Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος (Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης)

Oremus pro in vicem

“Νά προσευχόμαστε ὑπέρ ἀλλήλων”

[ἤ ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ;]

(Εἰσήγηση σέ Ἱερατική Σύναξη τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως – 23 Νοεμβρίου 2010)

Σεβασμιώτατε Πάτερ,

Σεβάσμιοι Πατέρες, ἀδελφοί μου.

Μέ εὐγνωμοσύνη καί χαρά ἀνταποκρίνομαι στό κάλεσμα τοῦ καλοῦ Σας Δεσπότη νά βρεθῶ μαζί Σας νά εἰσηγηθῶ καί στήν συνέχεια νά συζητήσουμε, ἕνα ὀδυνηρό καί ἄμεσα πιεστικό θέμα, πού εἴτε τό κατανοοῦμε εἴτε ὄχι, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, εἶναι γιά τήν ἐποχή μας, ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, ἄν δέν θέλουμε φυσικά νά μείνουμε ἕνα εὐσεβές ὑπόλοιπο τῆς κοινωνίας!

Μπροστά σας, ἀγαπητοί πατέρες, εἶμαι μειράκιο καί σέ γνώσεις καί σέ πεῖρα. Συγκαταβεῖτε στήν ἀναίδια μου καί δεχθεῖτε τά λόγια μου ἁπλῶς ὡς ἀφορμή σκέψεων, προερχόμενα ἀπό κάποιον πού ζεῖ σ᾿ ἕνα περιβάλλον ἐκκλησιαστικό, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς χρησιμοποιεῖ τήν σημερινή γλῶσσα.

Πρέπει πλέον νά συζητήσουμε τό θέμα (“μᾶς πρόλαβε τό μεθαύριο” ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Μητρ. Χαλκηδόνος Μελίτων), ποιά γλῶσσα πρέπει νά χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα, ἄν θέλει νά ἐπικοινωνεῖ μ᾿ αὐτούς πού ἀποκαλεῖ ποίμνιό της.

Εὐχαριστῶ θερμά τόν Σεβασμιώτατο πού παρ᾿ ὅτι δέν μέ γνώριζε μέ καλέσε νά μιλήσω σέ σᾶς τούς ἱερεῖς του. Σᾶς εὐχαριστῶ, Σεβασμιώτατε, γιά τήν ἐμπιστοσύνη.

Εὐχαριστῶ καί Σᾶς, ἀγαπητοί πατέρες πού θά μέ ἀνεχθεῖτε νά Σᾶς λέω κοινότοπα πράγματα καί γνωστά. Ὅμως πιστεύω καί κοινούς καϋμούς, γιά μιά παρουσία Ἐκκλησίας, πού θά εἶναι γοητευτικό ἐνδεχόμενο ζωῆς, γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο καί ὄχι εὐσεβές Κ.ΑΠ.Η., στό ὁποῖο… κανείς δέν βιάζεται νά εἰσέλθει! (Πιστέψτε με…!)

Α. Θεοπνευστία.

Μιά “κακομεταχειρισμένη” διδασκαλία.

Ὁ Χριστός δέν ἔχει γράψει τίποτα. Δέν ἄφησε πίσω του ἕνα βιβλίο ἀλλά μιά κοινότητα. Ὄχι μιά σέκτα μυημένων ἀλλά μιά κοινότητα ἀπό ανθρώπους πού ἐστάλησαν νά ἀναγγείλουν ἕνα καλό νέο ὡς τίς ἄκρες τοῦ κόσμου. Αὐτή ἡ κοινότητα μεταφέρει τόν Λόγο.

Χρειάστηκε μιά τριακονταετία μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καί τόν σωματικό χωρισμό τους καί τότε οἱ ἀπόστολοι βλέποντας νά ἐκλείπουν οἱ πρώτοι μάρτυρες, (δηλαδή οἱ ἴδιοι) ξεκίνησαν νά γράφουν τά Εὐαγγέλια γιά νά προσδώσουν διαχρονικότητα στίς ἀναμνήσεις τους. Ἡ κοινότητα λοιπόν εἶναι πρώτη, εἶναι αὐτή, πού μᾶς δίνει τή Βίβλο. Καί αὐτό συνεχίζεται. Τί θά γινόταν ἡ γνώση τῶν Γραφῶν ἐάν οἱ διάφορες χριστιανικές κοινότητες δέν τήν μετέδιδαν ἀπό γενιά σέ γενιά;

Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό: εἶναι ἡ κοινότητα αὐτή πού, μέσα σέ ὅλα πού ἔχουν γραφτεῖ γιά τόν Χριστό, ἀποφάσισε ποιά βιβλία θά συμπεριλαμβάνονται στίς Γραφές καί ποιά ὄχι. (Αὐτά πού ὀνομάζονται Ἀπόκρυφα). Ἡ λίστα τῶν βιβλίων πού συμπεριλήφθησαν πῆρε τό ὄνομα «Κανών» δηλαδή “εὐθεῖα γραμμή”, πλαίσιο, κανονισμός. Γύρω στό 70 μ.Χ. καί μετά τήν καταστροφή τοῦ ἑβραϊκοῦ κράτους, διδάσκαλοι τοῦ Νόμου συναντήθηκαν στὴν Ἰάμνεια (νότια τοῦ Τέλ Αβίβ) καί ἀποφάσισαν τόν “Κανόνα” καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ χριστιανοί τόν υἱοθέτησαν προσθέτοντας παρόλα αὐτά κάποια βιβλία προερχόμενα ἀπό τήν ἑλληνική μετάφραση τῆς Βίβλου. Γιά τήν Καινή Διαθήκη ἡ λίστα συντάχτηκε κοπιαστικά. Τήν τελική της μορφή πῆρε μόλις στό τέλος τοῦ 4ου αἰώνα.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τά βιβλία πού ἐπιλέχθηκαν ἦταν αὐτά πού οἱ διάφορες ἐκκλησίες χρησιμοποιοῦσαν αὐθόρμητα στούς ἑορτασμούς τους. Μέσα σέ αὐτά τά βιβλία οἱ κοινότητες ἀναγνώρισαν τήν πίστη τους καί τά ὀνόμασαν «θεόπνευστα», πού σημαίνει ὅτι οἱ συγγραφεῖς τους τά συνέθεσαν φωτισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως θεόπνευστα, ὄχι ὑπαγορευμένα. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων δέν δέχεται τήν κατά γράμμα θεοπνευστία.

“Ἀποτέλεσμα τῆς περί κατά γράμμα θεοπνευστίας διδασκαλίας… ἦτο, ὅτι ἐνδιαφέρθησαν οἱ Δυτικοί νά μάθουν τήν γνησίαν μορφήν τῶν τριῶν γλωσσῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν ἑβραϊκῶν, τῶν ἑλληνικῶν καὶ τῶν λατινικῶν καί νά ἐξακριβώσουν τήν ἀκριβῆ μορφήν τῆς ἀποκαλύψεως διά τῆς κατοχῆς τοῦ ἀρχικοῦ καί γνησίου κειμένου τῆς ἁγίας Γραφῆς… διότι τἄχα μόνον εἰς τάς ἀρχικάς γλώσσας ὡμίλησεν ὁ Θεός ἐν ταῖς γραφαῖς εἰς τούς ἀνθρώπους… Οὐδέποτε ἠδυνήθησαν νά καταλάβουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀλλά καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (ἄν και ἀπέδιδον μεγάλην σημασίαν εἰς τήν Vulgata) πῶς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐθεώρουν ἐξ ἴσου θεόπνευστον μετά τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου καί τήν μετάφρασιν τῶν Ἑβδομήκοντα! Ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως ἐκεῖνο τό ὁποῖον κάμνει τό κείμενον θεόπνευστον δέν εἶναι αἱ ἀρχικαί λέξεις καθ᾿ ἑαυτάς… Καί τοῦτο, διότι θεόπνευστον δέν εἶναι τό κείμενον καθ᾿ ἑαυτό, ἀλλά θεόπνευστος εἶναι ὁ γράφων… Ὄχι μόνον ὁ γράφων, ἀλλά καί ὁ διαβάζων πρέπει νά γνωρίζει γράμματα. Ὄχι μόνον ὁ γράφων περί μαθηματικῶν πρέπει νά γνωρίζει μαθηματικά, ἀλλά καί ὁ διαβάζων καί ὁ ἑρμηνεύων τά γραφόμενα τοῦ μαθηματικοῦ πρέπει νά γνωρίζῃ τά μαθηματικά. Τό ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει διά τήν διά κειμένων μετάδοσιν οἱασδήποτε ἐπιστήμης. Καί διά ποῖον λόγον νά ἐξαιρῆται, ἡ ἁγία Γραφή;” (π. Ἰω. Ρωμανίδη: Δογματική και Συμβολική θεολογία. Ἐκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ – 1981, σελ. 171-174, επιλογή).

Στά Εὐαγγέλια καταγράφεται ἡ εμπειρία τῶν Ἀποστόλων ἀπό τήν σχέση τους μέ τόν Χριστό. Ἡ ἐξωτερική σχέση καί ἡ πνευματική σχέση. Αὐτά ὅμως τά κείμενα δέν εἶναι ἕνα ὑπαγορευμένο “τηλεγράφημα” τοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἔκφραση, περιγραφή καί διήγηση τῆς προσωπικῆς τοῦ καθενός συγγραφέα πρόσληψης, τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀπόστολοι συγγραφεῖς εἶναι πραγματικοί συγγραφεῖς πού ἐμψυχώνονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γράφουν ὅμως μέ τή δική τους ἰδιοσυγκρασία, στή δική τους κουλτούρα, σέ γλῶσσες πού χρησιμοποιοῦνται ἐκεῖ πού βρίσκονται, μέ βάση τίς ἀνάγκες τῶν κοινοτήτων, ὅπου κατοικοῦν. Δηλαδή γράφουν βιβλία τοποθετημένα στό χρόνο καί στό χῶρο.

Ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουμε ἱερή γλῶσσα! Δέν γνωρίζουμε παρά μόνο στά ἑλληνικά τά λόγια πού ὁ Χριστός πρόφερε στά ἀραμαϊκά, καί τά ἀκοῦμε τώρα στή γλῶσσα τοῦ κάθε τόπου. Ἐπιπλέον ἔχουμε τέσσερα Εὐαγγέλια ἐντελῶς διαφορετικά, ἰδιαίτερα αὐτό τοῦ Ἰωάννη. Εἶναι βέβαια Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ ἀλλά («σύμφωνα μέ», ὅπως τά βλέπουν δηλαδή) ὁ Ματθαῖος ἤ ὁ Μάρκος ἤ ὁ Λουκᾶς.

Γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς, πρέπει μέ εἰλικρίνεια νά τό ὁμολογήσουμε, λειτουργεῖ μέσα μας μιά πίστη πού στηρίζεται περισσότερο στήν ἐγκυρότητα ἑνός κειμένου (τελικά sola scriptura) καί λιγότερο στήν περιπέτεια τῆς αὐτοπαράδοσης στά χέρια τοῦ Χριστοῦ μέσω τῆς ὅλης διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας.

Δέν θέλουμε νά σκεφτοῦμε ὅτι σχεδόν διακόσια χρόνια οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες δέν διέθεταν κανένα κείμενο παρά μόνο τήν προφορική παράδοση τῶν Ἀποστόλων, πού σύστησε τήν τοπική τους Ἐκκλησία. Καί αὐτό πού τούς παρεδόθη ἦταν ἡ διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Γραφή δέν εἶναι ἀποκάλυψη. Εἶναι λόγος γιά τήν Ἀποκάλυψη πού εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τῶν μελῶν κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας βεβαίωνε τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἀλήθεια. Ἐμπιστευόντουσαν καί προχωροῦσαν. Πρός τά ποῦ; Πρός τόν θάνατο, πού ἦταν πλέον νικημένος ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό. “Ἡ χαρά τῆς καρδίας αὐτῶν ἐνέπαιζε τόν θάνατον” πού λέει καί ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, μέσα στόν ἴδιο κύκλο κι αὐτός.

Β. Μεταφράσεις. – Ἕνας “ἀνεδαφικός τρόμος”.

Ξεκινώντας πάνω σ᾿ αὐτήν τή βάση καί ἔχοντας ἀποσαφηνίσει μέσα μας ὅτι θεόπνευστα (ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς κατά γράμμα θεοπνευστίας, ἀλλά μέ τή νοηματική) εἶναι μόνον τά Γραφικά (τῆς Γραφῆς δηλαδή) κείμενα ἀρχίζουμε νά βλέπουμε μέ ἡσυχία τό ἐνδεχόμενο καί τήν πιθανότητα κάποιων μεταφράσεων τῶν ἐν χρήσει Λειτουργικῶν Κειμένων.

Ἀρχική τοποθέτηση καί διαπίστωση: Δέν μεταφράζονται ποιητικά κείμενα! Ὕμνοι, κανόνες, τροπάρια, ἀπολυτίκια ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ νά μεταφραστοῦν! Χρειάζονται… ἄλλα μέτρα γιά κάτι τέτοιο. Ἄς μή ἐπεκταθοῦμε σέ αὐτονόητες διευκρινίσεις.(Τό βλέπουμε στήν συζήτηση).

