Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Σήμερα, 27 τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἑορτάζομε τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Πρέπει νὰ ξερωμε ὅτι ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη του μετατίθεται στὶς 13 Νοεμβρίου. Ἡ σημερινὴ δεύτερη ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἱεράρχη γίνεται σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὅπου ἀπέθανε. Αὐτὴ ἡ ἀνακομιδὴ ἔγινε τριάντα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ἀπὸ τὸ διάκονο καὶ διάδοχο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀρχιεπίσκοπο Πρόκλο στὰ 438 ἔτη μετὰ τὸ Χριστό, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν Θεοδόσιος ὁ Μικρός.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 344 μετὰ τὸ Χριστό. Ὁ πατέρας του, ἀνώτατος ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ, ὠνομαζότανε Σεκοῦνδος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Ὠρφάνεψε ἀπὸ πατέρα πολὺ μικρός, καὶ ἡ μητέρα του, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν, δὲν ἔκαμε δεύτερο γάμο, ἀλλὰ ἔμεινε χήρα, γιὰ νὰ ἀφοσιωθῆ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ Ἀνθοῦσα ἦταν μία ἀληθινὴ χριστιανὴ μητέρα, ποὺ ἔμεινε τὸ ὄνομά της στὴν Ἐκκλησία. Ὁ περίφημος στὴν ἐποχὴ του ρήτορας Λιβάνιος, διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, εἶπε μία μέρα γιὰ τὴν Ἀνθοῦσα· «Βαβαί, οἷαι παρὰ τοῖς χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσιν!». Τί θαυμάσιες, ποὺ εἶναι οἱ γυναῖκες τῶν χριστιανῶν!

Στὰ 370, δηλαδὴ σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης βαπτίσθηκε, στὰ 381 χειροτονήθηκε διάκονος, καὶ στὰ 386 πρεσβύτερος. Εἶχε τέτοια ἐπίδοση στὶς σπουδές του, ὥστε ὁ διδάσκαλός του Λιβάνιος, ὅταν τὸν ρώτησαν ποιὸν θὰ ἄφηνε διάδοχό του, εἶπε· «Τὸν Ἰωάννην, εἰ μὴ τοῦτον χριστιανοὶ ἐσύλησαν»· τὸν Ἰωάννη, ἂν δὲν τὸν εἶχαν κλέψει οἱ χριστιανοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, γιὰ νὰ μὴν ἀφήση τὴ χήρα μητέρα του, ἐργάσθηκε ὡς συνήγορος στὰ δικαστήρια, κι ὅταν ἐκείνη πέθανε, ἔγινε μοναχὸς κι ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε ἀσκητικὰ τέσσερα χρόνια. Ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἔμεινε στὴν Ἀντιόχεια ἕνδεκα χρόνια, κοντὰ στὸν ἐπίσκοπο Φλαβιανό, ποὺ τὸν ὑπηρέτησε πιστὰ καὶ τοῦ συμπαραστάθηκε μὲ ἀφοσίωση. Εὐνοημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ὁ γέροντας Φλαβιανός, ἔχοντας κοντὰ του τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη.

Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη εἶχε ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Ἀντιόχειας κι εἶχε διαδοθῆ παντοῦ. Γιατί ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ἐξαίρετα χαρίσματα, τὰ ὁποῖα καλλιέργησε καὶ αὔξησε μὲ λαμπρὲς σπουδές. Τὸ μεγάλο χάρισμα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου καὶ τὸ κύριο γνώρισμά του ἦταν ἡ εὐγλωττία του. Ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τῶν λόγων του εἶναι πραγματικὰ δῶρο οὐράνιο, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ ἱερὸς ὕμνος· «Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν». Στὴν Ἀντιόχεια, ὡς συνήγορος πρῶτα καὶ ὡς διάκονος ὕστερα καὶ πρεσβύτερος, ἔγινε γνωστὸς σὲ ὅλους γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα. Περίφημοι εἶναι οἱ εἰκοσιένας λόγοι του «Εἰς ἀνδριάντας», ποὺ εἶπε τότε, σὲ μία πολὺ κρίσιμη πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ στιγμή, στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ πόλη τῆς Ἀντιόχειας.

Τὸ 398, ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος, κρυφὰ τὸν πῆραν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, γιὰ νὰ μὴν τὸ μάθη ὁ λαός, καὶ τὸν πῆγαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος. Ἐκεῖ ἔμεινε ἕξη χρόνια κι ἐργάσθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, διδάσκοντας τὸ λαὸ καὶ ποιμαίνοντας τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συμβιβάζονται μὲ τὸ κακό, κι εἶχε νὰ παλέψη τότε μὲ πολλὰ κακά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικά. Δυστυχῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πάντα ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ εἶναι· καὶ οἱ ἄνθρωποι πάλι τῆς Πολιτείας, μὲ διάφορες προφάσεις ἐπεμβαίνουν στὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ τότε ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ καλοὶ ποιμένες πληρώνουν ξένες ἁμαρτίες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ 404 καθαιρέθηκε κι ἐξωρίστηκε στὴν Ἀρμενία, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 407.

Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία οἱ χρονολογίες. Ἡ Ἐκκλησία ζῆ στὸν αἰώνα καὶ οἱ Ἅγιοι εἶναι πάντα μαζί μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, λίγα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ὠνομάσθηκε Χρυσόστομος. Ἑρμήνεψε σχεδὸν ὅλη τὴ θεία Γραφή, καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἀφῆκε στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πνευματικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ μεγάλος Ἱεράρχης, ὁ οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος καὶ ὁ Μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔδωκε ὅλο τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία καὶ συγκρούσθηκε μὲ τὸ κακό, ὅπου κι ἂν τὸ βρῆκε μπροστά του. Καθαιρεμένος κι ἐξόριστος, ἄρρωστος καὶ σωματικὰ ἐξαντλημένος, πέθανε, μᾶλλον δὲ κοιμήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας, μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια στὸ στόμα του· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀμήν.