Αγία Φιλοθέη «Η κυρά των Αθηνών»
Αγία Φιλοθέη
«Η κυρά των Αθηνών»
Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Λόγοι Α’
Εκδόσεις Αρμός 1999
Σήμερα, που μάθαμε όλοι, δυστυχώς, στις ευκολίες, στερούμεθα αυτής της χάρης. Μπορεί να έχομε άλλη χάρη από το φαγητό ή από οτιδήποτε άλλο, αλλά αυτή η θεία χάρις σπανίζει και γι’ αυτό είναι άδειες οι ψυχές μας, και δυσκολεμένες και ανικανοποίητες και γκρινιάζουν μετά. Γκρινιάζουν και φωνάζουν, γιατί θέλουν τον Κύριο. Η ψυχή μας η ίδια διαμαρτύρεται, το ξέρετε αυτό; Είναι χριστιανή ορθόδοξη καθολικώς διαμαρτυρόμενη . . . Διαμαρτύρεται η ψυχή μας, γιατί δεν της δίνουμε αυτό που θέλει. Και στη Δευτέρα Παρουσία, που θα έχουμε μεθαύριο την Κυριακή της Απόκρεω την ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας και της αδέκαστου κρίσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ποιος θα μας κρίνει; Η ίδια η ψυχή μας. Η ίδια η ψυχή μας θα μας κρίνει αμερόληπτα και με δικαιοσύνη. Έτσι είναι, η ψυχή μας ζητάει τον Κύριο και εμείς πολλές φορές δεν της δίνουμε τίποτα, ή της δίνουμε ψίχουλα ή φυτοζωούμε. Και εκείνη τι κάνει; Παραπονείται πια, μελαγχολεί, δυσκολεύεται και ταλαιπωρείται.
Και βλέπετε σήμερα, πόσοι από μας υποφέρουν από μελαγχολία, από κατάθλιψη, από ψυχολογικά προβλήματα, από τόσα άλλα. Υπάρχουν και μερικά που είναι αληθινά. Αλλά υπάρχουν και άλλα που είναι φανταστικά, δηλαδή μπορούμε να τα αποφύγουμε. Μπορούμε να γλυτώσουμε, μπορούμε να απαλλαγούμε. Γιατί ο Χριστός μας είναι ο θεραπευτής των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εκείνος είναι η ειρήνη μας, είναι η χαρά μας, είναι η πρώτη και η στερνή μας αγάπη, είναι το άλφα και το ωμέγα της ζωής μας, είναι ο πιο δικός απ’ τους δικούς μας, αφού υφιστάμεθα σύγκραση με αυτόν, δηλαδή γινόμεθα ένα. Δια της θείας μεταλήψεως το Αίμα του γίνεται αίμα μας και το Σώμα του γίνεται σώμα μας. Κι ας τραγουδάμε «Σώμα μου πλασμένο από πηλό» ή από κιλό! Έτσι είναι, αδελφοί μου, το Σώμα του γίνεται σώμα μας. Γιατί; Κατά την πτώση του άνθρωπου πιο πολύ υπέφερε η ψυχή του, αλλά και το σώμα δεν πήγαινε πίσω. Απέθανε το σώμα. Και “επιστρέφει εις γην εξ ης ελήφθη”. Γι’ αυτό και το καημένο ταλαιπωρείται τόσο πολύ, υποφέρει τόσο πολύ. Μόνο ο Χριστός μας ξέρει τι υποφέρει το σώμα μας και, περισσότερο, τι υποφέρει η ψυχή μας. Και αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος και ο κατάλληλος να μας καταλάβει στα πάντα. Και στα ακαταλαβίστικα ακόμη, και στα ανείπωτα ακόμη. Και σε κείνα τα οποία εμείς δεν γνωρίζουμε και δεν ξέρουμε για τον εαυτό μας. Λέμε ότι ξέρουμε για τον εαυτό μας, τι ξέρουμε; Τίποτα δεν ξέρουμε. Ο Χριστός μας ξέρει από μέσα, απ’ έξω κι ανακατωτά, όπως έλεγαν οι παλαιοί. Βέβαια, εκείνος μας ξέρει. Γι’ αυτό και όπως το είπε ωραία η Εκκλησία προηγουμένως, “εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα”. Δεν λέει μόνο “την ψυχήν”, δεν είναι μονοφυσίτισσα η Εκκλησία, λέει “την ζωήν ημών”, όλα τα στοιχεία του βίου μας, την ψυχή μας, το σώμα μας, τα πράγματά μας, τους αδελφούς μας, τους φίλους μας, τους εχθρούς μας, την πλάση ολόκληρη. Όλα “Χριστώ τω θεώ παραθώμεθα”, τα κουβαλάμε στην Εκκλησία και τα παραθέτομε στο Σώμα του Χριστου, κατά τη θυσία και την Ευχαριστία, αλλά και κατά την προσευχή. Τ’ αφήνουμε εκεί, λέμε πολλές φορές, τι κάνουμε εμείς οι καημένοι, παίζοντάς το έξυπνοι λέμε, “θα το τακτοποιήσω εγώ αυτό, θα το σκεφτώ και θα σου πω”. “Εντάξει, μπορεί καμιά φορά νάναι κανείς ξύπνιος και νάναι και φωτισμένος. Αυτό είναι καλό βέβαια, και να μπορεί να το τακτοποιήσει. “Αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε και για τον εαυτό μας και για τους άλλους και για όλα, είναι να τα αναθέτομε στο Χριστό. Δεν είναι εύκολο αυτό, αδελφοί μου. Εδώ μια προσευχούλα πάμε να κάνουμε και σκορπίζει ο νους μας. Αρχίζει η βιοτική μέριμνα, αρχίζει ο νους μας και μας πάει από δώ κι από κει, και κείνη την ώρα θα θυμηθούμε τι θα μαγειρέψουμε, τι θα φορέσουμε, που θα πάμε, ποιόν θα πάρουμε τηλέφωνο, και τι μας είπανε, τι δεν είπαμε. Έτσι είναι, είναι σκόπιμο. Σκόπιμο είναι, δεν το βλέπετε αδελφοί μου; Διότι κατά την ώρα της προσευχής τι κάνουμε; Αφηνόμαστε στο Θεό, παραδινόμαστε στον Κύριο. Έρχεται πάνω μας η χάρη, μας αγκαλιάζει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας ασπάζεται, μας θεραπεύει, μας κανακεύει. Βέβαια, είναι πολύ σημαντικό αυτό. Γι’ αυτό και ο διάβολος και ο παλαιός άνθρωπος που έχουμε μέσα μας αντιστέκονται. Εάν διαβάζαμε κάτι άλλο που μας ευχαριστούσε και ήταν κακό μπορεί να καθόμαστε μέχρι το πρωί. Παλιά παίρναμε κάποια περιοδικά και τα διαβάζαμε με το φακό κάτω από το κρεβάτι, κάτω απ’ τα ρούχα. Και τα βάζαμε πολλές φορές κάτω από το στρώμα. Λοιπόν, διαβάζαμε και δεν μας έπιανε ύπνος. Όταν ήταν να διαβάσουμε όμως κάτι θρησκευτικό, κάτι πνευματικό, αμέσως ερχότανε. Αυτό σημαίνει ότι είναι κάποιος άλλος που ενεργεί αυτά τα πράγματα, ή συνεργεί, τουλάχιστον, σ’ αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό λέει κάπου ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θα μας μαλώσει η αγία Φιλοθέη, αλλά δεν πειράζει, “αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ’ υμών”. Αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από κοντά σας. Εδώ ακούει τα θεία ρήματα, πολλοί προσευχόμεθα με δικά μας λόγια -είναι κι αυτό καλό- αλλά ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέει να κάνουμε προθέρμανση μ’ αυτό, και μετά να προσευχόμεθα με τις προσευχές της Εκκλησίας. Γιατί είναι ακολουθίες, είναι κοινοτική προσευχή, είναι η προσευχή της κοινότητος, είναι η μαζική προσευχή, είναι η προσευχή της Εκκλησίας και είναι μυριόστομος και είναι γραμμένη εν αγίω Πνεύματι. Πολλές φορές δεν ξέρομε πως να προσευχηθούμε, αδελφοί μου, εύκολο είναι; Λέμε τα δικά μας, ωραία, από κει και πέρα προσευχόμεθα με την προσευχή της Εκκλησίας. Διαβάζοντας ένα Απόδειπνο, διαβάζοντας την Παράκληση, διαβάζοντας μιαν ευχή, τόσες ευχές έχει το Ωρολόγιον, και τα άλλα βιβλία, και η Σύνοψις και ο Συνέκδημος ο Ιερός. Βρίσκουμε, τώρα εγέμισε πια ο τόπος βιβλία, βιβλία πνευματικά πάρα πολλά, σε σημείο που μερικοί που τ’ αγοράζουν αλλά δεν έχουν που να τα βάλουν. Τόκανα και γω παλαιότερα, αλλά λέω, άστο δεν πειράζει.
Λοιπόν, είναι πάρα πολλά τα βιβλία, ε, ο καθένας δεν θα τα πάρει όλα, θα πάρει αυτά που του ταιριάζουν, αυτά που χρειάζεται, τα φάρμακα προς θεραπείαν. Όπως στο Φαρμακείο όταν πάμε, όλα τα φάρμακα είναι καλά, αν τα πάρουμε όλα τα φάρμακα όμως και τα χρησιμοποιήσουμε πολύ περισσότερο και όλα, θα ντοπαριστούμε, θα δηλητηριαστούμε, θα πεθάνουμε. Έτσι είναι. Εδώ διαλέγουν. Γιατί υπάρχουν και μερικά βιβλία, προσέξτε το αυτό, τα οποία δεν είναι για μας. Μπορεί νάναι για άλλους. Σίγουρα. Τι κάνουμε μερικοί; Το παίρνουμε, το διαβάζομε, πέφτουμε στην απελπισία, έρχεται ο διάβολος και λέει: “Είδες, εσύ δεν είσαι τίποτα. Τι ήταν αυτοί; Τι μεγάλοι, τι σπουδαίοι, τι τρανοί, τι άγιοι, τι σοφοί!”. Και αντί να μας ρίξει στην ταπεινοφροσύνη, που είναι το καλύτερο, να πούμε, “εμείς, Κύριε, δεν είμαστε τίποτα, αυτοί έκαναν τόσα για την αγάπη σου. κι άλλα που δεν ξέρουμε. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα και πέφτω στα πόδια σου και σε προσκυνώ και σου λέω, ελέησόν με Κύριε, ελέησε με Κύριε, εγώ δεν έχω κάνει τίποτα. Αλλά μόνο για το λόγο αυτό που σου λέω, ελέησόν με, συγχώρεσε με”. Και μετά επικαλούμεθα και την ευχή του αγίου, του οποίου διαβάζουμε το βιβλίο και την προστασία του και την μεσιτεία του και την παρουσία του. Έτσι είναι καλή αντιμετώπιση. Αλλά όταν αρχίσει ο άλλος και βάζει και πει : «Εσύ δεν είσαι τίποτα» και μας πιάνει μια μαύρη απελπισία, μια μελαγχολία.
Μια φορά ήταν ένας καλόγερος στο Άγιον Όρος και διάβαζε του αγίου Εφραίμ του Σύρου -Πανεπιστήμιο ο άγιος Εφραίμ, βεβαία, μεγάλη προσωπικότης- και ήρθε σε δύσκολη θέση ο καημένος, πήγε να του στρίψει κι ήταν και μόνος του. Και καθώς εκεί πάρα πολύ είχε δυσκολευτεί, πιάνει και ανάβει μια φωτιά και καίει το βιβλίο και λέει: “Προκειμένου να με κάψεις εσύ, σε καίω εγώ να ησυχάσω”. Σοφή κίνηση, ο Θεός τον εφώτισε. Κι ας εχάθη το βιβλίο. Το βιβλίο είναι μέσον, η σωτηρία του άνθρωπου είναι σκοπός.
Έτσι, λοιπόν, τον 16ο αιώνα, τον πιο σκοτεινό αιώνα της Τουρκοκρατίας, έζησε, έλαμψε, έδρασε, εθαυματούργησε και εμαρτύρησε η οσία και μάρτυς Φιλοθέη η Αθηναία. Οι γονείς της δεν είχαν παιδί. Η μητέρα της η Συρίγω παρακαλούσε ολόθερμα την Παναγία, επί πολλά χρόνια, χωρίς να χάνει την πίστη της και την ελπίδα της. Παρακαλούσε τη Θεοτόκο Μαρία, «Δος μου και μένα, κυρά Παναγιά, ένα παιδάκι και γω σε σένα θα το χαρίσω». Επέμενε, επέμενε, επέμενε και πάει μια μέρα στην εκκλησία της Παναγίας και προσευχότανε. Κι απ’ την πολλή προσευχή και τον κόπο αποκοιμήθηκε και τότε βλέπει να βγαίνει από την εικόνα της Παναγίας ένα φως υπέρλαμπρο και να μπαίνει στην κοιλιά της. Κατάλαβε, σε λίγες μέρες έμεινε έγκυος και σε εννέα μήνες εγέννησε την κόρη που την ονόμασε Ριγούλα ή Ρηγίλλη – η πλατεία Ρηγίλλης είναι η πλατεία της αγίας Φιλοθέης.
Και την εμεγάλωσε με αγάπη, με στοργή και εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Και όταν έφτασε δώδεκα ετών την επάντρεψε με κάποιον κακότροπο και σκληροτράχηλο άνθρωπο. Η αγία δεν το ήθελε αυτό, αλλά έκανε υπακοή στους γονείς της. Λέει, τόσα τράβηξαν οι καημένοι, τόσες προσευχές, τόσους κόπους να με μεγαλώσουν και τώρα να τους πικράνω; Που είναι εκείνοι που εύκολα πικραίνουμε τους γονείς μας; Και λέμε ότι δεν ξέρουν. Ότι δεν καταλαβαίνουν. .. Ε, αυτοί μας έφεραν στην ύπαρξη, λέει ο πατέρας μου ο καημένος, ο γονιός και γουρουνίσια μύτη να έχει, να τον σέβεσαι. Αυτός σε έφερε στον κόσμο με τη βοήθεια, βέβαια, του Θεού.
Έκανε, λοιπόν, η Ριγούλα υπακοή στους γονείς της. Δεν ήθελε να τους θλίψει και να τους στενοχωρήσει. Αυτό είναι χριστιανική καρδιά, αυτό είναι στοργή, αυτό είναι απαλότητα, αυτό είναι ευγένεια ορθόδοξη. Και πέρασε μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Ήτανε ένα σκέτο μαρτύριο γι’ αυτήν. Δεν του κράτησε κακία, προσευχόταν μονάχα στο Θεό ολόθερμα να τον αλλάξει. Όχι να τον πάρει και να τον καταστρέψει, που λέμε εμείς πολλές φορές, να τον εξαφανίσει. «Χριστέ μου, ελέησέ τον, άλλαξέ τον, μεταποίησέ τον». Αλλά εκείνος δεν άλλαζε. Κι ο Χριστός τότε επενέβη, παρενέβη και τον πήρε. Η αγία δεν ευχόταν αυτό. Αλλά ο Χριστός που έβλεπε πως δεν άλλαζε, έκανε αυτό που έκανε.
Εμείς, λοιπόν, να ευχόμεθα αγαθά για όλους, και για τους εχθρούς μας. Βέβαια, είναι μερικοί, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν τόσο, ίσως εμείς ταλαιπωρούμε άλλους, που λέμε, «Θεέ μου πάρτον, ή πάρε εμένα. Πως θ’ αντέξω, τι θα κάνω;». Και θυμάμαι έλεγε ο γέροντας Πορφύριος, νάχουμε κι αυτή την ευχή, ήταν κάποιος που πήγαινε στο μοναστήρι, και τους ταλαιπωρούσε, τους έβριζε, τους φώναζε, τους αναστάτωνε, τους σύγχυζε. Και τι να κάνουν, κι οι αδελφές κι οι άλλοι που ήταν μαζί, του λένε. «Γέροντα τι να κάνουμε, να καλέσουμε την Αστυνομία, να του κάνουμε μήνυση». «Βρέ έτσι είμαστε οι χριστιανοί, λέει ο γέροντας, άλλο βρε θα κάνουμε, θα πάρουμε τα κομποσκοίνια όλοι, και να κάνουμε προσευχή γι’ αυτόν τον άνθρωπο και να πούμε στο Χριστό μας να του δώσει όλα τα καλά. Να μην του στερήσει σε τίποτα, ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό». Και επέμειναν ώρα πολλή. Ε, ο άνθρωπος αυτός δεν ξαναήρθε. Ενώ εάν έχουμε μίσος, το μίσος γεννά μίσος. Και το γινάτι βγάζει και μάτι. Είναι υψηλά και δύσκολα αυτά, το καταλαβαίνω. Κάποτε μπορεί να χρειαστεί να φωνάξουμε, σίγουρα, αλλά λέμε ποια πρέπει να είναι η διάθεσή μας. Ποιές πρέπει να είναι οι κινήσεις μας. Τουλάχιστον δεν μπορούμε ούτε να συγχωρήσουμε, ε, ας προσπαθήσουμε λιγάκι να έρθουμε στη θέση του άλλου. Είναι σημαντικό αυτό. Γιατί ο άλλος είναι δέσμιος από τον διάβολο. Είναι όργανο, είναι πιόνι στα χέρια του. Και τον κάνει ότι θέλει. Και χτυπάει και μας. Γι’ αυτό πάντοτε πίσω από τον όποιο δυσκολεμένο αδελφό μας και από τον ίδιο τον εαυτό μας, ας βλέπομε τον αρχέκακο, ας βλέπομε εκείνον, ο οποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους και ο πατήρ του κακού και της αδικίας, και χρησιμοποιεί τους ανθρώπους πολλές φορές και μας τους αδύνατους ως όργανα του. και να μας καταστρέψει, αλλά και περισσότερο, να πικράνει τον Κύριο. Το βλέπομε και στον εαυτό μας. Αν μισούμε κάποιον και δεν θέλουμε, κοιτάμε να κάνουμε τα πάντα με λόγια και έργα προκειμένου να τον πικράνουμε. Αν κάποιον δεν χωνεύουμε, κι αν κάποιος μας στενοχωρεί και βρεθούμε σε αντιπαράθεση λέμε τις χειρότερες κουβέντες, τις πικρότερες κουβέντες, τις πιο φαρμακερές κουβέντες, που κάνουνε μέγα κακό. Γι’ αυτό λέει ο προφήτης Δαυίδ, «εν εμοί εταράχθη η καρδία μου» στον 142ο Ψαλμό. Κράτησα μέσα μου την ταραχή και δεν την έβγαλα προς τα έξω. Πόσο σπουδαίο είναι και πόσο δύσκολο είναι αυτό!
Κάποτε, θα μας μαλώσει πάλι η αγία Φιλοθέη, αλλά κι αυτή σχολείο είχε, και μάλιστα το πρώτο σχολείο θηλέων στον κόσμο, τον 16ο αιώνα εδώ στην Αθήνα, που όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Γι’ αυτό και προηγουμένως κάναμε τρισάγιο υπέρ πάντων των διδασκάλων του Γένους, του ορθοδόξου Γένους ημών, κληρικών μοναχών και λαϊκών και υπέρ πάντων των συντελεστών της Παιδείας. Βέβαια, το πρώτο σχολείο θηλέων το έκανε η αγία Φιλοθέη.
Κάποτε ένας τσομπάνης είχε κουμπάρο ένα λύκο. Μύθος είναι, αλλά κρύπτει αλήθειες. Και το βράδυ που τελειώναν τις δουλειές τους, πήγαιναν και κοιμούνταν παρέα στη σπηλιά. Έχουμε όλοι ανάγκη από μια παρέα, από μια συντροφιά, έχομε τον αόρατο Θεό και τους αγίους, αλλά θέλουμε και να βλέπουμε και να ακούμε και να αισθανόμεθα. Πολλές φορές μερικοί αγοράζουν ένα σκυλάκι ή έχουν ένα γατί, καλό κάνει και αυτό, φτάνει να μη γίνεται λατρεία και ξεχνάμε το Θεό και τους ανθρώπους. Χρειάζεται κι αυτό. Άλλωστε το σκυλάκι είναι τόσο φιλότιμο, μας υποδέχεται, ενώ καμιά φορά ο σύντροφος μας μας υποδέχεται ρίχνοντας επάνω μας το γιούκο.
Και μια μέρα εκχύνεται ο λύκος και είχε φάει σκόρδο. Και του λέει το βράδυ ο κουμπάρος του ο τσομπάνης. «Κουμπάρε, βρωμάνε τα χνώτα σου». Του κακοφάνηκε του λύκου. Απλή κουβέντα ήτανε, αλλά οι άνθρωποι είμαστε τόσο εγωιστές -εδώ ο λύκος συμβολίζει, παρομοιάζει άνθρωπο-, τόσο εγωιστές που δεν δεχόμαστε τίποτα, και δεν αντέχουμε τίποτα. Και ο λύκος ελυπήθη σφόδρα και του λέει μια στιγμή, που ήταν πολύ θυμωμένος κι έτοιμος να του χυμήξει, «Πάρε κουμπάρε το τσεκούρι και δώσε μου μια τσεκουριά στην πλάτη». – «Τι λες, κουμπάρε μου, εσένα να χτυπήσω;» -«Χτύπησε με, γιατί αλλιώς θα σε φάω». Τον χτυπάει, έτρεξαν αίματα από την πληγή, και του λέει. Τώρα φύγε κι έλα σ’ ένα χρόνο. Νωρίτερα μην έρθεις». Μετά ένα χρόνο έρχεται ο τσοπάνης και του λέει ο λύκος; -«Για κοίταξε την πλάτη μου, τι βλέπεις;» -«Τίποτα», -«θυμάσαι που μ’ έχεις χτυπήσει;» -«Μάλιστα». – «Τώρα τίποτα, μια μικρή αμυχή, τίποτα». -«Ε, η πληγή που μου κάνες με το τσεκούρι πέρασε, η πληγή που μου κάνες με την κουβέντα σου δεν πέρασε». Γι’ αυτό όσο μπορούμε, ας προσέχουμε.
