Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Γιατὶ καὶ πρὸς τὶ ἡ Ἐκκλησία κηρύττει τὸν Λόγο

(Ὁμιλία εἰσαγωγικὴ)

α’. Φυσικὰ πάντα κι ἀπὸ μόνο του γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· γιατί ἡ Ἐκκλησία κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ θεῖο λόγο; Αὐτὸ τὸ γιατί ἔχει διπλῆ σημασία. Δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ λόγο καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία κηρύττει, ἀλλὰ καὶ στὸ τέλος καὶ τὸ σκοπὸ πρὸς τὸν ὁποῖο κηρύττει. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ διατυπώσουμε ἔτσι τὸ ἐρώτημα. Γιατί καὶ πρὸς τί ἡ Ἐκκλησία κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο; Θὰ λέγαμε πὼς δὲν χρειάζεται ἀπάντηση. Καθὼς φυσικὰ εἶναι ἡ ἐρώτηση, φυσικὰ δίδεται καὶ ἡ ἀπάντηση. Μὰ δὲν χρειάζεται ρώτημα. Κι ὅμως νομίζω πὼς πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει περισσότερο ἡ ἀπάντηση, κι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου.

Ἐπίκαιρο νομίζω καὶ ἐνδιαφέρον, ἀφοῦ χρόνια τώρα σ’ αὐτὴ τὴν αἴθουσα μὲ αἴσθημα χρέους καὶ εὐθύνης ἡ Ἐκκλησία κηρύττει τὸ θεῖο λόγο καὶ ἐξαγγέλλει στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιατί βέβαια τὸ ἐρώτημα δὲν ἀφορᾶ σὲ κάθε λόγο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπευθύνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ σὲ κάθε μάθημα, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνεται σὲ ὁποιοδήποτε χῶρο καὶ σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ θεῖο λόγο, στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐκεῖνος εἶπε· «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον» (1). Ἐδῶ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τοὺς πιστούς, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία…

γ’. Τὸ πρῶτο ποὺ ἔχομε ν’ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα, γιατί ἡ Ἐκκλησία κηρύττει, εἶναι ὅτι ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ κηρύττουμε. Ὄχι κάθε λόγο, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁ ἀναστὰς Κύριος μὲ ὅλη τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ δόθηκε «ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (2) ἔδινε κι ἐπαναλάμβανε στοὺς μαθητὲς του τὴν ἴδια πάντα ἐντολὴ· «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» καὶ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (3).

Ἡ ἐντολὴ δὲν ἦταν ἁπλῶς νὰ κηρύξουν, ἀλλὰ καὶ τί νὰ κηρύξουν. Ὄχι κάθε λόγο καὶ γνώση καὶ κάποια νεόκοπη θεωρία, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ ρήματα τῆς «αἰωνίου ζωῆς» (4). Θὰ πρέπει ἀκριβῶς ἐδῶ νὰ ξεκαθαρίσουμε στὴ σκέψη μας τί εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ καλὴ ἀγγελία, ὄχι ὡς κάποιο σύστημα θεωρητικῶν γνώσεων καὶ κανόνων βίου, ἀλλὰ ἱστορικὰ λόγια καὶ γεγονότα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἡ διδασκαλία, τὰ θαύματα, τὰ πάθη, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Τὸ κήρυγμα λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι πραγματολογικό, εἶναι δηλαδὴ κήρυγμα γεγονότων.

δ’. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ξεχωριστὸ καὶ μοναδικὸ γνώρισμα τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι δηλαδὴ κηρύττει καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία εἶναι «καινὴ διδαχὴ» (5) ὄχι ὡς θεωρητικὸς καὶ φιλοσοφικὸς λόγος, ἀλλὰ κήρυγμα ποὺ στηρίζεται στὰ πράγματα καὶ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τοῦ βίου τοῦ θείου Διδασκάλου. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν πλήρη συνείδηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος, γι’ αὐτό, ὅταν ἀνακρίνονταν καὶ ἀπειλοῦνταν, εἶχαν πρόχειρη καὶ βέβαιη ἀπάντηση· «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν» (6). Δὲν χρειαζότανε παρὰ οἱ Ἀπόστολοι νὰ ἔχουν μνήμη καὶ νὰ θυμοῦνται ὅσα εἶδαν καὶ ἄκουσαν. Ἀλλὰ ὁ θεῖος Διδάσκαλος, στὴ δραματική του μετὰ τὸ μυστικὸ δεῖπνο ὁμιλία, δὲν παρέλειψε νὰ τοὺς τὸ ὑποσχεθῆ καὶ νὰ τοὺς βεβαίωση· «Ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον… ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (7).

