσει καί θά σέ ρίξει σέ βάραθρο ἁμαρτιῶν.
Ἴσως ὅμως νά πεῖς: Εἶμαι δυνατός στήν πίστη καί δέν θά μέ κυριέψει ἡ αἰσχρή ἐπιθυμία, ὅσο συχνά κι ἄν τή δεχθῶ. Ἀγνοεῖς, φαίνεται, ὅτι καί τήν πέτρα ἀκόμα τήν κομματιάζει πολλές φορές μία ρίζα πού εἶναι μέσα στή γῆ. Μή δέχεσαι λοιπόν τό σπόρο τῆς ἁμαρτίας, γιατί θά σοῦ διαλύσει τήν πίστη. Ξερίζωσε τό κακό πρίν ἀνθήσει, μήπως, δείχνοντας στήν ἀρχή ραθυμία, ἀργότερα τιμωρηθεῖς καί δοκιμάσεις τό τσεκούρι καί τή φωτιά. Φρόντισε νά γιατρευτεῖς ἔγκαιρα, ὅταν βρίσκεται στήν ἀρχή ἡ βλάβη τοῦ ματιοῦ, γιά νά μή γυρεύεις ἄσκοπα γιατρούς, ὅταν θά ἔχεις πιά τυφλωθεῖ.
Ὁ διάβολος, πού ἁμάρτησε πρῶτος, δημιουργεῖ ὅλα τά κακά. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ, ἀλλά ὁ Κύριος: «Ὁ διάβολος ἁμαρτάνει ἐξαρχῆς» (Α’ Ἰωάνν. 3:8). Κανείς δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπ’ αὐτόν. Ἁμάρτησε ὁ διάβολος χωρίς τίποτα νά τόν ἀναγκάσει, γιατί τότε ὑπεύθυνος γιά τήν ἁμαρτία θά ἦταν ὁ Θεός. Ἀπ’ Αὐτόν πλάστηκε ἀγαθός. Ἁμάρτησε ὅμως μέ τή δική του προαίρεση, καί, ἀπό τό ἔργο του, ὀνομάστηκε διάβολος. Γιατί, ἐνῶ πρῶτα ἦταν ἀρχάγγελος, κατάντησε ὕστερα νά διαβάλει, δηλαδή νά συκοφαντήσει τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους. Ἐπίσης, ἐνῶ στήν ἀρχή ἦταν πιστός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἔπειτα ἔγινε σατανᾶς, δηλαδή ἐχθρός καί ἀντίπαλός Του. Γιατί ἡ λέξη σατανᾶς ἑρμηνεύεται ἀντικείμενος, δηλαδή αὐτός πού βρίσκεται στήν ἀντίθετη πλευρά, ὁ ἀντίπαλος.
Ὁ διάβολος, μετά τήν πτώση του, ὁδήγησε πολλούς στήν ἀποστασία. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες σέ ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπ’ αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Αὐτός ὁδήγησε τόν προπάτορα στήν παρακοή καί στήν ἐξορία. Ἐξαιτίας του ὁ Ἀδάμ, ἀντί γιά τόν παράδεισο, πού καρποφοροῦσε θεσπέσιους καρπούς, κληρονόμησε τή γῆ, πού ἔβγαζε ἀγκάθια.
Τί θά γίνει τώρα;
Ἀπατηθήκαμε καί χάσαμε τόν παράδεισο. Δέν ὑπάρχει ἄραγε σωτηρία;
Τυφλωθήκαμε. Δέν θά ξαναδοῦμε ἄραγε τό φῶς;
Γίναμε ἀνάπηροι. Δέν θά ξανασταθοῦμε ἄραγε στά πόδια μας;
Μέ μιὰ λέξη, πεθάναμε. Ἄραγε δέν θ’ ἀναστηθοῦμε;
Ἀδελφέ μου, Αὐτός ποὺ ἀνέστησε ἀπό τόν τάφο τόν δίκαιο Λάζαρο, δέν ἔχει τή δύναμη ν’ ἀναστήσει πολύ εὐκολότερα ἐσένα, ποὺ εἶσαι ἀκόμα ζωντανός; Αὐτός ποὺ ἔχυσε τό αἷμα Του γιά μᾶς, δέν θά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία; Ἄς μήν ἀπελπιστοῦμε. Ἄς μή βυθιστοῦμε στήν ἀπόγνωση. Εἶναι φοβερό νά χάσουμε τήν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως. Ὅποιος δέν προσδοκᾶ τή σωτηρία, ἁμαρτάνει ἀσυλλόγιστα. Ὅποιος ὅμως ἐλπίζει σ’ αὐτήν, σπεύδει νά μετανοήσει.
Τό φίδι ἐγκαταλείπει τό παλιό του δέρμα. Ἐμεῖς δέν θά ἐγκαταλείψουμε τήν ἁμαρτία; Ἡ ἄκαρπη γῆ, ἄν καλλιεργηθεῖ μέ ἐπιμέλεια, μεταβάλλεται σέ καρποφόρα. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά διορθωθοῦμε;
Ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος, ἀπέραντα φιλάνθρωπος. Γι’ αὐτό μή λές: Πόρνευσα, μοίχευσα, ἁμάρτησα. Καί μάλιστα ὄχι μία φορά, ἀλλά πολλές. Ἄραγε θά μέ συγχωρήσει; Ἄραγε θά μέ ἀπαλλάξει ἀπό τήν καταδίκη; Ἄκουσε τί λέει ὁ ψαλμωδός: «Πόσο μεγάλη, Κύριε, εἶναι ἡ ἀγαθότητά σου!» (Ψαλμ. 30:20).
Τά ἁμαρτήματά σου ποτέ δέν νικοῦν τό μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Τά τραύματά σου ποτέ δέν ξεπερνοῦν τή θεραπευτική Του δύναμη. Μόνο παραδόσου σ’ Αὐτόν μέ πίστη. Ἐξομολογήσου τό πάθος σου. Πές κι ἐσύ μαζί μέ τόν Προφήτη Δαβίδ: «Θά ἐξομολογηθῶ μέ εἰλικρίνεια τήν ἀνομία μου στόν Κύριο». Θ’ ἀκολουθήσει τότε αὐτό πού ἀναφέρει στή συνέχεια ὁ ἴδιος στίχος: «Κι ἐσύ, Κύριε, συγχώρεσες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου» (Ψαλμ. 31:5).
Θέλεις νά γνωρίσεις τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί τό μέγεθος τῆς μακροθυμίας Του; Ἄκουσε τί ἔγινε μέ τόν Ἀδάμ: Ἔκανε παρακοή ὁ πρωτόπλαστος. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός νά τόν παραδώσει ἀμέσως στό θάνατο; Καί βέβαια μποροῦσε. Τί κάνει ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος; Τόν ἐξορίζει ἀπό τόν παράδεισο, ἀφοῦ ἦταν ἀνάξιος νά παραμένει πιά ἐκεῖ, ἀλλά τόν βάζει νά κατοικήσει ἀπέναντι, γιά νά βλέπει ἀπό ποῦ ξέπεσε καί τί ἔχασε καί ποῦ κατάντησε, ὥστε νά μετανοήσει καί νά σωθεῖ.
Ὁ Κάϊν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού γεννήθηκε, ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἐφευρέτης κακῶν, πρόδρομος ὅλων τῶν φθονερῶν καί τῶν φονιάδων. Ἐνῶ ὅμως σκότωσε τόν ἀδελφό του, σέ τί καταδικάστηκε; «Θά ζεῖς πλέον στενάζοντας καί τρέμοντας» (Γέν. 4:12). Φοβερό τό ἔγκλημα. Μικρή ὅμως ἡ καταδίκη.
Πραγματικά, μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν Κάϊν. Μεγαλύτερη ὅμως εἶναι τούτη: Θυμήσου τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἁμάρτησαν οἱ γίγαντες καί ἁπλώθηκε στή γῆ ὑπερβολική παρανομία. Τιμωρία της θά ἦταν ὁ κατακλυσμός. Μ’ αὐτόν ἀπειλεῖ ὁ Θεός. Τόν ἐξαπολύει ὅμως ὕστερ’ ἀπό ἑκατόν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια (Γέν. 6:3)!
Βλέπεις τό μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ; Αὐτό ποὺ πραγματοποίησε ὕστερ’ ἀπό ἑκατόν εἴκοσι χρόνια, δέν μποροῦσε νά τό πραγματοποιήσει ἀμέσως; Παράτεινε ὅμως τόσο πολύ τόν καιρό τῆς τιμωρίας, γιά νά δώσει χρόνο μετάνοιας. Ἄν μετανοοῦσαν οἱ ἁμαρτωλοί, ὁ Θεός δέν θά ἔστελνε τήν τρομερή καί δίκαιη τιμωρία.
Ἄς ἔρθουμε τώρα καί σέ παραδείγματα ἁμαρτωλῶν πού σώθηκαν μέ τή μετάνοια.
Ἴσως κάποια ἀπό τίς γυναῖκες νά πεῖ: Μόλυνα τήν ψυχή καί τό σῶμα μου μέ κάθε εἴδους ἀκολασίες. Ἄραγε μπορῶ νά σωθῶ;. Θυμήσου, γυναίκα, τή Ραάβ τήν πόρνη, καί προσδόκησε κι ἐσύ τή σωτηρία. Γιατί ἄν ἐκείνη, πού ἁμάρτανε φανερά καί μπροστά σέ ὅλους, σώθηκε μέ τή μετάνοια, δέν θά σωθεῖς κι ἐσύ μέ τόν ἴδιο τρόπο;
Ζήτησε νά μάθεις πῶς σώθηκε ἐκείνη. Αὐτό μόνο εἶπε: «Ὁ Θεός σας εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός στόν οὐρανό καί στή γῆ» (Ἰησ. Ναυῆ 2:11). Ἀπό τή βαθειά συναίσθηση τῆς ἀκολασίας της, δέν τόλμησε νά πεῖ, ὁ Θεός μου, ἀλλά ὁ Θεός σας. Ὁλοφάνερη ἔχει τή μαρτυρία τῆς σωτηρίας της στό στίχο τῶν Ψαλμῶν: «Θά θυμηθῶ τή Ραάβ καί τή Βαβυλώνα καί θά τίς συγκαταλέξω ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους πού μ’ ἀναγνωρίζουν» (Ψαλμ. 86:4).
Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Μνημονεύει καί τήν πόρνη μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Καί μάλιστα δέν λέει ἁπλά, «Θά θυμηθῶ τή Ραάβ καί τή Βαβυλώνα», ἀλλά προσθέτει «πού μ’ ἀναγνωρίζουν», οἱ ὁποῖες δηλαδή μέ γνωρίζουν καί μέ λατρεύουν.
Ὑπάρχει λοιπόν σωτηρία καί γιά τούς ἄνδρες καί γιά τίς γυναῖκες. Σωτηρία, τήν ὁποία προκαλεῖ ἡ μετάνοια.
Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα ἕνας ὁλόκληρος λαός ἁμαρτήσει, ἡ ἁμαρτωλότητά του δέν ξεπερνάει τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰσραηλιτικός λαός στήν ἔρημό τοῦ Σινᾶ λάτρεψε τό χρυσό μοσχάρι. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔπαψε τίς ἐκδηλώσεις τῆς φιλανθρωπίας Του. Οἱ ἄνθρωποι Τόν ἀρνήθηκαν. Ὁ Ἴδιος ὅμως δέν ἀρνήθηκε τόν ἑαυτό Του. Μολονότι λάτρεψαν τό εἴδωλο, δέν σταμάτησε νά τούς εὐεργετεῖ.
