Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Τήν Κυριακή αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου, τοῦ συγγραφέα τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου στή σειρά τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστής διηγεῖται τήν πρόσκλησή του ἀπό τόν Ἰησοῦ νά τόν ἀκολουθήσει ὡς ἑξῆς.

«Προχωρώντας πιό πέρα ὁ Ἰησοῦς, εἶδε νά κάθεται στό τελωνεῖο ἕνας ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Ματθαῖο, καί τοῦ λέει: «Ἀκολούθησέ με». Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καί τόν ἀκολούθησε. Ἐνῶ ἔτρωγε στό σπίτι, ἦρθαν πολλοί τελῶνες κι ἁμαρτωλοί καί κάθισαν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ καί τούς μαθητές του στό τραπέζι. Ὅταν τό εἶδαν αὐτό οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν στούς μαθητές του: Γιατί ὁ δάσκαλός σας τρώει μέ τούς τελῶνες καί τούς ἁμαρτωλούς; Ὁ Ἰησοῦς, πού τό ἄκουσε, τούς εἶπε: Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γιατρό οἱ ὑγιεῖς ἀλλά οἱ ἄρρωστοι. Καί πηγαίνετε νά μάθετε τί σημαίνει, ἀγάπη θέλω καί ὄχι θυσίες. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» (Ματθ. 9,9-13).

Ἡ παραπάνω περικοπὴ ἀφηγεῖται τήν ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ πρόσκληση τοῦ Ματθαίου νά τόν ἀκολουθήσει καί ἐν συνέχειᾳ τή συνεστίαση τοῦ Ματθαίου μέ τόν Ἰησοῦ καί τούς μαθητές του ἀλλά καί μέ ἄλλους τελῶνες καί ἁμαρτωλούς. Τήν κλήση αὐτή δέν τήν ἀφηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής γιά νά δείξει, μετά τήν κλήση τῶν τεσσάρων πρώτων μαθητῶν τήν ὥρα πού αὐτοί ψάρευαν (Ματθ. 4,18-22), πῶς συμπληρώθηκε ἡ ὁμάδα τῶν 12 μαθητῶν. Ἄλλωστε πέρα ἀπό τήν κλήση τῶν τεσσάρων πρώτων καί τοῦ Ματθαίου τῆς διήγησης αὐτῆς δέν γίνεται πουθενά λόγος γιά τήν κλήση τῶν ὑπολοίπων, ἀλλά γιά νά δώσει ἀκόμη ἕνα τυπικό καί ὑποδειγματικό περιστατικό ἄμεσης ἀνταπόκρισης στό προσκλητήριο τοῦ Ἰησοῦ καί μάλιστα –στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος – ἑνός ἀνθρώπου πού προέρχεται ἀπό τίς τάξεις τῶν ἁμαρτωλῶν.