Βέβαια, ισχύει καμιά φορά και αυτό που έλεγε ο εθνικός μας ποιητής. Τι έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, η μεγάλη και υπέροχη αυτή ψυχή; «Έχω εύκολο το χείλος, άλλ’ όχι κακή την καρδιά». Καμιά φορά εύκολα μιλάμε, λέμε ότι τύχει κι άμα είμαστε οργισμένοι τα λέμε και όλα, αλλά μετά από λίγο μας περνάει, μας αφήνει εκείνη η φούρια, η οργή, το κακό.
Ή καμιά φορά είναι και το νευρικό σύστημα αδύνατο, η ψυχή αδύνατη αλλά δεν είναι κακή. Γιατί υπάρχουν και μερικοί που είναι gentleman άλλ’ έχουνε κακία μέσα, μπορεί ποτέ να μη βρίσουν και να μη φωνάξουν και να μη μαλώσουν, αλλά μέσα το κρατάνε. Για παράδειγμα ο Πέτρος κι ο Ιούδας. Ο Πέτρος πάντοτε ξέφευγε. Ότι ήθελες έλεγε, αρνήθηκε και το Χριστό στο τέλος, τάκανε μούσκεμα, μια φορά βυθίστηκε και στη θάλασσα στην τρικυμία, ο Ιούδας είχε συμπεριφορά gentleman. Κύριος με τα όλα του. Κι όμως εκείνος επρόδωσε το Χριστό. Ο Πέτρος παρόλες τις αδυναμίες που είχε και τις δυσκολίες σώθηκε και βγήκε πρωτοκορυφαίος και έφερε στην Εκκλησία τους Εβραίους, κυρίως, και ο απόστολος Παύλος τους εξ εθνών, την περιτομή και την ακροβυστία. Γι’ αυτό και τους έχει μαζί η Εκκλησία και τους γιορτάζει μαζί και κρατάνε την Εκκλησία στα χέρια τους, ο ένας τα έθνη και ο άλλος τους Ιουδαίους έφερε στην Εκκλησία. Και γίναμε όλοι μας ένα. Η ενότητα της πίστεως, η ενότητα της Ορθοδοξίας, η ενότητα της ζωής.
Και θυμάμαι πάλι το γέροντα, εκεί στο 5ο κεφάλαιο των Πράξεων, που εφόνευσε δια λόγου ο Πέτρος τον Ανανία και την Σαπφείρα. Με το χτήμα που αγόρασαν και ήθελαν να κάνουν και εφφέ, κράτησαν και μερικά χρηματάκια οι καημένοι, τι να κάνουν, δεν μπορούσαν να τα δώσουν και όλα. Και να φανούμε και καλοί και νάχουμε και δυό δεκάρες στην άκρη. Αδυναμία, αλλά ανθρώπινο ήταν. Και τι έκανε ο Πέτρος. Τους φόνευσε και τους δύο. Διαβάστε το 5ο κεφάλαιο των Πράξεων. Και έλεγε ο γέροντας Πορφύριος, θυμάμαι μια φορά εκεί. «Πως έγινε αυτό ρε παιδί μου; Άκου, λέει, να σκοτώσει τους ανθρώπους για λίγα χρήματα.» Αλλά έτσι ήταν ο Πέτρος, ορμητικός, παρορμητικός, θυελλώδης, σάρωνε. Αλλά, τι ωραίο βιβλίο η Αγία Γραφή!
Έχει ειλικρίνεια και τα λέει όλα. Τι θέλει να δείξει και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη; Ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος, τρελός, διχασμένος, χαμένος και τι θέλει να δείξει ακόμη. Ότι χρειάζεται ιατρό. Βέβαια, χρειάζεται ιατρό. Γι’ αυτό και ο Χριστός πήγαινε με τους αμαρτωλούς και τους τελώνες κι έτρωγε και τους εδίδασκε, και με το παράδειγμα του και με την αγάπη του και με τα ιερά του και θεόπνευστα λόγια. Κι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τι κάνανε; Τον κατηγορούσαν και μάλιστα πίσω του και εγόγγυζαν. Δεν είχανε τη λεβεντιά, ας πούμε, να τα πούνε μπροστά του γιατί θα παίρνανε την απάντηση απ’ τον Κύριο. Έτσι είπε ο Χριστός κάποια στιγμή ότι δεν έχουν ανάγκη οι υγιαίνοντες, αλλά οι κακώς έχοντες έχουν ανάγκη ιατρού. Γι’ αυτό να χαιρόμεθα και να καταχαιρόμεθα και την Παλαιά και κυρίως την Καινή Διαθήκη. Με τόση ειλικρίνεια, με τόση αμεσότητα, με τόση ευθύτητα μας μιλάει, δε μας κρύβει τίποτε, φανερώνει το δράμα του ανθρώπου, την αδυναμία του ανθρώπου, τα πάθη του ανθρώπου, αλλά και το μεγαλείο του Θεού. Και τη θυσία του θεανθρώπου, και την Ανάστασή του και την Ανάληψή του και όλα όσα έκαμε και κάμνει για μας. Γι’ αυτό να διαβάζομε όσο μπορούμε την Αγία Γραφή και, μάλιστα, την Καινή Διαθήκη. Έλεγε πάλι ο γέροντας Πορφύριος. θυμάμαι: «Όποιος διαβάζει όρθιος την Καινή Διαθήκη και κυρίως τα Ευαγγέλια, την ώρα εκείνη κάνει και λατρεία και προσευχή και μελέτη των Γραφών και ό,τι άλλο ωραίο. Και πολλές φορές χωρίς να το καταλα-βαίνει».
