Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος (Πρεσβύτερος (+))
Τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας συγκλονίζει πολλούς. Γιατί ὑποφέρει ὁ δίκαιος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή; Γιατί εὐημερεῖ ὁ ἄδικος; Γιὰ τὸν πιστὸ δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ ἀπάντηση σ’ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἐλπίδα τοῦ χριστιανοῦ, ποὺ δὲν ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσχεριῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς. Τονίζοντας τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει: Ἐὰν μόνον διὰ τὴν ζωὴν αὐτὴν ἔχομεν ἐλπίσει εἰς τὸν Χριστόν, τότε εἴμεθα οἱ πιὸ ἀξιολύπητοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους… ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πραγματικὰ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ ἔγινε ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων… ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν ἐν τῷ Χριστῷ, ὁ καθένας εἰς τὴν ἰδίαν τάξιν του. Ἡ ἀρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα, κατὰ τὴν παρουσίαν του, ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ μετὰ ἔρχεται τὸ τέλος… ὁ τελευταῖος ἐχθρὸς ποὺ θὰ καταργηθεῖ εἶναι ὁ θάνατος (Α Κορ. ιε, 19-26). Οἱ θλίψεις στὴ ζωή μας δὲν εἶναι ἡ τελικὴ ἔκβαση τῶν πραγμάτων, γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πραγματικότης καὶ ἡ τελικὴ νίκη κατὰ τῶν θλίψεων καὶ τοῦ θανάτου εἶναι γιὰ τὸν πιστὸ βεβαιότητα. Εἴμαστε χριστιανοὶ ὄχι ἀποβλέποντες σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ στὴν Ἀνάσταση. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας μὲ βάση τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἐλπίδα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς μεταξὺ δύο πονηρῶν ὁ ἕνας τιμωρεῖται σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀντίθετα εὐδαιμονεῖ. Καὶ μεταξὺ δύο εὐσεβῶν ἀνθρώπων συμβαίνει κάτι ἀνάλογο. Ὁ ἕνας ἀπολαμβάνει πλούσια τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς, ἐνῶ ὁ ἄλλος δοκιμάζεται. Ὅλα αὐτά, λέγει, εἶναι ἔργο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ… Ἐὰν ἀνομίαις παρατηρήσῃς, Κύριε, Κύριε, τὶς ὑποστήσεται;, ἂν λάβεις ὑπ’ ὄψιν σου τὶς ἀνομίες, ποιὸς θὰ ἀντέξει; (Ψαλμ. ρκθ/ρλ 3). Ἂν ὁ Θεὸς τιμωροῦσε ὅλους, γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ ἐξαφανιστεῖ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ διατηροῦσε τὴ συνέχειά του, σχολιάζει ὁ ἴδιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ἡ ζωὴ περιοριζόταν μόνο στὸν παρόντα κόσμο, δὲν θὰ ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς ποτέ, νὰ μὴ λάβουν ἀμοιβὴ ἐκεῖνοι ποὺ ἔπαθαν τόσο μεγάλα καὶ πολλὰ κακὰ καὶ περνοῦν ὁλόκληρον τὴν ζωὴν των μὲ πειρασμοὺς καὶ ἀναριθμήτους κινδύνους. Εἶναι φανερὸν ὅτι καλυτέραν καὶ λαμπροτέραν ἄλλην ζωὴν ἠτοίμασε, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ στεφανώνη καὶ νὰ ἀνακηρύττη νικητὰς τοὺς ἀθλητὰς τῆς εὐσεβείας, ἐνώπιον ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔκανε τὴ ζωὴ μας κοπιαστική, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσουμε τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ ἐξαιτίας τῶν ἐδῶ θλίψεων, λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Χρυσόστομος. Ἂν τώρα ποὺ μᾶς περιστοιχίζουν τόσα δυσάρεστα εἴμαστε τόσο προσκολλημένοι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, πότε θὰ ἐπιθυμούσαμε τὰ μέλλοντα, ἂν ἡ ζωὴ μας ἦταν χωρὶς καθόλου λύπες;… Γιὰ ὅσους δυσανασχετοῦν γιὰ τὶς θλίψεις, οἱ πατέρες γνωρίζουν μία συνταγὴ νὰ μὴ θεωροῦν συνεχῶς τὰ λυπηρὰ καὶ νὰ μὴ ἀφοσιώνονται στὰ παροδικὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς νὰ περιφέρουν τὸ βλέμμα τους στὴ θεωρία τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἄρρωστοι στὰ μάτια ἀποφεύγουν νὰ κοιτάζουν λαμπερὰ ἀντικείμενα (Μ. Βασίλειος). Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ταξείδι γιὰ τὸν οὐρανό, εἶναι ντροπὴ νὰ ἐνοχλεῖται κανεὶς μὲ τὶς δυσκολίες ποὺ ὑπάρχουν στὸ δρόμο του, λέγει ὁ Χρυσόστομος. Διότι καὶ ἐὰν συνεκεντρώνοντο ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ ὑφίστανται οἱ ἄνθρωποι, εἴτε λοιδορίαι, εἴτε ὕβρεις, εἴτε ἀτιμίαι, εἴτε συκοφαντίαι, εἴτε ξίφος, εἴτε πῦρ, εἴτε ἁλυσίδες καὶ θηρία καὶ καταποντισμοὶ καὶ ὅσα ἀπὸ κτίσεως κόσμου ὁ παρὼν βίος ἐδοκίμασε κακά, δὲν θὰ περιγελάσης ὅλα αὐτά, εἰπέ μου, καὶ δὲν θὰ τὰ καταφρονήσης; Θὰ σκεφθῆς λοιπὸν αὐτά;. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπαριθμοῦν διάφορες αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τὶς θλίψεις στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι μέσο δοκιμασίας, πειρατήριον, ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ (ζ, 1)στάδιο ἀθλήσεως γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ θλίψεις καὶ γενικὰ οἱ πειρασμοὶ στὴ ζωὴ εἶναι τὰ ὄργανα αὐτῆς τῆς ἀθλήσεως. Ἀγαθὸν μοι ὅτι ἐπείρασάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου, λέγει ὁ ψαλμωδὸς (Ψαλμ. ριη/ριθ 7). Αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν συνετῶν, λέγει ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας: λέγοντας τὴ φράση αὐτή, διαπαιδαγωγοῦνται ἀπὸ τὶς συμφορὲς καὶ καθαρίζονται ὅπως τὸ χρυσάφι, γιατί ἡ ταλαιπωρία γεννᾶ τὴν γνῶσιν τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ. Τὰ γενναῖα φρονήματα, λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο, συνηθίζουν νὰ ἀντιδροῦν ἐναντίον τῆς διὰ τῆς βίας ἐπιβουλῆς, ὅπως ἀντιδρᾶ ἡ φλόγα ὅταν προσβάλλεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ ἀνάπτει τόσο περισσότερο, ὅσο δυνατώτερα φυσᾶται. Οἱ θλίψεις λοιπὸν εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τοὺς ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς προειδοποίησε: Στὸν κόσμο σᾶς περιμένει θλίψι, ἀλλὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (Ἰω. ιστ, 33). Ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ θὰ διωχθοῦν (Β Τιμ. γ 12)… Οἱ δοκιμασίες στὴ ζωή, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, συντελοῦν στὸ νὰ γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ ταπεινωθεῖ προφυλάσσοντας τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ λογισμὸ τῆς ὑψηλοφροσύνης. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλαβε ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅμως ἐβασανίζετο ἀπὸ ἕνα ἀγκάθι στὸ σῶμα του, γιὰ τὸ ὁποῖο τρεῖς φορὲς παρακάλεσε τὸν Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πάρει τὴν ἀπάντηση: Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρις μου, διότι ἡ δύναμίς μου φανερώνεται τέλεια ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀδυναμία· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ὁ ἴδιος προσθέτει: Καὶ διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι διὰ τὰς πολλὰς ἀποκαλύψεις, μοῦ δόθηκε σκόλοψ τὴ σαρκί μου, ἕνας ἄγγελος τοῦ Σατανᾶ, διὰ νὰ μὲ ραπίζη, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι (Β Κορ. ιβ 79)… Ὁ πιστὸς δὲν θέτει τὸ ἐρώτημα, γιατί αὐτὸς ὑποφέρει καὶ ἐκεῖνος εὐτυχεῖ στὴ ζωή, ἐπειδὴ τὸ ἀξιολογικὸ κριτήριο εἶναι διαφορετικό. Ἡ σκέψη του συγκεντρώνεται στὸ λόγο τῆς Γραφῆς: Παιδί μου μὴ περιφρονήσης τὴν διαπαιδαγώγησιν τοῦ Κυρίου καὶ μὴ χάσης τὸ θάρρος σου, ὅταν ἐλέγχεσαι ἀπὸ αὐτόν, διότι ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τὸν παιδαγωγεῖ, καὶ μαστιγώνει κάθε παιδί, τὸ ὁποῖον δέχεται. Ὑπομείνατε τὴν διαπαιδαγώγησίν σας…. Ὁ Κύριος ἀφήνει τὸν δοῦλο του νὰ παλεύη ἐνῶ τὸν προσέχει ὁ ἴδιος ἀπὸ κοντά, ὅπως πρόσεχε καὶ τὸν Μ. Ἀντώνιο, ὅταν πάλευε μὲ τὰ δαιμόνια. Κατοικοῦσε μέσα σ’ ἕνα μνῆμα κι ἐκεῖ τὸν ἔδειραν οἱ δαίμονες μέχρι ποὺ ἔμεινε ἀναίσθητος. Ὁ φίλος του ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε τὸν μετέφερε στὸ Κυριακό τοῦ χωριοῦ. Τὴν νύχτα, ὅταν ὁ Ἀντώνιος ξαναβρῆκε τὶς αἰσθήσεις του, παρακαλοῦσε τὸ φίλο του νὰ τὸν ξαναπάη πίσω στὸ μνῆμα. Ἄρρωστος βαρειὰ ὁ ὅσιος δὲν μποροῦσε νὰ σταθῆ στὰ πόδια του καὶ προσευχόταν ξαπλωμένος. Τότε δέχτηκε νέα σκληρὴ ἐπίθεση τῶν δαιμόνων καὶ ὑπέφερε πολὺ σὲ μία στιγμὴ ἀνέβλεψε, εἶδε φῶς καὶ τότε κατάλαβε πὼς εἶχε ἔλθει ὁ Κύριος μέσα στὸ φῶς, καὶ τοῦ εἶπε: Ποῦ ἤσουν; Γιατί δὲν φάνηκες ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ πάψης τὰ βάσανά μου; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐδῶ ἤμουν, Ἀντώνιε, ἀλλὰ περίμενα νὰ δῶ τὰ ἀγωνίσματά σου. Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ θυμόμαστε πάντοτε πὼς ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τὸν ἀγώνα μας κατὰ τοῦ ἐχθροῦ καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φοβόμαστε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἐπιτεθῆ ὅλος ὁ Ἅδης, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἀνδρεῖοι (π. Σωφρόνιος). Ταπεινώσου καὶ θὰ δῆς πὼς ὅλες οἱ δυστυχίες σου θὰ μετατραποῦν σὲ ἀνάπαυση, ἔτσι ποὺ σὺ ὁ ἴδιος ἔκπληκτος θὰ λές: Γιατί βασανιζόμουν καὶ στενοχωριόμουν τόσο πολὺ πιὸ πρίν; Τώρα ὅμως χαίρεσαι, γιατί ἔχεις ταπεινωθῆ καὶ ἦλθε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τώρα, κι ἂν ἀκόμη μείνης μόνον ἐσὺ πτωχὸς στὸν κόσμο, δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψει ἡ χαρά. Γιατί δέχθηκες στὴν ψυχή σου ἐκείνη τὴν εἰρήνη γιὰ τὴν ὁποία λέει ὁ Κύριος εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, (Ἰω. ιδ 27). Ἔτσι δίνει ὁ Κύριος σὲ κάθε ταπεινὴ ψυχὴ τὴν εἰρήνη Του, ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ νοῦ. Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβό, ὅτι παρακάλεσε τὸν Θεὸ καὶ σηκώθηκαν τὰ πάθη ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἔγινε ἀμέριμνος. Καὶ πῆγε σ’ ἕνα γέροντα καὶ τοῦ εἶπε: Βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ ἀναπαύεται καὶ νὰ μὴν ἔχη κανένα πόλεμο. Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων: Πήγαινε παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ξαναφέρη τὸν πόλεμο, καθὼς καὶ τὴ συντριβὴ καὶ τὴν ταπείνωση ποὺ εἶχες πρῶτα. Γιατί μέσ’ ἀπὸ τοὺς πολέμους προοδεύει ἡ ψυχή. Παρακάλεσε λοιπὸν καὶ σὰν ἦλθε ὁ πόλεμος ποτὲ δὲν ξαναζήτησε πλέον νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλὰ ἔλεγε: Δόσε μου, Κύριε, ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς (Ἀπὸ τὸ Γεροντικό). Ἡ διδαχὴ αὐτὴ γιὰ τοὺς γενναίους ἀθλητὲς τῶν θλίψεων κηρύττεται ὁμόφωνα ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας… Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀδικήση ἕνα πιστό. Ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἀδικήσει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός του, τονίζει ὁ Χρυσόστομος. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἀδικήσει τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ μπορέσει κανεὶς νὰ τὸ κάνει καὶ ἂν ἀκόμη ὁλόκληρος ἡ οἰκουμένη ἐγείρη ἐναντίον του σκληρὸν πόλεμον. Ἂν κάποιος οἰκοδομήσει τὴν οἰκία του ἐπὶ τὴν πέτραν, δὲν ἔχει νὰ φοβηθῆ οὔτε τὴ βροχή, οὔτε τοὺς ποταμούς, οὔτε τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν. Ἀντίθετα ἡ οἰκοδομὴ τοῦ ἄλλου γκρεμίστηκε, ὄχι ἐξαιτίας τῆς βροχῆς, τῶν ποταμῶν ἢ τῶν ἀνέμων, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος τὴν θεμελίωσε πάνω στὴν ἄμμο (Ματθ. ζ 24-27)… Διότι τί ἐπροξένησε ἡ ἀσθένεια εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον; Τί δὲ ἡ ἔλλειψις προστατῶν; Τί ἡ ἔφοδος τῶν σκύλων; Ἡ γειτονία του πρὸς τὸν πλούσιον; Καὶ εἰς τί ἐζημίωσε τὸν ἀθλητὴν τοῦτον ἡ μεγάλη πολυτέλεια καὶ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἠθικὴ φαυλότης ἐκείνου; Μήπως τὸν κατέστησεν ἀσθενέστερον διὰ τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς ἀγῶνας; Καὶ τί ἔβλαψεν τὴν ψυχικήν του δύναμιν; Πουθενὰ τίποτε. Ἀντίθετα ὅλα αὐτὰ ἦταν πρόσθετος λόγος δόξης, διότι δὲν ἐστεφανώνετο μόνον διὰ τὴν πτωχείαν του, οὔτε διὰ τὴν πεῖναν, οὔτε διὰ τὰς πληγάς, οὔτε διὰ τὰς γλῶσσας τῶν σκύλων ἀλλὰ διὰ τὸ ὅτι ἐνῶ εἶχε τοιοῦτον γείτονα, καὶ ἐνῶ κάθε ἡμέραν ἐβλέπετο ἀπὸ αὐτὸν καὶ περιφρονεῖτο διαρκῶς, μὲ γενναιότητα καὶ μὲ πολλὴν καρτερίαν ὑπέμεινε τὸν πειρασμὸν τοῦτον, ὁ ὁποῖος ὄχι ὀλίγον, ἀλλὰ πάρα πολὺ ἔκαιε τὴν πενίαν καὶ τὴν ἐγκατάλειψίν του. Διότι τί ἠμπορεῖ νὰ κάμη εἰς τὸν γενναῖον ἄνδρα διὰ νὰ τὸν ρίψη εἰς τὴν λύπην; θὰ τοῦ ἀφαιρέση χρήματα; Ὅμως ἔχει πλοῦτον εἰς τὸν οὐρανόν. Θὰ τὸν ἐκδιώξη ἀπὸ τὴν πατρίδα του; Ὅμως θὰ τὸν στείλη εἰς τὴν ἄνω πατρίδα. Θὰ τὸν δέση μὲ δεσμά; Ὅμως ἔχει τὴν συνείδησίν του ἐλευθέραν καὶ δὲν αἰσθάνεται τὰ ἐξωτερικὰ δεσμά. Θὰ τὸν φονεύση; Ὅμως πάλιν θ’ ἀναστηθῆ. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κτυπᾶ τὴν σκιὰν καὶ δέρνει ἀέρα κανένα δὲν θὰ ἠμπορέση νὰ κτυπήση, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ πολεμάει τὸν δίκαιον ἄνθρωπον ματαιοπονεῖ μόνον καὶ καταναλίσκει τὴν δύναμίν του καὶ εἰς ἐκεῖνον οὐδεμίαν πληγὴν θὰ ἠμπορέση νὰ ἐπιφέρη…. Τὴν ἴδιαν διδαχὴ προβάλλει καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἂς μὴ γίνουμε πονηροὶ δοῦλοι, λέγει, οἱ ὁποῖοι δοξολογοῦν τὸν Κύριο ὅταν τοὺς εὐεργετεῖ καὶ δὲν τὸν πλησιάζουν ὅταν τοὺς τιμωρεῖ ἂν καὶ πολλὰς φορὰς ὁ πόνος εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὴν ὑγείαν, ἡ ἐγκαρτέρησις εἰς τὰς θλίψεις ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν τῶν θλίψεων, ἡ ἐξονυχιστικὴ ἔρευνα ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ ἡ μετάνοια ἀπὸ τὴν συγχώρησιν. Θὰ τὸ εἴπω μὲ συντομίαν: Δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀπελπιζόμεθα διὰ τὰς συμφοράς, οὔτε νὰ ὑπερηφανευόμεθα διὰ τὴν ἀφθονίαν. Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα μιλοῦν καὶ οἱ Ἀσκητικοὶ πατέρες. Ἔτσι ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἀναφέρει πὼς ἂν ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ δὲν νικᾶ μὲ τέτοιον τρόπο μέσα στὸν πιστό, ὥστε νὰ μένει ἀπαθὴς στὶς θλίψεις του, τότε πρέπει νὰ γνωρίζει πὼς ὁ πόθος τοῦ κόσμου ὑπερτερεῖ τοῦ πόθου τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ὁ ἀφανισμὸς τοῦ σώματος καὶ τὰ ἄλλα κακὰ ταράσσουν τὸ λογισμό του καὶ τοῦ ἀφαιροῦν τὴ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴ φροντίδα κατὰ Θεόν, τότε πρέπει νὰ γνωρίζει πὼς μέσα του ζεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ σώματος καὶ ὄχι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ… Γίνεσθε μιμηταί μου, καθὼς ἐγὼ εἶμαι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α Κορ. ια 1) καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο προσθέτει: ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω (Γαλ. στ, 17)… Σ’ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν τὸν πόθο τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὁ Χρυσόστομος, τὸ νὰ κακοποιηθοῦν γιὰ χάρη Του θεωρεῖται τὸ πιὸ ἀξιομακάριστον ἀπὸ ὅλα… Ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος δὲν ἀποδέχεται τὰ φάρμακα τοῦ Θεοῦ καὶ ζητάει ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἐπέμβει στὴ ζωή του, ὅπως ὁ ἴδιος θέλει καὶ ὄχι ὅπως κρίνει ὁ μεγάλος ἰατρὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅτι συμφέρει. Γι’ αὐτὸ δείχνει ἀδιαφορία καὶ κυριεύεται ἀπὸ ἀνησυχία καὶ ἄλλοτε πολεμεῖ μὲ πεῖσμα τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλοτε δὲ βλασφημεῖ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν τρόπο λοιπὸν αὐτὸ καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη του δείχνει, καὶ παρηγοριὰ δὲν βρίσκει (Μάξιμος ὁμολογ.). Ὅποιος σκέπτεται πὼς ὁ πειρασμὸς παρουσιάστηκε γιὰ κάτι καλό, γιὰ τὴ διαπαιδαγώγησή του, γιὰ τὴν ἐξάλειψη ἁμαρτιῶν, γιὰ νὰ ἐμποδίσει μελλοντικὰ ἁμαρτήματα, δὲν ἀγανακτεῖ, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὸν Θεὸ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ γιατί παρεχώρησε τὸν πειρασμό. Δέχεται πρόθυμα τὴν παιδαγωγικὴ τιμωρία, ὅπως ὁ Δαβὶδ (Β Βασιλ./Β Σαμ. ιστ 10) ἢ ὁ Ἰὼβ (Ἰὼβ β, 10)… Ἂς μὴ δυσφοροῦμε λοιπὸν διὰ τὰ παρόντα κακὰ διότι ἐὰν ἔχεις ἁμαρτίας, ἐξαφανίζονται καὶ κατακαίονται εὔκολα ἀπὸ τὴν θλίψιν ἐὰν δὲ ἔχης ἀρετὴν γίνεσαι λαμπρὸς καὶ φαιδρὸς ἀπὸ αὐτήν. Διότι ἐὰν διαρκῶς ἀγρυπνῆς καὶ εἶσαι νηφάλιος θὰ εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ κάθε βλάβην. Διότι δὲν εἶναι αἰτία τῶν ἠθικῶν πτώσεων ἡ φύσις τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια αὐτῶν ποὺ πειράζονται (ἱ. Χρυσόστομος). Συμπερασματικὰ ἀναφέρουμε πὼς οἱ δυσχέρειες σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, οἱ λεγόμενες κακώσεις ἢ τὸ φυσικὸ κακὸ δὲν ἀποτελοῦν τὴν τελικὴ ἔκβαση. Εἶναι ἁπλῶς ἐμπόδια στὸ δρόμο τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν τελικὴ πραγματικότητα, χρήσιμα νὰ τὸν γυμνάσουν καὶ νὰ τὸν ἀναδείξουν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν οἱ κακώσεις ἐπιβληθοῦν στὸν πιστὸ καὶ περνώντας μέσα ἀπὸ αὐτὲς συνεχίσει ἀτάραχος τὸ δρόμο του προσηλώνοντας τὰ μάτια του στὸ σκοπό, χαρακτηρίζονται στίγματα τοῦ Κυρίου ποὺ βαστάζονται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς μὲ χαρὰ καὶ λογίζονται ἀπὸ αὐτοὺς καύχημα. Οἱ ταλαιπωρίες στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν δόξα γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀθλητὴ καὶ χαρίζουν σ αὐτὸν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι καὶ μένει πάντοτε στοργικὸς πατέρας, δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ τὰ παιδιά του καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ δοκιμαστοῦν πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή τους, ἀκόμη καὶ ἂν νομίσει κανεὶς πὼς ἐγκαταλείφθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ… Ὁ Κύριος βρίσκεται κοντά του καὶ ἐπεμβαίνει ὅταν χρειασθεῖ. Τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας δὲν ὑφίσταται γιὰ ἕνα πιστό, ποὺ βαδίζει συνειδητὰ τὸ δρόμο του, μὲ κατεύθυνση τὴν Ἀνάσταση, τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ μία φύση, δηλαδὴ στὴ βασιλεία τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἁρμονίας, τῆς Ἀγάπης στὴν ἐπιστροφὴ στὸ κατ’ εἰκόνα καὶ στὴν πραγμάτωση τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Κάθε πιστὸς γνωρίζει πὼς ἡ σημερινὴ κατάσταση, ὅσο ἀπαράδεκτη καὶ ἂν εἶναι, δὲν ἀποτελεῖ τὴν τελικὴ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος, δὲν εἶναι ἡ αἰώνια πραγματικότης. Γιὰ τοὺς Ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ οἱ κακώσεις εἶναι πλοῦτος καὶ γιὰ τοὺς ἀμελεῖς βοηθός, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὰ βλαβερά, ἐνῶ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ τοὺς διευκολύνει νὰ ἐπιστρέψουν. Σὲ κάθε λοιπὸν περίπτωση, στὸ κέντρο βρίσκεται τὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐκδικητής, ἀλλὰ στοργικὸς πατέρας καὶ πνευματικὸς γιατρός. Ποτὲ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήσει τὸ γιατρὸ γιὰ τὶς κακώσεις στὶς ὁποῖες ὑποβάλλει τὸν ἀσθενῆ του δὲν εἶναι ὁ ἀσθενὴς ὁ ἐχθρός του γιατροῦ, ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ὄχι ὁ γιατρός. Ὅπως καὶ ὅταν φυσήξει ἄνεμος, πέφτει μόνο τὸ σπίτι ποὺ θεμελιώθηκε στὴν ἄμμο, ὄχι ἐκεῖνο ποὺ κτίσθηκε πάνω στὴν πέτρα καὶ κανεὶς δὲν θὰ πεῖ πὼς φταίει ὁ ἄνεμος ποὺ ἔπεσε τὸ σπίτι. Ἡ κάκωση λοιπὸν δὲν εἶναι ὁ ἐχθρὸς καμμία κάκωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀδικήσει τὸν πιστὸ χριστιανό. Μόνο ὁ ἴδιος θὰ μποροῦσε νὰ ἀδικήσει τὸν ἑαυτὸ του ἂν ἐκλάβει τὶς κακώσεις σὰν τὴν τελικὴ κατάσταση καὶ τὰ βάλει ἀκόμη καὶ μὲ τὸ Θεό!