Να ποιοι ήταν οι Μακεδονομάχοι
(Δυο ζωντανές μαρτυρίες από στόματα των αντιπάλων τους)
- Από το βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΥΓΕΛΗΣ», του δημοδιδασκάλου και Μακεδονομάχου Ιωάννου Ξανθού, καταγομένου από την Γευγελή της Μακεδονίας, μεταφέρουμε το παρακάτω απόσπασμα:Μέρος ΣΤ΄:«ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΕΙΣ ΓΕΥΓΕΛΗΝ»
Την 11ην Ιουλίου 1908 ανεκηρύχθη το Τουρκικόν Σύνταγμα και εις Γευγελήν. Κατά την ημέραν ταύτην όλοι οι Οθωμανοί της Γευγελής και των πέριξ χωρίων κατήλθον εις πάνδημον ένοπλον συλλαλητήριον προ του Διοικητηρίου, όπυ είχον κατέλθει και παρουσιασθή μικρά αντάρτικα σώματα Ελληνικά και κομιτατζήδων. Οι οπλρχηγοί και οι οπλίται Ελλήνων και Βουλγάρων ήσαν μεν ελεύθεροι πλην όμως άοπλοι. Μετά των Οθωμανών είχε κατέλθει και πολύ πλήθος Χριστιανικού κόσμου Ελλήνων και Βουλγάρων.
Εις τον εξώστην του Διοικητηρίου εξεφωνήθησαν λόγοι υπέρ του νέου καθεστώτος και διετυμπανίσθησαν τα αγαθά του Συντάγματος περί ισότητος, δικαιοσύνης και συναδελφώσεως των αλλοθρήσκων λαών της Αυτοκρατορίας. Εκεί είχον συγκεντρωθεί πολλοί αξιωματικοί καθώς και οπλαρχηγοί και οπλίται και των δύο παρατάξεων. Ως ήτο γνωστόν οι Έλληνες αντάρται είχον στολήν ευζώνου(φουστανέλλαν) μαύρου χρώματος και επειδή η ζωή αυτών ήτο σκληρή, καθόσον έτρεχον αποστάσεις νύκτα και ημέραν ως επί το πλείστον εις το ύπαιθρον, διά τούτο αι ενδυμασίαι αυτών ελερώνοντο. Ακόμη δε διά να μη γίνουν βάρος εις τα χωρία, δεν εισχωρούσαν εις αυτά διά να διανυκτερεύσουν και να αναπαυθούν, πλην εις εκτάκτους περιστάσεις. Διά να μη έχουν δε βάρος, δεν έφερον μαζύ των δύο στολάς ώστε όταν η μία ελερώνετο να αλλάζουν άλλην. Αι δε προμήθειαι αυτών εις τρόφιμα εγένοντο πάντοτε επί πληρωμή, διότι δεν ήθελον να επιβαρύνουν τον πτωχόν χωρικόν. Τουναντίον οι κομιτατζήδες είχον την ευχέρειαν να κρύπτωνται εντός των χωρίων και να παραμένουν κατά τας κακοκαιρίας εις αυτά και υπεχρέωναν τους κατοίκους να τους τροφοδοτούν άνευ πληρωμής. Ωσαύτως υπεχρέωναν τους χωρικούς να δίδουν εις αυτούς στολάς μεγάλης αξίας, αι οποίαι είχον σχέδιον αλβανικής ενδυμασίας (κεσπέτια). Τοιαύτας ενδυμασίας είχεν έκαστος κομιτατζής δύο ή τρεις. Συνεπώς κατά την εις Γευγελήν παράδοσιν των Ελλήνων ανταρτών και κομιτατζήδων, οι μεν Έλληνες αντάρται κατήλθον ως ήσαν με την λερήν φουστανέλλαν, οι δε κομιτατζήδες είχον ενδυθεί με καθαράς στολάς.
Κατά την διάρκειαν των εκφωνήσεων των λόγων υπέρ του τουρκικού Συντάγματος εκ του εξώστου, όπου ως ελέχθη παρευρίσκοντο και αντάρται και κομιτατζήδες, εγένετο ο εξής ιλαροτραγικόςδιάλογος μεταξύ ενός φανατικού Βουλγάρου εκ Γευγελής και μιας βουλγαρόφρονος γυναικός εκ του χωρίου Σμόκβιτσα, τον οποίον ήκουσα εκ του πλησίον:
Βούλγαρος: « Ίδετε! Έχουν πρόσωπον ν` ανεβούν οι βρωμιάρηδες οι Γραικοί επάνω εις τον εξώστην, που έχουν την φουστανέλλαν τους βρώμικην από την λέραν, ενώ των ιδικών μας παλληκαριών η στολή λάμπει από καθαριότητα».
Γυναίκα: « Να σκάση και να βουβαθή το στόμα σου που εξεστόμισε την ανόητόν σου φράσιν, διά τα καμαρωμένα σου σκυλιά, που νύκτα μέρα ήρχοντο και πλάγιαζαν εις τα στρώματά μας και έτρωγαν πίττες, κόττες και χαλβάδες από τον ιδρώτα του προσώπου μας και οι άνδρες μας εκάθοντο έξω από το χωριό διά να τους φυλάγουν και κατηγορείς τους Γραικούς, που αυτοί ήσαν πραγματικοί αντάρται, διότι νύκτα μέρα ευρίσκοντο εις την βροχήν και τα χιόνια, και το ξεροκόμματο του ψωμιού που μας ζητούσαν το επλήρωναν με το παραπάνω. Οι Γραικοί ήσαν ελευθερωταί, ενώ οι δικοί μας αντί να μας ελευθερώσουν μας εσκλάβωσαν, διότι δουλεύαμε και οι κόποι μας πήγαιναν δι` αυτούς».
Ο Βούλγαρος, κατακεραυνωθείς, αντί απαντήσεως έφυγεν από πλησίον μας, όπου είμεθα ανάμικτοι Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, άνδρες και γυναίκες Χριστιαναί. Τοιαύται διαμαρτυρίαι ηκούσθησαν να λέγωνται και από άλλους Βουλγάρους…
Ο καπετάν Στέφος (από το Μοναστήρι) βγήκε με τα παλικάρια του και επιθεωρούσε την ύπαιθρο. Σε μια περιοδεία του διασταυρώθηκε με έναν Εβραίο γυρολόγο. Ο φτωχός άνθρωπος, σαν αντίκρισε στην ερημιά τους αγριάνθρωπους με τις φουστανέλες και τη μάχαιρα του Στέφου, βγαλμένη από τη θήκη της, πάγωσε.
– Αμάν εφέντη μ΄. Έχω έξι παιδιά. Πάρτε όσα χρήματα έχω επάνω μου. Χαλάλι, είπε στα τούρκικα, ενώ τα χείλη του και τα γένια του έτρεμαν.
– Δεν είμαι Τούρκος! Αποκρίθηκε αγριεμένος ο Στέφος στα τούρκικα.
– Αμάν γκοσποντίν, έχω έξι μικρούτσικα παιδιά, ξαναείπε στα βουλγάρικα ο Εβραίος.
– Δεν είμαι, σκύλε, Βούλγαρος, αποκρίθηκε ο Στέφος περισσότερο αγριεμένος στα βουλγάρικα.
– Αμάν εφέντη, εξακολούθησε ο Εβραίος, αρβανίτικα.
– Δεν είμαι ξιπόλυτος Αρβανίτης, είπε ο Στέφος, στη γλώσσα των Σκιπιταραίων.
Ο Εβραίος τα ΄χασε. Ευθύς αμέσως ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.
– Α, Έλληνος καπετάνιος! Παρντόν. Ντεν φοβάμαι τώρα! Kαι έβγαλε την ταμπακέρα του να τους προσφέρει τσιγάρα.