Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ματθ. 3,1-6. Μάρκ. 1,1-8, Λουκ. 3,1-6. Φθινόπωρον ἢ Χειμὼν τοῦ 26 μ.Χ.

Γνωρίζομεν ἐκ τοῦ Λουκᾶ 1,80, ὅτι ὁ Πρόδρομος εὑρίσκετο εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας. Ἡ ἔρημος αὕτη ἦτο περιοχὴ εὑρισκομένη ἀνατολικῶς τῆς Ἰουδαίας καὶ δυτικῶς τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης, πλησίον τῆς γενέτειρας τοῦ Προδρόμου.

«Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς τετραρχοῦντος, ἐπ’ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν τοῦ Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ». Μὲ ἄλλα λόγια κατὰ τὸ 15ον ἔτος τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος Τιβερίου, ὅτε ἡγεμὼν τῆς Ἰουδαίας ἦτο ὁ Πόντιος Πιλάτος, τετράρχης, ἡγεμὼν δηλαδὴ τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης, τετράρχης, ἡγεμὼν τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος περιοχῆς ὁ Φίλιππος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἡρώδου, τετράρχης τῆς Ἀβιληνῆς ὁ Λυσανίας καὶ ἀρχιερεῖς ἐν Ἱεροσολύμοις ὁ Ἄννας καὶ Καϊάφας, ἔλαβε τὴν ἐντολὴν ὁ Πρόδρομος νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς ἐρήμου του εἰς τὴν δημοσίαν αὐτοῦ δρᾶσιν. Καὶ πράγματι «ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις» κατὰ τὰς ὁποίας βασιλεύουν oἱ ἀνωτέρω ἀναφερθέντες ἄρχοντες εἰς τὰς ἀναφερθείσας χώρας «παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας». Ἡ ἔρημος αὕτη εἰς τὴν ὁποίαν αἰφνιδίως ἦλθεν ὁ Πρόδρομος ἐκ τῆς ἐρήμου εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο, ἦτο ἔρημος ἐξ ἀνθρώπων καὶ βλαστήσεως καὶ ἔκειτο βορειοδυτικῶς τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης ἑκατέρωθεν τοῦ Ἰορδάνου καὶ ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου».

Εἰς τὴν ἔρημον ταύτην ὁ Πρόδρομος ἐκήρυσσε λέγων «μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὀνομάζεται ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, διότι αὕτη ἔχει ἱδρυτήν, νομοθεσίαν, ζωήν, οὐράνια καὶ θεῖα. Ὀνομάζεται ἐπίσης βασιλεία τῶν οὐρανῶν, διότι ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν εἶναι ἐπέκτασις τῆς οὐρανίου πολιτείας τῶν Ἀγγέλων ἐπὶ τῆς γῆς ἀφ’ ἑνὸς καὶ ὁ οὐρανὸς εἶναι τὸ τελικὸν κατάντημα τοῦ θριάμβου τῶν πιστῶν ἀφ’ ἑτέρου.

Ὁ Πρόδρομος δὲν ἠρκεῖτο μόνον εἰς τὸ κήρυγμα μετανοίας ἀλλὰ ἦτο «βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τὸ βάπτισμα τοῦτο τοῦ Προδρόμου ἦτο συμβολικὴ ἔκφρασις τοῦ κηρύγματος τῆς μετανοίας του. Ὅπως κατὰ τὸ βάπτισμα καθαρίζονται ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μέλη εἰς τὸ ὕδωρ, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ μετάνοια ἦτο ἡ ριζικὴ κάθαρσις καὶ μεταβολὴ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ βάπτισμα τοῦτο δὲν ἦτο βάπτισμα, τὸ ὁποῖον συνεχώρει ἁμαρτίας, ἀλλὰ ὡδήγει, ὡς λέγεται, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» ἡ ὁποία ἄφεσις θὰ ἐδίδετο ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ ἔλθῃ. Διὰ τοῦτο ὁ Πρόδρομος ρητῶς ἔλεγε περὶ τοῦ Χριστοῦ: «Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγὼ ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἔπειτα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου, ὁ Χριστός. Τόσον μέγας θὰ εἶναι ὁ μετὰ τὸν Πρόδρομον ἐρχόμενος Χριστός, ὥστε ὁ Πρόδρομος δὲν εἶναι ἄξιος οὐδὲ τὴν δουλικὴν ὑπηρεσίαν νὰ προσφέρῃ εἰς Αὐτόν, νὰ κύψῃ δηλαδὴ διὰ νὰ λύσῃ τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ μὲν Προδρόμου εἶναι δι’ ὕδατος, τοῦ δὲ Χριστοῦ διὰ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο θὰ συγχωρήσῃ ἁμαρτίας. Τὸ βάπτισμα τοῦτο συνέστησεν ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του. (Ματθαῖος 28,19).