Καί τότε δέν ἁμάρτησε μόνο ὁ λαός. Ἁμάρτησε μαζί του καί ὁ Ἀαρών, ὁ ἀρχιερέας! Ἀναφέρει ὁ προφήτης Μωυσῆς: «Ἦταν πάρα πολύ ὀργισμένος ὁ Κύριος καί ἐναντίον τοῦ Ἀαρών τόσο, πού ἤθελε νά τόν ἐξοντώσει. Τότε, στή δύσκολη αὐτή ὥρα, προσευχήθηκα καί γιά τόν Ἀαρών, καί ὁ Θεός τόν συγχώρησε» (παράβαλλε Δευτ. 9:20).
Ἔσφαλε ὁ Δαβίδ. Καθώς σηκώθηκε τό δειλινό ἀπό τό κρεβάτι καί βημάτιζε στό δωμάτιο, κοίταζε ἀπρόσεκτα κι ἔπεσε σύντομα στό διπλό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας καί τοῦ φόνου. Δέν νεκρώθηκε ὅμως ἡ καλή του διάθεση ν’ ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του.
Ἦρθε ὁ προφήτης Νάθαν, γιά νά τόν ἐλέγξει καί νά γιατρέψει τό τραῦμα του. Ὁ ὑπήκοος εἶπε στό βασιλιά πὼς ἁμάρτησε βαριά καί πῶς ὁ Θεός ἦταν ὀργισμένος μαζί του. Ὁ πορφυροφόρος Δαβίδ δέν ἀγανάκτησε. Δέν στάθηκε στό πρόσωπο τοῦ Προφήτη, ἀλλά ὕψωσε τή σκέψη σ’ Αὐτόν πού τόν ἔστειλε. Δέν τόν σκλήρυνε ὁ ἐγωισμός τῆς ἐξουσίας πάνω σέ τόσο πλῆθος στρατιωτῶν, πού εἶχε γύρω του, γιατί ἔφερε στό νοῦ τοῦ τόν ἀγγελικό στρατό τοῦ Κυρίου. Δοκίμασε ἀγωνία, νιώθοντας σάν ὁρατό τόν Ἀόρατο. Καί ἀπάντησε στόν Προφήτη, ἤ μᾶλλον στόν ἴδιο τόν Θεό, πού τόν ἔστειλε: «Ἁμάρτησα στόν Κύριο!» (Β’ Βασ. 12:13).
Βλέπεις τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ βασιλιᾶ; Βλέπεις τήν ἐξομολόγησή του; Μήπως εἶχε ποτέ πρίν ἐλεγχθεῖ ἀπό κανένα; Μήπως εἶχαν μάθει τήν ἁμαρτία του πολλοί; Ἁμάρτησε, κι ἀμέσως ὁ προφήτης παρουσιάστηκε. Μόλις τοῦ ἀπήγγειλε τήν κατηγορία, ὁ φταίχτης ὁμολόγησε τό σφάλμα του. Καί ἐπειδή τό ὁμολόγησε μέ εἰλικρινῆ μετάνοια, γρήγορα ἐκδηλώθηκε καί ἡ θεραπεία, ἡ συγχώρηση.
Ὁ προφήτης Νάθαν παρηγόρησε τόν Δαβίδ μέ τήν ἀναγγελία τῆς συγχωρήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τή μετάνοια. Ἀντί γιά βασιλική πορφύρα, ντύθηκε πένθιμο δουλικό σάκκο. Ἀντί σέ χρυσοστόλιστο θρόνο, κάθησε πάνω σέ χῶμα καί στάχτη. Καί δέν κάθησε μόνο πάνω σέ στάχτη, ἀλλά καί ἔφαγε στάχτη, καθώς ὁ ἴδιος λέει: «Τρώω στάχτη ἀντί γιά ψωμί καί τό νερό πού πίνω τό ἀνακατεύω μέ τά δάκρυά μου» (Ψαλμ. 101:10).
Ἔλιωσε ἀπ’ τά δάκρυα τά μάτια του, πού ἔγιναν ἀφορμή νά συλλάβει τήν αἰσχρή ἐπιθυμία: «Κάθε νύχτα λούζω τό κρεβάτι μου καί βρέχω τό στρῶμα μου μέ δάκρυα» (Ψαλμ. 6:7).
Οἱ ἄρχοντες τόν παρακαλοῦσαν νά διακόψει τή νηστεία. Αὐτός ὅμως δέν ὑποχωροῦσε. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα νήστεψε ἀπό κάθε τροφή. Ἄν λοιπόν ἕνας βασιλιάς μέ τέτοιο τρόπο ἐκδήλωνε τή μετάνοιά του, ἐσύ, ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, δέν θά ἐξομολογηθεῖς;
Ἀργότερα πάλι, ὅταν ἐπαναστάτησε ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἐνῶ ὑπῆρχαν πολλοί ἄλλοι δρόμοι διαφυγῆς, ὁ Δαβίδ προτίμησε νά γλυτώσει φεύγοντας πρός τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Σάν νά προσευχόταν ἔτσι στό Λυτρωτή, πού ἔμελλε ἀπό κεῖ νά ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς. Στή δύσκολη μάλιστα ἐκείνη περίσταση, ὁ Σεμεΐ ἄρχισε νά βρίζει καί νά καταριέται τό βασιλιά. Ὁ Δαβίδ ὅμως τόν ἀντιμετώπιζε μέ ταπείνωση καί μακροθυμία, λέγοντας: «Ἀφῆστε τον! Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά μέ καταριέται» (Β’ Βασ. 16:10). Γιατί ἤξερε πὼς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες ἐκείνου πού συγχωρεῖ τούς ἄλλους.
Βλέπεις τήν ὠφέλεια τῆς ἐξομολογήσεως; Βλέπεις ὅτι σώζονται ὅσοι μετανοοῦν;
Ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιάς τῆς Σαμάρειας, ὑπῆρξε ὑπερβολικά παράνομος, εἰδωλολάτρης, προφητοκτόνος, ἀσεβὴς καί ἄδικος. Ὅταν ὅμως μέ τή Βασίλισσα Ἰεζάβελ σκότωσε τόν Ναβουθαί καί ἦρθε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τόν ἀπείλησε, ἀμέσως ἔδειξε μετάνοια. Ξέσκισε τή βασιλική ἐνδυμασία καί φόρεσε τόν πένθιμο σάκκο. Τί εἶπε τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός στόν Ἠλία; «Βλέπεις τή μετάνοια τοῦ Ἀχαάβ; δέν θά τόν τιμωρήσω!» (παράβαλλε Γ΄ Βασ. 20:29).
Συγχωρεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεός τόν Ἀχαάβ, μολονότι ἔμελλε ἐκεῖνος νά συνεχίσει τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, βέβαια, δέν ἀγνοοῦσε τό μέλλον του, ἀλλά τώρα, στόν καιρό τῆς μετάνοιας, τοῦ χαρίζει τήν ἀνάλογη συγχώρηση. Εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ δικαίου δικαστῆ νά ἀνταποκρίνεται κατάλληλα σέ κάθε περίσταση πού παρουσιάζεται.
Ὁ βασιλιάς Ἱεροβοάμ τελοῦσε θυσίες στό βωμό τῶν εἰδώλων. Ἐπειδή πρόσταξε νά συλλάβουν τόν Προφήτη, πού τόν κατέκρινε γιά τήν εἰδωλολατρία, τό χέρι του ἔμεινε ξερό. Μόλις δοκίμασε τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ, παρακάλεσε τόν Προφήτη: «Προσευχήσου στόν Κύριο γιά μένα» (Γ’ Βασ. 13:6). Ἀποτέλεσμα τῆς μετάνοιας ἦταν νά γιατρευτεῖ τό χέρι του. Ἄν ὁ προφήτης γιάτρεψε τόν Ἱεροβοάμ, ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά σώσει ἐσένα, συγχωρώντας τίς ἁμαρτίες σου;
Ὑπερβολικά ἁμαρτωλός ὑπῆρξε καί ὁ Μανασσῆς. Πρόσταξε καί πριόνισαν τόν Ἠσαΐα. Μολύνθηκε μέ τήν εἰδωλολατρία. Πλημμύρισε τήν Ἱερουσαλήμ μέ αἵματα ἀθώων. Ὅταν ὅμως ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στή Βαβυλώνα καί δοκίμασε τήν τιμωρία, ἔσπευσε νά θεραπευθεῖ μέ τή μετάνοια. Λέει ἡ Γραφή: «Ταπεινώθηκε βαθιά ὁ Μανασσῆς ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων του καί ζήτησε τό ἔλεός Του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τή θερμή του προσευχή, τόν ἐπανέφερε στήν Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ξαναχάρισε τό θρόνο του» (Β’ Παραλ. 33:12-13). Ἄν σώθηκε μέ τή μετάνοια αὐτός ποὺ πριόνισε τόν Προφήτη, ἐσύ, ποὺ ἀσφαλῶς δέν ἁμάρτησες τόσο φρικτά, δέν θά σωθεῖς; Πρόσεξε, νά μήν ἀμφιβάλλεις γιά τή δύναμη τῆς μετάνοιας.
Ἡ ἐξομολόγηση μπορεῖ καί τή φωτιά νά σβήσει καί τά θηρία νά ἡμερέψει. Ἄν ἀμφιβάλλεις, θυμήσου τί ἔγινε μέ τόν Ἀνανία, τόν Ἀζαρία καί τόν Μισαήλ μέσα στό καμίνι τῆς Βαβυλώνας. Πόσες βρύσες θά μποροῦσαν νά σβήσουν τή φλόγα ποὺ ἀνέβαινε σέ ὕψος σαράντα ἐννέα πήχεων; Ὅπου ὅμως ὑψωνόταν ἡ τεράστια φλόγα, ἐκεῖ σάν ποτάμι ξεχύθηκε ἡ πίστη τῶν τριῶν νέων καί ἐκεῖ ἀκούστηκε ἡ προσευχή τῆς μετανοίας: «Δίκαιος εἶσαι, Κύριε, γιά ὅλα ὅσα ἐπέτρεψες νά πάθουμε, γιατί ἁμαρτήσαμε καί ἀνομήσαμε» (Δὰνιήλ, Προσ. Ἀζαρία: 3, 5).
Ἡ μετάνοια διέλυσε τή φλόγα! Βεβαιώσου ἀπ’ αὐτό γιά τή δύναμή της νά σβήνει καί τή φλόγα τῆς κολάσεως.
Ἴσως ὅμως νά πεῖ κάποιος προσεκτικός ἀναγνώστης: Ὁ Θεός ἔσωσε τούς τρεῖς νέους ὄχι γιά τή μετάνοιά τους, ἀλλά γιά τήν πίστη τους. Ἐπειδή ὑπάρχει κι αὐτό τό ἐνδεχόμενο, θά σᾶς παρουσιάσω καί μίαν ἄλλη περίπτωση.
Τί γνώμη ἔχετε γιά τόν Ναβουχοδονόσορ; δέν μάθατε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ἦταν ἄγριος, αἱμοβόρος, σκληρόκαρδος; δέν ἀκούσατε ὅτι κατέστρεψε τάφους καί ξέθαψε λείψανα βασιλιάδων; δέν ἀκούσατε ὅτι ὁλόκληρο λαό ἔσυρε στήν αἰχμαλωσία; δέν ἀκούσατε ὅτι τύφλωσε τό βασιλιά, ἀφοῦ πρῶτα τόν ὑποχρέωσε νά δεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν του; δέν ἀκούσατε ὅτι συνέτριψε τά Χερουβείμ; (δέν ἐννοῶ, βέβαια, τούς ἀγγέλους μή σκεφτεῖ κανείς τίποτα τέτοιο. Ἐννοῶ τά γλυπτά, πού κάλυπταν τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, ἀπ’ ὅπου ἀκουγόταν ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ). Ὁ Ναβουχοδονόσορ βεβήλωσε ἀκόμα καί τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ. Πῆρε τό ἅγιο θυμιατήρι καί τό ἔστειλε σέ εἰδώλειο. Ἅρπαξε ὅλες τίς ἱερές προσφορές. Ἔβαλε φωτιά κι ἔκαψε τό Ναό ἀπό τά θεμέλια (Β’ Παραλ. 36:11-21).
