Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)

Στὴν ἐρώτηση «Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ὄχι μὲ ἄλλη μορφή;» ὁ σοφὸς ἅγιος Ἀθανάσιος ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση:

«Ἂν ρωτοῦν γιατί δὲν ἐμφανίστηκε μὲ κάποια ἄλλη, καλύτερη, μορφὴ δημιουργίας, λ,χ. ὡς ἥλιος ἢ φεγγάρι ἢ ἄστρο ἢ φωτιὰ ἢ ἄνεμος – ἀλλὰ ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἂς μάθουν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ διδάξει τοὺς πάσχοντες. Ἂν ἐρχόταν στὸν κόσμο ἀποκαλύπτοντας τὸν ἑαυτό Του γιὰ νὰ καταπλήξει ὅσους τὸν ἔβλεπαν, τοῦτο θὰ σήμαινε ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ προβληθεῖ. Ἦταν ὅμως ἀπαραίτητο γιὰ τὸν Θεραπευτὴ καὶ Διδάσκαλο ὄχι μόνον νὰ ἔλθει στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσει πρὸς ὄφελος ὅλων τῶν πασχόντων καὶ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτὸ Του κατὰ τρόπο, ποὺ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ νὰ ἦταν ὑποφερτὴ ἀπὸ τοὺς πάσχοντες.

Οὔτε ἕνα πλάσμα τῆς κτιστῆς δημιουργίας δὲν ἐξέπεσε στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο – οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε τὸ φεγγάρι, οὔτε τὰ ἄστρα, οὔτε τὸ νερό, οὔτε ὁ ἄνεμος πρόδωσαν τὸ Δημιουργό τους. Ἀπεναντίας ὅλα τὰ πλάσματά Του, γνωρίζοντας τὸ Δημιουργὸ καὶ Βασιλέα τους, τὸ Θεὸ Λόγο, παρέμειναν ὅπως Ἐκεῖνος τὰ εἶχε δημιουργήσει. Μόνον τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα ξεχώρισαν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ ἀντικατέστησαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· καὶ τὴν τιμὴ καὶ δόξα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεό, καθὼς καὶ τὴ γνώση περὶ Αὐτοῦ, τὴ μετέθεσαν σὲ δαίμονες καὶ σὲ ὁμοιώματα ἀνθρώπων καμωμένα ἀπὸ πέτρα, δηλαδὴ σὲ εἴδωλα. Συνεπῶς, τί τὸ ἀπίστευτο ὑπάρχει στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἐμφανίστηκε ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;». Πράγματι καὶ ἐμεῖς τώρα ρωτᾶμε τοὺς ἀπίστους τοῦ καιροῦ μας: «Μὲ ποιὰ μορφὴ θὰ θέλατε νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Θεός, ἂν ὄχι ὡς ἄνθρωπος;».