1.
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης (Μητροπολίτης Φλωρίνης (+))
«Ἐλέησόν με, Κύριε…» (Ματθ. 15, 22)
Μία, ἀγαπητοί μου, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες κακίες ποὺ μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀχαριστία. Ἀντιθέτως μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετὲς εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη, νὰ αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου ὑποχρεωμένο νὰ πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ στοὺς εὐεργέτες σου. Εὐγνωμοσύνη ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει στὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησε, στὴ μάνα ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, στὸ δάσκαλο ποὺ τὸν δίδαξε, στὸν ἱερέα ποὺ τὸν εὐλογεῖ, σὲ κάθε εὐεργέτη του.Ἀλλὰ τί εἶναι οἱ εὐεργέτες αὐτοί; Μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Ἕνας εἶναι ὁ μέγας εὐεργέτης –ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθανόμεθα· καὶ αὐτὸς ὁ μέγας εὐεργέτης εἶναι ὁ Θεός, ὁ Κύριος τοῦ παντός. Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, εἶναι ἀμέτρητες. Ἂν μπορεῖς νὰ μέτρησης τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ μετρήσης καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς. Εὐεργεσίες τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα· τὸ χειμώνα, τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, τὸ φθινόπωρο…

Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ πάει νὰ κολυμπάει μέσα στὴν ἀχανὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται εἶναι μέσα στὸ πέλαγος τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Κάθε στιγμὴ ἡ καρδιά σας δὲν κάνει τὶκ-τάκ; Γιὰ σκεφτεῖτε, ἐκεῖ ποὺ κάθεστε, νὰ σταματήσει; Γιὰ αὐτὸ κάθε σφυγμὸς ἂς εἶναι κ’ ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α’ Θεσ. 5,18) νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό.

Μία ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τὸ ὅτι πηγαίνουμε στὸ ναό. Διότι ὁ ναὸς εἶναι τόπος Ἱερός· εἶναι οὐρανός, παράδεισος, κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸ πιστεύεις; Ἔλα στὴν ἐκκλησία. Δὲν τὸ πιστεύεις; Κάθισε στὸ σπίτι σου. Μὲ πίστη νὰ πηγαίνεις στὸ ναὸ· τότε ὁ ναὸς λαμβάνει ἄπειρες διαστάσεις. Τί γίνεται ἐκεῖ; Μᾶς δέχεται. Ποιὸς μᾶς δέχεται; Ὁ ἄλφα, ὁ βῆτα, ὁ γάμα; Καὶ τί εἶναι καὶ ὁ ὑπουργός, καὶ ὁ πρωθυπουργός, καὶ ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας; Πελώρια μηδενικὰ μπροστὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα. Μᾶς δέχεται σὲ ἀκρόαση ὁ Θεὸς καὶ ἔχει τὰ αὐτιὰ του ἀνοιχτὰ ν’ ἀκούσει τὶς δεήσεις μας. Ἐκεῖ δέχεται ἀκροάσεις, ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἱερᾶς συνεντεύξεως. Ἐκεῖ παρακαλοῦμε τὸν οὐράνιο Πατέρα νὰ μᾶς δώσει – τί; Προσέξατε – τὴ θεία λειτουργία. Ὅπως τὸ παιδὶ παρακαλεῖ τὸν πατέρα, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Τί ζητοῦμε; Εἴκοσι αἰτήματα ἔχει ἡ Θεία Λειτουργία, τὸ ἕνα σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Τὸ πρῶτο ποὺ ζητοῦμε μόλις ἀρχίζει ἡ θεία λειτουργία· «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης»· «Πατέρα, δός μας τὴν εἰρήνη». Δὲν περιμένουμε οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ οὔτε ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν περὶ εἰρήνης ἀλλ’ ἑτοιμάζουν πόλεμο. Ὑποκριταὶ μόνο στὴν Ἐκκλησία τὸ αἴτημα εἶναι ἁγνό. Καὶ τόσο ἐπίκαιρο. Ἂν γίνει τώρα πόλεμος, θὰ γίνει μὲ πυρηνικὲς βόμβες. «Δῶσε τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, Κύριε».

«Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν «εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν»· «Κύριε, φύλαγε τὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες σου, νὰ στέκουν σταθερά, νὰ μὴν ἔρθουν βάρβαροι καὶ ἄθεοι νὰ τὶς κλονίσουν. Κράτησε τὴν Ἐκκλησία σου, Χριστέ, ἀσάλευτη μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων».

Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν ἑνότητα. Ὁ κόσμος εἶναι χίλια κομμάτια- οἱ λαοὶ χωρισμένοι παλεύουν σὰ λιοντάρια μεταξύ τους ἰδεολογικῶς.

Λέμε λοιπὸν «Σὲ παρακαλοῦμε, Κύριε, τὰ χίλια κομμάτια νὰ ἑνωθοῦν», νὰ γίνη «μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν» (Ἰωαν. 10,16). Ἑνότης, αἴτημα σπουδαιότατο· «Ὑπέρ… τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
«Κύριε, φώτισε τοὺς ἄρχοντες ποὺ μᾶς κυβερνοῦν. Δὸς τους μυαλό, καὶ πιὸ πολὺ δὸς τους καρδιά, νὰ σκέπτονται τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, γιὰ νὰ προοδεύει τὸ ἔθνος μας»

Τί ἄλλο ζητοῦμε. «Ἐνίσχυσε, Κύριε, τὸ στρατό μας ποὺ φυλάει τὰ σύνορα».

Τί ἄλλο ζητοῦμε; Θυμούμεθα τὸν κόσμο ὅλο στὴν ἐκκλησία. «Κύριε, προστάτευσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀρρώστους ποὺ βογκᾶνε στὰ κρεβάτια, τοὺς ναῦτες ποὺ ταξιδεύουν καὶ κινδυνεύουν μέσ’ στὸν ὠκεανό. Κύριε, δὲς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς δούλους…». Κανένα δὲν ἀφήνει ἡ Ἐκκλησία μας σὰν μάνα, ποὺ θυμᾶται ὅλα τὰ παιδιά της, ἔτσι καὶ αὐτὴ θυμᾶται ὅλους καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Σὲ κάθε δέηση ποὺ ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, Τί ἀπαντοῦν οἱ ψάλτες ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ; «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ λέει μόνο ὁ ψάλτης· πρέπει νὰ τὸ λέει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. «Κύριε, ἐλέησον», σῶσε μας, δὸς μας αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη σὰν πατέρας ποὺ εἶσαι. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ σύντομη προσευχή. Δύο λέξεις εἶναι, ἀλλὰ τί δύναμη ἔχουν, ὅταν λέγονται ὅπως πρέπει, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ ἀφοσίωση!

