Στὸν ἀπόστολο τῆς ἑορτῆς (Ἑβρ. ζ΄28-η΄12)
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Στὸν Ἀπόστολο τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

α’. Σήμερα, 27 τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Πατέρες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Στὶς 27 Ἰανουαρίου τοῦ 438, τριανταένα χρόνια ὕστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατό του, ἔφεραν μὲ τιμὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὰ Κόμανα τοῦ Πόντου τὰ ἱερὰ ὀστᾶ του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στὴν Ἀντιόχεια πρεσβύτερος καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπίσκοπος, ὑπῆρξε ἀπαράμιλλος καὶ ὡς ἱερέας καὶ ὡς διδάσκαλος. Εἶναι μέχρι σήμερα ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ρήτορες, ὄχι μόνο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου. Λίγα χρόνια ὕστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατό του, τοῦ δόθηκε ὁ μοναδικὸς τίτλος τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ εἶναι μέχρι σήμερα ὁ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὁμιλεῖ στὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν. Σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν πρόδρομο, ὁ Χρυσόστομος ὑπῆρξε ἀτρόμητος καὶ ἀλύγιστος στοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας. Διώχθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, καθαιρέθηκε καὶ πέθανε στὴν ἐξορία, ἄρρωστος μιὰ νύχτα στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407, ξαπλωμένος κατάχαμα ἀπάνω στὶς κρύες πλάκες μιᾶς μικρῆς Ἐκκλησίας. Συνήθιζε πάντα στὴ ζωή του νὰ λέη· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», κι ἦταν αὐτὰ τὰ τελευταῖα του λόγια, ὅταν ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια του καὶ τὸ χρυσό του στόμα, τὸ στόμα ποὺ δὲν ἔπαψε νὰ μᾶς διδάσκει μὲ τὰ πολύτιμα σοφὰ του συγγράμματα, καθὼς ἔτσι τὸ λέει τὸ ἰαμβικὸ δίστιχο στὸ συναξάριο τοῦ ἁγίου·

«Μύσας ὁ Χρυσοῦς Ἰωάννης τὸ στόμα,
ἀφῆκεν ἡμῖν ἄλλο τὰς βίβλους στόμα».

β’. Πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἁγίους μάρτυρες ἐγκωμίασε στὶς ὁμιλίες του, καὶ στάθηκε ἀπόλυτα συνεπὴς στὰ λόγια του. Σὲ μία ὁμιλία λέει· «Ὅποιος θέλει νὰ ἐπαινῆ τοὺς μάρτυρες πρέπει νὰ μιμῆται τοὺς μάρτυρες» (1)· κι αὐτὸς ὁ ἐγκωμιαστὴς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως μιμήθηκε ὥς τὸ τέλος τοὺς ἁγίους μάρτυρες καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του, ὅταν ὁ πυρετὸς ἔκαιγε τὸ αἷμα του κι οἱ κρύες πλάκες πάγωναν τὸ ἀδύνατο σῶμα του σ’ ἐκεῖνο τὸ ἐρημοκκλήσι τοῦ Πόντου.
Ἦταν σὰν καὶ νὰ ἔκανε ἐκεῖ ὁ ἱεράρχης τὴν τελευταία του θεία Λειτουργία, προσφέροντας στὸ Θεό, ἀντὶ γιὰ ἄλλα δῶρα, τὸν ἑαυτό του, καὶ καθὼς στὸ λόγο του στοὺς ἁγίους Μακκαβαίους λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος· «ἐποίησε τὴν τελευτὴν τελευταῖον μυστήριον» (2), τὸ τέλος τοῦ βίου του ἦταν ἡ τελευταία του Λειτουργία.

