Κάθε φίλος τοῦ Θεοῦ, καὶ στὶς τρεῖς περιόδους τῆς ἐκκλησίας, τῆς παραδόσεως, τοῦ νόμου καὶ τῆς χάριτος, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση καὶ τὸ πνεῦμα τῶν δύο κυρίως ἐντολῶν, τῆς ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, πίστευε καὶ ἐκινεῖτο. Ἡ ὁμολογία αὐτὴ εἶναι ἀναντίρρητος καὶ βεβαία, ἐφ’ ὅσον κάθε μορφὴ εὐσεβείας στὴ πανανθρώπινη ἱστορία στηρίζεται στὶς δύο αὐτὲς ἐντολές. Ὁ τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς τους ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ χρόνο, τὶς περιστάσεις, τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα. Ἔτσι βλέπουμε τὴν ποικιλία τῶν βιωμάτων καὶ τῶν λόγων στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας μας. Στὴν πρακτικὴ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὸν Θεό, οἱ φιλόθεοι, δὲν μεταχειρίζονταν τοὺς ἴδιους τρόπους, ἂν καὶ ὁ σκοπὸς καὶ ἡ πρόθεση ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια…
Ὅσοι ἀγαποῦσαν τὸν Θεό, εἴτε ἀτομικὰ εἴτε ὁμαδικὰ προσπαθοῦσαν νὰ ζοῦν κατὰ Χριστὸν θεωρώντας τὸν θάνατο ὡς κέρδος, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου, καὶ ἔτσι δὲν ἀνῆκαν στὸν ἑαυτό τους. Σ’ αὐτὴ τὴ πολύμορφη καὶ πολύπλευρη ἀγωνιστικότητα, εἴτε μέσα στὴ κοινωνία, εἴτε ἔξω ἀπὸ αὐτήν, «στὶς ἐρήμους καὶ τὰ σπήλαια», ἕνα μόνο σκοπὸ εἶχαν· νὰ ἀρέσουν στὸν Θεό. Ἡ ποικιλία τῶν διαφόρων μορφῶν τῆς ζωῆς τους δὲν ἦταν σκοπός. Ἦταν ἡ ἔκφραση τοῦ πόθου καὶ τοῦ θείου ἔρωτα, γιὰ τὸν ὁποῖον τὰ θυσίαζαν ὅλα ἀκόμη καὶ τὴ ζωή τους… Ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη τῶν δικαίων πρὸς τὸν Θεὸ ἐπιστρέφει πίσω καὶ ἀγκαλιάζει τὸν ἄνθρωπο, «τὸν πλησίον». Ἀνταύγεια, συνέπεια καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης ἐντολῆς «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» εἶναι «καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Εἶναι ἀναρίθμητα τὰ παραδείγματα τῆς αὐτοθυσίας τους «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας»…
Ὁ προβαλλόμενος Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (± 1134 – 12/04/1214), οὐδέποτε βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιό του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του• καὶ ὅμως ὅσο κανένας ἄλλος, τουλάχιστον στὶς ἡμέρες του, ἀγκάλιασε τὸν πανανθρώπινο πόνο καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας του ποὺ ὑπέφερε. Τὰ ὅσα πρόσφερε ὁ ὅσιος στὸν καταρτισμὸ καὶ τὸ στηριγμὸ τῶν συνανθρώπων του, σὲ σύγκριση μὲ ὅσους ζοῦσαν καὶ διακονοῦσαν μέσα στὴν κοινωνία οὔτε μποροῦμε, ἀλλ’ οὔτε ἔχουμε πρόθεση νὰ περιγράψουμε. Ἐκεῖνο ποὺ μόνο προβάλλομε, σὲ ὅσους θέλουν νὰ μάθουν, εἶναι ὁ λόγος καὶ ἡ δύναμη μέσω τῶν ὁποίων «οἱ τοῦ Χριστοῦ» μποροῦν νὰ τὰ κατορθώσουν ὅλα, ὥστε καὶ ἂν εἶναι ἀπόντες ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν ἔχουν τὰ μέσα, ἐν τούτοις «ἀλλήλων τὰ βάρη» βαστάζουν, «ἀρέσκουν τῷ πλησίον πρὸς τὸ ἀγαθὸν» καὶ θυσιάζουν τὶς ψυχές τους γιὰ τοὺς ἀδελφούς τους. Νὰ λοιπὸν τί μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν κόσμο τῆς ἀδικίας· «ἡ πίστις ἡμῶν». Αὐτὴ διδάσκουσα τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μεταφέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια σὲ ἀνώτερη σφαίρα, ὥστε «ὅλα νὰ τὰ κατορθώνει μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος» καὶ ἔτσι στὴ πράξη ἀποδεικνύεται ὅτι «τὸ ἀσθενές του Θεοῦ» εἶναι «ἰσχυρότερο τῶν ἀνθρώπων».
Ἐκεῖνο ποὺ συγκινεῖ, στὸν ὀσιότατό μας πατέρα, εἶναι ὅτι τὴ μέγιστη αὐτὴ προσφορὰ τὴν συμπλήρωσε ὄχι «σεσοφισμένοις μύθοις». Οἱ λόγοι καὶ τὸ κήρυγμά του «δὲν ἦταν λόγοι ἀνθρώπινης σοφίας», ἀλλ’ ἐνεργοῦσε ὡς «διδακτὸς Θεοῦ», ὅπου «ἐξάγει ἐκ τῶν θησαυρῶν αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ διότι «οἱ τοῦ Χριστοῦ», δεχόμενοι «τὸ πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ», βλέπουν ὅσα τοὺς χαρίζει ὁ Θεός, τὰ ὁποῖα καὶ «λένε ὄχι μὲ λόγια ποὺ διδάσκει ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγια ποὺ διδάσκει τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» (Α΄ Κορ. 2, 13). Ὅπως προαναφέραμε στὴ βιογραφία, ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας δὲν μορφώθηκε μὲ τὴν κοσμικὴ παιδεία, γεγονὸς ποὺ εἶναι σημαντικὸς παράγοντας, ἂν μὴ τί ἄλλο, στὴν ἔκφραση τοῦ λόγου. Οὔτε ἡ ἀπουσία ὅμως τῆς παιδείας, οὔτε τὸ ταπεινό του κοινωνικὸ ἐπίπεδο τὸν ἐμπόδισαν στὸ πλήρωμα τῆς ἐπιτυχίας, στὸν ὕψιστο προορισμὸ τῆς κατακτήσεως τῶν θείων ἐπαγγελιῶν. Ἡ κατ’ ἄνθρωπον ἀκριβῶς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποταγὴ καὶ ὑπακοὴ συμπλήρωσε τὸ καθῆκον τῶν ἁγίων καὶ ἡ θεομίμηση, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλο, ἑρμηνεύεται ὡς ὁ θρίαμβος καὶ ὁ κύριος σκοπός.
Δικαίως λοιπὸν γράφηκε ὅτι «ὅσοι ἔλαβον Αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ἰδοὺ λοιπὸν τὸ μυστήριο τῆς ὑπερφυσικῆς ἐπεκτάσεως τῶν «τοῦ Χριστοῦ». Ποιὸ εἶναι τὸ παράδοξο τώρα στὸν ὅσιό μας, ἐὰν καὶ αὐτὸς «οἶδε γράμματα μὴ μεμαθηκώς;» Αὐτὸς ποὺ ὑποσχέθηκε ὅτι «μέσα ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα ποτάμια ζωντανὸ νερὸ θὰ τρέξουν» (Ἰω. 7, 38) ἔδωσε μὲ τὴ θεία του χάρη, ὅσα ἔλειπαν ἀπὸ τὴ δική μας ἀδυναμία, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο «αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ μωρία τοῦ Θεοῦ ἔγινε σοφότερο ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ.1,25).