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ εἶπε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔκανε θαῦμα. Ποιὰ ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή; Ἦταν μία Χαναναία. Χαναναία δὲν εἶναι ἕνα γυναικεῖο ὄνομα· εἶναι ὄνομα ποὺ δηλώνει τὴν καταγωγὴ της (ὅπως λέμε Ἀθηναία, ἔτσι καὶ Χαναναία)· ἡ πατρίδα της ἦταν στὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ κοντά, αὐτὴ ἔτρεξε καὶ τοῦ φώναζε· «ἐλέησόν με, Κύριε» (Ματθ. 15,22). Τί ἤθελε; Εἶχε ἕνα κορίτσι δυστυχισμένο, ποὺ τὸ σπάρασσε τὸ δαιμόνιο· ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, φοβερὸ θέαμα. Κανένας μάγος, κανένας γιατρὸς δὲ μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσει. Ἀπελπισμένη, ἔρχεται στὴν Ἐλπίδα καὶ λέει «Κύριε, ἐλέησον». Μὰ ὅταν ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾶ φαίνεται νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται. Αὐτὴ δὲν ἀπελπίζεται. Τρέχει ἀπὸ πίσω, φωνάζει δυνατώτερα «Κύριε, ἐλέησον». Ἐπεμβαίνουν οἱ μαθηταὶ

—Μά, Κύριε, δὲν ἀκοῦς; δὲν τὴ λυπᾶσαι, δὲν τὴν σπλαχνίζεσαι;…

Εἶχε τὸ σκοπὸ του ὁ Χριστός.

—Ἐγώ, λέει, τὸ ψωμὶ τὸ ‘χω γιὰ τὰ παιδιά μου, ὄχι γιὰ τὰ σκυλιά.

Τί ἐννοοῦσε· τὰ θαύματα τὰ κάνω στὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ, ὄχι στοὺς ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρες (δὲν ἦρθε ἀκόμα ὁ καιρὸς γι’ αὐτούς). Μία ὕβρις ἦταν αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· τὴν εἶπε σκυλί. Ἀλλ’ αὐτὴ δὲ θύμωσε, δὲν ἔφυγε. Πῆρε τὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε ὅπλο της.

— Ναί, λέει, Κύριε, παραδέχομαι ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι παιδί σου, εἶμαι ἕνα σκυλάκι στὴν αὐλή σου. Καὶ τὸ σκυλάκι ὅμως κάθεται κάτω ἀπ’ τὸ τραπέζι. Τρώει τὸ ἀφεντικὸ φαγητό, κι αὐτὸ περιμένει νὰ φάει ἀπ’ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν. Ἕνα ψίχουλο, Κύριε, θέλω· δὲ ζητῶ τὸ ψωμί σου ὁλόκληρο…

Τί μεγάλα λόγια αὐτά! Ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἄπειρο δύναμη τοῦ Χριστοῦ ζήτησε. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε αὐτὴ τὴν πίστη, αὐτὴ τὴν ταπείνωση, αὐτὴ τὴν ἐπίμονο προσευχή, τῆς εἶπε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις…».

Ἂς διδαχθοῦμε, ἀγαπητοί μου, κ’ ἐμεῖς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ψέμα· ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ζωντανή, ὁλοζώντανη. Μπορεῖ νὰ ‘ναι ψέμα τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ γῆ, τὰ πάντα· ἕνα δὲν εἶναι ψέμμα· Ὁ Κύριός μας. Νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς τὴ Χαναναία. Ἂς γονατίζουμε καὶ ἂς προσευχώμεθα λέγοντας ἀκαταπαύστως τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ λέγανε οἱ ἅγιοι καὶ ἔκαναν θαύματα. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ λέγανε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ γονατιστοὶ καὶ μὲ δάκρυα. Στὴ Ρωσία ὁ πιστὸς λαὸς τὸ λέει καὶ βουίζει ἡ ἐκκλησία. Στὸ Ἅγιο Ὄρος κρατοῦν κομποσχοίνι ὅλη νύχτα· κάθε κόμπος κ’ ἕνα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἐμεῖς; Τυπικῶς παρόντες στὴν ἐκκλησία τῷ σώματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι χωρὶς συναίσθηση, χωρὶς ρίγος.

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ μικρὰ προσευχή. Μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ κ’ ἕνας ἀγράμματος, μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ καὶ τὸ μικρὸ παιδί, καὶ τὸ νήπιο, κι ὁ ἀσπρομάλλης γέρος. Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ συνιστῶ κ’ ἐγὼ σ’ ἐσᾶς. Δὲν κάνεις μεγάλες προσευχές, δὲν εἶσαι διαρκῶς στὴν ἐκκλησία; Λέγε, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Κάθεσαι νὰ φᾶς, «Κύριε, ἐλέησον». Βράδιασε, «Κύριε, ἐλέησον». Ξημέρωσε, «Κύριε, ἐλέησον». Πᾶς στὴ δουλειά, «Κύριε, ἐλέησον». Σκάβεις τὴ γῆ, «Κύριε, ἐλέησον». Βόσκεις τὰ ζῶα, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἐργάτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἀξιωματικός, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι στρατιώτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἁμαρτωλός, «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα. Αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε θὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός, γιατί εἶναι πατέρας. Λέει ὁ Χριστός· «Ποιὸς πατέρας ζητεῖ τὸ παιδὶ του ψωμί, καὶ τοῦ δίνει πέτρα; ἢ ζητεῖ ψάρι, καὶ τοῦ δίνει φίδι;» (Ματθ. 7,9-10, Λουκ. 11,11). Ἂν ὁ ἐπίγειος πατέρας ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ παιδιά του, πολὺ περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ τοῦ λέμε «Πάτερ ἡμῶν…». Θὰ μᾶς τὰ δώσει αὐτὰ ὁ Θεός, ἐὰν πιστεύουμε πραγματικά, ἐὰν εἴμεθα Χριστιανοὶ· ἀμήν.

 2.
Περὶ τῆς Χαναναίας καὶ τῆς Παναγίας
Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης (+) (Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1998-2008))
Tὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται σὲ μία γυναίκα, τὴ Χαναναία. Τὴν ἀκούσατε νὰ φωνάζει τὸν Κύριο, νὰ τὸν ἔχει πάρει ἀπὸ πίσω παρακαλώντας τον κι Ἐκεῖνος νὰ μὴν τῆς ἀπαντᾶ. Οἱ μαθητὲς του ἀποροῦν γιατί δὲν τὴ βοηθᾶ ἢ γιατί δὲν τὴ διώχνει, παρὰ τὴν ἀφήνει νὰ ἱκετεύει. Κι Ἐκεῖνος ἐξηγεῖ τὴ σιωπή του: ἦλθα μόνο γιὰ τὸ Ἰσραήλ, ὄχι γιὰ τοὺς ξένους, ὄχι γιὰ ἀλλοεθνεῖς, ὅπως εἶναι ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Χαναναία. Ὅμως, ἡ γυναίκα ἐπέμενε, τὸν πλησίασε καὶ τὸν προσκύνησε ζητώντας βοήθεια. Ὁ Κύριος, διδάσκοντας καὶ τοὺς μαθητὲς καὶ ἐκείνην κι ὅλους ἐμᾶς ἔκτοτε, ἀπαντᾶ προσβάλοντάς την: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παίρνεις τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ νὰ τὸ πετᾶς στὰ σκυλιά». Παρομοιάζει ἔτσι τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πιὸ βασικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ψωμί. Ἡ γυναίκα δὲν ὑποχωρεῖ καὶ ἐπιμένει: « Ναὶ Κύριε, ὅμως τὰ σκυλιὰ τρῶν’ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν ἀφεντικῶν τους». Τότε, ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε, «Μεγάλη ἡ πίστη σου, γυναίκα· νὰ γίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις».Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸ περιστατικό. Ὁ Κύριος εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, καὶ πήγαινε στὴ Σιδώνα, στὸ σημερινὸ Λίβανο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ χώρα τῶν Χαναανιτῶν, ἔθνους ποὺ ζοῦσε στὴν περιοχὴ πρὶν ἀκόμη ἔλθουν οἱ Ἰσραηλίτες μὲ τὸν Μωυσῆ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἦσαν εἰδωλολάτρες, οἱ δὲ γυναῖκες των ἀσκοῦσαν τὴ μαγεία.

Ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στὰ μέρη της, ἀλλὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ἡ Χαναναία νὰ τὸν θελήσει, νὰ τὸν ἀναζητήσει, νὰ τὸν φωνάξει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Ἡ Χαναναία καταλαβαίνει τὴν ὕπαρξή του κοντά της, καὶ ἀρχίζει νὰ τὸν φωνάζει. Δὲν φωνάζει κάποιον γητευτή, κάποιον μάγο θαυματοποιό: Τὸν ἐπικαλεῖται μὲ τὴ συγκεκριμένη ἰδιότητά του, τρόπον τινὰ μὲ τὸ ὄνομά του: «υἱὸς Δαυίδ», ὁ Κύριος. Καὶ ὅσο τὸν ἐπικαλεῖται τόσο τὸν πλησιάζει, ὅσο τὸν ζητᾶ τόσο τὸν βρίσκει. Ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ δὲν τῆς μιλᾶ, ὁδηγώντας σὲ σκληρὴ δοκιμασία τὴν ἀντοχὴ τῆς πίστης της. Τὴν ἀφήνει νὰ τὸν ἀκολουθεῖ χωρὶς καμιὰν ἀπόκριση, κι ἔπειτα τῆς μιλᾶ προσβάλοντάς την. Δὲν πρόκειται, βέβαια, ἐδῶ γιὰ φυλετικὴ διάκριση, ἀλλὰ γιὰ προσβολὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς μαγείας. Καὶ βλέπουμε πὼς ἡ πίστη τῆς Χαναναίας δὲν κλονίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν προσβολή, παρὰ ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ τὴ θαυματουργικὴ παρέμβασή Του στὴ ζωὴ τὴ δική της καὶ τῆς κόρης της.

Οἱ φωνὲς τῆς Χαναναίας, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ προσευχὲς πρὸς τὸν Κύριο; Τὸ τρέξιμό της ὀπίσω του, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ στροφὴ τῆς ζωῆς της πρὸς τὸν λόγο Του; Ἡ ταπείνωσή της, ἡ παραδοχή της ὅτι ναί, εἶναι ἕνα ἀνάξιο σκυλὶ ποὺ ζητᾶ μόνο λίγα ψίχουλα εὐλογίας, αὐτὰ ποὺ περισσεύουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν πιστῶν, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ μετάνοια κι ἐξομολόγηση; Καὶ ἡ τελικὴ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ ἄνοιγμα τῆς ἀγκαλιᾶς Του, ἀπὸ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀταλάντευτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου;

Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας δὲν ἀφηγεῖται ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πλησιάζουμε τὸν Κύριο, τὸν μοναδικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βγαίνουμε ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου καὶ ριχνόμαστε κλαίγοντας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μας. Παρουσιάζει τὸ πῶς ἐργάζεται ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο ἐπιστροφῆς σ΄ Αὐτόν, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας. Παρουσιάζει τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρα μας. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνοίγουμε τὴν ψυχή μας στὴ θαυματουργὸ χάρη Του. Μὲ ἄλλα λόγια, παρουσιάζει αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἑορτὴ τῆς σωτηρίας μας, παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησία.

Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικὸς χῶρος ὅπου συναντώμεθα ὅλοι. Ἐδῶ ὁ Κύριος, ἐδῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐδῶ οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἐπίσης, ἐδῶ μαζί μας, μᾶς τραβᾶ κοντὰ της γεμάτη ἀγάπη, ἡ Δέσποινα τοῦ οἴκου τούτου, ἡ Θεοτόκος.

Γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὴν ἀγκαλιά Του στὴ Χαναναία γυναίκα καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς, ἐργάσθηκε πολὺ ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ Μαρία δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνον μία εὐσεβὴς κοπέλα, ἡ ὁποία συμμετέχει στὴ σωτηρία μας μ’ ἕνα παθητικὸ τρόπο, δεχόμενη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔτσι ὅπως τῆς τὸ εἶπε ὁ Ἄγγελος. Δὲν εἶναι τὸ χῶμα ποὺ τὸ πῆρε στὰ χέρια Του ὁ Δημιουργὸς κι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ κάνει τίποτε αὐτὸ τὸ ἴδιο. Ἡ Μαρία συμμετεῖχε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐργάσθηκε γιὰ νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χρειαζόταν τὸ φιλάνθρωπο σχέδιό Του νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει.

Ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα αὐτά, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας, Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνος, ἄρνησις κακίας ἁπάσης, ἄσκησις ἀρετῆς ἁπάσης, ψυχὴ καθαρωτέρα φωτός, σῶμα διὰ πάντων πνευματικόν…» Ὅπως ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς παραμονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «Ἠράσθη τοῦ κάλλους σου Χριστός, Πανάμωμε, καὶ τὴν μήτραν σου κατώκησεν, ὅπως παθῶν ἐξ ἀμορφίας, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων λυτρώσηται…»

Ἀποδεχόμενη τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή της στὸ φιλάνθρωπο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ Μαρία λέγει ἡ ἴδια, ἐν πνεύματι προφητικῷ: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί». Καὶ πράγματι, τὸν ἴδιο κι ὄλας χρόνο, ἐμακάρισε τὴν Θεοτόκο πρώτη ἡ Ἐλισάβετ, ἀναφωνώντας πλήρης πνεύματος ἁγίου: « Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου».

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε χριστιανικὸ ναὸ χωρὶς τὴν εἰκόνα τῆς Δεσποίνης μας Θεοτόκου νὰ μᾶς ὑποδέχεται καὶ νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ Μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦμε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφθοῦμε τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ Ἐκείνην ποὺ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική της τελεία συνέργεια στὸ θέλημά Του, τὴν κατέστησε Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τὴν Κυρία Θεοτόκο φιλοτιμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πύλη τῆς ἡμετέρας ζωῆς, πρόξενο τῆς σωτηρίας μας. Ἔχουν γραφτεῖ λαμπρὲς σελίδες ποὺ ἐξηγοῦν τὴ θέση τῆς Θεοτόκου ὡς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ Μητέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν γραφτεῖ ἀπείρως λαμπρότερα, θεόπνευστα κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξηγοῦν τὸ ἔργο τῆς Μαρίας καὶ ὑμνοῦν τὸ σεπτὸ πρόσωπό της.