γ’. Σήμερα, στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε· κι ἐμεῖς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ ποὺ ἀκολουθοῦμε φέτος, θὰ πρέπει τώρα νὰ προχωρήσουμε στὴν ἐξήγηση τῆς περικοπῆς. Μὰ εἶναι δίκαιο καὶ πρέπει, ἀντὶ γιά μᾶς, νὰ ὁμιλήση σήμερα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἄφθαστος κι ἀσύγκριτος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐμεῖς, ἂν μποροῦμε στὸ λόγο νὰ ποῦμε πέντε πράγματα, τὰ μάθαμε ἀπὸ κεῖνον. Θὰ ἐπαναλάβωμε λοιπὸν τὴν ἀποστολικὴ περικοπή, σὲ μία μετάφραση, ὅπως πάντα κάνομε, στὴ δική μας γλώσσα, κι ὑστέρα, πάλι μεταφρασμένα στὴ γλώσσα μας, θὰ ἀκούσωμε τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἀπὸ μία πρακτικὴ ὁμιλία του ἀπάνω στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Γιατί θὰ πρέπει νὰ ποῦμε καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ ἅγιος Πατέρας, τοῦ ὁποίου σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη, εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα, ὡς διδάσκαλος, ὁ ἐξηγητής, ποὺ ἐξήγησε καὶ ἀνέπτυξε σὲ πρακτικὲς ὁμιλίες ὅλη σχεδὸν τὴ θεία Γραφή. Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ εἶναι ἕνα μικρὸ κομμάτι ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν μέγα καὶ αἰώνιο Ἀρχιερέα Ἰησοῦ Χριστὸ· τὰ πρῶτα λόγια τῆς περικοπῆς ταιριάζουν κι ἔχουν ἐφαρμογὴ στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου.

δ’. Νὰ τώρα τί μᾶς εἶπε ὁ Ἀπόστολος σήμερα. «Τέτοιος ἀρχιερέας μᾶς ἔπρεπε· ἅγιος, ἄκακος, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὑψωμένος τώρα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νὰ προσφέρη θυσίες κάθε μέρα, πρῶτα γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες κι ὕστερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ: αὐτὸ τὸ ἔκαμε μιὰ γιὰ πάντα, ὅταν πρόσφερε τὸν ἑαυτό του. Ὁ νόμος βάζει ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν ἀδυναμίες· τὰ λόγια ὅμως τοῦ ὅρκου, ποὺ δόθηκε ὕστερα ἀπὸ τὸ νόμο, βάζουν ἀρχιερέα αἰώνιο καὶ τέλειο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Βασικό, σ’ αὐτὰ ποὺ λέμε, εἶναι ὅτι ἔχομε ἕναν τέτοιο ἀρχιερέα, ποὺ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης στοὺς οὐρανούς, καὶ τώρα λειτουργεῖ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ στὴν ἀληθινὴ σκηνή, ποὺ τὴν ἔφτιαξε ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπος» (3).

ε’. Νὰ τώρα στὴ συνέχεια ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν πρακτικὴ καὶ ἠθικὴ ὁμιλία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, μεταφρασμένο, καθὼς εἴπαμε, στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα.

1. «Ἐπειδὴ λοιπὸν τέτοιον ἔχομε Ἀρχιερέα, καθὼς μᾶς τὸν περιγράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, γι’ αὐτὸ ἂς τὸν μιμηθοῦμε κι ἂς βαδίσουμε στὰ χνάρια του. Δὲν ὑπάρχει κι ἑπομένως ἂς μὴν ἐλπίζουμε σὲ ἄλλη θυσία γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μιὰ θυσία προσφέρθηκε ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀρχιερέα, στὴν ὁποία πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του· μία θυσία μᾶς καθάρισε καὶ μᾶς ἀποκατάστησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θυσία, ἂν δὲν τὴν ἐκτιμήσουμε, δὲν μᾶς μένει παρὰ τιμωρία καὶ καταδίκη. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἀπόστολος διαρκῶς ὁμιλεῖ γιὰ ἕναν Ἀρχιερέα καὶ γιὰ μία θυσία, γιὰ νὰ μὴ θαρῆ κανεὶς πὼς εἶναι πολλὲς θυσίες κι ἔτσι νὰ ἁμαρτάνη χωρὶς φόβο. Ὅσοι λοιπὸν καταξιωθήκαμε νὰ λάβωμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσοι ἔχομε τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσοι μετέχομε τῆς ἀθάνατης τράπεζας καὶ κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἂς φυλᾶμε γιὰ πάντα τὴν εὐγένεια καὶ τὴν τιμή, μὲ τὴν ὁποία μᾶς τίμησε ὁ Θεός.

2. Κι ἂς μὴν ἁμαρτάνη κανεὶς μὲ τὴν πρόφαση καὶ τὴν ἀπατηλὴ ἐλπίδα πὼς ἔχει νὰ μετανοήση, πὼς πρὶν νὰ ἀποθάνη θὰ τρέξη νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ νὰ ζητήση τὴ συγχώρεση τοῦ Θεοῦ, γιατί πολλὲς φορὲς δὲν τὸ ἐπιτυγχάνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι. Παρακαλῶ νὰ πιστέψετε σ’ αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ μὴ νομίστε πὼς τὸ λέω, γιὰ νὰ σᾶς φοβίσω. Ξέρω πολλοὺς ποὺ τὸ ἔπαθαν αὐτὸ· ἁμάρταναν μὲ τὴν ἀπαντοχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μετανοήσουν κι ἦρθε ἡ μέρα νὰ πεθάνουν κι ἔφυγαν ἀμετανόητοι. Γιατί ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ ἔδωκε τὴ μετάνοια, γιὰ νὰ συγχώρηση τὶς ἁμαρτίες κι ὄχι γιὰ νὰ τὶς αὔξηση. Ἂν ὅμως κανεὶς τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ τὴν χρησιμοποιεῖ σὰν εὐκαιρία γιὰ νὰ ἁμαρτάνη περισσότερο, τότε λοιπὸν ἡ μετάνοια γίνεται αἰτία γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἀμελὴς καὶ ὀκνηρός.

3. Σᾶς παρακαλῶ προσέχετε. Κανένας ἂς μὴν εἶναι σὰν μισθωτός, κανένας ἂς μὴν εἶναι ἀφιλότιμος, κανένας ἂς μὴν κάνη τὸ καλὸ καὶ τὸ θαρεῖ βαρὺ καὶ κουραστικό, ἀλλ’ ἂς ἐργαστοῦμε τὴν ἀρετὴ μὲ προθυμία καὶ μὲ χαρά. Ἤ μήπως κι ἂν δὲν ὑπῆρχε μισθός, δὲν θὰ ’πρεπε λοιπὸν νὰ ὑπάρχη καλὸ καὶ ἀρετὴ στὸν κόσμο; Ἀλλ’ ὅμως, ἔστω καὶ μὲ μισθὸ καὶ μὲ πληρωμή, ἂς γίνωμε καλοὶ καὶ ἐνάρετοι. Γιατί πῶς αὐτὸ δὲν εἶναι ντροπὴ καὶ καταδίκη; Ἂν δὲν μὲ πλήρωσης, λέει, δὲν γίνομαι καλὸς ἄνθρωπος, φεύγω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Λοιπὸν τολμῶ νὰ πῶ κάτι· ποτὲ δὲν θὰ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος, κι ὅταν ἀκόμα εἶσαι τάχα ἐνάρετος, ὅταν τὸ κάνης αὐτό, ἐπειδὴ θὰ λάβης μισθό. Γιατί ποτὲ δὲν θὰ ἐκτίμησης τὴν ἀρετή, ἂν δὲν τὴν ἀγαπᾶς. Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ τὴν πολλὴ ἀδυναμία μας, θέλησε ὥστε ἡ ἀρετὴ νὰ γίνη ἐπιτέλους καὶ μισθὸς καὶ πληρωμή. Ἐμεῖς ὅμως οὔτε καὶ ἔτσι εἴμαστε ἐνάρετοι.

4. Ἂς ἐξετάσουμε τώρα τί εἶναι βαρὺ καὶ κουραστικὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει ὁ Θεός. Νὰ ἔχης, λέει, τὴ γυναίκα σου καὶ νὰ σωφρονῆς, νὰ τὴ σέβεσαι καὶ νὰ τὴν τιμᾶς. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι βαρύ; Κι ὅμως πολλοὶ δὲν ἔχουν γυναίκα καὶ εἶναι σώφρονες καὶ ἐγκρατεῖς· κι ὄχι μόνο χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ εἰδωλολάτρες. Σ’ ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ὁ εἰδωλολάτρης εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ κενοδοξία, ἐσὺ δὲν κάνεις τὸ ἴδιο οὔτε γιὰ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.

-Νὰ δίνης, λέει, στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου. Κι αὐτὸ λοιπὸν εἶναι βαρύ; Ἀλλὰ κι ἐδῶ μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δίνουν ὁλόκληρες περιουσίες ἀπὸ κενοδοξία καὶ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν προσωπικό τους ἐγωισμό.

-Ἄλλη ἐντολὴ λέει· νὰ μὴν αἰσχρολογῆς, γιατί μέσα στὴν αἰσχρολογία εἶναι βέβαια καὶ ἡ βλασφημία. Εἶναι τάχα καὶ τοῦτο δύσκολο; Κι ἂν δὲν δινότανε ἐντολή, πάλι θὰ ‘πρεπε νὰ τὸ ἀποφεύγωμε σὰν τίμιοι ἄνθρωποι. Ὅτι δὲ τὸ ἀντίθετο εἶναι δύσκολο, δηλαδὴ ἡ αἰσχρολογία καὶ ἡ βλασφημία, τὸ βλέπομε στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ντρέπεται καὶ κοκκινίζει, ὅταν τοῦ ξεφύγη κάποιος αἰσχρὸς καὶ βλάσφημος λόγος, ἐκτὸς κι ἂν εἶναι μεθυσμένος.

5. Νὰ μὴν πίνης καὶ νὰ μὴ μεθᾶς, λέει ἄλλη ἐντολή, καὶ πολὺ σωστὰ τὸ λέει. Γιατί ἀπὸ μόνη της ἡ μέθη εἶναι κόλαση καὶ τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶπε νὰ στερῆς καὶ νὰ βασανίζης τὸ σῶμα, ἀλλὰ νὰ μὴ μεθᾶς. Δηλαδὴ νὰ μὴν ἐξευτελίζης καὶ ντροπιάζης τόσο τὸν ἑαυτό σου, ποὺ νὰ τοῦ ἀφαιρῆς κάθε ψυχικὸ καὶ λογικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ μήπως δὲν πρέπει νὰ προνοοῦμε καὶ νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ σῶμα; Μὴ γένοιτο! Δὲν λέω αὐτό, ἀλλὰ νὰ μὴν προνοῆς γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του καὶ νὰ μὴν τὸ ἀνάβης. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ λέει ὁ ἅγιος Παῦλος· «τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (4).

Ἄλλη ἐντολὴ λέει· νὰ μὴν ἁρπάζης, νὰ μὴν κλέβεις, νὰ μὴν εἶσαι πλεονέκτης: νὰ μὴν ὁρκίζεσαι ψέματα στὰ δικαστήρια καὶ νὰ μὴν παραβαίνης τοὺς ὅρκους καὶ τὶς ὑποσχέσεις σου. Ποιὸν κόπο καὶ ποιὸν ἱδρώτα χρειάζονται αὐτά;

-Ἄλλη ἐντολὴ λέει- νὰ μὴν κατηγορῆς καὶ νὰ μὴ συκοφαντῆς. Ποιὸν κόπο ἔχει καὶ τοῦτο; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα εἶναι κουραστικό. Γιατί μόλις κατηγορήσης κάποιον, ἀμέσως σὲ πιάνει ἀνησυχία καὶ ὑπόνοια· μήπως ὅ,τι εἶπες τὸ μάθη καὶ τὸ ἀκούση ἐκεῖνος ποὺ τὸν κατηγόρησες, ἐκεῖνος ποὺ συκοφάντησες.

6. Τίποτα λοιπὸν δύσκολο καὶ βαρὺ δὲν μᾶς ἐντέλλεται ὁ Θεός, ἂν βέβαια θέλωμε· ἀλλιῶς καὶ δὲν θέλομε, τότε καὶ τὰ εὐκολώτερα μᾶς φαίνονται βαριὰ καὶ κουραστικά… γιατί ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου κι ἀπὸ τὴ θεία χάρη ἐξαρτῶνται τὰ πάντα. Ἂς θελήσουμε λοιπὸν τὰ καλὰ σὲ τοῦτο τὸ βίο, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» (5).

Ἀγαπητητοί μου ἀδελφοί,

στ. Σήμερα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καὶ διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε, ἔκρινα πὼς ἦταν καλὸ νὰ ἀκούσωμε τὸ μεγάλο ἱεράρχη καὶ τὸν οἰκουμενικὸ διδάσκαλο νὰ μᾶς διδάσκη μὲ μία ὁμιλία του στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ πὼς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ πάντα καὶ σήμερα ὁμιλεῖ στὶς γενεὲς τῶν πιστῶν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο διδάσκαλο· εἶναι πάντα σύγχρονος καὶ ἐπίκαιρος σὲ κάθε ἐποχή, ἐπειδὴ βέβαια καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ κακίες τους εἶναι πάντα οἱ ἴδιες. Ἐμεῖς ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ποὺ πάντα δίνει στὴν Ἐκκλησία ποιμένες καὶ διδασκάλους, γιὰ νὰ μᾶς διδάσκουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν μὲ τὰ σοφὰ τους λόγια καὶ μὲ τὸν ἅγιο βίο τους. Καὶ γι’ αὐτὴ τὴν πολύτιμη δωρεὰ μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες, ἀνήκει στὸ Θεὸ κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀθήνα 19 Ἰαν. 1980

†Ο Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος

* Ἐλέχθη στὸν [Μητροπολιτικὸν] ἱ. Ν. ἁγίου Νικολάου [Κοζάνης] στὶς 27 Ἰανουαρίου 1980.