Γράφει ο Αιμίλιος Πολυγένης
Σοβαρά κενά θεολογικών και νομοκανονικών ζητημάτων στην επερχόμενη σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου διαπιστώνει ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος.
Σε επιστολή του, που δημοσιεύει αποσπάσματα αποκλειστικά το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr, ο έγκριτος ιεράρχης θεωρεί πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα να επανέλθει η ενότητα των χριστιανών αφού δεν διασπάστηκαν, κατά την άποψή του, οι χριστιανοί απλώς κάποιοι επέλεξαν μία διαφορετική οδό από την γνήσια Ορθόδοξη αλήθεια που ακολουθούμε.
Δεν υπάρχουν Εκκλησίες και ομολογίες, απλώς αποκόπησαν από την Εκκλησία και πρέπει να θεωρούνται αιρετικοί και σχισματικοί, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Σεβασμιώτατος εκφράζοντας απορία για ποιον λόγο έχουν αγνοηθεί τόσο σοβαρά ζητήματα.
Η θέση του Σεβασμιωτάτου, ο οποίος επικαλείται το δικαίωμα του εκάστου ιεράρχη να εκφράσει την άποψή του ενόψει του τόσο σπουδαίου γεγονότος είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει προβληματισμό και συζητήσεις στους κόλπους της Ορθοδοξίας.
«Επειδή σύμφωνα με τον αποσταλέντα σε μας κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 12 και παραγράφους 2 και 3 αναφέρεται ότι μπορούμε να εκφράσουμε τις απόψεις μας στην τοπική μας Σύνοδο πρώτα, κατόπιν επιταγής της συνείδησής μου ταπεινά υποβάλλω στην Αγία και Ιερά Σύνοδο της αγιωτάτης Εκκλησίας μας τις απόψεις μου και τις πεποιθήσεις μου πάνω στα πιο κάτω θέματα» υπογραμμίζει στην επιστολή του ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Αθανάσιος.
Ο κ. Αθανάσιος στην επιστολή του, από την οποία η Romfea.gr, δημοσιεύει αποκλειστικά αποσπάσματα, μιλώντας για το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διάσκεψης που έγινε στο Σαμπεζύ τον Οκτώβριο με τίτλο «Απόφασις – Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο ανέφερε τα εξής:
«Συμφωνώ απόλυτα με τα πρώτα τρία άρθρα τον κειμένου. Στα άρθρα όμως 4 και πιο κάτω έχω να παρατηρήσω τα εξής: “Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσευχόμενη πάντοτε «υπέρ της των πάντων ενώσεως» πιστεύω ότι εννοεί την επιστροφή και ένωση μαζί της όλων αυτών που απεκόπηκαν και απομακρύνθηκαν από αυτήν, αιρετικών και σχισματικών, αφού απαρνηθούν την αίρεση ή το σχίσμα τους και φύγουν από αυτά και με μετάνοια και με την προβλεπόμενη από τούς ιερούς κανόνες διαδικασία ενσωματωθούν και ενταχθούν -ενωθούν – με την Ορθόδοξη Εκκλησία» αναφέρει ο κ. Αθανάσιος.
Ο Πανιερώτατος συνεχίζει χαρακτηριστικά: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον Χριστού ουδέποτε απώλεσε την «ενότητα της πίστεως και την κοινωνία τον Αγίου Πνεύματος» και δεν δέχεται τη Θεωρία της αποκατάστασης της ενότητας των «εις Χριστόν πιστευόντων», γιατί πιστεύει ότι ή ενότητα των εις Χριστόν πιστευόντων υπάρχει ήδη στην ενότητα όλων των βαπτισμένων τέκνων της μεταξύ τους και μετά τον Χριστού εν τη ορθή πίστη της, πού δεν υπάρχει στους αιρετικούς ή σχισματικούς και γι’ αυτό εύχεται γι’ αυτούς την εν μετανοία επιστροφή τους στην Ορθοδοξία.»
«Πιστεύω ότι αυτό πού αναφέρεται στο άρθρο 5 για «την απολεσθείσαν ενότητα των Χριστιανών» είναι λάθος, γιατί ή Εκκλησία ως λαός τον Θεού ενωμένος μεταξύ τον και με την κεφαλή της Εκκλησίας πού είναι ό Χριστός δεν έχασε ποτέ την ενότητά τον αυτήν και δεν έχει άρα ανάγκη να την επανεύρη ή καν να την αναζητήσει γιατί πάντοτε υπήρχε και υπαρχή και θα υπαρχή εφ’ όσον ή Εκκλησία τον Χριστού ουδέποτε έπαυσε ή θα παύση να υπάρχει» συμπληρώνει στην επιστολή του ο Πανιερώτατος από την οποία αποσπάσματα φέρνει στη δημοσιότητα η Romfea.gr.
