Τσάτσος Κωνσταντῖνος (+) (1899-1987)

Θά ‘μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.

Καθισμένος σ’ ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποὺ καί ποὺ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, ποὺ μπαινόβγαιναν.

Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μιὰν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.

Ὁ πρῶτος βοηθός πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μιὰ στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ’ ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά… «Δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.

Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἑβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.

Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά τῆς Ἀττικῆς.

Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός πού δέν χόρταινε νά θαυμάζει.

Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση καθισμένος σταυροπόδι, μέσ’ στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.

Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια» τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ’ στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.

Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu’est-il ce vieux;». «C’est un grand seigneur» μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».

Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.

Ἀργότερα, μεγάλος σ’ ἕνα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μιὰ ἱεροπραξία.

Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μιὰ σύνθεση ὑπερηφάνιας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.

Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.