Τό ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη, πού τήν ἐποχή ἐκείνη συνδεόταν μέ ἀδικία καί ἁρπαγή τῶν ἀγαθῶν τῶν φορολογουμένων πρός ἱκανοποίηση τῶν Ρωμαϊκῶν ἀρχῶν ἀλλά καί τῶν ἰδίων τῶν τελωνῶν, εἶχε ἀποβεῖ συνώνυμο τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἡ διήγηση καταλήγει στό λόγιό του μέ τό ὁποῖο, ἀπαντώντας ὁ Ἰησοῦς στίς μεμψιμοιρίες τῶν Φαρισαίων, ἀφενός μέν παραθέτει τή φράση τοῦ προφήτη Ὠσηέ (6,6) «ἀγάπη θέλω καί ὄχι θυσίες» καί ἀφετέρου ἐξηγεῖ τόν λόγο καί τόν σκοπό τῆς δραστηριότητάς του μεταξύ τῶν τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν: «δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ τόν Ματθαῖο νά κάθεται στό τελωνεῖο, προφανῶς ἐργαζόμενο, καί τοῦ ἀπευθύνει τήν πρόσκληση μέ τό γνωστό καί ἀπό τή διήγηση τῆς κλήσης τῶν πρώτων τεσσάρων μαθητῶν ρῆμα «ἀκολούθησέ με». Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἄμεση ἀνταπόκριση τοῦ τελώνη. Ὁ εὐαγγελιστής δέν ἐνδιαφέρεται νά δικαιολογήσει τήν ἐντυπωσιακή αὐτή ἀπόφαση μέ κάποια συμπληρωματική πληροφορία γιά προηγούμενη γνωριμία του μέ τόν Ἰησοῦ ἤ μέ τούς τέσσερες πρώτους ἁλιεῖς πού ἴσως γνώριζε, ἀλλ’ ἀποσκοπεῖ μᾶλλον στό νά ἐξάρει τήν ἀπόφαση τοῦ τελώνη ὡς ὑπόδειγμα ἄμεσης ἀνταπόκρισης, ὑπόδειγμα προφανῶς πρός μίμηση. Πρόκειται γιά μία συντριπτική ἀλλαγή τρόπου ζωῆς – ὁλοφάνερα προσωπικό βίωμα τοῦ Εὐαγγελιστῆ -, τήν ὁποία ὁ νέος μαθητής τοῦ Ἰησοῦ πανηγυρίζει μέ ἕνα μεγάλο συμπόσιο στό σπίτι του, στό ὁποῖο μετέχουν «πολλοί τελῶνες καί ἁμαρτωλοί», πράγμα τό ὁποῖο προκαλεῖ τό ἐρώτημα τῶν Φαρισαίων, ἐρώτημα πού περιέχει ἔντονη κριτική καί ἀποδοκιμασία τῆς στάσης τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν μαθητῶν του : «Γιατί ὁ δάσκαλός σας τρώει μέ τούς τελῶνες καί τούς ἁμαρτωλούς;».

Ἐδῶ ἀκριβῶς διαφαίνεται ἡ διαφορά μεταξύ τῆς φαρισαϊκῆς ἀντίληψης γιά τόν ἀναμενόμενο Μεσσία καί τῆς χριστιανικῆς: Κατά τούς Φαρισαίους δέν εἶναι νοητό ἕνας Μεσσίας πού εἶναι ἅγιος νά συναναστρέφεται ἁμαρτωλούς καί συνεπῶς ὁ Ἰησοῦς δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ πραγματικός Μεσσίας, ἀφοῦ δέν διαφοροποιεῖ τή θέση του ἀπό τούς καταφρονητές τοῦ Νόμου. Ὁ Χριστός μέ τή στάση του δείχνει ὅτι ἡ ἁγιότητα δέν σημαίνει ἀποφυγή τῆς κοινωνίας μέ τούς ἁμαρτωλούς ἀλλ’ ἀπεναντίας συνάντηση μέ αὐτούς καί μεταμόρφωσή τους, προσκλητήριο γιά μετάνοια καί σωτηρία. Αὐτό ἄλλωστε ὑπογραμμίζεται στό τελευταῖο λόγιο τῆς διήγησης μέ κάποια ὑποκρυπτόμενη εἰρωνεία γιά τούς Φαρισαίους πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους καθαρό καί δίκαιο.

Ἴσως ἡ φράση «Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γιατρό οἱ ὑγιεῖς ἀλλά οἱ ἄρρωστοι» ἀποτελεῖ παροιμία τῆς ἐποχῆς πού τή μεταφέρει ὁ Ἰησοῦς στήν περιοχή τῆς θρησκευτικῆς ὑγείας καί ἀσθένειας, ὅπως σαφῶς φαίνεται στήν τελευταία φράση τῆς περικοπῆς: «δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς». Ἡ ὑποκρυπτόμενη στή φράση αὐτή εἰρωνεία συνίσταται στό ὅτι οἱ Φαρισαῖοι πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους δίκαιο βρίσκονται στήν ἴδια κατάσταση ἀνάγκης γιατροῦ ὅπως καί οἱ ἁμαρτωλοί. μέ τή διαφορά ὅτι αὐτοί οἱ τελευταῖοι τό συναισθάνονται καί δέχονται τή θεραπευτική προσφορά τοῦ Ἰησοῦ-ἰατροῦ ἐνῶ οἱ πρῶτοι, ἱκανοποιημένοι μέ τήν αὐτάρεσκη βεβαιότητα τῆς θρησκευτικῆς τους ἐπάρκειας, δέν ἀνταποκρίνονται στήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ γιά μετάνοια.