Μετὰ ταῦτα οἱ τρεῖς Εὐαγγελισταὶ ἀναφέρουσι τὴν προφητείαν τοῦ Ἡσαΐου σχετικὴν μὲ τὸν Πρόδρομον ὡς ἑξῆς: «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου», ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν κήρυκα ἔμπροσθέν σου, «ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου», ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ τὴν ὁδὸν τὴν ὁποίαν θὰ διέλθῃς˙ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ἡ φωνὴ αὕτη τοῦ κήρυκος ἀκούεται ἐν τῇ ἐρήμῳ, «ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ»˙ προετοιμάσατε τὸν δρόμον ὅπου θὰ διέλθῃ ὁ Κύριος «πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται, καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται»˙ ὅλαι αἱ φάραγγες πρέπει νὰ ἐπιχωματισθοῦν καὶ τὰ ὑψώματα μεγάλα καὶ μικρὰ νὰ ἰσοπεδωθοῦν «καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν, καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας» ὁδοὶ διεστραμμέναι πρέπει νὰ γίνουν εὐθεῖαι καὶ αἱ ἀνώμαλοι νὰ γίνουν ὁμαλαί, «καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ». Πᾶς ἄνθρωπος θὰ ἴδῃ τὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ σωτηρίαν. Ἡ προφητεία αὕτη γραμματικῶς ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐπάνοδον τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐκ τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας. Κατὰ τὴν ἐπάνοδον ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ταύτης ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὁραματίζεται τὸν ἄγγελον τὸν κήρυκα ἐρχόμενον διὰ τῆς ἐρήμου τῆς Συρίας καὶ ἀγγέλλοντα τὸν καθαρισμὸν τῶν ὁδῶν τὴν ἰσοπέδωσιν τῶν ἐδαφικῶν ἀνωμαλιῶν, ὑψωμάτων καὶ κοιλωμάτων, διὰ τῶν ὁποίων πρόκειται νὰ διέλθῃ ὁ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐπιστρέφων περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡγούμενος τοῦ λαοῦ του.

Πλὴν ὅμως τῆς γραμματικῆς ταύτης ἑρμηνείας, οἱ τρεῖς Εὐαγγελισταὶ ἐφαρμόζοντες ταύτην εἰς τὸν Πρόδρομον δίδουν ἔννοιαν πνευματικωτέραν τὴν ὁποίαν ὀνομάζομεν ἀναγωγικήν. Κατὰ τὴν ἀναγωγικὴν ταύτην ἑρμηνείαν κῆρυξ εἶναι ὁ Πρόδρομος, ἀπαλλαγὴ ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς αἰχμαλωσίας εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, λαὸς ἐπιστρέφων ἐκ τῆς ἁμαρτίας εἶναι οἱ χριστιανοί, προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Βασιλέως. Ὁδοὶ δὲ εἶναι αἱ καρδίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀντὶ τῆς ἐρήμου τῆς Συρίας ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ δὲ εὐθύτης τῶν ὁδῶν εἶναι ἡ εὐθύτης τῶν καρδιῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος τῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς τὴν καρδίαν μας. Φάραγξ ἡ ὁποία πρέπει νὰ πληρωθῇ, νὰ ἐπιχωματωθῇ, εἶναι ἡ ἀπογοήτευσις, ἥτις διὰ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου θὰ ἀρθῇ, ὄρος δὲ καὶ βουνός, τὰ ὁποῖα θὰ ταπεινωθοῦν, εἶναι ἡ ἔπαρσις, ἡ ὁποία πρέπει νὰ καταπέσῃ προκειμένου νὰ δεχθῶμεν τὸν Χριστὸν εἰς τὰς καρδίας μας. Ἀλλὰ καὶ γενικώτερον ὅροι καὶ κοιλώματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἰσοπεδωθοῦν εἶναι πᾶσα διαφορὰ φύλου, φυλῆς, ἡλικίας, διὰ τὰ ὁποῖα ἄλλοι μὲν ἐπαίρονται, ἄλλοι ἀπογοητεύονται. Ταῦτα θὰ ἰσοπεδωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος» Γαλ. 3,28.

Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Προδρόμου ὡς προφήτου ἔπειτα ἀπὸ τόσα ἔτη ἀπουσίας προφητῶν καὶ τὸ κήρυγμα αὐτοῦ περὶ ἐλεύσεως τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσίου εἵλκυσαν πολλοὺς Ἰουδαίους, ἵνα ἴδουν τὸν ἥρωα τοῦτον τῆς ἐρήμου. Πρὸς τὸν Ἰωάννην λοιπὸν αὐτὸν ἐπορεύοντο πρῶτον τὰ γειτονικὰ μέρη τοῦ Ἰορδανοῦ καὶ ὅπως λέγει ρητῶς ὁ Ματθαῖος «πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου». Μετὰ ταῦτα ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐν τῇ ὑπαίθρῳ τῆς Ἰουδαίας ἁπλοὶ χωρικοὶ καὶ ὅπως λέγει ρητῶς ὁ Μάρκος «πᾶσα Ἰουδαία χώρα». Καὶ τέλος ἤρχοντο οἱ κάτοικοι τῆς Μητροπόλεως Ἱερουσαλὴμ «τὰ Ἱεροσόλυμα» κατὰ τὸν Ματθαῖον καὶ ὅπως λέγει ρητῶς ὁ Μάρκος «οἱ Ἱεροσολυμῖται πάντες». Οὗτοι «ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν». Οὗτοι ἐβαπτίζοντο εἰς τὸν Ἰορδάνην ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας των. Ἑπομένως ἡ μετάνοια ἐξεδηλοῦτο διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ Προδρόμου ρητῶς, διὰ τοῦ βαπτίσματος συμβολικῶς καὶ διὰ τῆς ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τῶν βαπτιζομένων, πρὸ τοῦ βαπτίσματος ἢ κατὰ τὸ βάπτισμα.

Διεγερτικὰ ὅμως τῆς μετανοίας δὲν ἦσαν μόνον ὁ τόπος, ὅπου ἔμενεν ὁ Πρόδρομος, ἡ ἔρημος δηλ. τοῦ Ἰορδάνου, τὸ κήρυγμά του, τὸ βάπτισμα καὶ ἡ ἐξομολόγησις τῶν προσερχομένων ἀλλὰ καὶ τὸ ἔνδυμα καὶ ἡ τροφὴ αὐτοῦ. Καὶ ὡς πρὸς τὸ ἔνδυμα τοῦ Προδρόμου ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ». Τὸ ἔνδυμα ἑπομένως ὡς κατασκευασμένον μὲ τρίχας καμήλου δὲν ἦτο καθόλου εὐχάριστον εἰς τὴν σάρκα. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος διὰ τὴν τροφὴν τοῦ Προδρόμου προσθέτει τὰ ἑξῆς: «ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον». Ἀκρίδες ἦσαν ἔντομα ζωύφια παστωμένα εἰς τὸν φοῦρνον ἢ εἰς τὸν ἥλιον καὶ ὄχι τὰ ἄκρα τὰ βλαστάρια φυτῶν ὡς ὑπέθεσαν τινές. Τὸ δὲ ἄγριον μέλι ἦτο προϊὸν ἀηδὲς τῶν ἀγριομελισσῶν τῆς ἐρήμου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὰ κοιλώματα τῶν βράχων καὶ τῶν δένδρων. Ἑπομένως τόσον τὸ ἔνδυμα ὅσον καὶ ἡ τροφὴ τοῦ Προδρόμου δὲν ἦσαν καθόλου εὐχάριστα, τὸ πρῶτον εἰς τὴν ἁφὴν καὶ τὸ δεύτερον εἰς τὴν γεῦσιν.

