Καὶ ἔρχονται εἰς Ἱεριχώ· καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυΐδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με. καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν. καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ῥαββουνί, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. (κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, κεφ. 10, 41-52).
Πιστεύω πὼς μία ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ γνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας καὶ νὰ βρίσκουμε τὸν προσωπικό μας δρόμο εἶναι τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε συναίσθηση πόσο τυφλοὶ εἴμαστε!
Πόσο ἐπίμονα θ’ ἀναζητούσαμε τὴ θεραπεία ἂν ξέραμε ὅτι εἴμαστε τυφλοί! Θὰ τὴν ἀναζητούσαμε ὅπως, ἴσως, ἔκανε ὁ Βαρτίμαιος: ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς γιατρούς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς θεραπευτές, ὕστερα, μὴ ἔχοντας πιὰ καμιὰ ἐλπίδα στοὺς «ἄρχοντες, τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων ἐν οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» μπορεῖ νὰ γυρίζαμε στὸ Θεό. Ἀλλὰ ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν τύφλωσή μας. Τόσα πολλὰ πράγματα ξεπηδοῦν μπροστὰ στὰ μάτια μας, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ μὴ βλέπουμε τὰ ἀόρατα γιὰ τὰ ὁποῖα εἴμαστε τυφλοί. Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο πραγμάτων ποὺ ἀποσποῦν τὴν προσοχή μας καὶ μᾶς ἐπιβάλλονται. Δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ τὰ προσέξουμε. Ἐκεῖνα ἀπὸ μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τὰ μὴ ὁρατὰ ὅμως δὲν ἐπιβάλλονται μόνα τους, πρέπει ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ τὰ ἀνακαλύψουμε. Ὁ γύρω κόσμος ἀπαιτεῖ τὴν προσοχή μας, ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ διακριτικά.
Θυμᾶμαι κάτι ποὺ ἕνας γέροντας μοναχός μου εἶπε κάποτε: «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοιάζει σὰν ἕνα μεγάλο δισταχτικὸ πουλὶ ποὺ κατέβηκε κάπου κεῖ κοντά μας. Ὅταν τὸ βλέπεις νὰ ἔρχεται πιὸ κοντά, μὴν κουνιέσαι γιὰ νὰ μὴν τὸ τρομάξεις. Ἄφησέ το νὰ ρθεῖ δίπλα σου».
Αὐτὸ ἴσως μπορεῖ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Αὐτὴ ἡ εἴκονα ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ κατεβαίνει δισταχτικὸ καὶ ταυτόχρονα ἕτοιμο νὰ προσφερθεῖ εἶναι μία βιβλικὴ εἰκόνα γεμάτη βαθιὰ νοήματα — ἂν καὶ ἕνας Ἰάπωνας κάποτε μοῦ ἔλεγε: «στὴ χριστιανικὴ θρησκεία νομίζω ὅτι μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἄλλα δὲ μπορῶ ν’ ἀνακαλύψω τὴ σπουδαιότητα τοῦ ”ἀξιότιμου” περιστεριοῦ!»
Γιὰ νὰ συνεχίσουμε λίγο ἀκόμα μὲ τὰ σύμβολα τῆς διακριτικότητας ποὺ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ μιᾶς καρδιᾶς ποὺ προσφέρεται ἀλλὰ δὲν ἐξευτελίζεται, ἂς ξαναρίξουμε μία ματιὰ στὸ «Μικρὸ Πρίγκιπα» τοῦ Αntoine de Saint-Exupery. Στὸ σημεῖο ὅπου ἡ ἀλεποῦ περιγράφει πῶς ὁ μικρὸς Πρίγκιπας θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἐξημερώσει. Θὰ χρειαστεῖ νὰ εἶναι πολὺ ὑπομονετικός, νὰ κάθεται λίγο μακριά της, νὰ τὴν κοιτάζει μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καὶ νὰ μὴν λέει τίποτε, γιατί τὰ λόγια προκαλοῦν παρεξηγήσεις. Μέρα μὲ τὴ μέρα θὰ κάθεται πιὸ κοντὰ καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ γίνουν φίλοι. Βάλε τὸ «Θεὸ» στὴ θέση τῆς ἀλεποῦς καὶ θὰ δεῖς τὴν ἀγάπη, τὴν παρθενικὴ σεμνότητα,τὴ διακριτικότητα ποὺ προσφέρεται ἀλλὰ δὲν ἐξευτελίζεται. Ὁ Θεὸς δὲ δέχεται μία γλειώδη, ἀβασάνιστη σχέση, οὔτε ἐπιβάλλει τὴν παρουσία Του, τὴν προσφέρει. Κι ἡ προσφορὰ Του αὐτὴ δὲ μπορεῖ νὰ γίνει δεχτῆ παρὰ μόνο μὲ ἴσους ὅρους. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἀντίστοιχη προσφορὰ μιᾶς ταπεινῆς, γεμάτης ἀγάπη καρδιᾶς. Μιᾶς προσφορᾶς κι ἀπ’ τοὺς δύο ποὺ σεμνὰ καὶ διακριτικὰ θ’ ἀναζητοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ βαθὺ κι ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἄφατης ὀμορφιᾶς ποὺ χαρίζει ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη.
Ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος μᾶς ἐπιβάλλεται. Ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος μπορεῖ νὰ γίνεται ἀντιληπτός, ἀλλὰ δὲν ἐκλιπαρεῖ τὴν προσοχή μας: πρέπει νὰ προχωροῦμε σιγὰ καὶ προσεκτικά. Νὰ καιροφυλαχτοῦμε γιὰ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, σὰν τὸ θαυμαστὴ τῶν πουλιῶν ποὺ γιὰ νὰ τὰ παρατηρήσει παίρνει μία θέση στὸ δάσος ἢ στοὺς ἀγροὺς καὶ κάθεται σιωπηλός, ἀλλὰ γεμάτος ἔνταση. Στέκει ἀκίνητος, ἀλλ’ ὅμως ἄγρυπνος καὶ παρατηρητικός.
Αὐτὴ τὴν ἔνταση τῆς προσοχῆς ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει ν’ ἀντιληφτοῦμε ὅσα ἀλλιώτικά μᾶς διαφεύγουν, τὴν ἀποδίδουν τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ παιδικοῦ τραγουδιοῦ:
Μία γέρικη σοφὴ κουκουβάγια
ζοῦσε σὲ μία βελανιδιὰ
Ὅσο ἔβλεπε περσότερο,
τόσο μιλοῦσε λιγότερο.
Κι ὅσο μιλοῦσε λιγότερο,
τόσο ἄκουγε περσότερο.
Ἄχ! νὰ μοιάζαμε καὶ μεῖς
τῆς γέρικης τῆς κουκουβάγιας τῆς σοφῆς!
Τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γύρω πραγμάτων ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὸς δὲ φτάνει τὸ βάθος στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ διεισδύσει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρὸς καὶ ταυτόχρονα μεγάλος. Ὅταν ἀναλογιζόμαστε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στὸ σύμπαν ποὺ συνεχῶς ἁπλώνεται — ἀμέτρητα μεγάλο ἢ ἄπειρα μικρὸ — τὸν βλέπουμε σὰν ἕναν κόκκο σκόνης παροδικό, εὔθραυστο καὶ χωρὶς σημασία. Ἀλλὰ ὅταν στραφοῦμε πρὸς τὰ μέσα μας, ἀνακαλύπτουμε ὅτι τίποτε σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει ἐντελῶς. Ὅλη ἡ δημιουργία εἶναι σὰν ἕνας κόκκος ἄμμου στὰ βάθη τοῦ εἶναι μας. Εἴμαστε ἀπέραντα μεγάλοι γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει ἢ ἱκανοποιήσει ὁ κόσμος αὐτός. Μόνο ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ γίνουμε «κοινωνοὶ θείας φύσεως» μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει. Ὅπως λέει ὁ Αngelus Sillesius: «Εἶμαι τόσο μεγάλος ὅσο ὁ Θεός. Ἐκεῖνος εἶναι τόσο μικρὸς ὅσο ἐγώ».
