Στὶς 7 Φεβρουαρίου, τελεῖται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Στειρίτου. Τὸ μοναστήρι ποὺ τιμᾶ τ’ ὄνομά του βρίσκεται κοντὰ στὸ χωριὸ Στεῖρι κι’ ἀπὸ τοῦτο λέγεται κι’ ἅγιος Λουκᾶς ὁ Στειρίτης ἢ Νέος, γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἔζησε 890 χρόνια πρωτύτερα. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι φημισμένο κ’ ἡ ἐκκλησιὰ του εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ’ ὅσες σώζουνται ἀπὸ κεῖνον τὸν καιρό, στολισμένη μὲ ψηφιὰ καὶ μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα. Πηγαίνει κανένας στὸ μοναστήρι ἀπὸ τὸ Δίστομο. Εἶναι χτισμένο σὲ ἔμορφο μέρος, κοντὰ στὸ βουνὸ ποὺ τὸ λέγανε στ’ ἀρχαῖα Ἑλικώνα καὶ σήμερα τὸ λένε Παληοβούνα.
Ἡ καταγωγὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Ἀλλὰ οἱ παπποῦδες του φύγανε ἀπὸ τὸ νησί, σὲ καιρὸ ποὺ ρήμαξε ἀπὸ τοὺς πειράτες μπαρμπερίνους, καὶ πήγανε στὰ μέρη τῆς Ἰτέας. Ἐκεῖ πέρα γεννήθηκε ὁ πατέρας του Στέφανος, κ’ ὕστερα πῆγε καὶ παντρεύτηκε στὸ χωριὸ Καστρί, ποὺ ἤτανε κοντὰ στοὺς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ἦρθε στὸν κόσμο ὁ ἅγιος Λουκᾶς, στὰ 896 μ.X. Γιὰ τοῦτο λέγει ἕνα τροπάριό του: «Ἡ πόλις ἀγάλλεται Δελφῶν καὶ ταύτης ἡ ὅμορος, μάλιστα τοῖς σπαργάνοις σου, καὶ ἑπτάπυλαι Θῆβαι τὰ σὰ θαυμάσια κηρύττουσι τρανῶς».
Ἀπὸ τὰ πέντε ἀδέλφια καλογερέψανε τὰ τρία, ὁ Λουκᾶς, ἡ ἀδελφή του ἡ Καλὴ κι’ ὁ ἀδελφός του Ἐπιφάνιος. Πρὶν νὰ καλογερέψει, ἤτανε τσομπάνος καὶ ξωχάρης, πλὴν καὶ τότε ὁλοένα καταγινότανε μὲ τὰ θρησκευτικά. Ἡ καρδιὰ του ἤτανε ἁπλή, τὸ μυαλὸ του καθαρὸ ἀπὸ ἄσοφες σοφίες, γιὰ τοῦτο λέγει καὶ τὸ τροπάρι του: «Στάθηκες, Λουκᾶ, ἄμαθος στὰ λόγια, ἀλλὰ σοφὸς σὲ ἔργα θεϊκά. K’ ἔβαλες μέσα στὰ στήθια σου, μακάριε, τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ σὰν ἀρχὴ τῆς κάθε σοφίας, ὅθεν ἔζησες θεάρεστα». Ὁ ἴδιος ἔλεγε τὸν ἑαυτὸ του «ἀμαθῆ καὶ ἀγροῖκον». Ἤτανε ταπεινότατος, ἁπλός, ἄκακος, ἡ ὄψη του ἤτανε γλυκύτατη. Τοὺς φτωχούς τοὺς λυπότανε καὶ τοὺς πονοῦσε. Ὄντας ἀκόμα τσομπάνος, σὰν ἀντάμωνε κανέναν φτωχόν, τούδινε τὸ ψωμί του καὶ τὰ ροῦχα του, κι’ αὐτὸς ἀπόμνησκε πεινασμένος καὶ γυμνός. Τὸ σπόρι ποῦχε γιὰ σπάρσιμο τὸ μοιραζότανε μὲ τοὺς ἄλλους φτωχοὺς ζευγάδες. M’ ἕνα σύντομο λόγο, πιὸ πολὺ ἐζοῦσε γιὰ τοὺς ἄλλους παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Πολλὲς