Θουκυδίδης

(Λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Κέρκυρας καὶ τὶς ἐκεῖ βαρβαρότητες (βλ. ΘΟΥΚ 3.69.1–3.81.5), ὁ Θουκυδίδης ἀνατέμνει στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ἀναπτύσσει τὴν παθολογία τοῦ ἐμφυλίου πολέμου.)

Σ’ αὐτὲς τὶς ἀκρότητες ἔφτασε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος καὶ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση, γιατί ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔγινε. Ἀργότερα μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ὅτι ὁλόκληρος ὁ ἑλληνισμὸς συνταράχτηκε, γιατί παντοῦ σημειώθηκαν ἐμφύλιοι σπαραγμοί.

Οἱ δημοκρατικοὶ καλοῦσαν τοὺς Ἀθηναίους νὰ τοὺς βοηθήσουν καὶ οἱ ὀλιγαρχικοί τοὺς Λακεδαιμονίους. Ὅσο διαρκοῦσε ἡ εἰρήνη δὲν εἶχαν οὔτε πρόφαση, ἀλλά οὔτε τὴν διάθεση νὰ τοὺς καλέσουν γιὰ βοήθεια. Μὲ τὸν πόλεμο, ὅμως, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἀντίπαλες πολιτικὲς παρατάξεις μποροῦσε εὔκολα νὰ βρῆ εὐκαιρία, νὰ προκαλέση ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση γιὰ νὰ καταστρέψη τοὺς ἀντιπάλους της καὶ νὰ ἐνισχυθῆ ἡ ἴδια γιὰ ν’ ἀνατρέψη τὸ πολίτευμα.

Οἱ ἐμφύλιες συγκρούσεις ἔφεραν μεγάλες κι ἀμέτρητες συμφορὲς στὶς πολιτεῖες, συμφορὲς ποὺ γίνονται καὶ θὰ γίνωνται πάντα ὅσο δὲν ἀλλάζει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, συμφορὲς ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι βαρύτερες ἤ ἐλαφρότερες κ’ ἔχουν διαφορετικὴ μορφὴ ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις. Σὲ καιρὸ εἰρήνης καὶ ὅταν εὐημερῆ ὁ κόσμος καὶ οἱ πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἤρεμοι γιατί δὲν τοὺς πιέζουν ἀνάγκες φοβερές. Ἀλλ’ ὅταν ἔρθη ὁ πόλεμος ποὺ φέρνει στοὺς ἀνθρώπους τὴν καθημερινὴ στέρηση, γίνεται δάσκαλος τῆς βίας κ’ ἐρεθίζει τὰ πνεύματα τοῦ πλήθους σύμφωνα μὲ τὶς καταστάσεις ποὺ δημιουργεῖ.

Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία. Κι ὅσες πολιτεῖες ἔμειναν τελευταῖες, ἔχοντας μάθει τί εἶχε γίνει ἄλλου, προσπαθοῦσαν νὰ ὑπερβάλουν σ’ ἐπινοητικότητα, σὲ ὕπουλα μέσα καὶ σὲ ἀνήκουστες ἐκδικήσεις. Γιὰ νὰ δικαιολογοῦν τὶς πράξεις τους ἄλλαζαν ἀκόμα καὶ τὴν σημασία τῶν λέξεων. Ἡ παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ἀνδρεία καὶ ἀφοσίωση στὸ κόμμα, ἡ προσωπικὴ διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ εὔλογες προφάσεις καὶ ἡ σωφροσύνη προσωπίδα τῆς ἀνανδρείας. Ἡ παραφορά θεωρήθηκε ἀνδρικὴ ἀρετή, ἐνῶ ἡ τάση νὰ ἐξετάζωνται προσεκτικά ὅλες οἱ ὄψεις ἑνὸς ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση γιὰ ὑπεκφυγή. Ὅποιος ἦταν ἔξαλλος γινόταν ἀκουστός, ἐνῶ ὅποιος ἔφερνε ἀντιρρήσεις γινόταν ὕποπτος.