Ἀλλὰ γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι κάθε χριστιανὸς ἔχει μέσα στὴ καρδιά του τὴν εἰκόνα Της. Ἐκεῖ, μέσα στὸ κρυμμένο βάθος τῆς ψυχῆς του, ὁ ἁπλὸς κι ἀνώνυμος ἄνθρωπος ποὺ διαφεύγει ἀπὸ τὸ δίχτυ τῆς ἱστορίας ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ἔχει πάντοτε ἀναμένο ἕνα καντήλι στὴν Παναγία. Κι ὅσο πυκνώνει τὸ νέφος τῆς ἀγωνίας, ὅσο θεριεύουν τὰ βάσανά μας, σ’ Ἐκείνης τὴν ἀγκαλιὰ σπεύδουμε νὰ κρυφτοῦμε, ν’ ἀφήσουμε τὰ δάκρυά μας νὰ τρέχουν στὴν ποδιά Της. Σ’ Ἐκείνην, τὴν Μυστηριακὴ Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας νὰ νιώσουμε τὸ χέρι Της νὰ μᾶς σκουπίζει τὰ δάκρυα, νὰ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ γαληνεύει τὴν τρικυμισμένη μας ψυχή.

Σ’ Ἐκείνην καταφεύγει καὶ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, ὅποτε νιώσει τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀφανισμοῦ του, καὶ ἀφήνεται στὴν χάρη Της, τὴν Ὑπέρμαχο. Τέτοια ὥρα, ἀγωνίας μεγάλης γιὰ τὸ Γένος καὶ τὸν Αὐτοκράτορα, ἀνηγέρθη καὶ ὁ ἱερὸς αὐτὸς ναός. (Κοσμοσώτηρας Φερῶν)

Σ’ Ἐκείνην καταφεύγω καὶ ἐγὼ σήμερα, παρακαλώντας Την νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ κτήτορος, καὶ ὑπὲρ τοῦ Γένους μας. Καὶ τὴν παρακαλῶ νὰ μᾶς δίνει τὴ χάρη νὰ τὴν νιώθουμε πάντοτε, νὰ τὴν νιώθουμε ὅλοι Παναγία καὶ Δέσποινά μας, ἀληθῶς καὶ σταθερῶς Κοσμοσώτηρα, ρόδον τὸ ἀμάραντον.

 3.
Ἡ Χαναναία (Ματθ. 15,21-28 Μάρκ. 7,24—30)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ Κύριος εὑρίσκεται εἰς τὴν πεδιάδα τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. (1) «Ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ἀπῆλθεν εἰς τὰ ὅρια» ἤτοι «εἰς» πρὸς «τὰ» μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ὁ Κύριος δηλαδὴ ἀνεχώρησε πρὸ τὴν κατεύθυνσιν τῶν Φοινικικῶν αὐτῶν πόλεων, οὐχὶ ἵνα κηρύξῃ, ἀλλὰ ἵνα ἀποφύγῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ πλήθους, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νὰ κάμωσιν Αὐτὸν Βασιλέα καὶ τὰς πλεκτάνας τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι, ὡς εἴδομεν προηγουμένως, ἐθύμωσαν, ὅταν ἤκουσαν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου περὶ τοῦ νομικοῦ, σωματικοῦ καθαρισμοῦ. Ὁ Κύριος φθάσας εἰς τὰ ὅρια Γαλιλαίας καὶ Φοινίκης εἰσέρχεται εἰς πόλιν τινὰ εὑρισκομένην ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. Εἰσελθὼν εἰς τὴν πόλιν ταύτην κατηυθύνετο, ἵνα εἰσέλθῃ «εἰς οἰκίαν» εἰς κἄποιο σπίτι «καὶ οὐδένα ἠθέλησε γνῶναι» δὲν ἤθελε δηλαδὴ νὰ γίνῃ εἰς οὐδένα γνωστὴ ἡ παρουσία Του. Ἡ φήμη Του ὅμως προέδραμεν Αὐτοῦ «καὶ οὐκ ἠδυνάσθη λαθεῖν» δὲν ἠδυνήθη δηλαδὴ νὰ μείνῃ ἄγνωστος.

«Ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία, ἧς τὸ θυγάτριον αὐτῆς εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἀκούσασα περὶ Αὐτοῦ, ἐξελθοῦσα ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἔκραξε λέγουσα˙ ἐλέησόν με, Κύριε υἱὸς Δαυΐδ˙ ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνὶς Συροφοινίκισσα τῷ γένει». Ἡ γυναῖκα αὕτη ὀνομάζεται Χαναναία, διότι ἦτο ἀπόγονος τῶν ἀρχαίων κατοίκων τῆς Παλαιστίνης, οἵτινες ὠνομάζοντο Χαναναῖοι καὶ οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν κατάκτησιν τῆς Παλαιστίνης ὑπὸ τῶν Ἑβραίων ἀπωθήθησαν εἰς τὰ βόρεια μέρη τῆς χώρας. Ὀνομάζεται δὲ Συροφοινίκισσα, διότι ἔζη εἰς τὴν Φοινίκην, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς τὴν Συρίαν ἤ ὡμίλει τὴν συρικὴν γλῶσσαν καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν Φοινίκην. Ὀνομάζεται ἐπίσης Ἑλληνίς, διότι ἦτο κατὰ τὴν θρησκείαν εἰδωλολάτρις. Ἡ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ξένη λοιπὸν αὕτη γυνὴ ἀκούσασα, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφθασεν εἰς τὰ ὅρια τῆς Φοινίκης καὶ ἔχουσα πεισθῇ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων ἐξῆλθε τῶν ὁρίων τῆς Τύρου ἤ τῆς Φοινίκης καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ παρεκάλει τὸν Χριστὸν νὰ θεραπεύσῃ τὴν μικράν της κόρην, ἡ ὁποία ἦτο δαιμονόπληκτος.