Και μάλιστα, διαβάζοντας το Γεροντικό, ήταν κάποιος όσιος, ο οποίος μελετούσε την Παλαιά Διαθήκη, που είναι η κυοφορία του Χριστού και όχι το βιβλίο των Εβραίων, που λένε μερικοί που δεν ξέρουν οι καημένοι. Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι των Εβραίων, είναι των χριστιανών. Εκείνοι σταύρωσαν και απέρριψαν το Χριστό, είναι το βιβλίο της Εκκλησίας, είναι το βιβλίο των χριστιανών, γι’ αυτό και το πρώτο βιβλίο στη λατρεία της Εκκλησίας πριν γραφτεί η Καινή Διαθήκη ήταν η Παλαιά Διαθήκη. Οι Ψαλμοί και Σολομών και ό,τι άλλο. Όπως και σήμερα έχουμε παλαιο-διαθηκικά αναγνώσματα και μάλιστα στη μεγάλη Τεσσαρακοστή, στην Προηγιασμένη και στον Όρθρο και σε μερικούς εσπερινούς άλλους. Λοιπόν, διάβαζε ο όσιος την Παλαιά Διαθήκη, την κυοφορία του Χριστού μας. Άκουσε κάποιον άλλον, άκουσε να υποτονθορύζει, επαναλαμβάνοντας χαμηλά τα ίδια τα ρήματα. Και του λέει ο γέροντας που ήταν φωτισμένος, «Τι κάμνετε εκεί, τι διαβάζετε, τι λέτε;» «Την Παλαιά», του απαντά. Και ο γέροντας του λέει στη συνέχεια, «Την Καινήν δεν γνωρίζετε;» Και μόλις είπε έτσι, ο δαίμονας έγινε άφαντος. Φανταστείτε τη δύναμη του Ευαγγελίου. Τη δύναμη της Καινής Διαθήκης που πολλές φορές την αφήνομε και γεμίζει σκόνες στη βιβλιοθήκη μας ή όπου αλλού. Και έρχονται οι Ευαγγελικοί και όποιοι άλλοι και μας κάνουν τους ξύπνιους, μαθαίνουν και ρητά απ’ έξω, τα διαστρέφουν και μας προσφέρουν τροφή. Ενώ έχομε εμείς το Ευαγγέλιο, ερμηνευμένο απ’ τους Πατέρες της Εκκλησίας, γιατί το Ευαγγέλιο είναι βιβλίο της Εκκλησίας και το ερμηνεύει η ίδια η Εκκλησία με το ίδιο Άγιο Πνεύμα που το κατέγραψε. Πρέπει να τα προσέχουμε αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό και πάνω στην άγια Τράπεζα βάζομε μόνο το Ευαγγέλιο και τον άγιο άρτο.
Η θεία λειτουργία είναι ακριβώς δύο πράγματα: η λειτουργία των κατηχουμένων, η μισή είναι κατήχηση, το Ευαγγέλιο, με αποκορύφωμα το κήρυγμα, και το άλλο μισό είναι η προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού μας, η λειτουργία των πιστών. Αυτό είναι η θεία λειτουργία: η ζωή του Χριστού όλη. Γι’ αυτό και κάνει μέγα καλό το να συμμετέχουμε στη θεία λειτουργία, όσο μπορούμε. Οι παλαιότεροι τρέχανε οι καημένοι. Και επί Τουρκοκρατίας δεν είχανε και πολλές εκκλησίες και πολλούς λειτουργούς, ήτανε και ο κίνδυνος των Τούρκων και τρέχανε στα εξωκκλήσια, στις ερημιές και όπου αλλού γινόταν θεία λειτουργία. Και δω παλαιότερα με τον παπά-Πλανά, τον μακαριστό και άγιο, γινόταν θεία λειτουργία κάθε μέρα και έτρεχαν πολλοί, όσο μπορούσαν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι προκύπτει μέγα καλό από τη θεία λειτουργία και ευχαριστώ και όλους εσάς που κάθε Παρασκευή που έχουμε θεία λειτουργία από το πρωί έρχεστε εδώ με τόση προθυμία και περισσότερη και πριν από τον παπά. Τι ωραίο είναι αυτό!
Ξέρετε, παλαιότερα στην εκκλησία πρώτα πήγαινε ο λαός και μετά ο κλήρος, και έπαιρναν το Ευαγγέλιο από το σκευοφυλάκιο και τα άλλα σκεύη και “έκαναν είσοδο”. Γι’ αυτό και η μικρά είσοδος είναι είσοδος των ιερέων στον ναό. Σήμερα έχει αλλάξει. Έρχεται πρώτος ο ιερεύς και περιμένει τους πιστούς και κάνει και όρθρο, καλά είναι όλα αυτά. Λοιπόν, εγκάρδια σάς ευχαριστώ πραγματικά.
Η άγια λοιπόν, Φιλοθέη έμεινε τρία χρόνια με αυτόν τον ταλαίπωρο άνθρωπο και ύστερα τον πήρε ο Κύριος. Και μετά τη ζητούσαν πάλι εις γάμου κοινωνίαν, αλλά ηρνείτο. Και οι γονείς της έζησαν δέκα χρόνια ακόμη, δεν τους άφησε, δεν έκαμε αυτό που ήθελε. Δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει τους καημένους. Απέτυχα, σου λέει, στο γάμο, να τους φύγω κιόλας, δεν είχαν και παιδί τόσα χρόνια, να μείνουν μόνοι, κρίμα είναι. Γι’ αυτό είπε, «Θεέ μου, θα περιμένω». Μεγάλη υπόθεση να περιμένει κανείς. Μεγάλη υπόθεση να ξέρει να περιμένει κανείς. Και περίμενε. Κι όταν έφυγαν, τότε έγινε μοναχή στο σπίτι αρχικά. Της παρουσιάστηκε ο άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και της είπε να φύγει, να χτίσει εκκλησία και μοναστηράκι, εκεί που είναι σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, επί της ομωνύμου οδού, της αγίας Φιλοθέης. Κι είναι και ο ναός του αγίου Ανδρέου εκεί. Παρουσιάζεται ο άγιος Ανδρέας, πολύ μεγάλος απόστολος και απόστολος των Ελλήνων μετά τον Παύλο. Και έφτιαξε σιγά σιγά τον ναό, τα κελλάκια και άρχισαν και πήγαιναν πολλές νέες των Αθηνών, κάπου διακόσιες, και έγινε ένα ολόκληρο συγκρότημα. Έφτιαξε μετά και σχολεία. Όπου δίδασκαν και γράμματα αλλά και τέχνες, υφαντική, κέντημα, ραπτική και ό,τι άλλο. Έφτιαξε και ξενώνα, έφτιαξε και γηροκομείο, τι έκανε δηλαδή η αγία Φιλοθέη; Έφτιαξε μια νέα Βασιλειάδα στην Αθήνα. Και τα διηύθυνε όλα κατά τρόπο σοφό και συνετό και αποδοτικό. Και πραγματικά, έλαμψε αυτό που έκανε η αγία και διεδόθη. Έφτιαξε και μετόχια, ένα στα Πατήσια που είναι ο άγιος Ανδρέας -που σήμερα είναι ο ηρωικός παπάς ο π. Γαβριήλ με τους συνεργάτες του-, έφτιαξε στην Καλογρέζα πάλι μοναστηράκι, έφτιαξε κι ένα ωραίο πηγάδι στο Ψυχικό, για να πίνουν οι διαβάτες που περνούν και να υφίστανται ψυχικό καλό, ή και να συγχωρούν και τους γονείς της.
Αλλά όλα αυτά εξόργισαν κάποια φορά τους κατακτητές. Και μάλιστα, έκρυβε και κοπέλες που τις κυνηγούσαν οι Τούρκοι να τις πάρουν για τα χαρέμια τους. επειδή ήταν ωραίες κ.λπ. Και άλλες κατατρεγμένες που έρχονταν απ’ όποιο μέρος της “Ελλάδος τις έκρυβε η αγία με κίνδυνο της ζωής της. Κάποια φορά το έμαθαν οι Τούρκοι και την πήραν μέσα. Την δίκασαν, την καταδίκασαν εις φυλάκισιν και η αγία μπήκε στη φυλακή. Και είχε χαρά. Λέει: «Για σένα Χριστέ μου όλα αυτά. Και είναι και λίγα. Εσύ υπέστης τα πάντα για μένα. Σ’ ευχαριστώ που μου το κάνες, μεγάλη σου η χάρις». Αλλά πίσω. Όπως και για την Ταβιθά που ανέστησε ο απόστολος Πέτρος οι προσευχές των μοναχών και των τροφίμων και των ευεργετούμενων και των μαθητών και μαθητριών έφθαναν μέχρι τον ουρανό. Και εφώτισαν τους άρχοντες της πόλεως τους Έλληνες και πήγαν λοιπόν στον Διοικητή και τον παρεκάλεσαν να αφήσει ελευθέρα την αγία. Και την άφησε. Και η άγια, μήπως φοβήθηκε; Όχι. Μήπως υπέστειλε τη σημαία του αγώνος; Όχι. Συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο. με περισσότερη αγάπη. Και έκαμε το θεϊκό έργο της. Μεταμόρφωσε την Αθήνα και την περιοχή, κι είχε και ξενώνα, όχι μόνο να φιλοξενεί απλώς τους ξένους και περαστικούς και διαβάτες και έχοντας ανάγκη, αλλά ήθελε και αυτούς να ωφελεί στα μαύρα εκείνα χρόνια και να παίρνουν και εκείνοι πέντε καλά και να τα μεταφέρουν μετά στον τόπο τους. Τι ωραίο είναι αυτό!
Ο χριστιανός πρέπει να είναι μεταδοτικός. Και γράφει κάπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «… ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος». Τίποτα δεν είναι ψυχρότερο από το χριστιανό που δε σώζει άλλους. Καταλάβατε; Επηρεάζουμε τους άλλους με το παράδειγμα μας, με την αγάπη μας, με τα λεγόμενα μας, με την προσευχή μας, με την ταπείνωση μας. με την υπομονή μας, και με όλους τους τρόπους που προσφέρει η Εκκλησία και η ζωή. Επηρεάζουμε τους άλλους. Οι Τούρκοι το ‘μαθαν κι αυτό. Της λένε, που θα πας, ρε κυρά, θα σε πιάσομε και θα σε κάνομε κομματάκια, τα’ αλατιού στο ξύλο και μετά κομματάκια. Εκείνη, λοιπόν, στα 1588, 2 προς 3 του μηνός Οκτωβρίου που είναι η μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, άλλου πολιούχου Αθηνών, έκανε αγρυπνία στο εκκλησάκι στα Πατήσια. Και κει μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έσπασαν τις πόρτες και την άρχισαν στο ξύλο. Την άφησαν σχεδόν πεθαμένη. Νόμισαν ότι όντως απέθανε και την παράτησαν και έφυγαν. Πήγαν μοναχές και άλλοι, τη βοήθησαν, τη μετέφεραν στο άλλο μετόχι, στην Καλογρέζα, και εκεί την περιποιήθηκαν, την φρόντισαν, αλλά οι πληγές ήταν μεγάλες και σοβαρές και δεν επουλώνονταν εύκολα, γι’ αυτό πέρασε κάμποσος καιρός, λίγοι μήνες, και η άγια παρέδωκε το πνεύμα σαν αύριο, 19 Φεβρουαρίου του 1589, πριν 509 χρόνια. Παρέδωκε το πνεύμα στον Κύριο μαρτυρικώς, άλλ’ άφησε μέγα έργο, που το συνέχισαν εκείνοι κι εκείνες που τη διεδέχθησαν.