Ὅποιον ἐπινοοῦσε κανένα τέχνασμα καὶ πετύχαινε, τὸν θεωροῦσαν σπουδαῖο, κι ὅποιον ὑποψιαζόταν σύγκαιρα καὶ φανέρωνε τὰ σχέδια τοῦ ἀντιπάλου, τὸν θεωροῦσαν ἀκόμα πιὸ σπουδαῖο. Ἐνῶ ὅποιος ἦταν ἀρκετὰ προνοητικός, ὥστε νὰ μὴν χρειαστοῦν τέτοια μέσα, θεωροῦσαν ὅτι διαλύει τὸ κόμμα καὶ ὅτι εἶναι τρομοκρατημένος ἀπὸ τὴν ἀντίπαλη παράταξη. Μὲ μιὰ λέξη, ὅποιος πρόφταινε νὰ κάνη κακὸ πρὶν ἀπὸ ἄλλον, ἦταν ἄξιος ἐπαίνου, καθὼς κ’ ἐκεῖνος ποὺ παρακινοῦσε στὸ κακὸ ὅποιον δὲν εἶχε σκεφτῆ νὰ τὸ κάνη.

Ἀλλά καὶ ἡ συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμὸς ἀπὸ τὴν κομματικὴ ἀλληλεγγύη, γιατί οἱ ὁμοϊδεάτες ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἐπιχειρήσουν ὅ,τιδήποτε, χωρὶς δισταγμό, καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τὰ κόμματα δὲν σχηματίστηκαν γιὰ νὰ ἐπιδιώξουν κοινὴ ὠφέλεια μὲ νόμιμα μέσα, ἀλλά, ἀντίθετα, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν πλεονεξία τους παρανομώντας. Καὶ ἡ μεταξὺ τους ἀλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στὴν συνενοχὴ τους παρὰ στοὺς ὅρκους τους στοὺς θεούς.

Τὶς εὔλογες προτάσεις τῶν ἀντιπάλων τὶς δέχονταν μὲ ὑστεροβουλία καὶ ὄχι μὲ εἰλικρίνεια γιὰ νὰ φυλαχτοῦν ἀπὸ ἕνα κακὸ ἂν οἱ ἄλλοι ἦσαν πιὸ δυνατοί. Καὶ προτιμοῦσαν νὰ ἐκδικηθοῦν γιὰ κάποιο κακὸ ἀντὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ μὴν τὸ πάθουν. Ὅταν ἔκαναν ὅρκους γιὰ κάποια συμφιλίωση, τοὺς κρατοῦσαν τόσο μόνο ὅσο δὲν εἶχαν τὴν δύναμη νὰ τοὺς καταπατήσουν, μὴ ἔχοντας νὰ περιμένουν βοήθεια ἀπὸ ἀλλοῦ. Ἀλλά μόλις παρουσιαζόταν εὐκαιρία, ἐκεῖνοι ποὺ πρῶτοι εἶχαν ξαναβρεῖ τὸ θάρρος τους, ἂν ἔβλεπαν ὅτι οἱ ἀντίπαλοί τοὺς ἦσαν ἀφύλαχτοι, τοὺς χτυποῦσαν κ’ ἔνοιωθαν μεγαλύτερη χαρὰ νὰ τοὺς βλάψουν ἐξαπατώντας τους, παρὰ χτυπώντας τους ἀνοιχτά. Θεωροῦσαν ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς ὄχι μόνο εἶναι, πιὸ ἀσφαλὴς ἄλλα καὶ βραβεῖο σὲ ἀγώνα δόλου.

Γενικὰ εἶναι εὐκολώτερο νὰ φαίνωνται ἐπιδέξιοι οἱ κακοῦργοι, παρὰ νὰ θεωρούνται τίμιοι ὅσοι δὲν εἶναι δόλιοι. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ κάνουν τὸ κακὸ καὶ νὰ θεωροῦνται ἔξυπνοι, παρὰ νὰ εἶναι καλοὶ καὶ νὰ τοὺς λένε κουτούς. Αἰτία ὅλων αὐτῶν ἦταν ἡ φιλαρχία ποὺ ἔχει ρίζα τὴν πλεονεξία καὶ τὴν φιλοδοξία ποὺ ἔσπρωχναν τὶς φατρίες ν’ ἀγωνίζωνται μὲ λύσσα.

Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κομμάτων, στὶς διάφορες πολιτεῖες, πρόβαλλαν ὡραῖα συνθήματα. Ἰσότητα τῶν πολιτῶν ἀπὸ τὴν μιὰ μεριά, σωφροσύνη τῆς ἀριστοκρατικῆς διοίκησης ἀπὸ τὴν ἄλλη. Προσποιοῦνταν ἔτσι ὅτι ὑπηρετοῦν τὴν πολιτεία, ἐνῶ πραγματικὰ ἤθελαν νὰ ἱκανοποιήσουν προσωπικὰ συμφέροντα καὶ ἀγωνίζονταν μὲ κάθε τρόπο νὰ νικήσουν τοὺς ἀντιπάλους τους. Τοῦτο τοὺς ὁδηγοῦσε νὰ κάνουν τὰ φοβερώτερα πράματα ἐπιδιώκοντας νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἀντιπάλους τους, ὄχι ὡς τὸ σημεῖο ποὺ ἐπιτρέπει ἡ δικαιοσύνη ἤ τὸ συμφέρον τῆς πολιτείας, ἀλλά κάνοντας τὶς ἀγριότερες πράξεις, μὲ μοναδικὸ κριτήριο τὴν ἱκανοποίηση τοῦ κόμματός τους. Καταδίκαζαν ἄνομα τοὺς ἀντιπάλους τους ἡ ἅρπαζαν βίαια τὴν ἐξουσία, ἕτοιμοι νὰ κορέσουν τὸ μίσος τους.

Καμιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ παρατάξεις δὲν εἶχε κανέναν ἠθικὸ φραγμὸ κ’ ἐκτιμοῦσε περισσότερο ὅσους κατόρθωναν νὰ κρύβουν κάτω ἀπὸ ὡραῖα λόγια φοβερὲς πράξεις. Ὅσοι πολίτες ἦσαν μετριοπαθεῖς θανατώνονταν ἀπὸ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη παράταξη, εἴτε ἐπειδὴ εἶχαν ἀρνηθῆ νὰ πάρουν μέρος στὸν ἀγώνα εἴτε ἐπειδὴ ἡ ἰδέα καὶ μόνο ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιζήσουν προκαλοῦσε ἐναντίον τους τὸν φθόνο.

Ἔτσι οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοὶ ἔγιναν αἰτία ν’ ἁπλωθῆ σ’ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ κόσμο κάθε μορφὴ κακίας καὶ τὸ ἦθος, ποὺ εἶναι τὸ κύριο γνώρισμα τῆς εὐγενικῆς ψυχῆς, κατάντησε νὰ εἶναι καταγέλαστο κ’ ἐξαφανίστηκε. Ὁ ἀνταγωνισμὸς δημιούργησε ἀπόλυτη δυσπιστία καὶ δὲν ὑπῆρχε τρόπος ποὺ νὰ μπορῆ νὰ τὴν διάλυση, οὔτε ἐγγυήσεις οὔτε ὅρκοι φοβεροί. Ὅλοι, ὅταν ἐπικρατοῦσαν, ξέροντας ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ κρατηθοῦν μόνιμα στὴν ἐξουσία, προτιμοῦσαν, ἀντὶ νὰ δώσουν πίστη στοὺς ἀντιπάλους τους, νὰ πάρουν τὰ μέτρα τους γιὰ νὰ μὴν πάθουν οἱ ἴδιοι.

Τὶς περισσότερες φορὲς ἐπικρατοῦσαν οἱ διανοητικὰ κατώτεροι. Φοβόνταν τὴν δική τους ἀνεπάρκεια καὶ τὴν ἱκανότητα τῶν ἀντιπάλων τους κ’ ἔτσι, γιὰ νὰ μὴν νικηθοῦν στὴν συζήτηση καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῶν ὅσων οἱ ἄλλοι θὰ ἐπινοοῦσαν, δὲν εἶχαν κανένα δισταγμὸ νὰ προχωρήσουν σὲ βίαιες πράξεις.

Ὅσοι, πάλι, περιφρονοῦσαν τοὺς ἀντιπάλους τους, νόμιζαν ὅτι μποροῦσαν σύγκαιρα νὰ καταλάβουν τὰ σχέδια τους. Θεωροῦσαν ὅτι δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ μεταχειριστουν βία γιὰ τὰ ὅσα μποροῦσαν, καθὼς νόμιζαν, νὰ πετύχουν μὲ τὶς ραδιουργίες τους. Ἔτσι, τὶς περισσότερες φορές, δὲν φυλάγονταν καὶ οἱ ἀντίπαλοί τους τούς ἀφάνιζαν.

Πρωτότυπο Κείμενο

[3.82.1] Οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις προὐχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον, διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ πᾶν ὡς εἰπεῖν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη, διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις τοὺς Ἀθηναίους ἐπάγεσθαι καὶ τοῖς ὀλίγοις τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ οὐκ ἂν ἐχόντων πρόφασιν οὐδ’ ἑτοίμων παρακαλεῖν αὐτούς, πολεμουμένων δὲ καὶ ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ἐναντίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ προσποιήσει ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς νεωτερίζειν τι βουλομένοις ἐπορίζοντο.