ε’. Μὰ καὶ ὅλης τῆς τριετίας ἡ ἀναστροφὴ τῶν Ἀποστόλων μὲ τὸ θεῖο Διδάσκαλο δὲν ἦταν παρὰ μία μαθητεία στὸ κήρυγμα. Σὰν ἕνας καλὸς παιδαγωγός, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὄχι μόνο ἔλεγε στοὺς μαθητές του, καὶ ἔπραττε γιὰ νὰ βλέπουν, ἀλλὰ καὶ προκαταρκτικά τοὺς ἔστελνε στὸ κήρυγμα, γιὰ νὰ ἀσκοῦνται, ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς, φροντιστηριακά. «Πορευόμενοι κηρύσσετε λέγοντες…» (8) ἦταν ἡ ἐντολὴ καὶ συνωδευότανε μὲ πρακτικὲς ὁδηγίες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ κηρύγματος. Ἀλλὰ καὶ συνεχῶς δὲν ἔπαυε νὰ τοὺς ὑπενθυμίζη ὅτι γι’ αὐτὸ τοὺς κάλεσε κοντά του καὶ τοὺς ὠνόμασε ἀποστόλους, γιὰ νὰ καταρτισθοῦν σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, στὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς καὶ τοῦ κηρύγματος. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἔλεγε· «Ὅ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων» (9). Ἡ ἐντολὴ ἐδῶ δὲν ἦταν μόνο νὰ κηρύξουν, ἀλλὰ καὶ πὼς φανερὰ καὶ ἄφοβα νὰ κηρύξουν.

στ’. Ἰδιαίτερα καὶ προσωπικὰ στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ θεία ἐντολὴ εἶναι ριζωμένη μέσα του. Ὅλο του τὸ ἔργο, οἱ τρεῖς περιοδεῖες του σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο, ἡ «μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» (10), οἱ δεκατέσσερις ἐπιστολές του, ὡς γραπτὸ κήρυγμα, εἶναι ἡ ἐκτέλεση καὶ ἡ καρποφορία τῆς ἐντολῆς. Τὴν αἰσθανότανε γραμμένη μέσα του καὶ ἦταν δεμένος σ’ αὐτήν, ἄστε νὰ λέγη καὶ νὰ γράφη· «Ἀνάγκη μοι ἐπίκειται, ἵνα εὐαγγελίζωμαι» καὶ «Οὐαὶ μοι, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» (11). Αὐτὴ τὸν ἔφερε καὶ τὸν ἀνέβασε στὸν Ἄρειο Πάγο τῶν Ἀθηνῶν, ἀπέναντι στὰ καλλιμάρμαρα μνημεῖα τῆς Ἀκρόπολης, γιὰ τὰ ὁποῖα καυχόνταν οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ τοῦ ἔδωκε τὴν τόλμη νὰ πῆ ὅτι ὁ Θεὸς «οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ». Αὐτὴ τὴν ἐντολὴ τὴν ἤκουσε ἀνανεωμένη στὴν Κόρινθο, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς» (12) κι αὐτὴ τὴν ἐντολὴ μετεβίβαζε στὸ μαθητὴ του Τιμόθεο, ὅταν τοῦ ἔγραφε· «Κήρυξον τὸν λόγον» (13).