Ἐάν διηγοῦνται οἱ τρεῖς πρῶτοι εὐαγγελιστές τό προσκλητήριο πού ἀπηύθυνε ὁ Χριστός στούς τέσσερες ψαράδες καί τόν τελώνη νά γίνουν μαθητές του, δέν εἶναι γιατί ἐνδιαφέρονται νά μᾶς περιγράψουν σάν ἱστορικοί τό ξεκίνημα τοῦ Μεσσία στό ἐπί γῆς ἔργο του καί τή στρατολόγηση τῶν συνεργατῶν του, ἀλλά γιατί στόν τρόπο πού δέχτηκαν οἱ τέσσερες ψαράδες καί ὁ τελώνης τήν πρόσκληση καί ἀνταποκρίθηκαν ἀμέσως σ’ αὐτήν βλέπουν τό τυπικό παράδειγμα καί πρότυπο γιά τό πῶς πρέπει νά δέχεται ὁ ἄνθρωπος τό θεῖο κάλεσμα. Μέ αὐτό τό πρίσμα βλέποντας τή διήγησή μας μποροῦμε νά σταματήσουμε στά ἀκόλουθα σημεῖα.

Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά προσέξουμε ὅτι τό προσκλητήριο ἀπευθύνεται στούς τέσσερες ψαράδες καί στόν τελώνη τήν ὥρα ἀκριβῶς πού αὐτοί βρίσκονταν στίς ἐργασίες τους. Αὐτό μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στή σκέψη ὅτι δέν χρειάζεται νά ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν κόσμο καί τή ζωή γιά νά τόν συναντήσει ὁ Θεός. Τέτοια φυγή διδάσκουν ὁρισμένα φιλοσοφικά συστήματα πού εἶναι διαποτισμένα μέ τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ κόσμος καί ἡ ὕλη εἶναι ἐκ φύσεως κακά στοιχεῖα καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιά νά βρεῖ τή σωτηρία τοῦ πρέπει νά φύγει μακριά ἀπ’ αὐτά. Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ὁ κόσμος παρ’ ὅλη τή φθορά καί τήν πτώση του στό κακό καί στήν ἁμαρτία εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ· καί ὁ Θεός μέ δική του πρωτοβουλία συναντᾶ τόν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο, μέσα στήν κοινωνία, μέσα στήν ἐργασία γιά νά τοῦ προσφέρει τή σωτηρία.

Τό προσκλητήριο γιά ἄλλους ἤδη σήμανε, γιά ἄλλους θά σημάνει ὁπωσδήποτε κάποτε: Θά εἶναι ἕνα συναρπαστικό κήρυγμα; Θά εἶναι ἕνα συγκλονιστικό βίωμα; Θά εἶναι μία ξαφνική ἀφύπνιση ἀπό τό λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας; Θά εἶναι ἡ πρόσκληση τοῦ ἱερέα; Θά εἶναι κάτι ἄλλο; Ὁ Θεός γνωρίζει πολλούς τρόπους γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τό πλάσμα του καί νά τό σώζει. Ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος νά βρεῖ τόν Θεό, ἀλλά εἶναι ἡ φανέρωση τῶν ἐνεργειῶν πού κάνει ὁ Θεός μέσα στήν ἱστορία γιά νά συναντήσει καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο καί πού ἡ σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ σάρκωση, ἡ σταύρωση καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα δεύτερο σημεῖο ποὺ θέλει νά τονίσει ἡ διήγηση εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ προθυμία ὑπακοῆς στά λόγια του τόσο τῶν τεσσάρων ψαράδων ὅσο καί τοῦ τελώνη Ματθαίου.

Τελικά, ἕνα μήνυμα ἀφύπνισης μᾶς ἀπευθύνει ἡ σημερινή διήγηση. Νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά δεχτοῦμε μέ ἐμπιστοσύνη τό θεῖο κάλεσμα, νά ἀκολουθήσουμε ἀμέσως τόν Χριστό, ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε, μέσα στή ζωή, μέσα στήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος καί τῆς ἐργασίας μας. Καί τό θαῦμα θά ἀκολουθήσει ἀμέσως· ἄς μήν περιμένουμε νά προηγηθεῖ γιά νά πεισθοῦμε.