Ὁ Κύριος ἐπιθυμῶν νὰ φανῇ ἡ πίστις τῆς γυναικὸς ταύτης «οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον», δὲν ἀπαντᾷ εἰς αὐτήν. Ἡ γυνὴ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ παρακαλῇ Αὐτόν. «Οἱ μαθηταὶ προσελθόντες ἠρώτων Αὐτὸν λέγοντες ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Οἱ Ἀπόστολοι δηλαδὴ ἐκ συμπαθείας πρὸς αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ἵνα ἀποφύγωσι τὰς ἐπικρίσεις καὶ σχόλια τοῦ πλήθους καὶ ἀπαλλαγῶσιν αὐτῆς πλησιάσαντες παρακαλοῦσι τὸν Χριστόν, ἵνα κάμῃ τὸ αἴτημά της. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «οὐκ ἀπεστάλην, εἰμὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ὁ λόγος οὗτος ἦτο σκληρότερος τῆς σιωπῆς Του διὰ τὴν γυναῖκα. Τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἦτο δι’ ὅλον τὸν κόσμον. Προσωπικῶς ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἀπεστάλη διὰ τοὺς Ἐθνικούς, ἀλλὰ διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας, διότι ὁ χρόνος, τὸν ὁποῖον εἶχε πρὸς διάθεσιν δὲν ἤρκει καὶ διὰ τοὺς δύο Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικούς. Οἱ Ἀπόστολοι θὰ συνεχίσουν τὸ ἔργον Αὐτοῦ πρὸς τοὺς Ἐθνικούς, τοὺς εἰδωλολάτρας.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Κύριος εἰσέρχεται μετὰ τῶν μαθητῶν Του εἴς τινα οἶκον. Ἡ γυνὴ αὕτη «εἰσελθοῦσα» εἰς τὸν οἶκον «καὶ ἐλθοῦσα» ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ «προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας Αὐτοῦ, λέγουσα˙ Κύριε βοήθει μοι»˙ ἐπιπροσθέτως ἡ γυνὴ αὕτη «ἠρώτα» παρεκάλει «δὲ Αὐτόν, ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς». Ὁ Κύριος, ὁ ταπεινώνων τὰς ταπεινὰς ψυχάς, ἵνα περισσότερον φανῇ ἡ ταπεινοφροσύνη αὐτῶν, λέγει πρὸς αὐτήν: «οὐκ ἔξεστιν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ λάβωμεν τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος προορίζεται διὰ τὰ τέκνα μιᾶς οἰκογενείας καὶ νὰ τὸν ρίψωμεν εἰς τὰ σκυλιὰ τοῦ σπιτιοῦ. «Ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα». Ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς εἰδωλολάτρας ὡς κυνάρια τοῦ σπιτιοῦ, διότι δὲν ἐπίστευον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἀλλὰ εἰς τὰ εἴδωλα. Τοὺς δὲ Ἰσραηλίτας παρομοιάζει πρὸς τέκνα, διότι ἐπίστευον εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Ἂς χορτάσουν πρῶτον τὰ παιδιὰ τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἔπειτα βλέπομεν διὰ τὰ σκυλιά. Ἡ Χαναναία δὲν ἀπογοητεύεται. Ἡ πίστις καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τῆς γυναικὸς ταύτης λαμβάνουσι τὰ ταπεινωτικὰ ταῦτα λόγια τοῦ Κυρίου καὶ εὐφυέστατα αὕτη ἀπαντᾷ. «Ναὶ Κύριε ˙ καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσι ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». «Ἡ γυνὴ αὕτη ὑποστηρίζει τὸ αἴτημά της χωρὶς νὰ ἀρνηθῇ τὴν προνομιοῦχον θέσιν τῶν Ἰουδαίων, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσας εὐεργεσίας καὶ λίαν ταπεινωτικῶς λέγει: Ὅταν τρώγουν ἀκόμη καὶ δὲν ἔχουν χορτάσει τὰ παιδιὰ εἰς ἕνα σπίτι, ῥίπτουν καὶ κάτι εἰς τὰ σκυλάκια τοῦ σπιτιοῦ. Ἑπομένως δύναμαι καὶ ἐγὼ ὡς σκυλάκι ν’ ἀπολαύσω κἄτι, ἀφοῦ τόσα καλὰ ἔκαμες διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας.

Ὁ Κύριος θαυμάζων τὴν πίστιν τῆς γυναικὸς λέγει˙ «ὦ γῦναι μεγάλη σου ἡ πίστις .Ὁ Κύριος συνεχίζει πρὸς αὐτήν. «Δία τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε˙ Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις, ἐξελήλυθεν τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου». Ἐπειδὴ δέχεται νὰ ὀνομάζεται ἡ ἰδία καὶ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ σκυλάκι, διότι δέχεται ἔστω καὶ τὸ ἐλάχιστον, τὸ ψίχαλον, λαμβάνει τὸ μέγιστον τὴν θεραπείαν τῆς κόρης της! Καὶ πράγματι ἡ θυγάτηρ ἐθεραπεύθη τὴν ὥραν ταύτην, διότι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει: «ἰάθη» ἐθεραπεύθη «ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης». Ἡ γυνὴ «ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός». Ἡ μικρὰ δηλαδὴ αὕτη κόρη ἀνεπαύετο ἤρεμος εἰς τὸ κρεββάτι της ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς σπασμούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὑπέφερε μέχρι τώρα.

Θέμα: Πίστις δοκιμαζομένη καὶ πίστις θριαμβεύουσα

Ἡ δοκιμαζομένη καὶ θριαμβεύουσα πίστις φαίνεται ἐκ τῆς παρούσης εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς Χαναναίας καὶ ἐκ τῆς ζωῆς μας. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὰ δύο.

Ἀον Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ Χαναναία αὕτη δὲν ἦτο Ἰσραηλίτισσα, ὥστε νὰ τρέχῃ εἰς τὰς φλέβας της τὸ αἷμα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ εἰς τὴν ψυχὴν της τὸ πνεῦμα τοῦ Ἑβραϊκοῦ, τοῦ μόνου τότε ἀληθινοῦ νόμου. Ἦτο Συροφοινίκισσα, Χαναναία, κυνάριον, ὅπως βεβαιοῦσιν ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὁ Κύριος. Καὶ ὅμως ἡ γυνὴ αὕτη εἶχε τοιαύτην πίστιν, ὥστε ἐθαύμασεν ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας ὁ Χριστός! Τὸ μέγεθος τῆς πίστεως τῆς γυναικὸς ταύτης φαίνεται ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῶν ἀρετῶν της, αἱ ὁποῖαι ἐπήγασαν ἐκ τῆς πίστεως καὶ ἀπὸ τὴν ποικιλίαν τῆς δοκιμασίας τῆς πίστεως ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ πρῶτον ἡ ποικιλία τῶν ἀρετῶν. Ἡ μητρική της ἀγάπη. Ἡ ἀρετὴ αὕτη δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τοῦ ὅτι ὑπεβλήθη εἰς τὸν κόπον ἡ γυνὴ αὕτη νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῶν ὁρίων τῆς χώρας της καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ μεταβᾶσα πρὸς Αὐτὸν δὲν εἶπε θεράπευσον, εὐσπλαγχνίσου τὴν κόρην μου, ἀλλὰ «ἐλέησόν με, ὅτι ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Εὐσπλαγχνίσου ἐμέ. Ἐθεώρει ὡς ἴδιον δῶρον τὴν θεραπείαν τῆς κόρης της! Ὅσον μεγάλη ἦτο ἡ μητρικὴ αὕτη ἀγάπη, τόσον μεγάλη καὶ ἡ πίστις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν αὕτη ἐπήγαζε, διὰ νὰ λεχθῇ μὲ τόσον ἐνθουσιασμόν. Ἡ πίστις τῆς Χαναναίας ἦτο πολὺ διαφορετική τῆς ὀλιγοπιστίας τοῦ πατρὸς τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ, ἂν καὶ οἱ δύο εἶχον τὸν αὐτὸν πόνον τοῦ δαιμονιζομένου τέκνου των. Ἡ πίστις της δὲν ἀναδεικνύει μόνον τὴν μητρικὴν ἀγάπην , ἀλλὰ καὶ πολλάς ἄλλας ἀρετάς τῆς γυναικὸς ταύτης. Δεικνύει τὴν ἐπιμονὴν της ἐν τῇ προσευχῇ, τὴν ταπείνωσίν της. Δεικνύει τρυφερότητα τοιαύτην, ὥστε ἔπειτα ἀπὸ 2.000 χρόνια τρυφεραίνει τὰς ἰδικάς μας καρδίας. Δεικνύει τοιαύτην εὐφυΐαν, ὥστε ἔκαμε τὸν Χριστὸν νὰ μὴ δύναται νὰ ἀρνηθῇ τὸ αἴτημά της.

Αἱ ἀρεταὶ αὗται ἐκδηλοῦνται, ὅταν ἡ πίστις της δοκιμάζεται. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ γυνὴ αὕτη φωνάζει, προσεύχεται πρὸς τὸν Κύριον περὶ τῆς θεραπείας τῆς κόρης της. Ὁ Κύριος σιωπᾷ. Ἐπερίμενε τις νὰ καμφθῇ ἡ πίστις της, νὰ τσακίσῃ ἡ προσευχή της. Ἐκείνη ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ προσεύχεται, νὰ παρακαλῇ, διότι ἡ πίστις της ἦτο μεγάλη. Κατόπιν ἀκούει τὸ ψυχρὸν ἐκεῖνο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου «ἀπόλυσον αὐτήν, ἵνα μὴ κράζῃ…». Οὔτε ἡ παγερὰ σιωπὴ τοῦ Κυρίου οὔτε ὁ ψυχρὸς λόγος τῶν μαθητῶν ἐκρύωσαν τὴν πίστιν της. Ἐκείνη παρακαλεῖ! Τέλος ὁ Κύριος ὀνομάζει αὐτὴν κυνάριον. Ἐπερίμενὲ τις νὰ σπάσῃ ἡ πίστις της. Καὶ ὅμως ἀναδεικνύεται διὰ τῆς φράσεως τῆς Χαναναίας. Ναὶ Κύριε˙ καὶ τὰ κυνάρια τρώγουσι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν τραπεζῶν, ὅπου τρώγουσι τὰ παιδιά. Εἰς τὴν φράσιν ταύτην ὑπάρχουσιν ἡ εὐφυΐα, ἡ ταπείνωσις, ἡ τρυφερότης τῆς Χαναναίας. Ὅσον περισσότερον κτυπᾶται καὶ δοκιμάζεται ἡ πίστις της τόσον περισσότερον ἀναβλύζουν αἱ ἀρεταί της, τόσον αὐτὴ θριαμβεύει.

Εἶχε λοιπὸν δίκαιον ὁ Κύριος νὰ ἀμείψῃ τὴν θριαμβεύουσαν πίστιν ταύτην ἠθικῶς ἐπαινέσας τὴν Χαναναίαν καὶ σωματικῶς θεραπεύσας τὴν κόρην της εἰπὼν εἰς αὐτήν, «γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ἐπειδὴ ἐζήτησε τὸ ἐλάχιστον, τὸ ψίχουλον, ἔλαβε τὸ μέγιστον, ὅ,τι θέλει. Πόσον μέγας εἶναι ὁ θρίαμβος οὗτος τῆς πίστεώς της! Ἰδοὺ ἡ δοκιμασία καὶ ὁ θρίαμβος τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας.

Βον Ἐκ τῆς ζωῆς: Ἡ χριστιανικὴ πίστις ἡμῶν εἶναι δοκιμαζομένη καὶ θριαμβεύουσα ὄχι μόνον ἀτομικῶς ἀλλὰ καὶ ὁμαδικῶς. Ὁμαδικὴ δοκιμασία καὶ ὁμαδικὸς θρίαμβος ἀφορᾷ τὴν Χριστιανικὴν πίστιν. Καὶ ἰδού: Κατὰ τὰ πρῶτα 300 ὁλόκληρα χρόνια μέχρι τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἡ χριστιανικὴ πίστις ἐδοκιμάσθη καὶ ἐθριάμβευσεν, ὥστε παρ’ ὅλα τὰ μαρτυρικὰ μέσα, τὰ ὁποῖα διέθετε ἡ πανίσχυρος τότε Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, οἱ Χριστιανοὶ ἔζησαν εἰς τὰς κατακόμβας! Ἡ χριστιανικὴ πίστις διετήρηοε τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἀπὸ τοῦ 4ου αἰῶνος μέχρι τοῦ 1453, ἐπὶ 1000 ὁλόκληρα ἔτη! 400 περίπου χρόνια τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος εὑρισκόμενον ὑπόδουλον εἰς τὸν Τουρκικὸν ζυγὸν παρ’ ὅλα τὰ μαρτυρικὰ βάσανα καὶ τὸ τάγμα τῶν Γενιτσάρων, διέσωσε τὴν ἐθνικήν του συνείδησιν χάρις εἰς ποῖον μέσον; Τὴν χριστιανικὴν πίστιν του!.. Μικρὸς εἶναι αὐτὸς ὁ θρίαμβος τῆς πίστεώς μας, ἡ ὁποία ἐπὶ 700 ἔτη ἐδοκιμάσθη — 300 ὑπὸ Ρωμαίων καὶ 400 ὑπὸ Τούρκων — καὶ μέχρι τώρα 1950 ἔτη θριαμβεύει; Ὁ θρίαμβος οὗτος τῆς πίστεως γίνεται ἐξώφθαλμος, ἂν σκεφθῇ τὶς πόσαι ἄλλαι πίστεις ἐξηφανίσθησαν παλαιῶν καὶ νέων Αὐτοκρατοριῶν. Ποῦ εἶναι ἡ παλαιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ὁ σημερινὸς Φασισμὸς τῶν 8.000.000 λογχῶν καὶ ὁ τρομερὸς Χίτλερ μὲ τὸν Φυλετισμόν του; Ἐξηφανίσθησαν! Ὁ Χριστὸς ὅμως θριαμβεύει!

Δοκιμασίαν καὶ θρίαμβον δὲν ἔχει μόνον ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ἀλλὰ ἔχουσι καὶ οἱ πιστοὶ ὡς ἄτομα. Ἰδοὺ δὲ πῶς: Ὑβρίζεσαι ἀπὸ ἀνθρώπους. Ἀπαντᾷς καὶ σὺ διὰ τῆς ὕβρεως ἤ πιστεύων εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος λέγει «οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλίπω» ὑπομένεις τὴν ὕβριν, τὴν ὁποίαν ὡς δοκιμασίαν τῆς πίστεως καὶ ὑπομονῆς σου παρεχώρησεν εἰς σὲ ὁ Θεός; Συκοφαντεῖσαι. Δὲν λέγω, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπολογηθῇς. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ συκοφαντῇς καὶ σύ. Ἐὰν συκοφαντῇς, δὲν ὑπομένεις, δὲν πιστεύεις εἰς τὸν Θεόν. Εὑρίσκεσαι εἰς οἰκονομικὴν ἀνέχειαν. Ἡ πίστις σου δοκιμάζεται. Πιστεύεις, ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ Οὐρανοῦ, θὰ ἀφήσῃ σέ; Εὑρίσκεσαι εἰς νόσον ἀνίατον. Ἡ πίστις σου δοκιμάζεται, θὰ πιστεύσῃς εἰς τὸν Θεόν, ὅτι δὲν σὲ ἐλησμόνησε, ἀφοῦ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σου «ἠριθμημέναι εἰσὶ» εἶναι μετρημέναι! Εὑρίσκεσαι εἰς κίνδυνον θανάτου. Ἡ πίστις σου δοκιμάζεται. Ἀκούεις τὰ παρήγορα ἐκεῖνα λόγια τοῦ Κυρίου, ὅτι «ὁ πιστεύων εἰς Ἐμὲ κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται;».

