Αἴτημα βασικό τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνακαίνιση ὄχι σάν ἕνα στατικό γεγονός πού συντελεῖται αὐτόματα καί ἀστραπιαία ἀλλά σάν μία συνεχής δυναμική πορεία μέ πτώσεις καί ἐπανορθώσεις. Τό χριστιανικό εὐαγγέλιο δέν παρουσιάστηκε μέσα στόν κόσμο σάν μία καινούργια διδασκαλία μόνο, ἀλλά κυρίως καί κατ’ ἐξοχή ἦλθε σάν καινούργια ζωή, σάν δείκτης πορείας ἀπό τόν φθαρμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο στόν σωστό καί ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο.
Γι’αὐτό γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στούς Κολοσσαεῖς (3,4-11): «Ὅταν ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε, λοιπόν, ὅ,τι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ἐκείνους πού δέν θέλουν νά πιστέψουν. Σ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωή σας. Τώρα ὅμως πετάξτε τά ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας: Τήν ὀργή, τό θυμό, τήν πονηρία, τήν κακολογία καί τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούργιο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα».
Στό κείμενο αὐτό ἀπαριθμοῦνται διάφορες ἐκδηλώσεις πού ἀνήκουν στόν ἄνθρωπο μιᾶς περασμένης ἐποχῆς πού δέν γνώρισε τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκουν, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν ὁρολογία τοῦ Ἀπ. Παύλου στό πρωτότυπο κείμενο, στόν «παλαιό ἄνθρωπο». Ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις εἶναι οἱ σεξουαλικές ἐκτροπές, τά πάθη, οἱ κακίες, ὁ θυμός, τό ψέμα καί ἡ πλεονεξία. Μέ πολύ σκεπτικισμό καί ἀπορία ἀναρωτιέται κανείς, ἄν αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀνήκουν ἀνεπιστρεπτί σέ μία προχριστιανική ἐποχή ἤ μήπως συχνά ἀποτελοῦν στοιχεῖα καί τῆς σημερινῆς πραγματικότητας πού εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας.
Ἐλέχθη προηγουμένως ὅτι ἡ ἀνακαίνιση εἶναι πορεία, στήν ὁποία εἶναι ἐνδεχόμενο νά πέσει κανείς καί νά ξανασηκωθεῖ γιά νά συνεχίσει. «Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» λέγει ἕνα ἄγραφο λόγιο τοῦ Χριστοῦ πού διασώζεται μέσα στά πατερικά καί λειτουργικά μας κείμενα. Ἡ ἀνακαίνιση εἶναι συνεχής πορεία καί ἀγώνας, στόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά κουραστεῖ, νά καταβληθεῖ, ἀλλά καί νά ξανασυνεχίσει τήν ἄνοδο στίς κορυφές τῆς τελειότητας. «Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέ χάνουμε τόν ἀγώνα», γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στή Β΄ Κορινθίους 4,8-9.
Οἱ παραπάνω ἐκδηλώσεις πού ἀπαριθμεῖ τό ἀνάγνωσμα ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρίας. Τό ὅτι ὁ Παῦλος τίς ἐπισημαίνει ἀπευθυνόμενος σέ χριστιανούς, στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν ἀλλά σέ μᾶς σήμερα, ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελοῦν συνεχῆ κίνδυνο. Ἡ προτροπή του μᾶς ὁδηγεῖ στό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ εἰδωλολατρία δέν εἶναι ξεχασμένο παρελθόν ἀλλά ἕνα συνεχῶς ἀπειλητικό παρόν. Ὁ Χριστιανισμός βέβαια ἱστορικά θριάμβευσε ἐπάνω στά εἴδωλα, αὐτά ὅμως σέ ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο δέν παύουν νά ἐκδικοῦνται τούς χριστιανούς, προσπαθώντας νά τούς ἐπαναφέρουν στήν παλιά ἐποχή.
Ἄν ἀμφιβάλλει κανείς, δέν ἔχει παρά νά προσέξει τίς ἐκδηλώσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ πλεονεξία – γιά τήν ὁποία χαρακτηριστικά σημειώνει τό ἀνάγνωσμα ὅτι εἶναι εἰδωλολατρία – παρουσιάζεται σάν ἔλλειψη πίστεως καί ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, σάν φόβος μπροστά στό ἀβέβαιο μέλλον, σάν ἄμυνα στή σκέψη τοῦ θανάτου, σάν ὑπερτροφική ἐνίσχυση τοῦ ἑαυτοῦ μας, σάν κατάσταση ἑωσφορικῆς αὐτοπεποιθήσεως.
Ἀκόμη πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἀναζητήσουν μορφές εἰδωλολατρίας στόν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κόσμο. Αὐτή μπορεῖ ὕπουλα νά ἐμφωλεύει καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀκριβέστερα μέσα στούς χριστιανούς. Τό νά χρησιμοποιεῖ κανείς τόν Θεό σάν μέσο γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὑλικῶν στόχων του, τό νά τόν θέτει στήν ὑπηρεσία τῶν κοινωνικῶν του ἐπιδιώξεων δέν εἶναι εἰδωλολατρία, καί μάλιστα τῆς πιό συγκαλυμμένης καί ὕπουλης μορφῆς; Τό νά ὁμιλεῖ κανείς γιά ἱερά πράγματα, ἐνῶ ἡ ζωή του καί ἡ σκέψη του εἶναι κολλημένες στήν ἀπόκτηση ἀξιωμάτων γιά τήν καταδυνάστευση τῶν ἄλλων, στήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐγώ μέ κάθε τρόπο, δέν εἶναι εἰδωλολατρία συνταιριασμένη μέ πολλή ὑποκρισία;
Ὁ κίνδυνος λοιπόν τῆς εἰδωλολατρίας ἀπειλεῖ τούς χριστιανούς καί σήμερα. Καί εἶναι κίνδυνος ὄχι εὐκαταφρόνητος. Τό «οὐ ποιήσης σεαυτῷ εἴδωλον» τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ Μωσαϊκοῦ δεκαλόγου, τῆς πιό δύσκολης ὁμολογουμένως ἐντολῆς, ἄς ἠχεῖ συνεχῶς στά ἀφτιά μας. Ὅσο κι ἄν ὁ παλαιός ἄνθρωπος ἑλκυστικά προβάλλει σάν προσαρμοστική δύναμη στή ζωή, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος ἠθικά καί πνευματικά, εἶναι τό τέρμα μιᾶς ἀγωνιστικῆς πορείας πού καταξιώνει καί ὀμορφαίνει τή ζωή.