φορὲς οἱ γονιοὶ του τὸν μαλώνανε, κ’ ἐκεῖνος ὁ μακάριος τὰ ὑπόμενε πλὴν δὲν ἄλλαζε γνώμη. Σὰν πέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοσιώθηκε περισσότερο στὰ τῆς θρησκείας, κ’ ἔμαθε τ’ ἀλφάβητο δίχως δάσκαλο, ὅσο νὰ διαβάζει τὸ Ψαλτήρι. Ἡ μάννα του τὸν ἄκουγε τὴ νύχτα ποὺ ἔκανε τὴν προσευχὴ του γονατισμένος ὡς τὰ ξημερώματα. Μιὰ μέρα ἔφυγε νὰ πάγει στὴ Θεσσαλία νὰ γίνει καλόγερος μὰ τὸν πιάσανε κάποιοι στρατιῶτες, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ σκλάβο πώφυγε ἀπὸ τ’ ἀφεντικό του, καὶ τὸν δείρανε καὶ τὸν φυλακώσανε κ’ ὕστερα τὸν ἀφήσανε καὶ γύρισε στὸ σπίτι του. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ κονέψανε στὸ σπίτι του δυὸ καλογέροι ποὺ πηγαίνανε στὸν ἅγιο Τάφο κι’ ὁ Λουκᾶς πῆγε κρυφὰ μαζί τους κ’ ἦρθε στὴν Ἀθῆνα.
Μὲ τὰ πολλά, τὸν πῆρε ἕνας γούμενος στὸ μοναστήρι του, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ παρακάλια, γιατί ἤτανε μονάχα δεκατεσσάρων χρονῶν. Ἡ μητέρα του δὲν ἤξερε ποῦ βρίσκεται κ’ ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ ξαναγυρίσει τὸ παιδί της στὸ σπίτι τους. Κι’ ὁ Κύριος ἄκουσε τὸ θρῆνο της καὶ τῆς τὸ ἔδωσε. Τρεῖς φορὲς εἶδε ὁ γούμενος στὸν ὕπνο του τὴ μητέρα τοῦ Λουκᾶ νὰ κλαίγει καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ τὸ τέκνο της. Ὡς ποὺ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὸν ἔστειλε στὸ σπίτι του.
Κάθισε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τρεῖς-τέσσερις μῆνες, κι’ ὁλοένα τὴν παρακαλοῦσε νὰ στέρξει νὰ γίνει καλόγερος. Καὶ κείνη στὸ τέλος τὸν εὐχήθηκε κι’ ὁ Λουκᾶς πῆγε σ’ ἕνα βουνὸ ἔρημο ποὺ τὸ λέγανε τοῦ Ἰωαννίτζη, κ’ ἔκανε μιὰ καλύβα κι’ ἀσκήτευε. Ὓστερ’ ἀπὸ λίγον καιρό, πήγανε κοντά του καὶ δύο-τρεῖς ἄλλοι ἀσκητάδες καὶ ξεπετραδιάσανε λίγον τόπο καὶ φυτέψανε περιβόλι, γιὰ νὰ φιλεύουνε τοὺς περαστικοὺς μὲ τὰ λάχανα ποὺ βγάζανε. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς τὴν ἡμέρα δούλευε κι’ ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε. Οἱ πατέρες ποὺ ἤτανε μαζί του ἀπορούσανε πῶς καθότανε ξάγρυπνος, δίχως νὰ καλοξέρει νὰ διαβάσει τὸ Ψαλτήρι καὶ τὶς ἄλλες προσευχές. Ἕνας ἀπὸ δαύτους κρύφθηκε ἕνα βράδυ γιὰ νὰ ἀκούσει τί ἔλεγε, κι’ ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγε νὰ λέγει γονατιστὸς ὁλοένα “Κύριε ἐλέησον”.
Ἀπ’ ὅσα ἔβγαζε τὸ περιβόλι του, κάτι τιποτένια ἔτρωγε ὁ ἴδιος καὶ τἄλλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ὅσο εἶναι φυσικὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸ νὰ παίρνουνε καὶ νὰ ἀποχτοῦνε, ἄλλο τόσο φυσικὸ ἤτανε γιὰ τὸν ἅγιο Λουκᾶ τὸ νὰ δίνει τὰ δικά του στοὺς ἄλλους. Κι’ ὄχι μονάχα τἄδινε, ἀλλὰ τὰ φόρτωνε στὸ γαϊδουράκι του καὶ τὰ πήγαινε στοὺς φτωχοὺς ποὺ εἴχανε ἀνάγκη οἱ καημένοι. Δὲν ἀγαποῦσε μονάχα τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα τ’ ἀγαποῦσε καὶ τὰ λυπότανε. Πηγαίνανε κάτι ἐλάφια καὶ τρώγανε τὰ λάχανα καὶ κεῖνος τὰ μάλωνε μὲ ἠμερότητα καὶ τοὺς μιλοῦσε σὰν νὰ τὸν καταλαβαίνανε.
Μιὰ φορά, ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ζαρκάδια ἔσπασε τὸ ποδάρι του καὶ τρέξανε κάποιοι κυνηγοὶ νὰ τὸ σκοτώσουνε, μὰ ὁ ἅγιος τοὺς παρακάλεσε μὲ δάκρυα νὰ τ’ ἀφήσουνε νὰ ζήσει κι’ αὐτοὶ θαυμάσανε γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του. Ἀπὸ τὴ νηστεία κι’ ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια τὸ κορμὶ του εἶχε γίνει σὰν ξύλο ἀναίσθητο στὸ κρύο καὶ στὴ ζέστη, στὴν πεῖνα καὶ στὴ δίψα. Καὶ μ’ ὅλο ποὺ καθότανε μοναχὸς μέσα στὴν ἔρημο, δὲν ἀγρίεψε, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του ἔφεγγε ἀπὸ τὴν καλοσύνη κι’ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος κ’ ὑποδεχότανε μὲ προθυμία τοὺς ὁδοιπόρους καὶ ποτὲς δὲν τὸν εἶδε ἄνθρωπος νὰ εἶναι κατσούφης ἢ βαριεστημένος.
Ἐκεῖνος ἔτρωγε σ’ ὅλη τὴ ζωὴ του χορταρικὰ καὶ ὄσπρια καὶ ψωμὶ κριθαρένιο, ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τοὺς φίλευε πλουσιοπάροχα, μὲ καλὰ φαγητὰ καὶ μὲ κάθε τί ποὺ βρισκότανε στὸ καλύβι του. Ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν ἄσκηση ἔγινε σὰν ἄυλος. Μέσα στὴν καλύβα του εἶχε σκάψει ἕνα λάκκο κ’ ἐκεῖ μέσα πλάγιαζε γιὰ νὰ θυμᾶται τὸν τάφο του. Μόλις τὸν θόλωνε ὁ ὕπνος, σηκωνότανε κ’ ἔπιανε τὴν προσευχή, ψέλνοντας μέσα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι μὲ θρῆνο πολύν. Ἀπ’ ὅσο ἁπλὸς ἤτανε πρῶτα, κατάντησε ἀκόμα πιὸ ἁπλὸς κι’ ἄπλαστος, ἀφοῦ μιλοῦσε μὲ τὰ πουλιὰ σὰν νἄτανε ἄνθρωποι κ’ εἶχε μερέψει δύο φίδια καὶ τἄθρεφε.
Ἡ καρδιὰ του καιγότανε ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία ποὺ ἔνοιωθε γιὰ κάθε πλάσμα. Ἀπάνω ἀπ’ ὅλα ἔλαμπε ἡ πίστη του στὸ Θεό, ἁπλή, σὰν δέντρο ριζωμένη στὴν καρδιά του. Γιὰ τοῦτο ἀξιώθηκε προφητικὸ χάρισμα, καὶ προεῖπε πὼς οἱ Βούλγαροι θὰ κουρσέψουνε τὴ Ρούμελη καὶ τὸν Μοριά. Ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ξακούσθηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ’ ὅλο τὸ Ἑλληνικό.
Ἑφτὰ χρόνια εἶχε κάνει ὁ ἅγιος σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, ὅπου κατεβήκανε οἱ Βούλγαροι μὲ τὸν τσάρο τους τὸν Συμεὼν καὶ κουρσεύανε τὸν τόπο. Σὰν ἀκούσθηκε πὼς ζυγώσανε στὰ κάτω μέρη, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἄφησε τ’ ἀσκηταριό του καὶ πέρασε σὲ κάτι νησόπουλα ποὺ βρίσκουνται κοντὰ σὲ κείνη τὴν ἀκρογιαλιὰ κι’ ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο. Ἐκειπέρα ἔμαθε καὶ λίγα γράμματα, μὰ δὲν ἤθελε νὰ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ σὰν ἄκουσε πὼς βρισκότανε ἕνας ἅγιος στυλίτης στὰ μέρη τῆς Πάτρας, πῆγε νὰ τὸν βλογήσει. Ἀλλὰ περνώντας ἀπὸ τὸ Ζεμενό, ἧβρε ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ ποὺ καθότανε κι’ αὐτὸς ἀπάνω σὲ μία κολόνα καὶ πῆγε ὑποταχτικός του καὶ κάθισε κοντὰ του δέκα χρόνια καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε αὐτὸν καὶ τοὺς γέροντες ποὺ ἤτανε μαζί του, κουβαλώντας ξύλα καὶ νερό, μαγειρεύοντας, πλέκοντας δίχτυα, ψαρεύοντας κι’ ὁλοένα ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀπὸ κεῖ γύρισε στὸ βουνὸ τοῦ Ἰωαννίτζη. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸν ἀφήνανε ἥσυχο οἱ ἄνθρωποι, πῆγε κ’ ἔκανε τὸ καλύβι του στὴν Ἀντικυρά. Ἐκεῖ γίνηκε ψαρὰς κι’ ὅσα ψάρια ἔπιανε τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς. Ὓστερ’ ἀπὸ λίγο, ἐπειδὴ κουρσεύανε τὸν κόσμο οἱ Σαρακηνοί, πέρασε σ’ ἕνα ρημονήσι ποὺ τὸ λέγανε Ἀμπελῶνα κ’ ἐκεῖ κάθισε τρία χρόνια μαζὶ μὲ τὴν ἀδερφὴ του τὴν Καλή.
Σὰν ἡσύχασε λίγο ὁ κόσμος, πέρασε στὴ στεριὰ καὶ πῆγε κι’ ἔκανε τὸ καλύβι του κοντὰ στὸ χωριὸ Στεῖρι, στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστῆρι του. Μὰ κ’ ἐκεῖ δὲν ξαπόστασε, γιατί κάθε τόσο διαγουμίζανε τὸν τόπο οἱ Βούλγαροι κι’ ἄλλα βάρβαρα ἔθνη, καὶ κρυβότανε στὶς σπηλιὲς καὶ σὲ γκρεμνὰ ἀπάτητα. Ὅλη ἡ ζωὴ του πέρασε μέσα σὲ κατατρεγμοὺς καὶ σὲ αἱματοχυσίες.
Τρεῖς μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ἔφερε γύρο ὅλα τὰ χωριὰ καὶ τὰ ἀσκητήρια καὶ πῆρε συγχώρηση ἀπ’ ὅλους. Ἀναπαύθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου τὸ 953, πενήντα ἕξ χρονῶν. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ζήσανε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, “μέτριος, ἄκακος, πρᾶος, ἁπλοῦς, ἡσύχιος”.