Συνεπῶς τόπος, κήρυγμα, βάπτισμα, ἐξομολόγησις τροφὴ καὶ ἔνδυμα τοῦ Προδρόμου ἐκήρυσσον τὴν μετάνοιαν.

Θέμα: Ἡ Μετάνοια

Ἐρωτᾶται: Τί εἶναι μετάνοια; Μετάνοια εἶναι κατὰ λέξιν μεταβολὴ νοῦ, νοοτροπίας, ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μετάνοια εἶναι οὕτω ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἐκήρυξαν, ἔζησαν καὶ ἐν μετανοίᾳ ἀπέθανον οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου. Ἑπομένως ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλον βάθος, διότι ἔχει λόγον, ζωὴν καὶ θάνατον τῶν ἡρωϊκωτέρων ἀνθρώπων. Ἡ μετάνοια δὲν ἔχει μόνον μεγάλον βάθος ἀλλὰ καὶ μεγάλην ἔκτασιν, διότι μετάνοια εἶναι ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;» καὶ ὁ μέχρι τέλους τοῦ κόσμου ἀκουόμενος λόγος πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος λόγος τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Προδρόμου, διότι διὰ μετανοίας ἤρχισαν τὸ κήρυγμά των καὶ ἐστεφάνωσαν τὸ τέλος τοῦ βίου των. Χάριν τοῦ κηρύγματος τούτου ἀπεκεφαλίσθη ὁ Πρόδρομος καὶ τὴν μετάνοιαν τοῦ ληστοῦ εἶδεν ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ὁποία ἔκτασις!

Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκτασιν τῆς μετανοίας καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μας.

1) Βάθος μετανοίας. Μετάνοια εἶναι, ὡς εἴπομεν, ἀλλαγὴ νοῦ, νοοτροπίας ζωῆς ἀπομάκρυνσις ἀπό τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ βαθύτερον καὶ χειρότερον πρᾶγμα. Ἑπομένως ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι τὸ βαθύτερον καὶ ὡραιότερον πρᾶγμα. Καὶ πράγματι ! Ἡ ἁμαρτία εἶναι τόσον βαθεῖα καὶ κακή, ὥστε αὕτη δηλητηριάζει τὴν καρδίαν, σκοτίζει τὸν νοῦν καὶ τσακίζει τὴν θέλησιν. Πόσον δηλητηριάζει ἡ ἁμαρτία τὴν καρδίαν, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀλλόκοτα συναισθήματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ὁ ἁμαρτωλός. Εἶναι χαιρέκακος, ζηλότυπος, φιλήδονος, ἐγωιστὴς κ.λπ. Ὡς χαιρέκακος αἰσθάνεται τόσην χαρὰν διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἐχθροῦ του, ὥστε ἀνάβει ὅλος ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου! Ὡς ζηλότυπος αἰσθάνεται τόσην λύπην διὰ τὴν πρόοδον τῶν φίλων καὶ τῶν ἐχθρῶν του, ὥστε ἐνῶ μὲ τὴν ζήλεια του τηγανίζεται ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, μένει ἀναίσθητος εἰς τὸ τηγάνισμα αὐτό! Τὸ αὐτὸ ἄναμμα καὶ τηγάνισμα δοκιμάζει ὁ ἁμαρτωλὸς χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται καὶ εἰς τὰ ἄλλα πάθη φιληδονίας, ἐγωισμοῦ κ.λπ.

Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει καὶ τὸν νοῦν. Εἶναι τόσον τὸ σκότος τὸ ὁποῖον ἔχει ὁ φιλήδονος, ὁ ζηλότυπος, ὁ πλεονέκτης, ὁ ἐγωιστὴς εἰς τὸν νοῦν, ὥστε εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζῃ ὅλην τὴν σοφίαν καὶ τὰς γλώσσας τοῦ κόσμου, νὰ ἔχῃ φθάσῃ εἰς βαθὺ γῆρας ἔχων μεγάλην πεῖραν καὶ ὅμως νὰ μὴ βλέπῃ ἀπὸ τὴν φιληδονίαν του, τὴν φιλοχρηματίαν του καὶ τὰ λοιπά του πάθη οὔτε συγγένειαν, οὔτε φιλίαν, οὔτε ἄνθρωπον, οὔτε Θεόν, οὔτε σῶμα, οὔτε ψυχήν. Ἡ ἁμαρτία τσακίζει τὸ ὡραιότερον ἀγαθόν μας, τὴν θέλησιν. Τσακίζει τόσον πολὺ τὴν θέλησιν, ὥστε ἐὰν καμμιὰ φορὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ἔχῃ ἀναλαμπὰς νηφαλιότητος καὶ βλέπει τὴν καταστροφήν του, τὸ κακόν του δὲν δύναται νὰ συγκρατηθῇ ὁ φιλήδονος εἰς τὴν ἡδονήν, ὁ χαιρέκακος εἰς τὴν χαράν του καὶ ὁ ζηλότυπος εἰς τὰς λύπας του διὰ τὰ καλὰ καὶ κακὰ τοῦ ἄλλου. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν βαθύτερον καὶ χειρότερον πρᾶγμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βαθύτερον καὶ ὡραιότερον ἀπὸ τὴν μετάνοιαν, τὴν μεταβολὴν τῆς ἁμαρτωλῆς μας νοοτροπίας. Καὶ εἶναι ἡ μετάνοια αὕτη βαθεῖα, διότι διὰ νὰ ἐκριζώσῃ αὕτη τὴν ἁμαρτίαν πρέπει νὰ εἶναι βαθυτέρα ταύτης. Πῶς θὰ ἐκριζώσῃ τις ἕνα δένδρον, ἂν ἡ ἀξίνη δὲν φθάσῃ μέχρι τῶν ριζῶν τοῦ δένδρου καὶ κάτω αὐτῶν; Δένδρον εἶναι ἡ ἁμαρτία μὲ ρίζας βαθείας, ὅπως εἴδομεν, καὶ ἀξίνη εἶναι ἡ μετάνοια.

Ἄλλα ἡ μετάνοια εἶναι καὶ ὡραία ! Καὶ πράγματι! Τί ὡραιότερον καὶ βαθύτερον ὅταν διὰ τῆς μετανοίας διόρθωσῃ ὁ ἄνθρωπος καρδίαν, νοῦν καὶ θέλησιν! Πόσον ὡραῖον καὶ βαθὺ εἶναι, ὅταν ἡ καρδία ἀπηλλαγμένη διὰ τῆς μετανοίας ἀπὸ τὴν χαιρεκακίαν, λυπεῖται διὰ τὰς συμφορὰς τῶν ἄλλων, ὅταν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ζηλοτυπίαν, χαίρῃ ὅταν οἱ ἄλλοι χαίρουν καὶ λυπῆται, ὅταν οἱ ἄλλοι λυποῦνται! Πόσον βαθὺ καὶ ὡραῖον εἶναι, ὅταν ὁ φιλήδονος ἄνθρωπος διὰ τῆς μετανοίας ἀποβάλῃ τὰς αἰσχρότητας καὶ πληρωθῇ ἁγνότητος! Πόσον βαθεῖς καὶ ὠραῖαι εἶναι αἱ σκέψεις τοῦ ἐν ἁγνότητι, ἀφιλαργυρίᾳ καὶ λοιπῇ μετανοίᾳ εὑρισκομένου! Εἶναι δυνατὸν ὁ τοιοῦτος νὰ εἶναι ἀγράμματος, ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ καὶ ὅμως αἱ σκέψεις του νὰ εἶναι ὡραιόταται καὶ βαθύταται. Ἡ δὲ θέλησις τοῦ μετανοοῦντος ἔχει τόσην δύναμιν, ὥστε ἐκεῖνο τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον ἐθεώρει ἀκατόρθωτον βουνὸν ἐνώπιόν του μὲ τὴν ἐνίσχυσιν τῆς θελήσεώς του ὑπὸ τῆς μετανοίας, θεωρεῖ τώρα ὡς παιγνίδι. Ἀποστρέφεται μὲ φρίκην τώρα ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸ ὁποῖον πρὶν ἀγκάλιαζε μὲ λαχτάρα. Τὰ τσακισμένα πόδια τῆς θελήσεως εἶναι ρίζες βουνῶν! Πόσον ὡραῖα καὶ βαθεῖα ἡ μετάνοια, ἀφοῦ φθάνῃ εἰς τόσον βάθος καὶ εἰς τόσον ὕψος! Ἡ μετάνοια ὅμως ἔχει καὶ ἔκτασιν.

2) Ἔκτασις τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια, εἴδομεν, ὅτι περιλαμβάνει ὅλον τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Χριστοῦ, διότι ἤρχισεν ἀπό τοὺς πρωτοπλάστους καὶ θὰ συνεχισθῇ ἡ φωνὴ της μέχρι τέλους τοῦ κόσμου. Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ εἶναι μία διαρκὴς μετάνοια. Ἐν τούτοις ἄλλοι ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀρχίζουν ἀλλὰ δὲν συνεχίζουν τὴν μετάνοιαν καὶ ἄλλοι ἀναβάλλουν ταύτην διὰ τὸ τέλος τοῦ βίου των. Οὕτω περιορίζουν πολὺ τὴν ἔκτασίν της. Πόσον ἀνόητοι εἶναι καὶ οἱ δύο! Καὶ εἶναι μὲν ἀνόητοι οἱ πρῶτοι οἱ ἀρχίζοντες ἀλλὰ μὴ συνεχίζοντες τὴν μετάνοιαν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁμοιάζει πρὸς ἓν δωμάτιον, σπίτι, ντουλάπι. Τὸ δωμάτιον, τὸ σπίτι, τὸ ντουλάπι δὲν πρέπει νὰ ξεκλειδωθοῦν μία φορὰ μόνον. Πρέπει τακτικὰ νὰ ἀνοίγωνται, ἡλιάζωνται, ἀερίζωνται, καθαρίζωνται.

Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ ἀνοίγεται διὰ τῆς περισυλλογῆς καὶ αὐτοκριτικῆς, νὰ ἡλιάζεται διὰ τῆς προσευχῆς, ἀφίνουσα νὰ εἰσέλθῃ μέσα της ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστός, νὰ ἀερίζεται καὶ καθαρίζεται διὰ τῆς τακτικῆς ἐξομολογήσεως. Ὅπως τὸ δωμάτιον εἶναι ὑγιεινόν, ὅταν οὐχὶ ἅπαξ ἀλλὰ πολλάκις ἀνοιχθῇ, ἡλιασθῇ, καθαρισθῇ, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ὑγιής, ὅταν τακτικὰ περισυλλέγεται, ἐξομολογεῖται καὶ ἀερίζεται, διότι καὶ τακτικὰ σκονίζεται.

