Μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἢ Ἐπιφανείων καὶ Φώτων, κλείνει καὶ ὁ κύκλος τοῦ λεγομένου Δωδεκαημέρου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἄλλες ἐνδιαμέσους ἑορτές.
Ὁ κύκλος αὐτὸς τῶν ἑορτῶν, εἶναι αὐτούσιος Χριστιανικὸς διότι ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα προέρχεται καὶ σχετίζεται ἐν μέρει μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ ἑορτασμό, μὲ διαφορετικὴ ὅμως ἔννοια. Καὶ τὸ μὲν Ἑβραϊκὸ Πάσχα συσχετίζεται μὲ τὴν διέλευση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, δηλ. ἀπὸ τὴ δουλεία πρὸς τὴν ἐλευθερία, τὸ δὲ Χριστιανικὸ Πάσχα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δηλ. «ἐκ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανὸν διαβίβασιν τῶν πιστῶν ὑπὸ τοῦ Ἀναστάντος», κατὰ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν κατ’ ἀρχὰς ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ συνεορτάζονταν καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση τὴν ἴδια ἡμέρα, ὁ δὲ διαχωρισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336-352 μ.Χ.). Αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς ἐπικράτησε ἔκτοτε καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μὲ διάφορη ὅμως τυπικὴ διάταξη καὶ ἑορταστικὴ ὑμνολογία.
Ἐπεκράτησε δὲ νὰ ἀποκαλεῖται καὶ ἑορτὴ τῶν Φώτων καὶ τοῦτο διότι οἱ Κατηχούμενοι βαπτίζονται ὁμαδικῶς, καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία, τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων στοὺς ποταμούς, τὴν θάλασσα, τὶς κολυμβῆθρες καὶ πολλοὶ κατὰ προτίμηση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ὅπως ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα ἐπέφερε τὸν φωτισμὸ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, κρατοῦσαν συμβολικῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες γιὰ τὸ φωτισμό τους. Κατηχούμενοι λέγονταν ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ τὸν χριστιανισμὸ καὶ παρακολουθοῦσαν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν καὶ σὲ αὐτές.
Κατ’ ἀντίθεση μὲ τὰ Χριστούγεννα τὰ ὁποῖα καὶ δανειστήκαμε ἀπὸ τὴ Δύση, τὰ Θεοφάνεια εἶναι καθαρὸς ἑλληνικὸς ἑορτασμὸς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους τῆς ἐκκλησίας μας.
Πρωτοεμφανίστηκε στὴν Αἴγυπτο μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν, καλλιεργήθηκε ἐν συνέχειᾳ στὴν Παλαιστίνη, ἀνεπτύχθη στὴν χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ διαδόθηκε ἐν συνέχειᾳ καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων πῆρε πολὺ μεγάλη καὶ δικαίως ἑορταστικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ ἐνδιάμεση ἑορταστικὴ κόπωση ποὺ ἐπακολούθησε μέχρι τὰ Θεοφάνεια, ὑποτίμησε κάπως τὸν ἑορτασμό τους.
Τὰ Θεοφάνεια στὴν Ἁγιογραφία
Ὁ εἰκονογραφικὸς ἑορτασμὸς τῶν Θεοφανείων παρὰ τὴν ἑλληνική τους προέλευση μὲ ὅλους τοὺς συμβολισμούς τους, διασώζεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη διατύπωσή τους ὄχι στὴν Ἀνατολὴ ἀλλὰ στὴ Δύση καὶ μάλιστα στὴ Ρώμη στὶς Κατακόμβες τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, στὴ Ραβέννα ὅπως ἡ εἰκόνα τοῦ Βαπτιστηρίου της καὶ ἀλλοῦ.
Στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ τὸ θέμα τῆς εἰκονογραφίας τῆς βαπτίσεως μὲ κάποια πληρότητα, μᾶς δίνει ὁ Διονύσιος ἐκ Φουρνὰ Εὐρυτανίας (1670-1746), στὸ περίφημο βιβλίο του «Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων».
Ὁ Διονύσιος, ἀξιόλογος ζωγράφος καὶ ἐφάμιλλος τοῦ Πανσέληνου, μαθήτευσε τὴ ζωγραφικὴ στὸ Ἅγιο Ὄρος ὅπου καὶ διασώζονται θαυμάσια ἔργα του καθὼς καὶ στοὺς Ναοὺς τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδος Φουρνᾶ Εὐρυτανίας.
Ὁ ἑορτασμὸς στὸ Βυζάντιο
Στὸ Βυζάντιο τὴν πρωτεύουσα τῆς Μεσαιωνικῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὰ Θεοφάνεια ἑορτάζονταν μὲ ἐξαιρετικὴ λαμπρότητα.
Ὁ ἑορτασμὸς ἄρχιζε ἀπὸ τὴν παραμονὴ ὁπότε καὶ γινόταν ὁ καθαγιασμὸς τῶν ὑδάτων στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα, τῶν Αὐλικῶν καὶ τῆς Συγκλήτου.
Ὁ Αὐτοκράτωρ ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ ὁλόλευκα καὶ χρυσὰ πολυτιμότατα ἐνδύματα, εἰδικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων.
Γιὰ τὴν παρέλαση τῆς ἑπομένης, ὁ ἔπαρχος (Κυβερνήτης) τῆς πόλεως φρόντιζε γιὰ τὸν καθαρισμό, τὸν διάκοσμο καὶ τὸ στρώσιμο τῶν δρόμων μὲ πριονίδι, πευκόκλαδα, δάφνες καὶ μυρσίνες, καθὼς καὶ τὸ στρώσιμο μὲ τάπητες γιὰ τὴ μετάβαση ἐν πομπῇ τοῦ αὐτοκράτορα στὸν Ἱ. Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας.
Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὁ λαὸς ἐπευφημοῦσε λέγοντας τὸ «Πολυχρόνιον ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὴν Βασιλείαν», οἱ δὲ Πράσινοι καὶ Βένετοι ἔψαλλαν ἐπίκαιρα τροπάρια. Ὁ Αὐτοκράτωρ μετὰ τὴ Λειτουργία καὶ τὴν ἐπιστροφή, παρέθετε μεγάλο καὶ ἐπίσημο γεῦμα στὴν αἴθουσα τῶν «Δεκαεννέα Ἀκκουβίτων» (τράπεζα ἐπισήμων).
Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς
Τὸ θέμα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου δὲν ἐνέπνευσε μόνο τὴν Τέχνη (Ζωγραφικὴ) ἀλλὰ καὶ τὴν ὑμνολογία. Ἀπὸ τὴν θαυμάσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῶν Μ. Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὰ Τροπάρια τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σοφρωνίου (†638) εἶναι ἕνα ἐξαίρετο δεῖγμα τῆς θείας ἐμπνεύσεως.
Ἦχος πλ. δ΄. «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα. Δεῦτε λάβετε πάντες, πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα φόβου Θεοῦ τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ».
«Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις καὶ ρήγνυται ὁ Ἰορδάνης, καὶ τῶν ἰδίων ναμάτων, ἐπέχει τὸ ρεῦμα, Δεσπότην ὁρῶν ρυπτόμενον».
«Πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου· ἦλθες Κύριε μορφὴν δούλου λαβῶν, βάπτισμα αὐτῶν ὁ μὴ γνοὺς ἁμαρτίαν».
Ἀπὸ τὰ ὑψιπετέστερα ἀκούσματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γνωστὸ Ἀπολυτίκιο «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…», εἶναι καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†754), ἡ ὁποία ἀπαγγέλεται μεγαλοφώνως κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὑδάτων.
«Τριὰς ὑπερούσιε, ὑπεράγαθε, ὑπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ἀόρατε, ἀκατάλυπτε, δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν καὶ τῶν λογικῶν φύσεων, ἡ ἔμφυτος ἀγαθότης, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, τὸ φωτίζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, λάμψον κἀμοὶ τῷ ἀναξίῳ δούλῳ σου· φώτισόν μου τῆς διανοίας τὰ ὄμματα, ὅπως ἀνυμνῆσαι τολμήσω τὴν ἄμετρον εὐεργεσίαν καὶ δύναμιν…».
Καὶ ἐπισφραγίζεται ἡ ὅλη ἀκολουθία μὲ τὸ κοινωνικό.
«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ Σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις».
Τὰ Θεοφάνεια στὴ Λαογραφία
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ μερικῶς ἀναφέρθηκε, ἀξιόλογα εἶναι καὶ τὰ διάφορα καὶ κατὰ περιοχὴ Κάλαντα τῶν Φώτων.
Τὰ παλαιότερα γνωστὰ ποὺ διασώθηκαν σὲ ἕνα χειρόγραφο τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι τὰ κατωτέρω:
Σήμερον ἡ κτίσις φωτίζεται
Καὶ πανηγυρίζει εὐφραίνεται.
Ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὁ Πρόδρομος
ἦρθε νὰ βαπτίσει τὸν Κύριον κ.τ.λ.
……………………
Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν.
Δέξασθε λουτήραν βαπτίσματος.
Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ Κύριος.
Δώῃ σας ὑγείαν νὰ χαίρεσθε κ.τλ.
Οἱ ἀναμνήσεις τῶν παλαιῶν χρόνων εἶναι ἄπειρες καθὼς καὶ τὰ ἔθιμα, διαφέρουν στὶς λεπτομέρειες καὶ ἔχουν τὴν ἴδια κεντρικὴ ἄποψη.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ὅτι στὶς Βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ἑλλάδος, στὴ Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσᾶ, Θεσσαλία καὶ Ἁλμυρό, συνήθιζαν νὰ μασκαρεύονται τὰ Φῶτα ἀπὸ τὴν παραμονὴ καὶ νὰ λένε τὰ Κάλαντα τῆς ἑορτῆς.
Οἱ μασκαράδες ὑποδύονται πάντα τοὺς ἴδιους ρόλους: τὸν γαμπρό, τὴν νύμφη, τὴν πενθερά, τὸν γιατρό, τὸν Ἀράπη καὶ ἄλλους. Πρῶτα πηγαίνουν στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του καὶ τοῦ λένε τὰ Κάλαντα:
Αὔριο τὰ Φῶτα καὶ ὁ Φωτισμὸς
καὶ χαρὰ μεγάλη τ’ ἀφέντη μας…
Ὕστερα ἀκολουθεῖ ὁ ἔπαινος πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέως καὶ ὁ ἔπαινος πρὸς τὴν παπαδιά.
Μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, σχετίζεται καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν σπιτιῶν, τῶν ὑποστατικῶν, τῶν ἀγρῶν καὶ ὅλης τῆς φύσεως γιὰ τὸν καθαρμὸ ἀπὸ τοὺς Καλλικαντζαραίους ποὺ εἶναι φαντασιώσεις τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ ἐμφανίζονται τὸ δωδεκαήμερο. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Καλλικαντζαραίους ὀφείλεται σὲ παλαιὰ εἰδωλολατρικὴ δεισιδαιμονία καὶ ἐξ αὐτῆς ἐπικράτησε ἡ ἰδέα ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔμπαιναν στὰ σπίτια καὶ προκαλοῦσαν σοβαρὲς καταστροφές. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις, οἱ Καλλικάντζαροι φοβοῦνται μόνον τὸν Ἁγιασμὸ καὶ στὸ ἄκουσμά του συγκεντρώνονται φωνάζοντας ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον «Φύγετε νὰ φύγουμε κι ἔφτασε ὁ Τρουλόπαπας μὲ τὴν ἁγιαστούρα του καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του!». Κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο καταδιωκόμενοι κατακρημνίζονταν στὰ Τάρταρα καὶ ἐλευθερώνονταν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ φύση ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ ἐπιρροή τους. Αὐτὴ ἡ δεισιδαιμονία τὰ τελευταῖα χρόνια σχεδὸν ἐξέλιπε.