ζ’. Τὸ κήρυγμα λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεία ἐντολή. Ἀλλὰ μποροῦμε ἐδῶ νὰ θέσουμε ἕνα δεύτερο ἐρώτημα. Γιατί τάχα ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα μέσα πρὸς διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς πίστης διαλέγεται καὶ προτιμᾶται ὁ λόγος; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι τόσο εὔκολη, ἂν θελήσουμε νὰ τὴ στηρίξουμε στὴ δική μας σκέψη, καὶ θὰ μᾶς πήγαινε πολὺ μακρυὰ νὰ ἀρχίσουμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὸ λόγο καὶ γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ λόγου, ποὺ εἶναι τὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ μέσον καὶ ἡ δύναμη τῆς κυριαρχίας του στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωή. Αὐτὰ ὅλα εἶναι ζητήματα τῆς Φιλοσοφίας, τὴν ὁποία ἐμεῖς δὲν θέλομε νὰ ἀνακατέψουμε σὲ μία ἁπλῆ σὰν αὐτὴ τώρα ὁμιλία. Θὰ ἀναζητήσουμε λοιπὸν τὴν ἀπάντησή μας στὶς θεῖες Γραφές, γιατί ἐκεῖνες εἶπεν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «εἰσὶν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ» (14). Μόνο στὴ μαρτυρία τῶν θείων Γραφῶν ἔχομε, ὅσο εἶναι σ’ ἐμᾶς ἐφικτό, τοὺς ἀπόρρητους λόγους τῆς θείας βουλῆς.

η’. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι μήνυμα πίστης, καὶ ρητὰ λέγει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴ θεία Γραφὴ ὅτι «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς» (15)· δηλαδὴ γιὰ νὰ πιστέψης πρέπει νὰ ἀκούσης. Ὁ θεόπνευστος συλλογισμὸς τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ εἶναι πολὺς σαφὴς καὶ κατανοητός· «Πῶς πιστεύουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; Πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; Πῶς δὲ κηρύξουσιν, ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; …ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ» (16).

Ἡ πίστη λοιπὸν τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι συμπέρασμα διαλεκτικῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ ρῆμα Θεοῦ, ποὺ ὅποιος τὸ ἀκούει τὸ δέχεται μὲ ἐμπιστοσύνη. Πολὺ περισσότερο, ἡ πίστη τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι πολεμικὴ κατάκτηση μὲ ὅπλα ὑλικῆς ἰσχύος, φωτιὰ καὶ σίδερο, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποία σέρνονται αἰχμάλωτοι κι ἐξουθενωμένοι οἱ λαοί. Ἡ πίστη τοῦ Εὐαγγελίου «ἡ νικήσασα τὸν κόσμον» (17) εἶναι τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ κηρύττουν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς εὐδοκίας, δηλαδὴ τῆς καλῆς θέλησης.

θ’. Στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξοπλίζει τοὺς εἰρηνικοὺς στρατιῶτες τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν’ ἀντιταχθοῦν στὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου. Νὰ ἐνδυθῆτε, τοὺς λέγει, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ὅπλα «καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ὅ ἔστι ρῆμα Θεοῦ» (18). Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔλεγε γιὰ τὴ μεταβολὴ ποὺ ἔφερνε στὸν κόσμο, εἶπε· «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (19). Τὸ κήρυγμα λοιπὸν τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς τὸ κατακτητικὸ ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ μαχαίρι τοῦ λόγου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξηγεῖ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος· «Τί δὲ ἡ μάχαιρα; λέγει. Ἡ τομὴ τοῦ λόγου, ἡ διαιροῦσα τὸ χεῖρον ἀπὸ τοῦ κρείττονος, ἡ διχοτομοῦσα τὸν πιστὸν καὶ τὸν ἄπιστον…» (20). Τὸ μαχαίρι ποὺ κόβει καὶ χωρίζει τὸ γιερὸ ἀπὸ τὸ ἄρρωστο καὶ τὸν χριστιανὸ ἀπὸ τὸν ἀντίχριστο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τὸ νυστέρι ποὺ ἀνατέμνει γιὰ νὰ διάγνωση κάθε κακοήθη ὄγκο ποὺ μπορεῖ νὰ κρύβεται μέσα μας, εἶναι ὁ ζωντανὸς καὶ δραστικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον… καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (21).

