π. Δημητρίου Μπόκου
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ – λέει τὸ παραμύθι – ὁ Θεὸς ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἔριξε ἕνα βλέμμα στὴ γῆ. Δὲν ἔμεινε ὅμως εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶδε ἐκεῖ. Οἱ ἄνθρωποι, ἂν καὶ τοὺς εἶχε δώσει ὅλα τὰ καλά, εἶχαν γεμίσει τὴ ζωή τους μὲ προβλήματα. Ὁ Θεὸς στενοχωρήθηκε πολύ, γιατὶ τοὺς ἀγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ εἶναι ὅλοι καλά. Ἔπεσε σὲ βαθειὰ συλλογή. Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ κάμει γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει; Ποιὰ εὐλογία δὲν τοὺς ἔδωσε ἀκόμα; Σκέφθηκε τότε νὰ ἐπιστρατεύσει τὸν Χρόνο. Θὰ τὸν ἔστελνε στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχουν κάθε εὐκαιρία μὲ ὅλη τους τὴν ἄνεση νὰ φτιάχνουν σωστὰ τὴ ζωή τους.
Τὸν φώναξε λοιπὸν ἀμέσως κοντά του, τὸν καθοδήγησε καὶ τὸν ἔστειλε στὴ γῆ γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Χρόνος, νεαρὸ παλληκάρι γεμάτος ὄρεξη, ξεκίνησε ἀμέσως τὸ ἔργο του. Δὲν εἶχε καιρὸ γιὰ χάσιμο. Ἔπρεπε νὰ γυρίσει ὅλη τὴ γῆ κι αὐτό, ἂν τὸ καλοσκεφθεῖς, δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη καὶ ξεκούραστη δουλειά.
Σταμάτησε στὴν πρώτη πόρτα ποὺ συνάντησε μπροστά του καὶ χτύπησε. Τοῦ ἄνοιξε ἕνας συνομήλικός του νεαρός. Ὁ Χρόνος τοῦ εἶπε:
– Εἶναι καιρὸς νὰ ἀρχίσεις.
– Ν᾿ ἀρχίσω τί; ρώτησε μὲ φανερὴ ἀπορία ὁ νέος.
– Ὅλα τὰ σημαντικὰ ποὺ φτιάχνουν τὴ ζωή σου. Τὰ σχέδιά σου καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ θὰ τῆς δώσουν ὀμορφιὰ καὶ νόημα.
– Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμα, ἀπάντησε ὁ νέος. Ἔχω καιρό. Τὸ μέλλον εἶναι μπροστά μου.
– Δὲν ξέρεις κάν, ἂν θὰ ἔρθει ποτὲ τὸ μέλλον, ἀπάντησε ὁ Χρόνος. Δικός σου χρόνος εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ τώρα ζεῖς. Αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μὲ σιγουριὰ στὰ χέρια σου εἶναι μονάχα τὸ παρόν.
Μὰ ὁ νέος δὲν πείσθηκε.
– Ὄχι, εἶπε. Νοιώθω πὼς εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμα γιὰ ὁτιδήποτε. Θὰ περιμένω τὸ μέλλον.
Ὁ Χρόνος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιμείνει περισσότερο. Εἶχε πολὺ δρόμο μπροστά του. Ἔφυγε στενοχωρημένος. Ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, συνέχισε νὰ τρέχει πάνω στὴ γῆ, νὰ συναντήσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἐπιτέλους συμπλήρωσε τὸ γύρο της, ὁ Χρόνος ἦταν πιὰ ἕνας γέρος μὲ χιονισμένα μαλλιά. Καὶ τότε βρέθηκε ξανὰ μιὰ νύχτα στὸ ἴδιο σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε ξεκινήσει: στὴν πόρτα τοῦ νεαροῦ ποὺ εἶχε πρωτοσυναντήσει. Μὰ τώρα τοῦ ἄνοιξε ἕνας ἀσπρομάλλης γέρος.
– Πρόλαβες νὰ κάνεις κάτι σπουδαῖο στὴ ζωή σου; ρώτησε ὁ Χρόνος.
– Δυστυχῶς ὄχι, ἀπάντησε ὁ γέρος σκυθρωπός. Τὰ ἄφηνα πάντα ὅλα γιὰ τὸ μέλλον. Μὰ κάποτε κατάλαβα, πὼς εἶναι πιὰ πολὺ ἀργὰ γιὰ ὁτιδήποτε. Τὸ μέλλον δὲν ὑπῆρχε πιὰ γιὰ μένα. Μὲ εἶχε προσπεράσει. Χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῶ, ἡ ζωή μου ἔγινε σιγὰ – σιγὰ ἕνα παρελθόν. Δὲν περιμένω τίποτε πιά.
– Σταμάτα νὰ κοιτᾶς αὐτὸ τὸ παρελθόν, εἶπε ὁ Χρόνος. Δὲν χάθηκε κάθε ἐλπίδα. Στὰ χέρια σου κρατᾶς ἀκόμα τὸ παρόν. Γιὰ ὅσο ζεῖς, αὐτὸ θὰ ὑπάρχει. Καὶ εἶναι δικό σου. Τὸ κάνεις ὅ,τι θέλεις ἐσύ. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ πάρει. Τὸ παρόν, αὐτὸ μονάχα εἶχες πάντοτε δικό σου. Τὸ μέλλον δὲν ἤξερες ποτὲ ἂν θὰ σοῦ δινόταν. Τὸ παρελθόν σου πάλι δὲν γυρίζει πίσω. Μὰ τὸ παρόν σου, καὶ τώρα ἀκόμα, εἶναι ἐδῶ. Ἔχεις καιρό, ἐκμεταλλεύσου το. Ἔστω καὶ τώρα μπορεῖς νὰ κάνεις μιὰ ἀρχή, νὰ χτίσεις τουλάχιστον τὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις μόνο.
Μὰ ὁ γέρος μόρφασε ἀπαισιόδοξα:
– Πολὺ ἀργὰ πιὰ γιὰ ὁτιδήποτε.
Τὸ ρολόι χτύπησε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ νύχτα.
– Νά, αὐτὴ ἡ ὥρα ἐκφράζει ὅλη τὴ ζωή μου, ξαναμίλησε ὁ γέρος μελαγχολικά. «Τρεῖς τὴ νύχτα: πολὺ νωρὶς καὶ συνάμα πολὺ ἀργὰ γιὰ ὁτιδήποτε» (Ζὰν-Πὼλ Σάρτρ).
Ὁ Χρόνος τότε κίνησε νὰ φύγει.
«Μυστήριο πράγμα ὁ ἄνθρωπος», σκεφτόταν. «Πῶς καταφέρνει νὰ χαραμίζει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας τὴν εὐλογία σὲ κατάρα;»
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 366, Ἰαν. 2014)