Χρειάζεται νά ποῦμε ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος στήν σήμερα ὁμιλουμένη δημοτική δέν εἶναι μιά μετάφραση ἀπό κάποια γλῶσσα σέ ἄλλη γλῶσσα, ἀλλά εἶναι ἐνδογλωσσική μετάλλαξη. Ὅλοι ξέρετε τούς Ἰαμβικούς Κανόνες, τούς στίχους στά Συναξάρια τῶν Μηναίων, τά Κοντάκια ὡς ὑπόλοιπα τῶν Ὕμνων τοῦ ἁγ. Ρωμανοῦ, τήν διαφορά γλώσσας ἀνάμεσα σέ εὐχές Μυστηρίων καί Θ. Λειτουργίας, τίς σύγχρονες ἀκολουθίες! Δηλαδή, ἀπό τά Ὀμηρικά, τήν κοινή Ἑλληνική, τά ἰδιότυπα τοῦ Βυζαντινοῦ Μεσαίωνα, μέχρι καί σήμερα, ΟΛΟΙ οἱ γλωσσικοί τύποι χωρᾶνε στήν Ἐκκλησία καί καλῶς!

Αὐτά δείχνουν τήν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας νά ἔχει, διαχρονικά ἐλεύθερο, τό θέμα τῆς ἐπιλογῆς, ὑπό τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς γλωσσικῆς μορφῆς τῆς λατρείας. Γιατί λοιπόν ὄχι καί στό σημερινό γλωσσικό ἰδίωμα;

Οἱ Ἑβραῖοι ὅταν πιά δέν καταλάβαιναν τό Μασωρητικό κείμενο τό μετέφρασαν στά τότε ὁμιλούμενα καί ἀπό αὐτούς Ἑλληνικά (Μετάφραση τῶν Ο΄) καί τό γεγονός τό γιόρταζαν κατ᾿ ἔτος στό νησί Φάρος τῆς Ἀλεξάνδρειας μέ τριήμερες γιορτές, ὅπως λέει ὁ Ἰουδαῖος Φίλων. Γιά τήν Δυτική Ἐκκλησία ὑπῆρξαν πολλές Λατινικές μεταφράσεις μέ κατάληξη τήν γνωστή Vulgata πού σημαίνει λαϊκή μετάφραση.

Γιά τήν Ἀνατολική Ἐκκλησίας τό θέμα τῶν μεταφράσεων σέ ἄλλες γλῶσσες τό προώθησε ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ἁρμενικά) καί οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος (Σλαβονικά) φτιάχνοντας γραμματικοσυντακτικά τήν γλῶσσα αὐτή καί ξεπερνώντας τίς τυχόν “παραδοσιακές” ἀντιρρήσεις τῶν τριγλωσσιτῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης.

Καμμία θεολογική βάση καί κανένα κανονικό ἔρεισμα δέν ἔχει, ἡ ἀντίρρηση γιά τίς μεταφράσεις! Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τῆς φανερώσεώς της ἐν χρόνῳ, χρησιμοποιεῖ τά τοπικά γλωσσικά ἰδιώματα. Ὁ ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης ΕΜΠΑΙΖΕΙ τόν αἱρετικό Εὐνόμιο καί τούς ὀπαδούς του Εὐνομιανούς πού εἶχαν ἀντιλήψεις, σχετικές μέ κάποιους σημερινούς, γιά ἱερότητα τῆς γλώσσας!!

Οὔτε οὖν Ἑβραία τοῦ Θεοῦ ἡ φωνή, οὔτε καθ᾿ ἑκάτερον τινα τύπον τῶν ἐν τοῖς ἔθνεσι νενομισμένων προφερομένη, ἀλλ᾿ ὅσοι τοῦ Θεοῦ λόγοι παρά τοῦ Μωϋσέως ἤ τῶν προφητῶν ἐνεγράφησαν, ἐνδείξεις εἰσί τοῦ Θείου θελήματος, ἄλλως καί ἄλλως κατά τήν ἀξίαν τῶν μετεχόντων τῆς χάριτος τῷ καθαρῷ καί ἡγεμονικῷ τῶν ἁγίων ἐλλάμπουσαι.

Οὔτε τά ἑβραϊκά εἶναι ἡ “γλῶσσα” τοῦ Θεοῦ, οὔτε κάποιο ἄλλο γλωσσικό ἰδίωμα τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν. Τά λόγια τοῦ Θεοῦ πού γράφτηκαν ἀπό τόν Μωϋσῆ ἤ τούς προφῆτες, δέν εἶναι παρά ἡ φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ… (ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης)

“Ὁ Μωϋσῆς πολλαῖς ὕστερον γενεαῖς τῆς πυργοποιΐας γενόμενος, μιᾷ τῶν μετά ταῦτα κέχρηται γλώσση, ἱστορικῶς τήν κοσμογενίαν ἡμῖν διηγούμενος, καί τινας τῷ Θεῷ προσάπτει φωνάς, τῇ ἑαυτοῦ γλώσση καθ᾿ ἥν πεπαίδευτό τε καί συνείθιστο, ταῦτα δεξιών, καί οὐκ ἀλλάσσων τὰς τοῦ Θεοῦ φωνάς ἀλλοιοτρόπῳ τινί καί ξενίζοντι φωνῆς χαρακτῆρι, ὥστε διά τοῦ ξένου τῆς συνηθείας καί παρηλλαγμένου τῶν ὀνομάτων, αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι τάς φωνάς κατασκευάζειν, ἀλλά τῇ συνήθει χρώμενος γλώσσῃ, ὁμοίως τά τε ἑαυτοῦ καί τά τοῦ Θεοῦ διεξέρχεται”.

“Ὁ Μωϋσῆς γεννήθηκε πολλά χρόνια μετά τήν πυργοποιΐα τῆς Βαβέλ καί χρησιμοποιεῖ μιά ἀπό τίς γλῶσσες πού προέκυψαν μετά τήν Βαβέλ, γιά νά μᾶς διηγηθεῖ περιγραφικά τήν κοσμογένεση. Βάζει τόν Θεό, νά χρησιμοποιεῖ ὡς γλῶσσα αὐτήν, στήν ὁποία εἶχε ἐκπαιδευτεῖ (ὁ Μωϋςῆς) καί τήν εἶχε συνηθίσει. Δέν ἀλλοιώνει τήν γλώσσα τοῦ Θεοῦ ὅτι δῆθεν (ἡ γλῶσσα… τοῦ Θεοῦ) ἔχει κάποιο ἐντελῶς ἰδιότυπο καί παράξενο φωνητικό χαρακτήρα, ὥστε μέ κάτι περίεργες (ὅσον ἀφορᾶ τά συνηθισμένα), διαφορετικές λέξεις, νά παριστάνει, ὅτι εἶναι ἡ φωνή-γλῶσσα τοῦ Θεοῦ! Μέ τήν ἴδια συνηθισμένη γλῶσσα περιγράφει, καί τά σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο, καί τά σχετικά μέ τόν Θεό”.

Καί καταλήγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης:

“Ἡ Θεία Γραφή τοῖς ἐν τῷ βίῳ τετριμμένοις ὀνόμασι πρός διδασκαλίαν ἡμῖν συγκέχρηται”. Δηλαδή ἡ ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ ἐξίσου γιά διδασκαλία μας τὶς λέξεις πού χρησιμοποιοῦμε στήν καθημερινή ζωή καί πράξη.

“Παρηγοριά ἀπό τόν Θεό” σημαίνει στά ἑβραϊκά τό ὄνομα ἑνός ἀπό τούς ἐνδοξότερους διοικητές τῶν Ἑβραίων, τοῦ Νεεμία (433 π.Χ.). Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μέ ἱκανότητες καί προσόντα καί βασική ἀρχή του τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό. Μέ τήν σύνεση καί τόν δυναμισμό του κατόρθωσε νά ἐλευθερώσει καί τόν ὑπόλοιπο λαό τοῦ Θεοῦ πού εἶχε μείνει στήν Βαβυλώνα, αἰχμάλωτος. Μπόρεσε νά ξαναχτίσει τά τείχη τῆς κατεστραμμένης Ἱερασουλήμ καί τό σπουδαιότερο νά ἀποκαταστήσει τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν τιμή καί τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.

Ἄνθρωπος μέ φόβο Θεοῦ καί ἀγάπη γιά τόν λαό Του συνειδητοποίησε ὅτι χωρίς τήν γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὁ λαός δέν πρόκειται καθόλου νά προκόψει καί νά βαθύνει τήν σχέση καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. (Ὅταν γιά λίγο ἀπουσίασε οἱ Ἑβραῖοι ἐπέστρεψαν στά προηγούμενα χάλια τους!). Ἐπειδή λοιπόν ὁ λαός μετά ἀπό διακόσια χρόνια συνοίκηση μέ τούς Ἀσσυρίους καί τούς Πέρσες μιλοῦσε πλέον Ἀραμαϊκά καί δέν κατανοῦσε τήν γλῶσσα τῶν Γραφῶν, καθιέρωσε τήν μετάφραση τῶν κειμένων στήν γλῶσσα τοῦ λαοῦ!

Ἄς ἀκούσουμε τό ἴδιο τό κείμενο τῆς Γραφῆς νά μᾶς διηγεῖται τό θέμα. Στό κεφάλαιο ὀκτώ (8) τοῦ Βιβλίου Νεεμίας (ἤ Β’ Ἔσδρας) καί εἰδικότερα στούς στίχους 5 ἕως 12 ὁ Ἔσδρας διαβάζει τόν νόμο στόν λαό:

… 5 Ἔτσι ὅπως στεκόταν ὁ Ἔσδρας ψηλότερα ἀπ’ ὅλο τό λαό, ἄνοιξε τό βιβλίο μπροστά τους -κι ὅταν τό ἄνοιξε, σηκώθηκαν ὅλοι ὄρθιοι.

6 Τότε ὁ Ἔσδρας δόξασε τόν Κύριο, τό μεγάλο Θεό, καί ὅλος ὁ λαός ἀπάντησε «ἀμήν, ἀμήν!» ὑψώνοντας τά χέρια. Ὕστερα ἔσκυψαν τά κεφάλια τους καί προσκύνησαν τόν Κύριο μέ τό πρόσωπο στή γῆ.

7 Μετά σηκώθηκαν, καί οἱ λευίτες Ἰησοῦς, Βανί, Σερεβίας, Ἰαμεῖν, Ἀκκούβ, Σαββεθάι, Ὠδίας, Μαασεΐας, Κελιτά, Ἀζαρίας, Ἰωζαβάδ, Ἀνανίας καί Πελαΐας τούς ἐξηγοῦσαν τό νόμο. Κανένας δέν κουνήθηκε ἀπό τή θέση του.

8 Τούς ἔκαναν προφορική μετάφραση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί τούς τόν ἐξηγοῦσαν, γιά νά καταλαβαίνει ὅλος ὁ λαός τί τούς διάβαζαν.

9 Ὁ κυβερνήτης Νεεμίας καί ὁ Ἔσδρας, ἱερέας καί γνώστης τοῦ νόμου, καθώς καί οἱ λευίτες, πού ἐξηγοῦσαν τό κείμενο, εἶπαν στό λαό: «Ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι ἀφιερωμένη στόν Κύριο τό Θεό σας! Δέν εἶναι ὥρα τώρα γιά κλάματα καί πένθη», γιατί ὅλος ὁ λαός ἔκλαιγε ἀκούγοντας νά διαβάζεται ὁ νόμος.

10 Ὁ Νεεμίας εἶπε ἀκόμα: «Πηγαίνετε στά σπίτια σας, φᾶτε ἀπό τά πιό ἐκλεκτά φαγητά, πιεῖτε γλυκό κρασί καί στεῖλτε φαγητό σ’ ὅποιον δέν ἔχει τίποτε νά ἑτοιμάσει»! Ἡ σημερινή μέρα εἶναι ἀφιερωμένη στόν Κύριό μας! Καί μή στενοχωριέστε, γιατί ἡ χαρά πού δίνει ὁ Κύριος εἶναι ἡ δύναμή σας».

11 Τό ἴδιο καί οἱ λευίτες καθησύχαζαν τόν λαό λέγοντάς τους: «Ἠρεμῆστε καί μή στενοχωριέστε! Ἡ σημερινή μέρα εἶναι ἀφιερωμένη στόν Κύριο». 12 Ἔτσι ὅλος ὁ λαός ἔφαγε καί πῆγαν σπίτια τους νά φᾶνε καί νά πιοῦν. Ἔστειλαν καί μερίδες φαγητοῦ σ’ ἐκείνους πού δέν εἶχαν νά ἑτοιμάσουν τίποτα. Καί πανηγύρισαν τή μεγάλη γιορτή, γιατί εἶχαν καταλάβει τά λόγια πού τούς ἐξήγησαν.

…………………………………………………………………………

13, 22 Θυμήσου με, Θεέ μου, ἐπίσης καί γι᾿ αὐτό καί σπλαγχνίσου με, ἀφοῦ τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη σου.

Τί ἔξοχα ὅλα αὐτά καί τί ἀπελπισία ἡ σημερινή θρησκευτική πραγματικότητα, πού στενόκαρδα καί παράλογα, ἐπιμένει σέ τύπους καί μορφές καί ὄχι στήν οὐσία τῆς σχέσεως μέ τόν Θεό πού εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ἀλλαγή καί ἡ λατρεία Του “ἐξ ὅλης” ψυχῆς καί διανοίας καί καρδίας καί χειλέων!;

Τί λογική καί ἐλεύθερη ΤΟΤΕ καί πόση στενόκαρδη καί κοντόθωρη (παρά πᾶσαν θεολογική βάση) ΤΩΡΑ… ἡ θεολογία μας.

Σήμερα πλέον κινδυνεύουμε νά καταλήξουμε σέ γνωστικιστές ἀπολυτότητες “Ἑρμητικοῦ” τύπου (Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος), ἀφοῦ πολλοί ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας (ἱερεῖς καί μή) εὔκολα συμφωνοῦν μέ τήν γνώμη: “Οὐδέ γάρ πάντως τήν αὐτήν διασώζειν διάνοιαν μεθερμηνευόμενα τά ὀνόματα, ἀλλ᾿ ἔστι τινά καθ᾿ ἕκαστον ἔθνος ἰδιώματα, ἀδύνατα εἰς ἄλλο ἔθνος διά φωνῆς σημαίνεσθαι. Ἔπειτα κἄν εἰ οἷόν τε αὐτά μεθερμηνεύειν, ἀλλά τήν γε δύναμιν οὐκέτι φυλάττει τήν αὐτήν”.

Δηλαδή: “Δέν διατηροῦν τό ἴδιο νόημα τά ὀνόματα ὅταν μεταφρασθοῦν σέ ἄλλη γλῶσσα. Ὑπάρχουν σέ μερικά ἔθνη κάποια ἰδιώματα τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά μεταφρασθοῦν-φανερωθοῦν σέ ἄλλη ἐθνική γλῶσσα! Ἀκόμα καί ἄν μπορέσουμε νά τά ἑρμηνεύσουμε, δέν θά συνεχίσουν νά ἔχουν τήν ἴδια δύναμη! Μιά τελείως μαγική ἀντίληψη πού ἀσκεῖ ὅμως γοητεία καί γίνεται ἀποδεκτή.

Γ. Συναισθηματισμός καί… Μέθεξις.

Γράφει σέ γράμμα του στό φοιτητικό Περιοδικό Η ΔΡΑΣΙΣ ἕνας καθηγητής τῶν ΤΕΙ Σερρῶν, διηγούμενος ἐμπειρίες του ἀπό τήν λειτουργική ζωή τῆς σημερινῆς ἐκκλησίας:

“Διάβαζα πρόσφατα, πάνω ἀπό τό νεκρό σῶμα τοῦ πεθεροῦ μου… Ψαλμούς… Διάβαζα καί οἱ γύρω καθήμενοι σιωποῦσαν ὥρα πολλή. Ὥσπου ἀναρωτήθηκα ἐάν κανείς καταλάβαινε ἔστω ἐλάχιστα ἀπό αὐτά πού διάβαζα. Ρώτησα, μά κανείς δέν καταλάβαινε τίποτα… Πῶς γίνεται νά κάνουμε κάτι πού δέν καταλαβαίνουμε;… Τούς ρώτησα καί μοῦ εἶπαν ὅτι θά ἤθελαν νά καταλαβαίνουν.”

Καί συνεχίζει:

“Μετά τόν κυριακάτικο ἐκκλησιασμό, ὁ χριστιανός πῆγε στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ… Τόν ρώτησαν οἱ φίλοι του… πῶς ἦταν ἡ λειτουργία σήμερα. Ἀπάντησε: «Σήμερα ἡ λειτουργία εἶχε καλά γράμματα». Δηλαδή τί ἐννοεῖς «καλά γράμματα» ρώτησαν τόν ἀγράμματο… «Δέν ξέρω νά σᾶς πῶ, ἀλλά σήμερα εἶχε πολύ καλά γράμματα»”.

……………………………………………………………………

Γεώργιος Πάσχος

Καθηγητής Ἐφαρμογῶν Τ.Ε.Ι. Σερρών

Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Περιοδικοῦ:

Ὁ προβληματισμός Σας (πού ἐκφράζετε γιά τήν ἀνάγκη τῶν μεταφράσεων) εἶναι βάσιμος…

… Ὅμως ὅταν ὁ ἀγράμματος Χριστιανός λέει -ὅπως γράφετε- «σήμερα ἡ λειτουργία εἶχε πολύ καλά γράμματα», αὐτό ἔχει πολύ μεγάλο βάθος: Σημαίνει ὅτι ἡ θεία χάρις «ἄγγιξε» τήν ψυχή του, τήν καρδιά του, καί τόν πλημμύρισε μέ τίς δωρεές της. Μπορεῖ νά μήν κατάλαβε τήν ἀκριβῆ ἔννοια τῶν λεγομένων, ἀλλά «ἔζησε» τή Θεία Λειτουργία.

…………………………………………………………………

Ἀγαπητοί Πατέρες,

Νά φθάνεις στά δάκρυα καί νά ἔχεις δυνατές συγκινήσεις δέν εἶναι πάντα ἀναγκαῖο γιά νά βεβαιώνεσαι γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη Του! Στήν πορεία μας στήν πίστη, κάποιες στιγμές, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐνέργειά Του πάνω μας ἐμφανίζονται εὐδιάκριτα. Βιώνουμε τότε τήν ἐμπειρία νά συγκλονιζόμαστε ἀπό μία λέξη, ἕνα στίχο τῆς Γραφῆς, ἕνα λόγο. Στήν προσωπική προσευχή ἤ κατά τή διάρκεια μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς γιορτῆς αὐτή ἤ αὐτές οἱ λέξεις ἀποσπῶνται καί ἀντηχοῦν. Ἔρχονται νά μιλήσουν στήν καρδιά μας, κάνοντας νά γεννηθῇ μιά βαθειά εἰρήνη, μιά χαρά, ἕνα ξέσπασμα, ἕνα “τραῦμα πού ὑπόσχεται ζωή”.

Ὡστόσο ὑπάρχουν στιγμές πού ἡ πνευματική ζωή γίνεται λιγότερο ἀπολαυστική, περισσότερο ἄγονη. Τότε μπαίνουμε στόν πειρασμό νά στενοχωριόμαστε καί ν᾽ ἀμφιβάλλουμε γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνουμε νά μπαίνουν μέσα μας ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ λογισμοί λιγότερο ἤ περισσότερο ἀρνητικοί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἀποθάρρυνση, στήν ἀπογοήτευση.

Στήν πραγματικότητα, ν᾽ ἀγαπᾶς τόν Θεό σημαίνει νά δέχεσαι νά μήν αἰσθάνεσαι πάντα τήν παρουσία Του: ἀντί ν᾽ ἀρεσκόμαστε σέ μιά συμπεριφορά κακομαθημένου παιδιοῦ πού ἀπαιτεῖ ἀδιάκοπα νέες ἀποδείξεις ἀγάπης, νέες ἱκανοποιήσεις, νέα φῶτα γιά νά προχωράει, μαθαίνουμε νά μπαίνουμε σέ μιά πιό μεγάλη δωρεά καί σέ μιά πιό βαθειά ἐμπιστοσύνη.

Μιά ὑπερβολική ἀναζήτηση εὐχαρίστησης καί συγκίνησης μπορεῖ νά γίνει ἕνα ἀπ᾽ τά κυριώτερα ἐμπόδια τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη μετριέται στήν ἱκανότητά μας ν᾽ ἀγαπᾶμε τόν ἄλλον γι᾽ αὐτόν τόν ἴδιο πρώτιστα, καί ὄχι γιά τή συναισθηματική ἱκανοποίηση πού μᾶς παρέχει! Κι ὅμως, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι τό ἐνδιαφέρον μας γιά τόν Θεό βρίσκεται κάποτε σέ μεγάλη ἐξάρτηση ἀπ᾽ αὐτό πού μᾶς δίνει. Φτάνουμε μάλιστα, κάποιες φορές, στό σημεῖο νά Τόν κατηγοροῦμε ὅτι δέν μᾶς δίνει τήν παρηγοριά καί τή συγκίνηση πού ἐλπίζουμε.

Κακά τά ψέματα! Ἡ γνώση καί ἡ συνείδηση τῶν λεγομένων εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση σχέσεως. Καί ὁπωσδήποτε, ἀπαιτεῖται «θράσος» νά ζητᾶμε νά μᾶς ἀκούσει, ἐνῶ ἐμεῖς δέν καταλάβαμε τί Τοῦ εἴπαμε!!!

Ἡ ἀνάγκη καί τό σωστό εἶναι, ὁ χριστιανός «συναγόμενος» στήν Εὐχαριστία ἤ στίς ἀκολουθίες νά μπορεῖ νά προσεύχεται μαζί μέ τόν ἱερέα, καί ὄχι νά πρέπει νά σκέφτεται τί λέει ὁ ἱερέας, ἀκόμη καί ἄν εἶναι κατανοητή ἡ γλώσσα. Πολύ περισσότερο ὅταν ὁ χριστιανός βρίσκεται στήν κατάσταση πού ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κόρ. 14, 16), δηλαδή νά μή μπορεῖ νά πεῖ τό ἀμήν, ἀφοῦ τίποτε δέν κατάλαβε ἀπό τά λεγόμενα!

Τά μυστήρια τῆς ἐκκλησίας καί ἐξηγοῦνται καί κατανοοῦνται, ὅσον ἀφορᾶ τήν προσευχή καί τά τελούμενα.

Ἄγνωστο-Μυστήριο εἶναι ὁ τρόπος παρέμβασης τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν μεταβολή τῶν Δώρων τῆς Εὐχαριστίας ἤ τοῦ Εὐχελαίου ἤ τῆς καθιέρωσης τῶν χειροτονιῶν ἤ τοῦ Ἁγιασμοῦ καί γενικῶς τῶν ὅποιων μυστηρίων ἤ πράξεων.

Ὁ Χριστός καί οἱ ἐνέργειες Του εἶναι ὑπέρ λόγον. Τά τελούμενα ἀπό μᾶς καί δι᾿ ἡμῶν εἶναι καί πρέπει νά εἶναι στό χῶρο τῆς λογικῆς καί τῆς κατανόησης, ἀλλιῶς εἶναι στόν χῶρο τῆς μαγείας καί ὁ ἱερέας ἀντί διάκονος τῆς σωτηρίας τῶν ἀδελφῶν καταντᾶ “ὁ μάγος τῆς φυλῆς”. Χωρίς τουλάχιστον γνώση-κατανόηση τῶν λεγομένων στήν Θ. Εὐχαριστία ἤ τά μυστήρια, ὁ δρόμος εἶναι ἐπικινδύνως ὀλισθηρός γιά ἕνα “μαγικό” προσανατολισμό στόν ὁποῖον ἀπό μέν τούς κληρικούς θά ἰσχύει τό “ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἀσαφίᾳ” ἀπό δέ τούς πιστούς, μία ἀφασιακή “συμμετοχή” σέ λεγόμενα καί τελούμενα πού δέν ζητοῦν τήν δική τους μετοχή παρά μόνον σωματικά καί ἀπό τῶν ὁποίων τήν τελετουργία ἀναμένεται ἡ σωτηρία! (Γαλάτας 5, 2).

Στήν εὐχή πού ἀκολουθεῖ μετά τούς τρεῖς ἀφορκισμούς τῆς ἀκολουθίας “εἰς τό ποιῆσαι κατηχούμενον” εὐχόμαστε καί παρακαλοῦμε: “Διάνοιξον αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας, εἰς τό αὐγάσαι ἐν αὐτῷ τόν φωτισμόν τοῦ Εὐαγγελίου σου” καί στήν Θ. Λειτουργία πρό τῆς ἀναγνώσεως τῶν περικοπῶν Ἀποστόλου καί Εὐαγγελίου προσευχόμαστε καί πάλι λέγοντας: “Ἔλλαμψον ἐν… ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν Εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν”…

Ὁ μέγας ἅγιος τῆς Φιλοκαλίας ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Θεόληπτος γράφει:

“Νά ἐφαρμόζεις τήν ψαλμωδία μέ τό στόμα, βέβαια μέ πολύ ἥσυχη φωνή καί “ἐπιβλέποντας” τό μυαλό σου νά μή σκορπίζει ἡ προσοχή του. Νά μήν ἀνέχεσαι νά ἀφίνεις ἀκατανόητο κάτι ἀπό τά λεγόμενα. Ἄν κάποτε κάτι διαφύγει τήν προσοχή τοῦ νοῦ σου, ἐπανάλαβε τόν στίχο ὅσες φορές καί ἄν χρειαστεῖ, μέχρις ὅτου κατορθώσεις νά συμπορεύεται ἡ προσοχή τοῦ μυαλοῦ σου μέ τά λεγόμενα”!!