Ενώ ο κ. Αθανάσιος προσθέτει χαρακτηριστικά ότι «εκείνο πού συνέβη είναι ότι ομάδες ή λαοί ή μεμονωμένα άτομα έφυγαν από το σώμα της ‘Εκκλησίας και ή Εκκλησία εύχεται και πρέπει να προσπαθεί Ιεραποστολικά να επιστρέψουν αυτοί όλοι εν μετανοία διά της κανονικής οδού στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν υπάρχουν δηλαδή άλλες Εκκλησίες αλλά μόνον αιρέσεις και σχίσματα, εάν θέλουμε να ακριβολογούμε στους ορισμούς μας.»
«Η διατύπωση «προς αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας» είναι λάθος γιατί ή ενότητα των χριστιανών -μελών της ‘Εκκλησίας τον Χριστού – δεν έχει διασπασθεί ποτέ, εφ’ όσον αυτοί μένουν ενωμένοι μετά της ‘Εκκλησίας. Χωρισμός από την ‘Εκκλησία και φυγή εκ της Εκκλησίας έγινε δυστυχώς, πολλές φορές από τις αιρέσεις και τα σχίσματα, αλλά ποτέ απώλεια εσωτερική της ενότητας της Εκκλησίας» συνεχίζει ο Πανιερώτατος στην επιστολή του.
Σε άλλο σημείο ο κ. Αθανάσιος αναφέρει: «Διερωτώμαι γιατί στο κείμενο γίνεται πολλαπλή αναφορά σε «Εκκλησίες» και «Ομολογίες»; Ποιά ή διαφορά τους και ποιό στοιχείο τις χαρακτηρίζει ώστε άλλες να ονομάζονται Εκκλησίες και άλλες Ομολογίες; Ποιά είναι Εκκλησία και ποιά ή αιρετική και ποία ή σχισματική ομάδα ή ομολογία; Εμείς ομολογούμε μια Εκκλησία και όλα τα άλλα αιρέσεις και σχίσματα. Θεωρώ ότι Θεολογικά και δογματικά και νομοκανονικά ή απόδοση τού τίτλου «Εκκλησία» σε αιρετικές ή σχισματικές κοινότητες είναι παντελώς λανθασμένη γιατί μία είναι ή Εκκλησία τού Χριστού, όπως αναφέρεται και στο άρθρο 1, και δεν μπορεί να όνομασθή από εμάς μία αιρετική ή σχισματική κοινότητα ή ομάδα ως Εκκλησία, εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.»
Δεν αναφέρεται καθόλου στο κείμενο αυτό ότι ή μόνη οδός πού οδηγεί στην ένωση με την Εκκλησία είναι μόνον ή επιστροφή των αιρετικών και σχισματικών εν μετανοία εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία τού Χριστού, πού σύμφωνα με το άρθρο 1 είναι ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Η αναφορά στην «κατανόηση της παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας» δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει διαφορά οντολογική στην αρχαία Εκκλησία των άγιων επτά Οικουμενικών Συνόδων και στην γνήσια συνέχεια αυτής μέχρι σήμερα, πού είναι ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Πιστεύουμε ότι καμιά απολύτως διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας τού εικοστού πρώτου αιώνα και της Εκκλησίας τού πρώτου αιώνα, γιατί ένα από τα γνωρίσματα της Εκκλησίας είναι και το γεγονός πού ομολογούμε στο σύμβολο της πίστεως ότι αύτη είναι Αποστολική.» τονίζει ο Μητροπολίτης Λεμεσού.
Ο Πανιερώτατος στη συνέχεια υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ότι στο άρθρο 12, δίδεται η εντύπωση ότι οι Ορθόδοξοι ψάχνουν την αποκατάσταση στην ορθή πίστη και την ενότητα, κάνοντας λόγο για απαράδεκτη θεωρία.
«Στο άρθρο 12 αναφέρεται ότι κοινός σκοπός των Θεολογικών διαλόγων είναι «ή τελική αποκατάσταση της εν τη ορθή πίστη και τη αγάπη ενότητος». Δίδεται ή εντύπωση ότι κι εμείς οι Ορθόδοξοι ψάχνουμε την αποκατάστασή μας στην ορθή πίστη και στην ενότητα της αγάπης, ωσάν να απωλέσαμε την ορθή πίστη και την ψάχνουμε να την βρούμε διά των Θεολογικών διαλόγων μετά των ετεροδόξων. Θεωρώ ότι αυτή ή Θεωρία είναι Θεολογικά απαράδεκτη από όλους μας» υπογραμμίζει ο Μητροπολίτης Αθανάσιος.
Σε άλλο σημείο ο Πανιερώτατος εκφράζει ενστάσεις πάνω στο κείμενο, τονίζοντας ότι «η αναφορά τού κειμένου στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» μου δίνει την ευκαιρία να διατυπώσω την ένστασή μού απέναντι σε κατά καιρούς διάφορα συγκριτιστικά αντικανονικά γεγονότα πού έγιναν σ’ αυτό αλλά και σ’ αυτήν ταύτη την ονομασία τον, αφού σ’ αυτό ή Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρείται ως «μία εκ των Εκκλησιών» ή κλάδος της μίας Εκκλησίας πού ψάχνει και αγωνίζεται για την πραγμάτωση της στο παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Αλλά για μας μία και μοναδική είναι ή Εκκλησία τού Χριστού πού ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως και όχι πολλές.»
