ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η’ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ;

Καθώς προχωρούμε στον χρόνο και αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες του παρόντος και του μέλλοντος, αυτό που χρειαζόμαστε είναι η ελπίδα. Είναι η προσδοκία ότι τα όνειρά μας θα εκπληρωθούν, ότι οι δυσκολίες μας θα αντιμετωπισθούν.  Η ελπίδα μας έγκειται στον κόπο τον οποίο καταβάλλουμε, στους ανθρώπους στους οποίους εμπιστευόμαστε ότι θα μας βοηθήσουν και, αν πιστεύουμε στον Θεό, σ’  Εκείνον. Ότι θα μας δώσει δύναμη και φώτιση, ώστε τόσο οι επιλογές μας να είναι τέτοιες που να ανοίγουν δρόμους, όσο και στις δυσκολίες της επικοινωνίας, της συνύπαρξης, της διαχείρισης της ζωής και των ανθρώπων, ιδίως όταν οι άλλοι δεν σκέφτονται και δε δρούνε όπως εμείς θα θέλαμε, ότι θα υπάρξει η δυνατότητα να βρεθούν οι κοινοί τόποι, ώστε να πετύχουμε την ευτυχία που αναζητούμε, τη πρόοδο που μας λείπει, την πληρότητα και τη χαρά από την ικανοποίηση των επιθυμιών μας.

Η εποχή μας βεβαίως είναι ορθολογιστική.  Έτσι δε μας θέλει να πορευόμαστε με ελπίδα σε μεταφυσικούς παράγοντες όπως είναι ο Θεός, αλλά με αυτοπεποίθηση. Στην πραγματικότητα, επειδή ο πολιτισμός και η νοοτροπία που καλλιεργεί ο κόσμος έχουν υποκαταστήσει τον Θεό με τον εαυτό μας, τονίζεται η ανάγκη για αυτοπεποίθηση. Αντί να περιμένουμε λύση από τον ουρανό, να στραφούμε στον εαυτό μας, να πιστέψουμε σ’  αυτόν, να μην απογοητευόμαστε, ακόμη κι αν βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, αλλά να επιμένουμε. Να τον δικαιολογούμε στις πτώσεις του. Να επιρρίπτουμε τις ευθύνες για τις ήττες στους άλλους. Να μην τον αφήνουμε να απελπίζεται, αλλά να τον κάνουμε να τονώνεται με την ικανοποίηση των επιθυμιών του, πραγματικών ή τεχνητών. Και όλα αυτά εκφράζονται μέσα από  την έννοια της αυτοεκτίμησης, της αυτοπεποίθησης, μέσα από την ανάγκη για έπαινο, αλλά και για δικαιολόγηση των πράξεών μας, ώστε να μην στενοχωριόμαστε, να μην πληγωθούμε, να μη μειωθούμε.

Παράλληλα, ο κόσμος μας οδηγεί να ελπίζουμε στα εργαλεία που αυτός έχει βρει, για να στηριχθούμε στη ζωή μας. Στην επιστήμη, είτε δια της ιατρικής είτε δια της τεχνολογίας. Στην πολιτική, η οποία λειτουργεί στην προοπτική όχι της αξιοκρατίας, αλλά της κολακείας και των γνωριμιών. Στην πληροφόρηση και στην αυτοπροβολή που επιτυγχάνεται δι’  αυτής. Στη θεοποίηση του σώματος. Στον υπερτονισμό των δικαιωμάτων μας. Στην αξία της μόρφωσης. Στην υπεροψία που η κοσμική γνώση προκαλεί. Στην άρνηση να δούμε τον κόσμο πνευματικά και στον περιορισμό της ζωής στο διανοητικό της πλαίσιο. Και όλο αυτό μεταφέρεται στην καθημερινότητά μας. Νομίζουμε ότι μπορούμε χωρίς τον Θεό και διαμορφώνουμε τη ζωή μας με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι αδύνατον να διαχειριστούμε την οποιαδήποτε μεγάλη κρίση και δοκιμασία., εφόσον δεν έχουμε πίστη και ελπίδα αιωνιότητας.

Αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούμε να διαχειριστούμε, καθότι εφόσον κριτήριο είναι ο εαυτός μας, τότε δε δεχόμαστε συμβουλή από κανέναν, δεν έχουμε κριτήριο άλλο παρεκτός αυτό που εμείς πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε ή νομίζουμε ότι είναι το σωστό, με αποτέλεσμα όταν διαπιστώσουμε ότι  και οι άλλοι έτσι σκέφτονται, να αδυνατούμε να βρούμε λύση. Και τα πράγματα οδηγούνται στη διαμάχη, στη διάλυση, στην τάση για εξουσιασμό του ενός εις βάρος του άλλου. Μία  δυστυχία, η οποία πηγάζει από την απογοήτευση να μην ελπίζουμε πουθενά, παρά μόνο στο «εγώ».      «Εις τούτο γαρ και κοπιώμεν και ονειδιζόμεθα, ότι ηλπίκαμεν επί Θεώ ζώντι» (Α’  Τιμ. 4, 10). Κι εμείς γι’ αυτό υπομένουμε κόπους και ονειδισμούς, γιατί στηρίξαμε την ελπίδα μας στον ζωντανό Θεό, τον αληθινό Θεό. Μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες στη ζωή μας έρχεται όταν βλέπουμε ότι οι κόποι μας δεν βρίσκουν ανταπόκριση από την πλευρά των άλλων. Όταν διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν αναγνωρίζουν αυτό που κάνουμε, αλλά μας ονειδίζουν, μας ειρωνεύονται, μας απορρίπτουν. Και δεν απορρίπτουν μόνο εμάς. Κυρίως απορρίπτουν ό,τι πιστεύουμε. Όποιον πιστεύουμε. Την αντίληψή μας για το νόημα της ζωής. Τα κριτήρια με βάση τα οποία πορευόμαστε. Και τότε, αισθανόμαστε μοναξιά. Απογοήτευση κατά άνθρωπον. αναρωτιόμαστε για το αν αξίζει να προσπαθούμε για τους ανθρώπους ή για να επιτύχουμε στόχους που δεν τυγχάνουν αναγνώρισης.

Πρωτίστως όμως δυσκολευόμαστε όταν αισθανόμαστε ότι ο Θεός δεν μας ακούει. Δεν είναι παρών στη ζωή μας. Αφήνει να δοκιμαζόμαστε και δεν μας δίνει ορατή λύση. Μας καλεί να κάνουμε υπομονή και να περιμένουμε να μιλήσει. Μας αφήνει να ζούμε μικρότερα ή μεγαλύτερα μαρτύρια και η καρδιά μας αισθάνεται κενή δίχως την παρουσία Του. Όμως, ακόμη κι έτσι, αν η ελπίδα μας παραμένει σ’   Εκείνον, θα μας δώσει σημάδια της αγάπης Του. Αρκεί εμείς να ακολουθούμε τις εντολές Του. Να ζούμε στην Εκκλησία. Και στην καρδιά μας να ελπίζουμε σ’  Αυτόν. Και να μη σταματάμε να κουραζόμαστε για τον δρόμο και τον τρόπο Του. Την αγάπη. Την θέαση της ζωής όχι με κριτήριο το εγώ μας, αλλά την κοινωνία μαζί Του. Και την αγάπη προς τον πλησίον, ακόμη κι αν αυτός δεν πιστεύει. Ακόμη κι αν μας κουράζει. Ακόμη κι αν δεν είναι όπως τον θέλουμε.

Η κατά Θεόν ελπίδα δεν απορρίπτει την αυτοπεποίθηση. Δε ζητά από τον άνθρωπο να λειτουργεί μοιρολατρικά ή να μην αξιοποιήσει ό,τι ο πολιτισμός έχει εφεύρει για να απλοποιήσει ή για να στηρίξει τη ζωή μας. Το πρόβλημα όμως έγκειται όταν η αυτοπεποίθηση γίνεται απαίτηση να γίνεται το θέλημά μας, επειδή πιστεύουμε ότι το αξίζουμε. Όταν απαιτούμε από Θεό και συνάνθρωπο να μας επαινέσουν, να μας δικαιώσουν, να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες μας. Και όταν αρνούμαστε να θέσουμε ως κριτήριο της ζωής μας το θέλημα του Θεού, επιλέγοντας να θεωρούμε ευτυχία την ικανοποίηση του εγώ μας. Πρώτα ο Θεός! Και έχει ο Θεός! Εκεί ας είναι η ελπίδα μας. Έτσι, χωρίς να απορρίπτουμε τον κόπο ή την κριτική μας ικανότητα ας κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας, αλλά ας αφήνουμε τον Θεό να έχει την τελευταία λέξη. Καλλιεργώντας την πίστη στη ζωή της Εκκλησίας, στη συνάντηση με τον συνάνθρωπο, στην προσευχή. Και τότε θα διαπιστώσουμε ότι η μεγαλύτερη υπέρβαση που μπορούμε να κάνουμε δεν είναι όταν παλεύουμε ή θέλουμε να πετύχουμε το δύσκολο ή το ανέφικτο στα όνειρα της ζωής και στις σχέσεις μας, αλλά όταν μπορούμε να νικήσουμε την οίηση του εαυτού μας, την εξάρτηση από τα πάθη μας, την μη πρόταξη της αγάπης. Και τότε, ακόμη και το πλέον δύσκολο που είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, θα βρούνε κατεύθυνση, διότι ο Θεός δεν λησμονεί!

Κέρκυρα, 31 Ιανουαρίου 2016

Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός