ΕΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΠΟΛΛΗ

Στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας μία φράση δεσπόζει στα χείλη των ανθρώπων που μας αγαπούνε: «Υπομονή». Η ίδια η φράση δείχνει μία παραίτηση από την απόπειρα να αλλάξουμε την πορεία μας. Δείχνει ότι έχουμε κάνει αυτό που μπορούσαμε, προσκρούουμε σε τοίχο και το μόνο που μας απομένει είναι να περιμένουμε. Κι αν αυτό έχει γρήγορα εξέλιξη, η υπομονή είναι δικαιολογημένη. Συχνά η υπομονή προϋποθέτει εκ των πραγμάτων βάθος χρόνου. Άλλοτε πάλι ο χρόνος γυρίζει εντός μας. Γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να διορθώσουμε κάτι, κυρίως μία απώλεια, με αποτέλεσμα η μόνη ενδεδειγμένη στάση είναι να αποδεχθούμε το γεγονός που μας συνέβη και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε παρηγοριά κάνοντας κάτι διαφορετικό, μία καινούργια αρχή στη ζωή μας, μία καινούργια σύνδεση με ανθρώπους και κόσμο, ή με τακτοποίηση των αναμνήσεών μας, προκειμένου να μην καταβληθούμε. Εδώ εύκολα έρχεται η απελπισία, αλλά και η κατάθλιψη. Άλλοτε πάλι η υπομονή είναι η συστηνόμενη κατάσταση  όταν έχουμε θυμό για ό,τι έγινε στη ζωή μας, είτε όταν φταίμε εμείς, οπότε και ο θυμός στρέφεται προς τον εαυτό μας, είτε όταν φταίνε οι συνάνθρωποί μας ή οι περιστάσεις της ζωής ή όταν ρίχνουμε τις ευθύνες στον Θεό, οπότε ο θυμός προσανατολίζεται αντίστοιχα. Η υπομονή γίνεται φάρμακο στην αδυναμία διόρθωσης των καταστάσεων. Πόσο όμως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η υπομονή δεν είναι παρά μοιρολατρία και συμβιβασμός με την ήττα, χωρίς ελπίδα για μία νέα αρχή;

Για την πίστη μας η υπομονή είναι αρετή. Είναι η επίγνωση ότι δεν είναι το θέλημά μας, ο κόπος μας, οι στόχοι, τα όνειρά μας, οι επιλογές μας που οδηγούν στην ευτυχία, αλλά η πρόνοια και το θέλημα του Θεού. Ότι ο Θεός λειτουργεί με το κριτήριο του να μας δώσει ευκαιρίες για την προσωπική μας αναγέννηση, όχι κατ’ ανάγκην ως τιμωρία για τις όποιες αμαρτίες μας, διότι τότε δεν θα υπήρχε ίαση στη ζωή μας, καθόσον οι αμαρτίες μας είναι πλήθος και ο Θεός θα ήταν δικαστής, κάτι το οποίο δεν πιστεύουμε. Και προσωπική αναγέννηση σημαίνει επίγνωση του νοήματος και του σκοπού της ζωής. Σημαίνει αυτοέλεγχος για την πορεία, τα λάθη, τους στόχους, τις σχέσεις μας. Έλεγχος για τις αδυναμίες του χαρακτήρα μας. Για το κατά πόσον οι επιλογές μας συμβαδίζουν με το θέλημα του Θεού. Αυτή η επίγνωση και την ίδια στιγμή η αυτοκριτική είναι εφαλτήρια εμπιστοσύνης στην αγάπη του Θεού προς τα πρόσωπά μας. Και η αγάπη αυτή δεν μπορεί να τεθεί σε αμφιβολία. Όσο κι αν ο πειραστής του κόσμου και της ζωής σ’  αυτό αποσκοπεί, στο να μας κάνει να αισθανθούμε ότι ο Θεός δεν μας αγαπά και ότι μας έχει εγκαταλείψει μόνος μας, εντούτοις δεν πρέπει να υποκύψουμε. Κανένας πατέρας δεν διαγράφει ούτε εγκαταλείπει το παιδί του, επειδή δεν είναι όπως το θέλει. Αν είναι γνήσιος, το δέχεται. Εν αληθεία και μετανοία ή αφήνοντας τον χρόνο να λειτουργήσει καταπραϋντικά, αλλά είναι έτοιμος να το δεχτεί.  Διότι η αληθινή αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.

Για την πίστη μας η υπομονή μαρτυρεί μία σε βάθος συναίσθηση ότι ο χρόνος δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, ακόμη κι αν μαζί του φέρνει ματαιώσεις και δοκιμασίες. Ο χρόνος είναι πορεία προς την ωριμότητα και η ωριμότητα έρχεται όχι μέσα από τα ευχάριστα, αλλά, κυρίως, μέσα από τα δύσκολα. Και το δύσκολο είναι να αποδεχθούμε ό,τι μας συμβαίνει, ακόμη κι αν δεν είμαστε οι υπαίτιοί του. Το φάρμακο που νοηματοδοτεί τις ματαιώσεις εν τω χρόνω είναι κι εδώ η αγάπη. Η αγάπη μας κάνει να κερδίζουμε τον χρόνο ο οποίος σπαταλιέται στην αγωνία να ερμηνεύσουμε τι μας συμβαίνει, να οργιστούμε με τον εαυτό μας και με τους άλλους, να πενθήσουμε για τις ήττες μας. Η αγάπη είναι αυτή που κάνει την υπομονή λιγότερη επώδυνη.  Και αγάπη εδώ σημαίνει να ανοιχτούμε προς τον πλησίον μας. Διότι ό,τι φαίνεται ότι στερηθήκαμε ο Θεός το αναπληρώνει στέλνοντάς μας και πρόσωπα και καταστάσεις, δια των οποίων μπορούμε να κάνουμε καινούργια ξεκινήματα. Η ωριμότητα έρχεται όχι μέσα από την κατάθλιψη της ήττας, αλλά μέσα από την επιλογή να παλέψουμε να ξαναχτίσουμε. Στον πόνο για τη στέρηση ανάσα είναι η υπομονή. Δεν είναι όμως αρκετή αν δεν ανα-νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας.