Νά, λοιπόν, μία σημαντικὴ προσφορὰ στοὺς πιστούς, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μένουν ἀπρόσιτοι καὶ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ μόνη προσφορά τους. Ἀσχολούμενοι «μόνοι πρὸς μόνον τὸν Θεόν», καὶ «βγάζοντας ἀπὸ πάνω τους τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» «μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ» καὶ «φορώντας τὸν νέον ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός», ποὺ εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν δημιουργό του ἀποκτοῦν «νοῦν Χριστοῦ» καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους κρίνουν καὶ συγκρίνουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς πεσόντας ἀγγέλους, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Παύλου. Γίνονται «τὸ ἅλας τῆς γῆς», «εἰσέρχονται στὰ ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρὶν ἀπὸ μᾶς ὁ σωτήρας μας», καὶ «ὡς οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ» γνωρίζουν καὶ μεταφέρουν στὴ στρατευόμενη ἐκκλησία μας, τὶς θεῖες βουλὲς καὶ ἀποκαλύψεις. Ἑρμηνεύουν τὸ βάθος καὶ πλάτος καὶ ὕψος τοῦ πνευματικοῦ νόμου, τοῦ θείου τούτου συντάγματος, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο διοικεῖται καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν Πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ ὁλόκληρη ἡ κτίση.
Γίνονται πόλοι κατευθύνσεων στὸ ζοφερὸ ὁρίζοντα τῆς κοσμικῆς συγχύσεως καὶ ἑρμηνεύουν λεπτομερῶς τὰ εἴδη τοῦ ἀοράτου πολέμου. Ξεσκεπάζουν τὶς παγίδες καὶ γενικὰ τὰ βάθη τοῦ σατανᾶ. Γινόνται ἐπίγειοι ἄγγελοι καὶ φωστῆρες τῆς μαχόμενης ἀνθρωπότητας. Ἐκεῖ ποὺ δὲν φθάνει ἡ φωνή τους, πλησιάζει ἡ γραφή τους, τὸ παράδειγμά τους, μέσω τῶν ἀδιάκοπων ἐπισκεπτῶν καὶ ἀκόμη πιὸ μακριὰ καταφθάνουν μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή τους. Εὔχονται συνεχῶς καὶ ἐμπόνως γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Εἶναι σωσίβια πραγματικὰ στὸν ἀπύθμενο αὐτὸ ὠκεανό, αἰωρούμενα στηρίγματα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, συνδέουν τὴν ἀπέραντη ἀπόσταση ὡς ἀκούραστοι μεσίτες. Καὶ τὸν μὲν Θεὸ μὲ τοὺς οἰκτιρμοὺς τους κατεβάζουν στὴ γῆ, ὅσους δὲ θέλουν τὰ ἄνω τοὺς μεταφέρουν στοὺς οὐρανούς.
Ὅπως στὴν κοινωνία τὰ ἀπαραίτητα καὶ βασικότερα γιὰ τὴ ἀσφάλεια καὶ τὴν πρόοδο καὶ τὴν εἰρήνη, βρίσκονται στὰ χέρια ἐλαχίστων ἀνθρώπων, ποὺ διοικοῦν καὶ κυβερνοῦν ἀθόρυβα, χωρὶς στοὺς πολλοὺς νὰ εἶναι γνωστὲς ἢ ἀντιληπτὲς οἱ ἐνέργειές τους, ἔτσι καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα τὴ θέση αὐτὴ τὴν κατέχουν οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωσή τους στὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν πλήρη αὐτοθυσία τους γιὰ τὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματός Του, ἀπόκτησαν τὴν φιλία Του καὶ πέτυχαν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες. Οἱ θεῖες λοιπὸν ἐπαγγελίες, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς περιεκτικά, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ἔκφραση, στοὺς ἴδιους τοὺς φιλόθεους προκαλεῖ τὴν ἀνακαίνιση καὶ ὁλοκλήρωση στὸν καθολικό μας προορισμό, στοὺς πιστοὺς δέ, γίνονται δάσκαλοι, ὁδηγοί, στηρίγματα, ἑρμηνευτὲς καὶ παρηγορητές, μὲ τὶς πατρικές τους πρεσβεῖες καὶ συμπαραστάσεις, αἰσθητὰ καὶ νοητά, στὴν πολυκύμαντη τοῦ βίου θάλασσα. Ἄλλα καὶ στὸ τέλος τοῦ βίου, ἱκετεύουν γιὰ τὴ σωτηρία τὸν φιλάνθρωπο Δεσπότη, ὡς φίλοι Αὐτοῦ καὶ γνώριμοι.