Συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ (Λουκ. ιθ΄1-10)
Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Μέσα ἀπὸ τὴ γνωστὴ ἱστορία τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο καλούμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναζητήσουμε, νὰ ἀνακαλύψουμε, καὶ τελικὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική μας προσωπικὴ «μυστικὴ» συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία.

Ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ κόσμου;

Ἕνας διακεκριμένος θεολόγος τοῦ καιροῦ μας μέσα ἀπὸ μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσέγγιση βαθαίνει τὸν ἐσωτερικό μας στοχασμὸ καὶ διάλογο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε ἂν κάτι μᾶς ἑλκύει ἤ ἐνδεχομένως μᾶς ἐμποδίζει νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τὸ ἤθελε τόσο πολύ, ὥστε ἡ ἐπιθυμία του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παντός. Ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21).

Τὰ πάντα στὴ ζωὴ μᾶς ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἐπειδὴ ὅτι, ἐπιθυμοῦμε εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς τραβάει ἀπὸ μέσα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραδινόμαστε. Ὁ Ζακχαῖος ἀγαποῦσε τὸ χρῆμα, καὶ κατὰ τὴ δική του παραδοχή, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει δὲν εἶχε κανέναν ἐνδοιασμὸ νὰ κλέβει τοὺς ἄλλους. Ἐπίσης, ἀγαποῦσε τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μέσα του ἀνακάλυψε μιὰ ἄλλη ἐπιθυμία, ἤθελε κάτι ἄλλο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἔγινε κεντρικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία θέτει ἕνα ἐρώτημα καὶ στὸν καθένα μας: Τί ἀγαπᾶμε, τί ἐπιθυμοῦμε, ὄχι φυσικὰ ἐπιπόλαια ἀλλὰ κατὰ βάθος;

Καλὸ θὰ ἦταν λοιπόν, νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν ἐπιθυμοῦμε κάτι ἀληθινὸ καὶ οὐσιαστικὸ ἤ ἀκόμη -ἀπορροφημένοι συνήθως ἀπὸ μιὰ πληθώρα πραγμάτων καὶ ἐνδιαφερόντων- παραδινόμαστε σὲ ἐναγώνιες προσπάθειες, ποὺ κάνουν νὰ ξεχνᾶμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ νὰ χανόμαστε μέσα στὸν «ὄχλο τῶν παθῶν» μας καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου.

Προϋποθέσεις συνάντησης μὲ τον Χριστό

Ὁ Ζακχαῖος ζοῦσε σὲ μιὰ φαυλότητα, ἦταν ὅμως καλοπροαίρετος, γιατί «εἶχε ψυχὴ ἐπιτήδεια πρὸς ἀρετήν», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Γι’ αὐτὸ μπόρεσε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴ «συκομορέα» του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία του, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἐγωισμὸς μᾶς ἐγκλωβίζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὸν Θεό. Τοποθετεῖ ἕνα πέπλο ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν «κοντός». Εἶχε φυσικὰ καὶ πνευματικὰ ἐμπόδια ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ συναντήσει τὸν Χριστό. Ὅμως ὑπερνίκησε τὶς δυσκολίες ποὺ μέχρι τότε τὸν καθήλωναν στὸν ἀτομικισμό του. Ταπεινώνεται, καὶ ἔτσι ὑπερβαίνει κυριολεκτικὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κομβικὸ σημεῖο, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τί ἀκριβῶς θέλει ἤ, μᾶλλον, διαχωρίζει τὰ πολλὰ θέλω τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ θέλω τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του, χτυπώντας τὴν πόρτα τῆς μετάνοιας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς διαφορετικῆς πορείας στὴ ζωή μας, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα μας καὶ γύρω μας «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως». Νιώθουμε τότε τὸ ἐσωτερικὸ ἄγγιγμα τῆς Χάριτός Του μέσα ἀπὸ καταστάσεις καὶ γεγονότα τῆς καθημερινότητάς μας καὶ τότε ἀκοῦμε νὰ μᾶς λέει «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖνε».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι συναντᾶμε τὸν Θεό, κάθε φορὰ ποὺ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν αἰσθανόμαστε τὴ θεία κοινωνία τροφή, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε μία ζωὴ ποὺ ἀρχίζει ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ συνεχίζεται στὴν αἰωνιότητα. Ὅταν νιώθουμε τὴν ἐξομολόγηση λουτρὸ καθαρισμοῦ, ποὺ μᾶς πλένει ἀπὸ ἐνοχὲς καὶ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ πάθη. Ὅταν φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἀκοὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὴ σύγχυση καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ζωῆς. Ἀκόμη συναντᾶμε τὸν Θεὸ ὅταν ζοῦμε τὴν παρουσία Του μέσα στὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς φύσης ἤ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Στὶς δύσκολες καὶ ὀδυνηρὲς καταστάσεις ποὺ μᾶς συγκλονίζουν ἀλλὰ καὶ στὶς ὅποιες χαρούμενες στιγμὲς μᾶς γεμίζουν εὐτυχία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν παραδοθεῖ στὴν ἐπιθυμία τοῦ κόσμου ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν τίποτα. Καὶ ὅμως αὐτοὶ τῶν ὁποίων «ἡ καρδία εἶναι καιομένη» συναντοῦν τὸν Χριστὸ ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν τὸν ὑποψιάζονται καὶ τὸν βλέπουν ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ἀγνοοῦν. Ἀμήν.