ι’. Μποροῦμε νὰ ἐπαναλάβωμε τὸ ἐρώτημα, μὲ ἄλλη ὅμως τώρα ἔννοια. Ὄχι γιατί, ἀλλὰ πρὸς τί κηρύττει ἡ Ἐκκλησία. Εἴδαμε γιὰ ποιὰ αἰτία ἡ Ἐκκλησία κηρύττει, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε τώρα καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἐρώτηση φαίνεται ἐπίσης σὰν περιττή, ἀλλ’ ἂν μπορέσουμε νὰ δώσουμε σωστὴ ἀπάντηση, θὰ δοῦμε ὅτι ἔχει καλὰ τὴ θέση της. Εἶναι ἴσως ἐπίκαιρη περισσότερο ἀπὸ ἄλλοτε τώρα, ὅπου πολλὲς φορές, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε, ὅτι δὲν ξέρομε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο κηρύττομε. Μπορεῖ νὰ ἀναπτύσσουμε κηρυγματικὲς δραστηριότητες καὶ μπορεῖ νὰ ἔχομε ἔξοχα κηρυκτικὰ προσόντα, ἀλλὰ νὰ μὴν ξέρωμε συγκεκριμένα πῶς καὶ πρὸς τί κηρύσσομε. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα δὲν πιάνει καὶ δὲν πετυχαίνει τὸ στόχο του καὶ εἶναι, καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος, σὰν καὶ νὰ δέρνωμε τὸν ἀέρα.

ια’. Τὴ σωστὴ ἀπάντηση, στὸ ἐρώτημα γιὰ ποιὸ σκοπὸ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, μᾶς τὴ δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἀρχή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς. Ἐκεῖ, παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτό του, ὡς δοῦλο καὶ ἀπόστολο Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφει «δι’ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως· ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν» (22). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σ’ ἐκείνους ποὺ κάλεσε ἔδωκε χάρη καὶ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύξουν σ’ ὅλο τὸν κόσμο ὑπακοὴ στὴν πίστη. Ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀκούσωμ’ ἐδῶ πῶς ἑρμηνεύει τὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ χωρίο ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἑρμηνευτὴς τῶν θείων Γραφῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Οὐκ εἶπεν εἰς ζήτησιν καὶ κατασκευήν, ἀλλ’ εἰς ὑπακοήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπέμφθημεν συλλογίζεσθαι, ἀλλ’ ὅπερ ἐνεχειρίσθημεν ἀποδοῦναι… Οἱ γὰρ ἀπόστολοι διὰ τοῦτο ἐπέμφθησαν, ἵνα ὅπερ ἤκουσαν εἴπωσιν, οὐχ ἵνα οἴκοθεν τί προσθῶσι· καὶ ἡμεῖς λοιπὸν ἵνα πιστεύσωμεν» (23). Δηλαδὴ μὲ δικά μας λιγώτερα καὶ πιὸ ἁπλᾶ λόγια. Οἱ Ἀπόστολοι δὲν βγῆκαν γιὰ νὰ κηρύξουν δικά τους λόγια, νὰ φτιάξουν δικές τους θεωρίες καὶ συστήματα, ἀλλὰ νὰ μεταδώσουν ὅσα εἶδαν καὶ ἤκουσαν καὶ νὰ καλέσουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπακούσουν καὶ νὰ πιστέψουν.

ιβ’. Σ’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξουμε πολύ. Γιατί ὅλοι μας, καὶ μάλιστα στὸν πολὺ ταραγμένο καιρό μας, χάνομε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο κηρύττομε τὸ Εὐαγγέλιο. Ξεκινᾶμε ὁλωσδιόλου ἀνάποδα καὶ κηρύττομε τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ μάταια προσπαθώντας πρῶτα νὰ τοὺς πείσουμε. Καὶ βέβαια γιὰ νὰ τὸ κατορθώσουμε αὐτό, ποὺ δὲν τὸ κατορθώνομε, ἀντὶ νὰ εἴμαστε ἀπόστολοι, ποὺ ἐλάβαμε χάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο, γινόμαστε δικηγόροι τῆς θείας ἀλήθειας. Δανειζόμαστε ξένα ὅπλα, τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ρητορείας, ἀκόμα καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, γιὰ νὰ ἀποδείξουμε πὼς ὁ Θεὸς ἔχει δίκιο καὶ νὰ τοὺς πείσουμε γιὰ νὰ πιστέψουν. Καὶ βέβαια οἱ ἄνθρωποι δὲν πείθονται καὶ δὲν πιστεύουν, γιατί πρῶτα κανεὶς πιστεύει κι ὕστερα πείθεται. Ὅποιος δὲν πιστεύει ποτὲ καὶ μὲ τίποτε δὲν θὰ πεισθῆ. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα ἔχω κηρύξει κι ἔχω γράψει πολλά, γι’ αὐτὸ καὶ νομίζω πὼς τώρα δὲν χρειάζεται νὰ πῶ περισσότερα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία κηρύττει καὶ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὄχι γιὰ νὰ πεισθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψουν.

ιγ’. Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ νεώτερο πνεῦμα τῆς θετικῆς γνώσης, συγχέομε τὴν πίστη μὲ τὴ γνώση καὶ προσπαθοῦμε νὰ τὰ κάνωμε ὅλα γνώση, γιὰ νὰ ποῦμε ὕστερα πὼς τάχα πιστεύομε. Αὐτὸ βέβαια δὲν γίνεται ποτέ, γι’ αὐτὸ καὶ πάντα μένομε ἄπιστοι. Αὐτὸ θὰ πῆ ὅτι κλείνομε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ λογισμοῦ μας, σὲ ὅ,τι δηλαδὴ μποροῦνε νὰ δοῦν τὰ μάτια μας, νὰ ἀκούσουν τ’ ἀφτιά μας καὶ νὰ πιάσουν τὰ χέρια μας καὶ σὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συλλάβη ὁ νοῦς μας, καὶ θαροῦμε πὼς αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὴν πολλὴ ἡ λίγη γνώση ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχωμε τὴν παίρνομε πὼς αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι δὲν ἀφήνομε χῶρο μέσα μας γιὰ τὴν πίστη, ποὺ δὲν εἶναι οὔτε ἡ γνώση οὔτε ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια. Ἄλλο γνώση καὶ ἄλλο ἀλήθεια· ἡ γνώση ἀνακαλύπτεται, ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται καὶ τὴν θεώμεθα μὲ τὴν πίστη. Ἡ γνώση εἶναι αἴσθηση καὶ λογισμός, ἡ ἀλήθεια εἶναι θέα. Γιὰ τοὺς Ἁγίους, πολὺ περισσότερο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ἔλλαμψη καὶ θεοπτία.

ιδ’. Κινδυνεύω ἐδῶ νὰ εἶμαι ἀντιφατικός. Ἐνῶ εἶπα πὼς ἡ ὁμιλία μου ἀπόψε θέλω νὰ εἶναι πολὺ ἁπλῆ, κοντεύω μὲ ὅσα λέγω καὶ ὅπως τὰ λέγω, νὰ εἶμαι ἀκατανόητος. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι δὲν λέγω σπουδαῖα πράγματα, γιὰ νὰ μὴ μὲ καταλαβαίνετε. Αὐτὰ ποὺ λέγω εἶναι πολὺ κοινά, ἀλλὰ καὶ βασικά, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀγνοοῦμε, γιὰ νὰ μποροῦμε ὕστερα νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Γιατί καὶ πρὸς τί ἡ Ἐκκλησία κηρύττει, ἐπηρεασμένοι ὅλοι λίγο πολὺ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ καιροῦ μας δὲν τὸ ξέρομε, ἂν δὲν ξεχωρίσουμε ὅλ’ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα λέμε, γιὰ γνώση δηλαδή, γιὰ πίστη καὶ γιὰ ἀλήθεια. Εἴμαστε κλεισμένοι στὸ στενὸ χῶρο τῆς γνώσης καὶ ἀρκούμεθα σὲ ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια μας καὶ πιάνει ὁ λογισμός μας. Καὶ ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὄχι μόνο περισσότερο, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴ γνώση.

ιε’. Πρέπει νὰ ἐπιμείνωμε περισσότερο στὸ ἐρώτημα ὡς πρὸς τὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο κηρύττει ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ πιστέψουν βέβαια οἱ ἄνθρωποι καὶ ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ μάθουν. Ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι νὰ μεταδώση στοὺς ἀνθρώπους στεγνὲς γνώσεις. Ὄχι πὼς ἡ Ἐκκλησία περιφρονεῖ καὶ δὲν ἐκτιμᾶ τὴ γνώση καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ γιατί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀλλιώτικα, ἡ Ἐκκλησία δὲν κάνει ἐπιστήμη. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως παραπάνω ἀκούσαμε νὰ λέγη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δὲν κηρύττει στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ ἀνακαλύπτουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Ὅσο πιὸ πιστὰ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖνο ποὺ παρέλαβε, τόσο καὶ πιὸ κοντὰ βρίσκεται στὴν ἀλήθεια καὶ τόσο πιὸ πολὺ μπορεῖ νὰ ἔχη τὴν ἀξίωση νὰ ὑπακούσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ πιστέψουν «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» γράφει ὁ Ἀπόστολος. Ὄχι νὰ πεισθοῦν καὶ νὰ κρίνουν ἂν πρέπει νὰ πιστέψουν, ἀλλὰ νὰ πιστέψουν, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ πεισθοῦν.

ιστ’. Γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἡ Ἐκκλησία προφορικὰ καὶ γραπτὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου• «Ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (24). Αὐτὴ εἶναι μία σαφὴς καὶ πλήρης ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα πρὸς τί ἡ Ἐκκλησία κηρύττει. Γιὰ πίστη λέγει ἐδῶ καὶ γιὰ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κι ὄχι γιὰ γνώση. Δὲν λέγει γιὰ νὰ μάθετε, ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψετε καὶ νὰ ἔχετε ζωή. Ἡ ὁποιαδήποτε γνώση, ἡ ἐπιστημονική, ἡ φιλοσοφική, ἀκόμα δὲ καὶ ἡ θεολογική, δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ζωή του. Κάποιες βέβαια ἐπιστημονικὲς γνώσεις ἐξυπηρετοῦν τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ὄχι πάντα καὶ τὴ ζωή του. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ὁ βίος του.

ιζ’. Ἡ γνώση ὅσο περισσότερο εἶναι, καθὼς λέγεται, ἀντικειμενικὴ κι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τόσο καὶ περισσότερο καυχᾶται πὼς εἶναι σωστὴ καὶ τόσο περισσότερο θαρεῖ πὼς εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία προφασιζόμενος ρωτοῦσε ὁ Πιλάτος καὶ μαζί του ρωτᾶνε ὅλοι οἱ ἀγνωστικιστές, δὲν εἶναι συμπέρασμα συλλογισμοῦ καὶ μαθηματικὴ ἀπόδειξη, δὲν εἶναι πείραμα, παρατήρηση καὶ μέτρηση ἑνὸς ποσοῦ ἡ ἑνὸς φαινομένου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο. Τώρα ποὺ ὁ Πιλάτος ἐρωτᾶ, ὅπως ἐρωτᾶ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σιωπᾶ, ἀλλὰ μόλις χθὲς μετὰ τὸ μυστικὸ δεῖπνο, στὴ δραματικὴ ὁμιλία του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, εἶπε στὸ Θωμᾶ· «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (25). Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν εἶναι πρόσωπο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

ιη’. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν κηρύττει ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, τὸν ὁποῖο κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι «ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ, ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ» (26). Στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων Ἀσκητῶν παραδίδεται ἡ ἑξῆς ἱστορία. Ἕνας νέος μοναχὸς σηκώθηκε καὶ πῆγε σ’ ἕνα γέροντα ἀσκητὴ καὶ τοῦ εἶπε· «Ἀββᾶ, εἶπε μοι λόγον ἵνα ζήσω» (27). Δὲν ζήτησε λόγο γιὰ νὰ μάθη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήση. Δὲν ἤθελε ν’ ἀπόκτηση γνώση, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ ζητοῦσε. Τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωὴ δίνει στὸ λαὸ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν κηρύττη τὸ Εὐαγγέλιο· «ἵνα πιστεύσητε… καὶ πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε» (28), λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ στὰ 49 του μόλις χρόνια δίδαξε κι ἔθρεψε ὅσο λίγοι τὸ λαό, λέγει σὲ μία του ὁμιλία· «Εἷς μοι σκοπός, τὸ πανταχόθεν οἰκοδομεῖσθαι τὴν Ἐκκλησίαν» (29). Τὸ κήρυγμα λοιπὸν τοῦ θείου λόγου δὲν εἶναι μετάδοση γνώσεων, ἀλλὰ οἰκοδομῆ τῶν πιστῶν.

ιθ’. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει κι ἐκεῖνος τὸ ἴδιο, ἀλλὰ προεκτείνει τὸ λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ ὁμιλεῖ ὄχι μόνο γιὰ τὸν προσεχῆ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἀπώτερο σκοπὸ τοῦ κηρύγματος. Ὁ σκοπὸς λέγει γιὰ τὸν ὁποῖο κηρύσσεται ὁ λόγος εἶναι «ἡ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ» (30). Στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀνακεφαλαιώνεται καὶ καταλήγουν ὅλα, καὶ ὁ βίος μας καὶ ἡ ζωή μας καὶ ἡ σωτηρία μας καὶ ὅλο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας· «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ» (31), γράφει ὁ Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή. Ὁ ἴδιος Ἀπόστολος ὄχι μόνο τὶς ἐπιστολές του, ἀλλὰ καὶ πολλὰ νοήματα σ’ αὐτὲς τὰ κατακλείει μὲ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ· «Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμὴν» (32). Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ Ἐκκλησία στὴ θεία λατρεία· κάθε ἀκολουθία καὶ κάθε εὐχὴ τὴν ἀρχίζει καὶ τὴν τελειώνει μὲ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ· «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», «Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα…». Ἀμήν.

† ὁ Σ.Κ.Δ.

Ἐλέχθη α) στὴν αἴθουσα τοῦ Γκερτσείου Ἐκκλ. Ἱδρύματος τὴν Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 1988. β) Ἡ αὐτὴ ἐλέχθη εἰς τὸ τέλος τῶν ἑσπερινῶν κηρυγμάτων 1988-1989, 24 Ἰουνίου 1989.

Ὑποσημειώσεις
1. Μάρκ. 16,15.
2. Μάτθ. 28,18.
3. Μάτθ. 28,19.
4. Ἰω. 6,68.
5. Ματθ. 7,27.
6. Πράξ. 4,20.
7. Ἰω. 14,26.
8. Ματθ. 10,7.
9. Ματθ. 10,27.
10. Β’ Κορ. 11,28.
11. Α’ Κορ. 9,16.
12. Πράξ. 18,9.
13. Β’ Τιμ.4,2.
14. Ἰω. 5,39.
15. Ρωμ. 10,17.
16. Ρωμ. 10,14-18.
17. Α’ Ἰω. 5. 4.
18. Ἐφ. 6,17.
19. Ματθ. 10,34.
20. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, εἰς τὰ Ἅγια Φῶτα, MPG 36,352.
21. Γρηγορίου Νύσσης, εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν ψαλμῶν, J. Mc Donough (1962) τ. 5, σελ. 119.
22. Ρωμ. 1,5.
23. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήν, MPG 60, 398.
24. Ἰω. 20,31.
25. Ἰω. 14,6.
26. Ἰω. 6,33.
27. Apophthegmata Patrum, MPG 65, 232, 44.
28. Ἰω. 20,31.
29. Ὁμιλία Ζ’ εἰς τὴν ἑξαήμερον, παραγρ. 6.
30. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἐπὶ τὸ διαφυγεῖν τὴν Ἱερωσύνην, Μ. Malingrey (1980), 6,4,88.
31. Ἐφ. 1,10.
32. Ρωμ. 16,27.