Μέ πόσες τιμωρίες ἄξιζε νά τιμωρηθεῖ αὐτός ποὺ σκότωσε βασιλιάδες, ποὺ ἔκαψε ἱερά, ποὺ αἰχμαλώτισε τό λαό, ποὺ τοποθέτησε ἅγια σκευή τοῦ Ναοῦ ἀνάμεσα στά εἴδωλα; δέν θά ἦταν ἄξιος νά θανατωθεῖ χίλιες φορές;
Γνωρίσατε ὡς ἐδῶ τό πλῆθος τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Ναβουχοδονόσορ. Ἐλᾶτε τώρα νά μάθετε καί τοῦ Θεοῦ τή φιλανθρωπία.
Τιμωρήθηκε ὁ θηριώδης βασιλιάς νά ζεῖ σάν ἄγριο θηρίο μέσα στήν ἔρημο. Τιμωρήθηκε ὅμως μ’ αὐτόν τόν τρόπο γιά νά σωθεῖ. Ἔβγαλε νύχια καί τρίχες σάν αὐτά πού ἔχει τό λιοντάρι, γιατί πρίν σάν λιοντάρι ἅρπαζε τά ἅγια καί οὔρλιαζε. Ἔτρωγε χόρτα σάν τό βόδι, γιατί πρίν σάν βόδι ζοῦσε, ἀγνοώντας τόν ἀληθινό Θεό, πού τοῦ εἶχε χαρίσει τό βασιλικό ἀξίωμα. Ὅταν ὅμως μέ τίς παιδαγωγικές αὐτές τιμωρίες ἀναγνώρισε τόν ὕψιστον Θεό καί προσευχήθηκε καί μετανόησε, τότε Ἐκεῖνος τοῦ χάρισε πάλι τό ἀξίωμά του (Δαν. 4:26-34).
Στόν Ναβουχοδονόσορ, πού ἁμάρτησε τόσο φοβερά καί μετανόησε, χάρισε ὁ Θεός τή συγχώρηση καί τή βασιλεία. Ἄν λοιπόν κι ἐσύ μετανοήσεις καί ζήσεις χριστιανικά, δέν θά σού χαρίσει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος. Γρήγορος στή συγχώρηση. Ἀργός στήν τιμωρία. Κανείς λοιπόν ἄς μήν ἀπελπίζεται γιά τή σωτηρία του.
Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, φοβήθηκε μία δούλη κι ἀρνήθηκε τρεῖς φορές τό Χριστό. Μεταμελήθηκε ὅμως κι ἔκλαψε πικρά (Ματθαῖος 26:69-75). Τό κλάμα φανέρωνε τήν ὁλόψυχή του μετάνοια. Γι’ αὐτό δέν ἔλαβε μόνο τή συγχώρηση γιά τήν ἄρνηση, ἀλλά καί τήν ἀποκατάσταση στό ἀποστολικό ἀξίωμα.
Ἔχοντας λοιπόν, ἀδελφοί, τόσα παραδείγματα ἀνθρώπων πού ἁμάρτησαν καί μετανόησαν καί σώθηκαν, πρόθυμα κι ἐσεῖς νά μετανοεῖτε καί νά ἐξομολογεῖσθε. Ἔτσι θά λάβετε τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σας καί θ’ ἀξιωθεῖτε νά κληρονομήσετε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ ὅλους τοὺς ἁγίους.