Κάποτε η υπομονή χρειάζεται όταν έχουμε έναν στόχο, ο οποίος δεν μπορεί να εκπληρωθεί άμεσα. Όταν χρειαζόμαστε να στρίψουμε το τιμόνι της ζωής μας κάπου αλλού ή να περιμένουμε, εργαζόμενοι τον καλόν αγώνα. Είναι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή»(Β’  Κορ. 6, 4). «Με κάθε τρόπο συσταίνουμε τον εαυτό μας ως υπηρέτες του Θεού, με τη μεγάλη μας υπομονή». Ο Απόστολος των Εθνών έβλεπε ότι το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων δεν καρποφορούσε άμεσα. Ότι ήθελε πολλές ωδίνες για να γεννηθεί το καινούργιο. Έτσι επέλεξε να υπομένει, θεωρώντας τον εαυτό του διάκονο του Θεού. Να κάνει προσευχή. Να εναποθέτει τις αγωνίες του στον Θεό. Και να περιμένει να φανερωθεί το θέλημά Του, ακόμη κι αν για τον ίδιο είχε μαρτύριο αυτή η οδός. Κόπο. Σωματικά βασανιστήρια από τους αρνητές του Χριστού. Πνευματικά βασανιστήρια από όσους, ενώ επέλεγαν την πίστη, εντούτοις ήθελαν να τη ζήσουν κατά το θέλημά τους και όχι κατά το θέλημα του Θεού. Όμως ο Παύλος είχε επίγνωση ότι ήταν «μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων». Ότι στη ζωή δεν είναι αυτό που θέλουμε εμείς το σημαντικό, αλλά αυτό που ο Θεός επιτρέπει. Ακόμη κι αν δεν έχουμε τίποτα, αν έχουμε τον Θεό μαζί μας, έχουμε τα πάντα. Γι’  αυτό και υπέμεινε. Και ο Θεός τον άκουσε, ακόμη και στις φαινομενικές ήττες. Κάποιοι από τους βασανιστές του δεν άλλαξαν γνώμη. Δεν έπαυσε όμως ποτέ να προσεύχεται και να συγχωρεί. Ακόμη κι αν έφυγε από κοντά τους ή εκείνοι από κοντά του.  Ακόμη κι αν ηττήθηκε από εκείνους σωματικά. Δε νικήθηκε όμως ως προς την αγάπη. Το ίδιο κι εμείς. Ακόμη κι αν καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να φέρουμε τους άλλους κοντά μας, τουλάχιστον ας μην πάψουμε να τους αγαπούμε.

Για τον κόσμο οι δοκιμασίες, οι ήττες, οι ματαιώσεις, οι στερήσεις, το να βλέπουμε ότι οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλουμε είναι αφορμή μεγάλων θλίψεων. Καταφεύγει ο κόσμος στην υπομονή την οποία θεωρεί κατάσταση απραγίας, παραίτησης, κατάθλιψης.  Και πορεύεται εν τη λύπη. Για την πίστη μας η υπομονή είναι χαροποιός. Είναι η ευκαιρία, παρά το δυσάρεστο συναίσθημα που βιώνουμε, να βρούμε καινούργιους προσανατολισμούς, να επιμείνουμε στις ανθρώπινες σχέσεις όταν νιώθουμε ότι υπάρχει περιθώριο ή όταν δεν γίνεται αλλιώς, καθώς υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους αναγκαστικά πρέπει να παραμείνουμε συνδεδεμένοι, να ωριμάζουμε χτίζοντας και βγάζοντας προς τα έξω τον καλύτερο εαυτό μας. Αυτόν που εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού και με τη λάμψη της πίστης στα μάτια συνεχίζει δοξάζοντας τον Θεό, ως τα πάντα κατέχων. Και όντας έτοιμος, με την βοήθεια Εκείνου, να αντέξει.

Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. Αυτής που μας κάνει να βιώνουμε την αγάπη του Θεού και να μπορούμε να συνυπάρχουμε με τον άλλο. Όχι από θέση ανωτερότητας, αλλά από διάθεση να τον δούμε ως τον οικείο μας. Και μέσα στην υπομονή της συνύπαρξης, ο Θεός θα δίδει.  Όχι μαγική αλλαγή του άλλου, αλλά την αντοχή σε μας και το παράδειγμα σε κείνον. Διότι ο καθένας μας γίνεται δοχείο της χάριτος, αν θελήσει να υπομείνει. Ή, αν δεν αντέχει, τουλάχιστον με ταπείνωση να ξαναρχίζει τη ζωή του, όχι κατηγορώντας τους άλλους, αλλά βλέποντας τον εαυτό του στην προοπτική της ανάγκης για ωριμότητα.

Κέρκυρα, 7 Φεβρουαρίου 2016

Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός