Γρηγόριος ο Θεολόγος
ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ Ο ΝΟΥΣ Ο ΑΚΡΟΤΑΤΟΣ
Γράφει ο Κων/νος Χαρ. Κορλός, Θεολόγος
Το μήνα Ιανουάριο κοσμούν, μεταξύ των άλλων αγίων, οι τρεις κορυφαίοι ιεράρχες και οικουμενικοί διδάσκαλοι Βασίλειος ο Μέγας (1η), Γρηγόριος ο Θεολόγος (25η) και Ιωάννης ο Χρυσόστομος (27η).
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 328 στην Αριανζό της Καππαδοκίας. Η μητέρα του Νόννα ήταν σεμνή και ευσεβής χριστιανή, ενώ ο πατέρας του Γρηγόριος έγινε αργότερα Επίσκοπος Ναζιανζού. Νους ευφυής και ψυχή ευαίσθητη είχε ιδιαίτερη κλίση και αγάπη από την παιδική του ακόμα ηλικία, προς τα γράμματα.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές, φοίτησε στις σχολές της Καισαρείας Καππαδοκίας, της Καισαρείας Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας, όπου γνώρισε τον αρχιεπίσκοπο Αθανάσιο το Μέγα και το Μέγα Ασκητή Αντώνιο και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου μετά διετία ήλθε ο Βασίλειος, τον οποίο είχε γνωρίσει ήδη στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Από τότε στενότατη φιλία συνέδεσε τους δύο συμπατριώτες και τους έκανε διάσημους σ’ όλη την Ελλάδα. Δεν λησμόνησε ποτέ ο Γρηγόριος την Αθήνα και ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο αισθανόταν ευγνωμοσύνη προς αυτή, ήταν ότι του χάρισε τη φιλία του Βασιλείου. Από όλες τις σελίδες που αφιέρωσε στη φιλία αυτή, οι δυο αυτοί στίχοι είναι χαρακτηριστικοί: «Τα πάντα μεν κοινό και ψυχή μία, δυοίν δέουσα σωμάτων διάστασιν».
Μολονότι δεν είχαν ακόμα βαπτισθεί οι δύο αυτοί φίλοι, λίγες μόνο παραχωρήσεις έκαναν στις αθώες τέρψεις και άφηναν τις αμαρτωλές. Διασκεδάσεις στους άλλους φοιτητές. Δυο μόνο δρόμους γνώριζαν, το πρώτο που οδηγεί προς τη Σχολή και το δεύτερο και πολυτιμότερο που οδηγεί στο χριστιανικό ναό. Αποτέλεσαν φιλικό κύκλο, γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκαν και άλλοι σώφρονες συμφοιτητές, και έτσι συνέπηξαν τον πρώτο γνωστό στην ιστορία Χριστιανικό Φοιτητικό Σύλλογο. Στην Αθήνα παρακολούθησε κυρίως ρητορική και φιλολογία. Ήταν τόσο αξιόλογη η απόδοση του στους δυο αυτούς επιστημονικούς κλάδους, ώστε οι φοιτητικοί σύλλογοι κατά την τότε δικαιοδοσία τους, του παρεχώρησαν καθηγητική έδρα, όπου δίδαξε ένα ή δυο έτη.
Η θορυβώδης ζωή των πόλεων δεν ήταν κατάλληλη για το χαρακτήρα του Γρηγορίου. ο οποίος εξ ιδιοσυγκρασίας αρεσκόταν στην ησυχία και την ηρεμία. Προτιμούσε να ζει μακριά από τον κόσμο, γράφοντας επιστολές και ποιήματα και όταν πιεζόταν έφευγε.
Ολόκληρη σχεδόν η ζωή του ήταν μια φυγή σε πολλές φάσεις. Φερόταν από δυο αντίθετες ροπές, η μόρφωση του, το ενδιαφέρον του για τα Εκκλησιαστικά πράγματα, το περιβάλλον του, η θεία φωνή που συχνά ακουγόταν μέσα του τον ωθούσαν προς τις ευθύνες. Αλλά η διάθεση του για μόνωση και το φιλάσθενο τον απωθούσαν. Όμως με το λίγο χρόνο, που αφιέρωσε στη διοίκηση και τη διδαχή, άλλαξε την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Για ένα διάστημα συνασκήτεψε με τον Βασίλειο στον Πόντο. Εδώ έζησαν μέσα σε ένα κλίμα πνευματικής ανάτασης και προσευχής, μελέτησαν από κοινού τη θεολογία, φιλοτέχνησαν τη Φιλοκα- λία και συνεργάστηκαν στη σύνταξη μοναχικών κανόνων. Το 362 χειροτονήθηκε ιερέας και βοήθησε το γέροντα πατέρα του, Επίσκοπο Ναζιανζού, για μια δεκαετία. Διαχείριση, φιλανθρωπία και προπάντων διδαχή έπεσαν εξ ολοκλήρου στους ώμους του.
Το 372 χειροτονήθηκε από το φίλο του Βασίλειο, αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, επίσκοπος ενός μικρού χωριού των Σασίμων, όπου όμως ο Γρηγόριος δεν ανέλαβε ποτέ καθήκοντα. Μετά το θάνατο των γονέων του ήλθε στη Σελεύ- κεια, στη μονή Θέκλης, όπου παρέμεινε επί έτη.
Το 379 εκλήθη στην Κων/πολη, για να υπερασπίσει με τη διδαχή του την κινδυνεύουσα Ορθοδοξία. Εδώ κατάφερε με τα κηρύγματα του και ιδιαίτερα με τους πέντε θεολογικούς λόγους του να ανορθώσει την ορθόδοξη πίστη και να αυξήσει το ποίμνιο. Το 381 η Β’ Οικουμενική Σύνοδος ανεκήρυξε το Γρηγόριο αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως. Έτσι ικανοποιήθηκε ο πόθος του λαού και πραγματοποιήθηκε ο λόγος του Βασιλείου, που ήθελε το φίλο του Γρηγόριο επίσκοπο ολοκλήρου της Οικουμένης.
Όταν όμως κάποιοι επίσκοποι αμφισβήτησαν την κανονικότητα της εκλογής του, υπέβαλε την παραίτηση τους και αποχώρησε, εκφωνώντας το συγκινητικό Συντακτήριο Λόγο, στον οποίο φανέρωσε όλο το μεγαλείο της πνευματικής και ηθικής δυνάμεώς του.
Παρέδωσε το πνεύμα του πιθανώς το 391 στο κτήμα της Αριανζού, που είχε ιδρύσει μοναστήρι.
Η Εκκλησία τον τίμησε ιδιαίτερα και του απένειμε την προσωνυμία «Θεολόγος» για τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της Θεολογίας του. Τον τίτλο αυτό επεφύλαξε η Ορθοδοξία σε τρεις μόνο άνδρες, τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, το Γρηγόριο και το Συμεών τον Νέον, οι οποίοι και αγάπησαν πολύ και περί αγάπης και φωτός εθεολόγησαν πολύ.