Τό κείμενο αὐτό τοῦ ἁγίου Θεολήπτου Φιλαδελφείας διαφωτίζει πλήρως τό θέμα: μή ἀνεχόμενος ἀδιανόητόν τι τῶν λεγομένων καταλιπεῖν!

Ὅλοι ξέρουμε ὅτι ὁ ἀγώνας μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι νά καθαρισθεῖ “τό βρώμικο παληομάγαζο τῆς καρδιᾶς” (W. Yeats).

Καί μέ τήν Εὐχαριστία καί μέ τά μυστήρια τό ἐπιδιωκόμενο εἶναι ὁ χριστιανός νά “ἀκούσει” τόν χτύπο τοῦ Χριστοῦ στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του καί νά Τοῦ ἀνοίξει. Τότε Ἐκεῖνος “εἰσελεύσεται πρός αὐτόν καί δειπνήσει μετ’ αὐτοῦ…” (Ἀποκάλ. 3, 20). Αὐτό εἶναι τό σκοπούμενο τῆς ἀνάγκης τῶν μεταφράσεων. Αὐτή τήν στιγμή τό “χτύπημα” τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται ἀκουστό.

Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας τόν 20ο αἰῶνα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος στήν 16η Ἐπιστολή του πρός τίς μοναχές τοῦ μοναστηριοῦ του γράφει: “Θέλω οἱ λόγοι νά ὁμιλῶσιν εἰς τήν καρδία σας· θέλω νά μή ἐκτελῆται τύπον προσευχῆς, ἀλλά λατρείαν· διοτί ἡ καρδία ἐκ τῆς λατρείας ἱκανοποιεῖται καί οὐχί ἐκ τῶν τύπων· οὐχί ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ὅλων τῶν κανόνων, οἵτινες ἐγράφησαν διά τόν πανηγυρισμόν τῶν ἁγίων, ἀλλά ἐκ τοῦ ποιοῦ τῆς προσευχῆς. Ἐπιθυμῶ νά μέ ἐννοεῖτε τί λέγω”.

Δ. Φόβοι, διάφοροι καί ἀσαφεῖς.

Ἡ ἔνσταση ὑπάρχει γιά τό ὅτι χάνεται μέ τήν μετάφραση (ἔτσι ἰσχυρίζονται) ἡ ὀμορφιά καί ἡ ἀκριβολογία τῆς ἀρχαίας γλώσσας. Αὐτό τό “ἐπιχείρημα” μοιάζει μέ τήν ἔνσταση τῶν ἀρχαίων ἐκείνων αἱρετικῶν πού θεωροῦσαν τόν τρόπο γέννησης τοῦ Χριστοῦ διά τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης ὁδοῦ, ὡς πράγμα “ἀκαλλές”! Κατ᾿ ἀναλογίαν, κάποιοι, θεωροῦν τήν χρήση τῆς καθημερινῆς γλώσσας ἀπαράδεκτη γιά τήν ὀμορφιά τῆς Θ. Λειτουργίας ξεχνώντας ὅτι “πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ Βασιλέως ἔσωθεν” (Ψαλμ. 44, 14).

Δέν εἶναι ἡ γλωσσική μορφή τό οὐσιῶδες, ἡ γλῶσσα εἶναι τό περιτύλιγμα. Ἄραγε δέν θά εἰδωλολατρεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ “θεοποιόντας” ἕνα γλωσσικό σχῆμα ἀφοῦ στήν δική μας Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε ποτέ διδασκαλία γιά ἱερές γλῶσσες ἤ γλῶσσες τοῦ Σταυροῦ; (ἑλληνικά, λατινικά, ἑβραϊκά, στήν ἐπιγραφή τοῦ Πιλάτου στόν Σταυρό!).

Δέν εἶναι τό κάλλος τῆς γλώσσης ὁ λόγος πού χρησιμοποιήθηκαν τά ἑλληνικά, ἀλλά ἡ διάδοσή τους σχεδόν “ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον” τοῦ τότε μεσογειακοῦ κόσμου. Ἄν ἄλλη γλώσσα μιλιόταν, θά γινόταν χρήση ἐκείνης, ὡς ἐπικρατούσης γλώσσας.

Ἡ ποιητική δυναμική καί ἡ ἀκριβολογία τῆς γλώσσας εἶναι μεγάλα καί σπουδαῖα θέματα καί ὅποιος τά ἀγνοεῖ λαθεύει. Ἀλλ᾿ ὅμως δέν μπορεῖ νά εἶναι προαπαιτούμενα γιά τήν σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Μακάρι νά γινόταν νά συνδυαστοῦν. Σήμερα ὅμως σέ μία ἐποχή “φασιστικῆς” ἁπλοποίησης τῶν πάντων εἶναι ἐξωπραγματικό νά πιστεύουμε, ὅτι μποροῦν νά συνδυαστοῦν καί τελικῶς νά κλείνουμε τόν δρόμο πρός τόν Χριστό στούς περισσότερους, “διά τήν παράδοσιν ἡμῶν”.

Ἄλλη ἔνσταση εἶναι ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι πλέον καθιερωμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλαγή ἀφοῦ ἐξαγιάστηκε ἀπό τήν χρήση αἰώνων. Ὅμως εἶναι θεολογική τραγωδία νά μήν ἔχουμε ξεκάθαρο μέσα μας τό ὅτι, παράδοση εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ διδασκαλία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι τά καιρικά σχήματα. Ἀποκάλυψη εἶναι ὁ Χριστός, καί συνεπῶς τά βιβλικά κείμενα ἔχουν ἀξία (σέ ὅποια γλῶσσα) ἐπειδή εἶναι Λόγος γιά τήν Ἀποκάλυψη-Χριστό!! Κάθε τι πού ἐμποδίζει τήν γνωριμία μέ τόν Χριστό πρέπει νά “αἴρεται”, γιά νά γίνεται εὔκολος καί καθαρός ἀπό ἐμπόδια ὁ δρόμος πρός τόν Χριστό. Ἄλλωστε ὁ Χριστός δέν ἦρθε νά ἐξαγιάσει πολιτιστικά ἐκδηλώματα καί αὐτό μᾶς τό ἔδειξε μέ τήν στάση του γιά τίς παραδόσεις τῶν Ἑβραίων (Μάρκ 7, 8-9) καί τήν γλῶσσα τους (Μάρκ 7, 6-7). Καί ὅπως διασαφηνίζει γιά δική μας χρήση ἕνας σύγχρονος ἅγιος, ὁ ὅσιος Σιλουανός: “Καί ἄν ὑποτεθεῖ πώς γιά τήν α’ ἤ β’ αἰτία ἡ Ἐκκλησία θά ἔχανε ὅλα τά βιβλία της, δηλαδή τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, τά ἔργα τῶν Πατέρων καί τά Λειτουργικά βιβλία, τότε ἡ παράδοση θά ἀποκαθιστοῦσε τήν ἁγία Γραφή, ἔστω ὄχι μέ τίς ἴδιες λέξεις, ἔστω σέ ἄλλη “γλῶσσα”, ἀλλά πάντως θά τήν ἀποκαθιστοῦσε” Γερ. Σιλουανός σελ. 92. Γιά νά μή θυμήσουμε ἐν προκειμένῳ τήν ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρα Κυπριανοῦ, ἐπισκόπου Καρχηδόνος (258 μ.Χ) ὅτι “ἡ ἐπίκληση τῆς ἀρχαιότητος μιᾶς παραδόσεως δέν εἶναι ἀπαραιτήτως τεκμήριο γνησιότητος, μπορεῖ νά εἶναι χρονία πλάνη”!

Ἡ ἔνσταση γιά τό ὅτι τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας (πού ἦταν ἐποχή ἄγνοιας καί σκοταδιοῦ) δέν χρειάστηκε ἀλλαγή τῆς γλώσσας καί συνεπῶς οὔτε καί σήμερα, εἶναι ἁπλῶς ἐξωπραγματική. Ἡ Τουρκοκρατία ἔχει τά δικά της δεδομένα καί οἱ κοινότητες τῶν Ρωμηῶν τότε εἶναι κολεκτιβιστικές. Ἔχουν τό σχῆμα κοινότητας, ἀλλά οὐσιαστικά τά πρόσωπα ὑπάρχουν μόνο ὡς ὑπηρέτες τῆς συντήρησης τῆς κολεκτιβιστικῆς κοινότητας. Ἔξω ἀπό τό μαντρί τό πρόβατο τό ἔτρωγε ὁ λύκος! Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅμως δέν φιλοδοξεῖ νά εἶναι… μαντρί! Τότε ἴσως χρειαζόταν νά εἶναι, τώρα καί νά θέλει δέν γίνεται. Τότε οἱ ἄνθρωποι ὑπῆρχαν ἐπειδή ὑπῆρχε ἡ κοινότητα, σήμερα εἴμαστε στό ἐντελῶς ἀντίθετο σχῆμα τῆς αὐτονομίας, οὔτε κἄν τῆς συνειδητῆς ἐνοριακῆς σχέσεως. Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶχε μόνο ὑποχρεώσεις. Σήμερα ἔχει μόνο δικαιώματα. Τό “τώρα” εἶναι ἄθλιο κατά τήν γνώμη κάποιων, ἀλλά καί τό “τότε” δέν πρέπει νά γοητεύει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ!

Καί ἐνῶ εἶναι τόσο σαφής ἡ τοποθέτηση τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικά γιά τό θέμα ἐμεῖς φοβόμαστε καί ἀγωνιοῦμε. Φοβόμαστε τό ἐνδεχόμενο ἀπόκλισης πρός αἱρετικές διδασκαλίες. Φοβόμαστε τό ἐνδεχόμενο ἀλλοίωσης τῆς πίστης. Φοβόμαστε ὑπαρκτούς καί ἀνύπαρκτους κινδύνους. Ἀντί νά φοβόμαστε γιά τήν πνευματική μας κατάσταση καί πορεία, φοβόμαστε γιά τήν Ἐκκλησία. Ὅμως ὄχι. Δέν κινδυνεύει οὔτε τό δόγμα, οὔτε ἡ πίστη. Εἶναι ἀποσαφηνισμένα, συγκεκριμένα καί “περιγράφονται” στούς ὅρους τῶν Συνόδων καί στούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίες.

Τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά “μετοχετεύουμε” στούς χριστιανούς μας, πού ἀκατήχητοι δέν ξέρουν κατά κυριολεξίαν, τί Θεό λατρεύουν! Τούς βαφτίσαμε, πρίν τούς κατηχήσουμε καί τώρα ἔντρομοι (ἐμεῖς) τρέχουμε μήπως καί μπορέσουμε νά τούς διδάξουμε τά “στοιχεῖα” τῆς πίστεως.

Σέ ποιά γλῶσσα ὅμως;

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ἔκανε κατηχήσεις στήν ἴδια γλῶσσα στήν ὁποία καί λειτουργοῦσε. Ἐμεῖς σέ ἄλλη λειτουργοῦμε καί σέ ἄλλη διδάσκουμε (κήρυγμα-κατήχηση)!

Ἔχουμε ἀγωνία γιά τήν ὀμορφιά τῆς γλώσσας μήπως καί χαθεῖ, ἀλλά δέν θέλουμε νά σκεφτοῦμε στά σοβαρά πόσοι, τυπικῶς χριστιανοί μας, ἐμποδίζονται νά πλησιάσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν δυσκολία τῆς γλώσσας, καί χάνονται.

Δέν θά μεταφράσουμε τίς ἀκολουθίες γιά νά ἔρθει κόσμος! Ἡ μετάφραση χρειάζεται γιά μᾶς. Γιά τούς ἐντός. Ἐμεῖς πρέπει νά γίνουμε προζύμι γιά νά ζυμωθεῖ ὁ κόσμος. Ἐξ αἰτίας μας βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν διακονεῖται μέ τόν κόπο νά φτάσει ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Καί ὅπως μᾶς εἶπε ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Παῦλος: ὅταν ἡ σάλπιγγα τοῦ λόγου μας “ἄδηλον δίδει (ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΟΥΟΝΤΑ) φωνήν” τότε τό στράτευμα ἀδιαφορεῖ καί δέν ἑτοιμάζεται γιά πόλεμο!

“Τί ποιότητα ἔχουν ἡ προσευχή μας καί ἡ δέησή μας; Λίγοι προσεύχονται μαζί μου καί αὐτοί ζαλίζονται, χασμουριοῦνται, στριφογυρνοῦν διαρκῶς, καί παρατηροῦνε πότε θά τελειώσει τήν στιχολογία τῶν ψαλμῶν ὁ ψάλτης! Καί πότε θά φύγουν (ἐπιτέλους!) ἀπό τήν Ἐκκλησία, λές καί εἶναι σέ δεσμωτήριο· καί πότε θά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τό βάρος τῆς προσευχῆς!” (Μ. Βασιλείου, Ἐν λιμῷ και αὐχμῷ).

Σᾶς εὐχαριστῶ.