Ακόμη ο Πανιερώτατος αναφέρει: «Η άποψη ότι η διατήρηση της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά τον συνοδικού συστήματος ως τον μόνον «αρμόδιο και εσχάτου κριτού των Θεμάτων της πίστεως» έχει δόση υπερβολής και εκφεύγει της αληθείας καθότι στην εκκλησιαστική ιστορία πολλές συνόδοι εδίδαξαν και ενομοθέτησαν λανθασμένα και αιρετικά δόγματα και ό πιστός λαός τις απέρριψε και διεφύλαξε την ορθόδοξη πίστη και εθριάμβευσε την Ορθόδοξη Ομολογία. Ούτε σύνοδος άνευ τον πιστού λαού, τον πληρώματος της Εκκλησίας, ούτε λαός άνευ συνόδου Επισκόπων μπορούν να θεωρήσουν εαυτούς σώμα Χριστού και ‘Εκκλησία Χριστού και να εκφράσουν σωστά το βίωμα και το δόγμα της Εκκλησίας.»
Απευθυνόμενος προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και τα Μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο Μητροπολίτης Λεμεσού τονίζει: «Δεν μπορούν σε σύγχρονα εκκλησιαστικά κείμενα αυτού τού είδους να διατυπώνονται σκληρές ή προσβλητικές εκφράσεις, ούτε και κανένας νομίζω θέλει αυτού τον τύπον τις εκφράσεις. Η αλήθεια όμως πρέπει να εκφράζεται με ακρίβεια και σαφήνεια, πάντοτε, βέβαια, με ποιμαντική διάκριση και αγάπη πραγματική προς όλους. Έχουμε χρέος και προς τούς αδελφούς μας πού βρίσκονται σε αιρέσεις ή σχίσματα να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς μαζί τους και με αγάπη και πόνο να προσευχόμαστε και να κάνουμε τα πάντα για την επιστροφή τους στην Εκκλησία τον Χριστού.»
«Ταπεινά θεωρώ ότι τέτοιας σπουδαιότητας και τέτοιον κύρους κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά και διατυπωμένα με πάσα ακρίβεια Θεολογική και νομοκανονική ώστε να μην απορρέουν από αυτά ασάφειες ή αδόκιμοι θεολογικά όροι και διατυπώσεις λανθασμένες πού μπορούν να οδηγήσουν σε παρερμηνείες και αλλοιώσεις τού ορθού φρονήματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εξάλλου μία Σύνοδος για να είναι έγκυρη και κανονική πρέπει να μην αφίσταται καθόλου από το πνεύμα και την διδασκαλία των προ αυτής αγίων Συνόδων, της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων και των αγίων Γραφών και να μην έχει καμιά σκιά στη διατύπωση επακριβώς της ορθής πίστεως» συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο Πανιερώτατος κ. Αθανάσιος.
Σε άλλο σημείο ο κ. Αθανάσιος επικαλούμενος του Αγίους Πατέρες αναφέρει: «Πότε οι άγιοι Πατέρες μας και πότε και πού στα κείμενα των ιερών κανόνων και των όρων των Οικουμενικών ή Τοπικών Ιερών Συνόδων απεκλήθησαν οι αιρετικές ή οι σχισματικές ομάδες ως εκκλησίες; Εάν είναι εκκλησίες οι αιρέσεις τότε που είναι η μοναδική και Μια Εκκλησία του Χριστού και των Αγίων Αποστόλων;»
Επίσης ο Μητροπολίτης Λεμεσού εκφράσει την έντονη διαφωνία του, ενώ τονίζει ότι όσοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου και συμμετέχουν στην Σύνοδο είναι διακοσμητικά στοιχεία.
«Ταπεινά διατυπώνω τη διαφωνία μου και στο γεγονός ότι καταργείται η πρακτική όλων των μέχρι τούδε Ιερών Συνόδων τοπικών και οικουμενικών όπου κάθε επίσκοπος έχει και τη δική του ψήφο και ουδέποτε αυτό το σχήμα, μια Εκκλησία μια ψήφος, που καθιστά τα μέλη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, πλην των προκαθημένων, διακοσμητικά στοιχεία, αφαιρεθέντος απ΄ αυτών του δικαιώματος της ψήφου» τονίζει χαρακτηριστικά στην επιστολή του ο κ. Αθανάσιος.
Κλείνοντας ο πολιός Ιεράρχης της Εκκλησίας της Κύπρου αναφέρει ότι «δεν θέλω με αυτά που έγραψα να λυπήσω κανένα και δεν θέλω να θεωρηθώ ότι διδάσκω η κρίνω τους εν Χριστώ αδελφούς μου και πατέρες μου. Απλώς αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω αυτά που η συνείδησή μου μου επιβάλλει.»