Ἐὰν ἔχῃς τὴν πίστιν, θὰ θριαμβεύσῃς. Πῶς; Δία τῆς ἠρεμίας σου! Τόση δὲ εἶναι ἡ ἠρεμία ἐκ τῆς πίστεως, ὥστε ἡ ἠρεμία αὕτη ὑπάρχει καὶ εἰς τὰς ἐρημίας καὶ Μονὰς ὅπου ἀσκηταὶ καὶ μοναχοὶ κοσμοῦν τὴν φύσιν. Διὰ τῆς πίστεως θὰ ἀπόκτησῃς ὑπομονὴν εἰς τὰς ἀσθενείας σου, ταπείνωσιν ἀπὸ τὰς ἀδίκους συκοφαντίας, συχνὴν προσευχήν, προσέγγισιν μὲ τὸν Χριστόν, τρυφερότητα καὶ ὄχι τσάκισμα ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ βίου σου, εὐφυΐαν καὶ ὄχι πονηρίαν εἰς τὰς δυσκολίας τῆς ζωῆς σου ὅπως ἡ Χαναναία. Ὁ δοκιμαζόμενος καὶ θριαμβεύων πιστὸς ὁμοιάζει πρὸς τὰ πτηνὰ ἐκεῖνα τῆς θαλάσσης, τὰ ὁποῖα ἐν καιρῷ θυέλλης ἀνέρχονται ὑψηλότερον πρὸς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἠρεμοῦν. Καὶ ὁ πιστὸς ἐν καιρῷ θλίψεως ἀνέρχεται πρὸς τὸν Θεόν, ὅπου εὑρίσκει ἀνάπαυσιν. Μικρὸς εἶναι αὐτὸς ὁ θρίαμβος;

Ὁ θρίαμβος ὅμως τοῦ πιστοῦ εἶναι κυρίως εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ἀντὶ τῆς ταπεινώσεως καὶ ὑπομονῆς, τὰ ὁποῖα ἔχει ἐδῶ ὁ πιστός, ἐκεῖ θὰ ἔχῃ δόξαν. Ἀντὶ τῆς λύπης, τὴν ὁποίαν δοκιμάζει ἐδῶ, θὰ δοκιμάσῃ ἐκεῖ χαράν. Ὁποῖος θρίαμβος ἐκεῖ;

Ἑπομένως ἡ μὲν πίστις μας δοκιμάζεται καὶ θριαμβεύει ἐδῶ, οἱ δὲ πιστοὶ δοκιμάζονται ἐδῶ, θριαμβεύουν ἐδῶ ἰδίως ὅμως ἐκεῖ. Ἔτσι ἐμοίρασεν ὁ Θεὸς τὸν θρίαμβόν Του ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἵνα συνδέσῃ τοὺς δύο κόσμους παρόντα καὶ μέλλοντα.

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα δοκιμασίας καὶ θριάμβου πίστεως εἶναι τὸ κάτωθι γεγονός. Μὲ κἄποιον πλοῖον ταξιδεύουσιν εὐσεβεῖς τινες ἄνθρωποι. Τὸ πλοῖον τοῦτο καταλαμβάνεται ὑπὸ τρικυμίας, βυθίζεται καὶ οἱ ἐπιβᾶται μόλις κατώρθωσαν ὡς ναυαγοὶ νὰ ἐξέλθουν εἰς νῆσόν τινα τοῦ ὠκεανοῦ. Μεγάλη δοκιμασία! Μεταβαίνουσιν εἰς καλύβην τινὰ τῶν ἀγρίων ἰθαγενῶν. Προσεύχονται! Κατόπιν μεταβαίνουν εἰς τὴν παραλίαν, μήπως ἴδωσι πλοῖόν τι, εἰς τὸ πέλαγος. Βλέπουσιν ὅμως τὴν καλύβην των νὰ καίεται. Ἄλλη δοκιμασία! Ἦλθεν ὅμως καὶ ὁ θρίαμβος τῆς προσευχῆς τῶν. Τὴν φωτιὰν τῆς καιομένης καλύβας εἶδον ἐπιβάται πλοίου τινός, τὸ ὁποῖον διήρχετο ἐκεῖθεν καὶ προσῆλθον καὶ παρέλαβον αὐτούς. Ἂς ὑπομένωμεν λοιπὸν τὰς δοκιμασίας, ἵνα θριαμβεύσωμεν ἐδῶ ἤ ἐκεῖ. Ἀμήν.

 4.
Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας (Ματθ. ιε΄ 21-28)
Πατρῶνος Γεώργιος (Ὁμοτ. Καθηγητής τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν)
(Κυριακὴ ΙΖ΄Ματθαίου)

Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τὸν ἐθνικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς Ἰσραηλίτες δὲν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνὴς ἀλλὰ καὶ ἀλλόθρησκη. Κατὰ συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτὴ καθὼς καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καὶ ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καὶ τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενικὴ πεποίθηση σὲ ὅλο τὸν πιστὸ κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιλάβει αὐτοὺς στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας καὶ ἄρα τοὺς ἀξίζει μία γενικὴ περιφρόνηση.

Αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ πνεῦμα ἐκφράζουν καὶ οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὶς κραυγὲς τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας ποὺ παρακαλεῖ τὸν Διδάσκαλο νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη της· «ἐλέησόν με, Κύριε…, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικὸς κόσμος σημαίνει στὴν θρησκευτικὴ καὶ θεολογικὴ γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεὸς ἔχει καταδικάσει αὐτὸν τὸν κόσμο ἀπὸ τώρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινὴ πεποίθηση ὅλων.

Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τὰ πράγματα διαφορετικά. Δὲν μένει στὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα καὶ οὔτε κρίνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικὰ ἢ θρησκευτικά. Διαβλέπει στὴ Χαναναία μιὰ θαυμαστὴ πίστη, ἔξω ἀπὸ θρησκευτικὲς κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτὴ ἡ πίστη νὰ προβληθεῖ, νὰ φανεῖ καὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σὲ μία διαδικασία περίεργη, μιᾶς φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μιὰ σκληρὴ γλώσσα ποὺ δὲν ταιριάζει μὲ τὴ γνωστὴ ἤπια καὶ φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτὴ ἡ τακτικὴ ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καὶ ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καὶ αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς ἀκόμη.

Ὁμιλεῖ γιὰ «τέκνα» καὶ γιὰ «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαὸς Ἰσραὴλ καὶ κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερὴ διάκριση. Αὐτὴ ἡ ὠμὴ σὲ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τὰ κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καὶ ὄχι τοῦ Κυρίου τὴν κρίση. Σὲ λίγο, ὅταν θὰ μιλήσει γιὰ τὴν ὑποχρέωση τῶν γονέων νὰ δίνουν ψωμὶ στὰ παιδιά τους καὶ ὄχι στὰ σκυλιά τους καὶ μετὰ τὴν ἐπιμονὴ τῆς γυναίκας ὅτι καὶ τὰ σκυλιὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τὴ βαθιὰ πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καὶ ταπεινῆς μητέρας: «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καὶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μιᾶς πίστεως ποὺ προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἁμαρτωλὴ καὶ ἄθρησκη γυναίκα.

Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καὶ ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατὰ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ κάτοικος στὴν περιοχὴ τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στὶς περιοχὲς αὐτὲς τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναὰν καὶ Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνικὴ κοινότητα ποὺ ἀσχολεῖτο κατὰ κύριο λόγο μὲ τὸ ἐμπόριο. Σ’ αὐτὸ τὸν ἑλληνικὸ κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μὲ πολὺ θετικὰ ἀποτελέσματα, συνάντησε μιὰ ἐκπληκτικὴ πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, ποὺ ἔδωσε καὶ ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς τῆς χριστιανικῆς ἐποποιίας πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἐθνῶν.

Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως

Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μᾶς ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περὶ πίστεως, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ γνωστὰ θρησκευτικὰ κριτήρια. Ὅσο κι ἂν αἰφνιδιάζει αὐτὴ ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μὲ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σὲ μιὰ νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καὶ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἰουδαϊκὰ καὶ καθαρὰ νομικὰ κριτήρια.

Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπὸ τὴ Χαναάν, παρόλη τὴν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστὴ ἀντίληψη πίστεως καὶ πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στὸν Ἰησοῦ σεμνὴ καὶ ταπεινή, χωρὶς νὰ κομπάζει καὶ νὰ διεκδικεῖ, ὅπως θὰ ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστὴ γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα καὶ τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μὲ μία βαθιὰ ἀγάπη καὶ ταπεινοφροσύνη, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ μία ἰσχυρὴ καὶ δυνατὴ πίστη. Μία πίστη ποὺ ὁ Ἰησοῦς δὲν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στὸν κόσμο τῶν πιστῶν.

Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ τυπικὰ κριτήρια μπήκαμε σὲ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καὶ ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο τῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, ποὺ οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καὶ συγκλονιστικὴ πίστη, συνδυασμένη συνήθως μὲ μιὰ ἐκπληκτικὴ ποιότητα ζωῆς. Αὐτοὶ προσεγγίζουν πιὸ πολὺ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ δικό του προβαλλόμενο πνευματικὸ ἦθος ζωῆς, παρὰ οἱ ἐκ παραδόσεως καὶ ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι.

Αὐτὸ τὸν ὑγιῆ προβληματισμὸ προβάλλουν οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος μὲ τὴ διάσωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς ἐθνικῆς γυναίκας. Ἡ περιγραφὴ ἐκ μέρους τῶν Εὐαγγελιστῶν εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ρεαλιστικὴ καὶ ἀποκαλυπτική. Ἀπὸ τὴ μιὰ προβάλλεται ἡ περιφρόνηση τῆς γυναίκας αὐτῆς καὶ τοῦ κόσμου της ποὺ ἐκπροσωπεῖ ἀπὸ τοὺς ἰουδαίους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐξαίρεται ἡ πίστη της καὶ ἡ ἐμμονή της στὸ δικαίωμα τοῦ θαύματος καὶ τῆς σωτηρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ μόνο ὡς ἕνα Ραββὶ καὶ Διδάσκαλο καὶ ἡ Χαναναία τὸν ἔβλεπε καὶ τὸν πίστευε ὡς Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ξεπέρασε τὴν ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἐντύπωση τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στὴν ἱστορία καὶ μπῆκε στὸ μυστήριο τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας του στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ πίστη μιᾶς ἀληθινῆς μάνας καὶ ἡ ἀληθινότητα μιᾶς πραγματικῆς γυναίκας εἶναι ἱκανὴ νὰ κάνει καὶ τὸν Θεὸ ἀκόμη νὰ «ἀλλάξει» τακτικὴ ἔναντι τῶν ταπεινῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἡ πίστη αὐτῆς τῆς Χαναναίας μάνας, ποὺ ξέρει καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ παρακαλεῖ κραυγάζουσα πρὸς τὸν Θεό, γίνεται ἱκανὴ νὰ τελεσθεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή. Πράγματι, μὲ αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀνατρέπεται μιὰ λανθασμένη θρησκευτικὴ ἀντίληψη αἰώνων καὶ προβάλλεται ἕνας νέος «τύπος» πιστοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συνδέεται ἄμεσα ἂν ὄχι μὲ τὴ θρησκεία, ὁπωσδήποτε ὅμως μὲ τὸ θαῦμα.

Αὐτὸ ποὺ πρωτεύει στὸ Χριστιανισμὸ δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικὴ νομικὴ κατοχύρωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὴν ἀναγκαιότητα λειτουργίας τοῦ θαύματος στὴ ζωή μας. Τὸ θαῦμα, δηλαδὴ ἡ χάρη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ τὰ πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴν ἀληθινή τους ἔκφραση.

Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι, ἂν ἡ θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἂν οἱ θρησκευτικοὶ κανόνες ἐγκλωβίζουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά. Τὸ ζητούμενο εἶναι, πὼς εἶναι δυνατόν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς τοποθετήσεις, εἴτε Ἰουδαῖος εἴτε ἐθνικὸς εἶναι κάποιος, νὰ ἔχει μία ἐντιμότητα καὶ νὰ διαθέτει μία βαθιὰ ἀναγκαιότητα κοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί σ’ αὐτὸν τελικὰ βρίσκεται ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.

Ἂν καὶ πλῆθος ἀνθρώπων, ἀκολούθων καὶ θαυμαστῶν, συνωθοῦνταν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ὅπως καὶ οἱ μαθητὲς του ἀκόμη, ὅλοι ἔμειναν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας. Οἱ κραυγὲς καὶ οἱ παρακλήσεις της, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἐπιμονή της, ἄφησαν ὅλους ἀσυγκίνητους ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς τοποθέτησης. Μόνο ὁ Κύριος διέγνωσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της καὶ τῶν αἰσθημάτων της καὶ ἐκεῖ ἀναγνώρισε ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο καὶ μία ἐκλεκτὴ ψυχή.

Μήπως εἶναι καιρὸς καὶ τὰ δικά μας κριτήρια γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ τὰ ἀναθεωρήσουμε καὶ νὰ μποῦμε στὴ λογική τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποσκοπεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ προέλευσή του;