Εἶναι ἀνόητοι οἱ δεύτεροι, οἱ ἀναβάλλοντες τὴν μετάνοιαν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Εἶναι γνωστόν, ὅτι δύο εἶναι αἱ μεγάλαι ἁλυσίδες, αἱ ὁποῖαι δένουν τὴν ψυχήν. Ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ συνήθεια. Ὅσον πολυχρόνιος εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ κακοῦ, τόσον μεγάλη εἶναι καὶ ἡ ἁλυσίδα τῆς κακίας μὲ τὴν ὁποίαν δένεται ἡ ψυχὴ εἰς τὸ κακόν. Ἂν μαζὶ μὲ τὴν συνήθειαν γίνῃ πολυχρόνιος καὶ ἡ ἡδονή, αἱ δύο ἁλυσίδες τοῦ κακοῦ γίνονται βαρύτεραι. Ὅταν λοιπὸν ἡ μετάνοια ἀναβληθῇ διὰ τὸ τέλος τοῦ βίου μας, ἡ ἁμαρτία λόγῳ τῆς μακρᾶς συνηθείας καὶ μακρᾶς ἡδονῆς δένει ὀπισθάγκωνα τὴν ψυχὴν καὶ δύσκολα ἀφίνει αὐτὴν νὰ μετανοήσῃ. Ἐνωρίτερον εἶναι εὐκολώτερόν τις νὰ μετανοήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἔργον μόνον ἴδικόν μας ἀλλὰ καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα ποὺ σοῦ δίδει ὁ Θεὸς τὸ δῶρον του, δὲν πρέπει νὰ τὸ περιφρονήσῃς. Ἴσως ἀργότερα νὰ ζητήσῃς τὸ δῶρον αὐτὸ καὶ νὰ μὴ σοῦ τὸ δώσῃ ὁ Θεός, διότι ὅπως σὲ καλεῖ τώρα ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἀκούεις, ἔχει δικαίωμα καὶ δίκαιον θὰ ἔχῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸν καλῇς καὶ σὺ ἀργότερα καὶ νὰ μὴ σὲ ἀκούῃ. Ἀφοῦ δικαίωμα ἔχεις σὺ νὰ σὲ καλῇ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μὴ ἀκούῃς, περισσότερον δικαίωμα καὶ δίκαιον ἔχει ὁ Θεὸς νὰ τὸν καλῇς καὶ νὰ μὴ σὲ ἀκούῃ, διότι σὺ ἔκαμες τὴν ἀρχὴν καὶ εἶσαι μικρότερος ἀπὸ Αὐτόν.

Ποτὲ μὴ λησμονῶμεν τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος «μεταμεληθεὶς ἀπήγξατο». Ἡ μετάνοιά του ὡδήγησεν αὐτὸν εἰς αὐτοκτονίαν, διότι ἐπόνεσε μὲν διὰ τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον ἔκαμεν, ἀλλὰ ἔχασε τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν. Ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτῶν. Γνωρίζεις ὅτι θὰ γηράσῃς ὥστε νὰ μετανοήσῃς; Πόσοι ἀποθνήσκουσι καθημερινῶς αἰφνιδίως! Ὁ ἕνας ἀπέθανε ἐνῶ ἔτρωγε, ὁ ἄλλος ἐνῶ ἔπινε, ὁ τρίτος ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, ἄλλος εἰς μικρὰν νεαρὰν ἡλικίαν, ὁ ἄλλος εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν. Πρέπει λοιπὸν νὰ μετανοῶμεν πάντοτε διότι διαρκῶς ἁμαρτάνομεν.

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα τοῦ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναβάλωμεν τὴν μετάνοιάν μας εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός. Ὁ Ἕλλην στρατηγὸς Φοιβίδας διασκέδαζεν ἑσπέραν τινὰ ἐν Θήβαις μετὰ φίλων του. Κατὰ τὴν διασκέδασιν ταύτην ἦλθεν ἄνθρωπός τις καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ἐπιστολὴν μὲ τὴν παράκλησιν, ὅπως ἀνάγνωσῃ αὐτὴν ἀμέσως, διότι εἶναι σοβαρὸν τὸ περιεχόμενόν της. Ἐκεῖνος ὅμως μεθυσμένος ἀνέβαλεν τὴν ἀνάγνωσίν της διὰ τὴν πρωΐαν, εἰπὼν «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα». Τὴν νύκτα ὅμως ἐκείνην ἐδολοφονήθη! Ἡ ἐπιστολὴ τὴν δολοφονίαν ταύτην προειδοποίει. Ἀνέβαλε τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐπιστολῆς καὶ κατεστράφη. Ἂς μὴ ἀναβάλωμεν καὶ ἡμεῖς τὴν μετάνοιάν μας, τὸ σπουδαῖον τοῦτο ζήτημα δι’ αὔριον, διότι δὲν γνωρίζομεν, ἂν θὰ ζήσωμεν.

Ἀφοῦ ἔχει τόσον βάθος, τόσην ἔκτασιν ὡς καὶ ὠφελιμότητα, ἡ μετάνοια ἂς μετανοῶμεν καὶ ἂς ζῶμεν πάντοτε ἐν μετανοίᾳ. Ἀμήν!”