Στὸ δεύτερο μισό τοῦ 20ού αἰώνα ὑπῆρξε μία ἔκρηξη ἐνδιαφέροντος, ἐρευνητῶν καὶ κοινοῦ, γιὰ τὶς ἱστορικὲς καταβολὲς τῆς σημερινῆς Εὐρώπης. Ἀφορμὴ πρέπει νὰ ἦταν οἱ προσπάθειες τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνοποίησης: Τὸ ὅραμα νὰ οἰκοδομηθεῖ μία Εὐρώπη ἑνωμένη, ὕστερα ἀπὸ τόσους αἰῶνες πολυαίμακτων συρράξεων καὶ μὲ νωπὴ τὴ φρίκη δύο ἐνδοευρωπαϊκῶν πολέμων ποὺ ἔγιναν παγκόσμιοι βυθίζοντας τὴν ἀνθρωπότητα σὲ ἀπερίγραπτη θηριωδία.
Ἔγραφε ὁ κορυφαῖος γάλλος μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff προλογίζοντας μία διεθνῆ ἐκδοτικὴ σειρὰ μὲ τίτλο «Χτίζοντας τὴν Εὐρώπη»: «Οἰκοδομεῖται ἡ ἑνωμένη Εὐρώπη. Εἶναι μία μεγάλη ἐλπίδα. Δὲν θὰ πραγματωθεῖ τὸ ὅραμα, ἂν ἀγνοήσουμε τὴν Ἱστορία. Μία Εὐρώπη χωρὶς τὴν ἱστορία της θὰ ἦταν ὀρφανὴ καὶ δυστυχισμένη. Γιατί τὸ σήμερα ἔρχεται ἀπὸ τὸ χθὲς καὶ τὸ αὔριο βγαίνει ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ἕνα παρελθὸν ποὺ δὲν πρέπει νὰ παραλύει τὸ παρόν, ἀλλὰ νὰ τὸ βοηθάει νὰ εἶναι διαφορετικό, μὲ πιστότητα στὶς καταβολές του, καὶ καινούργιο, ἐπειδὴ σαρκώνει τὴν πρόοδο».
Μία πλήθουσα βιβλιογραφία συνοδεύει τὴν ἔκρηξη ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν πρώιμο Μεσαίωνα, τὴ μετὰ-ρωμαϊκὴ ἢ βαρβαρικὴ Εὐρώπη, μήτρα τῆς σημερινῆς. Θὰ ἤθελα νὰ συστήσω στὸν ἀναγνώστη μου τὸ σύντομο, συναρπαστικὸ μελέτημα τοῦ Michel Rouche, καθηγητῆ τῆς πρώιμης μεσαιωνικῆς ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Λίλλης ἀρχικὰ καὶ τῆς Σορβόννης μετέπειτα. Ἔχει τίτλο «O Δυτικὸς πρώιμος Μεσαίωνας» καὶ περιέχεται στὸν συλλογικὸ τόμο «Ἱστορία τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς» (τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου σὲ σωστότερα ἑλληνικὰ) ποὺ κυκλοφορεῖ μεταφρασμένο ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Κέδρος» (2010). Ὁ τόμος ἔχει τὴν ἐγκυρότητα τῆς ἐπίβλεψης τῶν κορυφαίων μεσαιωνολόγων Philippe Aries καὶ Georges Duby – ὑπακούει στοὺς ὅρους τοῦ γλαφυροῦ συγγραφικοῦ ὕφους καὶ τῶν δύο.
Εἰδικὰ σήμερα ἐνδιαφέρει, νομίζω, τὸν Ἕλληνα ἀναγνώστη μία παράγραφος τοῦ μελετήματος τοῦ Rouche μὲ τίτλο: «H ἀδυναμία τῶν γερμανικῶν λαῶν νὰ ξεχωρίσουν τὸ ἰδιωτικὸ ἀπὸ τὸ δημόσιο». Τὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ γερμανικὰ φύλα (Φράγκοι, Γότθοι, Βάνδαλοι, Βουργούνδιοι, Τεύτονες, Λογγοβάρδοι) εἰσέβαλαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ ἐδάφη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (4ος – 6ος μ. X. αἰ.) ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος καὶ πολιτισμὸς εἶχε ἀναδείξει ὡς πρώτιστη ἀνάγκη καὶ σπουδαιότατο ἀγαθὸ τὴν ὀργανωμένη, μὲ θεσμοὺς καὶ νόμους, συλλογικότητα: τὸ κράτος. Τὸ «δημόσιο» (ἡ res publica), σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ ἰδιωτικό, ἀπέβλεπε στὴν «κοινωνία τῶν ἀναγκῶν», δηλαδὴ προϋπέθετε ἕνα ποσοστὸ αὐτοπαραίτησης τοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὸν πρωτογονισμὸ τῶν ἐνστίκτων κατοχῆς, κυριαρχίας-ἐπιβολῆς, ἡδονῆς. Κάτι τέτοιο ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τοὺς Βαρβάρους. Δὲν μποροῦσαν τὰ βαρβαρικὰ φύλα νὰ κατανοήσουν λειτουργίες συλλογικότητας, τὸν ρόλο τοῦ κράτους, τὴν ἀνάγκη ἰσονομίας, τὴν ἔγνοια γιὰ τὶς κοινὲς ἀνάγκες.
Ἀδυνατοῦν οἱ Βάρβαροι νὰ συλλάβουν τὸ νόημα τοῦ «δημοσίου συμφέροντος», τονίζει ὁ Rouche. H ἔννοια τῆς φορολογίας, γιὰ παράδειγμα, τοὺς εἶναι ἀδιανόητη: νὰ εἰσφέρει ὁ καθένας κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κατέχει, προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν κοινὲς ἀνάγκες. Φόρο, γιὰ τοὺς Βαρβάρους, πληρώνουν μόνο οἱ δοῦλοι σὰν ἔμπρακτη βεβαίωση ὑποταγῆς, ὑποτέλειας στὸν ἡγεμόνα. Ὡς τὰ τέλη τοῦ Ἑκατονταετοῦς Πολέμου (14ος – 15ος αἰώνας) ἡ πρακτική τῆς γενικῆς φορολόγησης ἦταν ἀδιανόητη, τουλάχιστον στὴ Γαλλία. Στὴν πρώτη περίοδο τῆς μετὰ-ρωμαϊκῆς, βαρβαρικῆς Δύσης, μονάδα συλλογικότητας εἶναι τὸ φέουδο: O ἕνας κατέχει καὶ διαφεντεύει, οἱ πολλοὶ ὑποτάσσονται καὶ δουλεύουν γιὰ τὸν ἕνα. Εἶναι ὁ πολεμικὸς ἀρχηγὸς (φεουδάρχης, βασιλιάς, πρίγκιπας, βαρῶνος) ποὺ κατέχει μίαν ἔκταση γῆς καὶ κομμάτια τῆς παραχωρεῖ, ὡς ἀντάλλαγμα προσφορᾶς στρατιωτικῶν ὑπηρεσιῶν (beneficium) ἢ πρὸς καλλιέργεια μὲ ἀνταπόδοση τοῦ μέγιστου ποσοστοῦ παραγωγῆς στὸν ἰδιοκτήτη (vassalagium).
O ἱστορικός τῆς ἐποχῆς Γρηγόριος τῆς Tours (6ος αἰ.) ἀποδίδει τὸν χαρακτηρισμὸ res publica μόνο στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ κέντρο τότε πιὰ τὴ Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη. «Τὰ βασίλεια καὶ οἱ ἡγεμονίες τῆς Δύσης εἶναι ἀτομικὲς ἰδιοκτησίες ἑνὸς δυνάστη», ὄχι κοινωνικὰ μορφώματα μὲ θεσμοὺς καὶ νόμους ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ δημόσιο συμφέρον. H «ἰδιωτικοποίηση τῶν πάντων», (ἀκόμα καὶ τοῦ πολέμου) εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Εὐρώπης τῶν Βαρβάρων – στοὺς ἀντίποδες, κυριολεκτικά, τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου ποὺ συνεχίζει τὴν παράδοση τῆς ἑλληνικῆς «πόλεως» τῆς «πολιτικῆς τέχνης καὶ ἐπιστήμης», τοῦ κοινωνιοκεντρικοῦ ἑλληνικοῦ «παραδείγματος».
Ὡς καὶ στὰ τέλη τοῦ 8ου αἰώνα, τὸ 798 στὴ Ναρβοννησία τῆς μεσογειακῆς Γαλατίας, μαρτυρεῖται ἡ τιμωρία τῆς κλοπῆς μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ φόνου μὲ χρηματικὸ πρόστιμο! Φυσικὸ γιὰ κοινωνίες ποὺ ἀξιολογοῦσαν τὴν περιουσία σὰν σημαντικότερη ἀπὸ τὴ ζωή. Γιὰ τὸν βαρβαρικὸ πρωτογονισμὸ τὸ νὰ ἔχεις (νὰ κατέχεις – κυριαρχεῖς) εἶναι πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ὑπάρχεις.
Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ δεκατρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες, μὲ τὰ γερμανικὰ καὶ πάλι φύλα στὴν πρωτοπορία τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν «εὐρωπαϊκὴ ἑνοποίηση», ἡ βαρβαρικὴ προτεραιότητα «ἰδιωτικοποίησης τῶν πάντων» (le phenomene de privatisation generale» κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ Michel Rouche) ἐπανέρχεται καὶ ἐπιβάλλεται ἐκβιαστικὰ στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἀδυσώπητη πλημμυρίδα τοῦ νέο-βαρβαρισμοῦ; Ἑλληνικὴ ἀντιπρόταση δὲν ὑπάρχει πιά, ὁ στόχος νὰ πραγματωθεῖ ἡ «πόλις», ἡ αὐτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, ἡ πολιτικὴ ὡς «κοινὸν ἄθλημα» γιὰ τὸν «κατ’ ἀλήθειαν βίο», εἶναι νοήματα ἀκατανόητα, στρεβλωμένα, φενακισμένα. Τὴν ἑνοποίηση τῆς Εὐρώπης διαχειρίζονται ἰδιωτικὰ συμφέροντα πολυεθνικά, ποὺ τὶς εὐρωπαϊκὲς κοινωνίες τὶς μεταχειρίζονται μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὶς πρακτικές της βαρβαρικῆς φεουδαρχίας. Κάποια «Μνημόνια» ἀποδείχνουν ὅτι καὶ σήμερα τὸ νὰ κατέχεις εἶναι ἀσυγκρίτως σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ νὰ ὑπάρχεις.
Τελικὰ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ δύο καὶ μόνο «παραδείγματα» πολιτισμοῦ (τρόπου τοῦ βίου) στὴν Ἱστορία: Τὸ ἑλληνικὸ κοινωνιοκεντρικὸ-πολιτικὸ καὶ τὸ βαρβαρικὸ ἀτομοκεντρικό. Τὸ δεύτερο ἀποδείχθηκε ἀκαταμάχητο, κατάπιε καὶ ἐξαφάνισε πολλὲς καὶ μακραίωνες παραδόσεις κοινοτισμοῦ, κατορθώματα προτεραιότητας τοῦ δημόσιου ἀπέναντι στὸ ἰδιωτικὸ – εἶναι ὁ θρίαμβος τοῦ πρωτογονισμοῦ τῶν ἐνστίκτων, τῶν ἐνορμήσεων θωράκισης τοῦ ἐγώ. Κορυφαῖο ἐπίτευγμα τοῦ βαρβαρικοῦ «παραδείγματος» μοιάζει ὁ ἀτομοκεντρικὸς χαρακτήρας τῆς νεωτερικῆς «Ἀριστερᾶς»: Αὐτῆς ποὺ μιλοῦσε γιὰ κοινωνιοκεντρισμὸ (σοσιαλισμὸ) καὶ ἐννοοῦσε πληρέστερη θωράκιση τοῦ ἀτόμου στὴ μαζική, ἀπρόσωπη ἐκδοχή του ὡς παραγωγικῆς καὶ καταναλωτικῆς μονάδας, συντεχνιακὰ συντονισμένης στὴν τυφλὴ (ἀντικοινωνικὴ) διεκδίκηση προνομίων.
H ἱστορικὴ ἀνυπαρξία ἀντιπρότασης στὴ βαρβαρότητα εἶναι πανανθρώπινη τραγωδία.