«Κοιτάζοντας ἀπὸ τὸν οὐρανό, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διακρίνουμε περισσότερο πάνω στὴ γῆ; Ὄχι τὰ βουνὰ οὔτε οἱ θάλασσες οὔτε οἱ πόλεις οὔτε οἱ οὐρανοξύστες. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἡ θεοειδῆς ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ἥλιος ἐπὶ τῆς γῆς. Ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσοι εἶναι οἱ ἥλιοι ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἥλιους εἶναι ὁρατὸς ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀγαπημένο θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ μικρούτσικη γῆ, ἕνα ἀστεράκι ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ χωράει δισεκατομμύρια ἥλιους! Μέσα ἀπὸ τὸ χωματένιο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λάμπει ὁ ἥλιος! Ὁ ἄνθρωπος! Ἕνας μικρὸς θεὸς μέσα στὴ λάσπη» (ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Ὁ ὑλικὸς κόσμος ἔχει ἀδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος καὶ ὄγκο, ἄλλα δὲν ἔχει βάθος. Μποροῦμε νὰ εἰσδύσουμε στὴν καρδιὰ τῶν πραγμάτων καὶ ὅταν φτάσουμε στὸ πιὸ βαθὺ σημεῖο τους — ποὺ εἶναι τὸ τελικὸ σημεῖο — δὲ βρίσκουμε δρόμο πρὸς τὸ ἄπειρο. Τὸ κέντρο μιᾶς σφαίρας, λόγου χάρη, εἶναι τὸ ἐσωτερικότερο σημεῖο της. Ἂν προσπαθήσουμε νὰ πᾶμε πέρα ἀπ’ αὐτὸ ξαναγυρίζουμε στὴν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας, στὸν ἀντίποδα.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ τὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Πρόκειται γιὰ ἕνα βάθος ποὺ εἶναι ἀμέτρητο ἀπὸ τὴ φύση του. Εἶναι ἀπέραντο καὶ ξεπερνάει κάθε ὅριο μέτρησης. Τὸ βάθος αὐτὸ εἶναι ριζωμένο στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
Πότε ἄραγε μποροῦμε νὰ ἀρχίσουμε τὴν ἔρευνα γιὰ νὰ γνωρίσουμε μέχρι ποιὸ σημεῖο εἴμαστε τυφλοί, τυφλωμένοι δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ συλλάβουμε τ’ ἀόρατα; Μόνο ὅταν καταλάβουμε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μία παρουσία ποὺ ἐπιβάλλεται καὶ σὲ μία ἄλλη ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε ἐπειδὴ τὴ νιώσαμε στὴν καρδιά μας. Ἀκόμα, ὅταν καταλάβουμε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ βάρος, τὴν ἀδιαφάνεια καὶ τὴν πυκνότητα τῶν ἀντικειμένων τοῦ γύρω μας κόσμου καὶ στὸ ἀνθρώπινο βάθος ποὺ μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γεμίσει. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ καὶ στὸ βάθος κάθε δημιουργήματος ποὺ προορισμὸς του εἶναι νὰ γίνει τόπος τῆς θείας παρουσίας, ὅταν στὴ συντέλεια ὁ Θεὸς θὰ εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι».
Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς τυφλὸς στὰ ἀόρατα καὶ νὰ βλέπει μόνο τὸ «χειροπιαστὸ» κόσμο σημαίνει ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς γνώσης, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς καθολικῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ Θεὸ καὶ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καρδιά του.
Ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος εἶχε ὀδυνηρὴ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, γιατί ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς τυφλότητάς του δὲν εἶχε ἐπαφὴ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο. Μποροῦσε νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Κύριο γεμάτος ἀπογοήτευση, μὲ ὅλη τὴν ἀπεγνωσμένη ἐλπίδα ποὺ ἔνιωθε ὅταν περνοῦσε πλάι του ἡ σωτηρία, καθὼς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἀποκομμένο.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι ἐμεῖς πολὺ συχνὰ δὲ μποροῦμε νὰ ἐπικαλεστοῦμε τὸ Θεὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι γιατί δὲν καταλαβαίνουμε πόσο ἀπομονωμένοι εἴμαστε μὲ τὸ νὰ μένουμε τυφλοὶ στὴν καθολικὴ θέα τοῦ κόσμου — μία θέα ἐν τούτοις ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ὁλοκληρωμένη ὑπόσταση καὶ στὸν ἴδιο τὸν ὁρατὸ κόσμο.
Πόσο καλὰ θὰ ἦταν ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε τυφλοὶ στὰ ὁρατὰ γιὰ νὰ βλέπουμε πέρα ἀπ’ αὐτά, νὰ βλέπουμε στὸ βάθος,νὰ βλέπουμε τὸ ἀόρατο νὰ διαπερνάει μὲ τὴν παρουσία του μέσα καὶ γύρω μας ὅλα τὰ πράγματα! Αὐτὴ ἡ τύφλωση εἶναι πολύμορφη. Συμβαίνει ὄχι φυσικὰ σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ στοὺς ἁγίους ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μιᾶς ἐκθαμβωτικῆς λάμψης. Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, μιλώντας γιὰ τὸ θεῖο σκότος, λέει ὅτι εἶναι περίσσεια φωτός, ἑνὸς φωτὸς τόσο ἐκτυφλωτικοῦ, ὥστε αὐτὸς ποὺ τὸ ἔχει δεῖ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ δεῖ τίποτε ἄλλο.
Μπορεῖ ἐπίσης νὰ εἶναι κανεὶς τυφλὸς ἐνῶ ἔχει ἀνοιχτὰ μάτια. Ὁ Τολστόι στὸ βιβλίο τοῦ «Πόλεμος καὶ Εἰρήνη» μιλάει γιὰ τὸν Pierre Bezuhov ποὺ κοιτάζει μέσα στὰ μεγάλα ὡραῖα μάτια τῆς Ἑλένης καὶ δὲ βλέπει σ’ αὐτὰ τίποτε ἄλλο παρὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ἀπαλλαγμένο μάλιστα ἀπ’ ὅλα τὰ σφάλματα, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὸν ἔβλεπε ἐκείνη ἡ φτωχή! Ἐκεῖνος κοίταζε στὰ μάτια της ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του — ἡ εἰκόνα της χανόταν ἐντελῶς! Καὶ μεῖς τὸ ἴδιο κάνουμε ἀκόμα καὶ μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο: ἀνάλογα μὲ τὸ ποῦ συγκεντρώνεται τὸ βλέμμα μας ὅταν κοιτάζουμε πρὸς τὸ παράθυρο, μποροῦμε νὰ δοῦμε ἢ τὸ εἴδωλό μας ἢ τὸ τζάμι ἢ τὴ θέα πέρα ἀπ’ αὐτό.
Μπορεῖ ἀκόμα νὰ βλέπουμε μὲ μάτια ἀδιαφορίας, Ὅπως ἔκαναν οἱ διαβάτες ποὺ προσπερνοῦσαν τὸ Βαρτίμαιο. Μπορεῖ νὰ βλέπουμε μὲ μάτια ἄπληστα σὰν τὸ λαίμαργο τοῦ Dickens, ποὺ βλέποντας τὶς ἀγελάδες νὰ βόσκουν στὰ λιβάδια τὸ μόνο ποὺ σκεπτόταν ἦταν τὸ «θαυμάσιο βοδινὸ κρέας»! Μπορεῖ νὰ βλέπουμε μὲ μάτια γεμάτα μίσος ὅταν γίνουμε ἐπιτήδειοι, τὸ ἴδιο ἐπιτήδειοι ὅπως ὁ διάβολος ποὺ δὲ βλέπει παντοῦ τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ κακό, μεταμορφώνοντας τὰ πάντα σὲ μία ἀπαίσια γελοιογραφία.
Τέλος μπορεῖ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια τῆς ἀγάπης, μὲ καθαρὴ καρδιὰ ἱκανὴ νὰ βλέπει τὸ Θεὸ καὶ τὴν εἰκόνα Του στὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων: ἀκόμα καὶ κείνων ὅπου ἡ εἰκόνα Του, κάτω ἀπὸ στρώματα προσωπείων καὶ παραποιήσεων, μόνο ἀμυδρὰ πιὰ ἀπεικονίζει τὴν ἀληθινὴ καὶ βαθιὰ μυστικὴ ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέει καὶ ἡ ἀλεποῦ στὸ μικρὸ Πρίγκιπα: «μόνο μὲ τὴν καρδιὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀληθινά. Ἡ οὐσία ξεφεύγει σὰν ψάχνεις μὲ τὰ μάτια».
Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, τὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὸ κάλεσμα τῆς αἰωνιότητας ποὺ ὑπάρχει σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Καὶ τὸ συνειδητοποιοῦμε μόνο ἐφ’ ὅσον, ὑστέρα ἀπὸ μιὰ ὑπαρξιακὴ ἐμπειρία, βεβαιωθοῦμε ὅτι πραγματικὰ ὑπάρχει ἐσωτερικὸς κόσμος.
Κι εἶναι μὲ τὴν πίστη μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε σταθερὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ ἀόρατος κόσμος εἶναι πραγματικός, παρὼν καὶ ἀξίζει νὰ τὸν ἀναζητήσει κανεὶς πέρα ἀπὸ τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ μέσα ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ κίνηση πίστης σημαίνει ἀποδοχὴ τῆς μαρτυρίας ἐκείνων ποὺ εἶδαν τὸν ἀόρατο κόσμο, ἔστω κι ἂν δεχτοῦμε τὴ μαρτυρία τους σὰν ὑπόθεση προσωρινὴ ἴσως, ὥσπου νὰ κάνουμε τὴν ἔρευνά μας. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ὑπόθεση τίποτε δὲν εἶναι δυνατό, γιατί δὲ μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε μία ἔρευνα γιὰ τὰ ἀόρατα πράγματα ἂν εἴμαστε ἀπὸ πρὶν σίγουροι ὅτι δὲν ὑπάρχουν. Μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὴ μαρτυρία ὄχι μόνο ἀπὸ ἕναν ἢ δύο ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ ἑκατομμύρια πού, μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας (τόσο στὴ χριστιανικὴ ὅσο καὶ στὶς ἄλλες θρησκεῖες), εἶχαν αὐτὴ τὴν ἐμπειρία καὶ ὁμολόγησαν τὴν παρουσία τοῦ ἀόρατου κόσμου.