[3.82.2] καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴφύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται. ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵτε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν· ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ καθ’ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ.

[3.82.3] ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν πόλεων, καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που πύστει τῶν προγενομένων πολὺ ἐπέφερε τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς διανοίας τῶν τ’ ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει καὶ τῶν τιμωριῶνἀτοπίᾳ.

[3.82.4] καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ’ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος.

[3.82.5] καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ’ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος. ἁπλῶς δὲ ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο, καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον.

[3.82.6] καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς τοῦ ἑταιρικοῦ ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστως τολμᾶν· οὐ γὰρ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας αἱ τοιαῦται ξύνοδοι, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ. καὶ τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον ἐκρατύνοντο ἢ τῷ κοινῇ τι παρανομῆσαι.

[3.82.7] τά τε ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα ἐνεδέχοντο ἔργων φυλακῇ, εἰ προὔχοιεν, καὶ οὐ γενναιότητι. ἀντιτιμωρήσασθαί τέ τινα περὶ πλείονος ἦν ἢ αὐτὸν μὴ προπαθεῖν. καὶ ὅρκοι εἴ που ἄρα γένοιντο ξυναλλαγῆς, ἐν τῷ αὐτίκα πρὸς τὸ ἄπορον ἑκατέρῳ διδόμενοι ἴσχυον οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν· ἐν δὲ τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρσῆσαι, εἰ ἴδοι ἄφαρκτον, ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ περιγενόμενος ξυνέσεως ἀγώνισμα προσελάμβανεν. ῥᾷον δ’ οἱ πολλοὶ κακοῦργοι ὄντες δεξιοὶ κέκληνται ἢ ἀμαθεῖς ἀγαθοί, καὶ τῷ μὲν αἰσχύνονται, ἐπὶ δὲ τῷ ἀγάλλονται.

[3.82.8] πάντων δ’ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν· ἐκ δ’ αὐτῶν καὶ ἐς τὸ φιλονικεῖν καθισταμένων τὸ πρόθυμον. οἱ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες μετὰ ὀνόματος ἑκάτεροι εὐπρεποῦς, πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει, τὰ μὲν κοινὰ λόγῳ θεραπεύοντες ἆθλα ἐποιοῦντο, παντὶ δὲ τρόπῳ ἀγωνιζόμενοι ἀλλήλων περιγίγνεσθαι ἐτόλμησάν τε τὰ δεινότατα ἐπεξῇσάν τε τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους, οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες, ἐς δὲ τὸ ἑκατέροις που αἰεὶ ἡδονὴν ἔχον ὁρίζοντες, καὶ ἢ μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως ἢ χειρὶ κτώμενοι τὸ κρατεῖν ἑτοῖμοι ἦσαν τὴν αὐτίκα φιλονικίαν ἐκπιμπλάναι. ὥστε εὐσεβείᾳ μὲν οὐδέτεροι ἐνόμιζον, εὐπρεπείᾳ δὲ λόγου οἷς ξυμβαίη ἐπιφθόνως τι διαπράξασθαι, ἄμεινον ἤκουον. τὰ δὲ μέσα τῶν πολιτῶν ὑπ’ ἀμφοτέρων ἢ ὅτι οὐ ξυνηγωνίζοντο
ἢ φθόνῳ τοῦ περιεῖναι διεφθείροντο.

[3.83.1] Οὕτω πᾶσα ἰδέα κατέστη κακοτροπίας διὰ τὰς στάσεις τῷ Ἑλληνικῷ, καὶ τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετέχει, καταγελασθὲν ἠφανίσθη, τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν·

[3.83.2] οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός, κρείσσους δὲ ὄντες ἅπαντες λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου μὴ παθεῖν μᾶλλον προὐσκόπουν ἢ πιστεῦσαι ἐδύναντο.

[3.83.3] καὶ οἱ φαυλότεροι γνώμην ὡς τὰ πλείω περιεγίγνοντο• τῷ γὰρ δεδιέναι τό τε αὑτῶν ἐνδεὲς καὶ τὸ τῶν ἐναντίων ξυνετόν, μὴ λόγοις τε ἥσσους ὦσι καὶ ἐκ τοῦ πολυτρόπου αὐτῶν τῆς γνώμης φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι, τολμηρῶς πρὸς τὰ ἔργα ἐχώρουν.

[3.83.4] οἱ δὲ καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι καὶ ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ γνώμῃ ἔξεστιν, ἄφαρκτοι μᾶλλον διεφθείροντο.