Και πριν τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, στάθηκε και κείνη ένας ισαπόστολος, ένας Ιεραπόστολος, ένας φωτιστής των σκλαβωμένων Ελλήνων και των υπολοίπων. Ακόμη και Τούρκοι την αγαπούσαν και την άκουγαν. Και θαύματα είχε κάνει, και δαιμόνια έβγαζε και τόσο μεγαλείο είχε, δεν θέλω να πω τα κατά πλάτος του βίου της άγιας -υπάρχουν, μπορούμε να τα διαβάσουμε- εμείς εδώ λέμε λίγα. Μεγάλη η χάρη λοιπόν της αγίας. Έφυγε λοιπόν για τους ουρανούς και σε λίγο το Πατριαρχείο την κατέταξε με τους αγίους. Και μάλιστα εδώ ήταν μια ωραία κίνηση και μια σοφή πράξη του Πατριαρχείου. Την αναγνώρισε ως όσια μητέρα. «Μνήμη της οσίας μητρός ημών Φιλοθέης», ενώ ήτο και μάρτυς. Γιατί δεν έβαλε «μάρτυς»; Γιατί θα εξόργιζε αυτούς που της επέβαλαν το μαρτύριο, τους Τούρκους. Σοφά φερομένη η Εκκλησία – είμαστε φρόνιμοι “ως οι όφεις”. Τι ωραία που το λέει το Ευαγγέλιο! Την ονόμασε οσία μόνο η Εκκλησία, ενώ ήτανε και μάρτυς. Και μετά την απελευθέρωση βάλαμε και τον άλλον, τον επίζηλο τίτλο της, της μάρτυρος. Γι’ αυτό λέμε, «της οσίας και μάρτυρος ή όσιο-μάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας, της πολιούχου». Που άφησε εδώ το έργο της, το οποίο συνεχίστηκε όλα τα χρόνια της δουλείας. Και πρόσφερε τα φώτα της ελληνοχριστιανικής παιδείας και της Ορθοδοξίας σε όλους εκείνους, οι οποίοι τα χρειάζονταν, τα ζητούσαν και τα επιθυμούσαν.
Σ’ ένα χρόνο έγινε ανακομιδή και το ιερό λείψανο της βγήκε ακέραιο και ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Έβαλαν λοιπόν το λείψανο στο ναΐδριο του αγίου Ανδρέου και το είχαν εκεί μες στο άγιο βήμα, το προσκυνούσαν, το είχαν κέντρο αναφοράς και πήγαιναν και έπαιρναν δύναμη, αισιοδοξία, την ευχή της αγίας και το θάρρος της και το μεγαλείο της. Όσο μπορούσε και όσο ο καθένας χρειαζόταν, κι έβγαιναν μετά δυνατοί και ικανοί να συνεχίσουν τη σκλαβιά και να συνεχίσουν τον αγώνα της σωτηρίας. Να συνεχίσουν δηλαδή, και την υπομονή στη σκλαβιά και τον αγώνα για τη σωτηρία τους. Και μείς την έχομε την αγία σε περίλαμπρη θέση: το ιερό σκήνωμα και λείψανο της στον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Μπαίνοντας μέσα είναι δίπλα μας. Όπως δίπλα είναι και το λείψανο του ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε’ , του οικουμενικού πατριάρχου, εκείνου που μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έφτιαξαν την Επανάσταση του ’21.
Γι’ αυτό και τόση μανία των εχθρών της πατρίδος και της πίστεως εναντίον του πατριάρχου Γρηγορίου. Προδότης, ποιος; Εκείνος που κάθησε και απαγχονίστηκε για το λαό, για να μη σφαγεί ο κοσμάκης, εκείνος που πήρε από το Ρήγα Φεραίο την Εταιρεία και την παρέδωκε στους Φιλικούς “για να μη χαθεί”, όπως γράφει ο μεγάλος Μακρυγιάννης. Γιατί σήμερα υπάρχει και μία σύγχυση, αδελφοί μου. Πολλοί και διάφοροι λένε ό,τι θέλουν, εμείς ν’ ανατρέχουμε στις πηγές της Εκκλησίας και της πατρίδος μας, και να ευγνωμονούμε εκείνους, οι οποίοι τα έδωσαν όλα για την πίστη και για το Γένος, και τη ζωή τους και τα πάντα, και γι’ αυτό αναστήθηκε η Ελλάς, συντηρήθηκε και τετρακόσια χρόνια μες στην Τουρκοκρατία και βγήκε στο γλυκοχάραμα του 1821, που είναι η ανάστασις του Γένους μας, η ανάστασις της Ελλάδος μας.
Ας έχουμε την ευχή της αγίας μητρός ημών και μάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας. Ας προστατεύει, όπως ακούσαμε και στους ύμνους ετούτο το άστυ, το κλεινόν παλαιά άστυ και σήμερα το “κλινών”. Λοιπόν, και ας μας προστατεύει και περισσότερον την νεολαία μας, τα παιδιά μας, που τόσο δύσκολα ευρίσκονται, εκείνη ας τρέχει παντού, ας σκεπάζει παντού και ας προστατεύει και ας προσεύχεται. Και όταν περνάμε από την Μητρόπολη, ας μπαίνουμε να προσκυνάμε τιμητικά το λείψανό της το άγιο και να παίρνομε την ιερή της ευχή.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Read more:http://egolpion.com/ag_filothei.el.aspx#ixzz40DQkgC5d