Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
Ἄγνωστος συγγραφεύς
α) Τὸ βάπτισμα.

Τὸ βάπτισμα εἶναι κορυφαῖο μυστήριο, διότι ἀποτελεῖ τὴ θύρα ποὺ εἰσάγει στὸ κράτος τῆς χάριτος καὶ δι’ αὐτοῦ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἐπίσημα μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐνσωματούμενος στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς του καὶ στὰ ὑπόλοιπα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μυστήριο ποὺ δὲν ἐπαναλαμβάνεται, διότι ἡ πνευματικὴ γέννηση ποὺ χορηγεῖ μία μόνο φορὰ γίνεται, ὅπως μία φορὰ συντελεῖται καὶ ἡ φυσικὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναβαπτισμὸς γίνεται μονάχα στὶς περιπτώσεις αἱρετικῶν ποὺ προσέρχονται στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι τὸ βάπτισμα ποὺ ἔλαβαν στὴν αἵρεση θεωρεῖται ὡς μὴ ὑπάρχον.

Στὸ βάπτισμα ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος συμβαίνουν δύο τινά· πρῶτον, ἀφανίζεται ἀπὸ τὸν βαπτισθέντα τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας καὶ δεύτερον, δημιουργεῖται σ’ αὐτὸν μία νέα πνευματικὴ γέννηση. Διὰ τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος ἐκριζώνεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ βαπτισθέντος τόσο τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα ὅσο καὶ οἱ προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἐξακολουθεῖ βέβαια νὰ παραμένει στὴν ψυχή του ἡ ἁμαρτητικὴ ὁρμὴ καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, πράγμα ποὺ διαπιστώνεται ἐμπειρικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦτο φαίνεται ν’ ἀποτελεῖ δογματικὴν ἀνακολουθία ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ. Ἀφοῦ ἐκριζώνεται σύρριζα τὸ Δέντρο τῆς ἁμαρτίας, πῶς ἐξακολουθοῦν νὰ φύονται ἀποσπάδες αὐτοῦ; Ἴσως νὰ μὴ βρισκόμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι ὁ Θεὸς παραχωρεῖ παιδαγωγικῶς τὴν παρουσία τῆς ἁμαρτητικότητος στὴν ἀναγεννηθεῖσα φύση τοῦ βαπτισθέντος, διὰ νὰ ἔχει οὗτος ἐρέθισμα νὰ παλαίει κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τελειοποιεῖται στὴν ἀρετὴ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα στὸν πιστὸ δημιουργεῖται διὰ τοῦ βαπτίσματος μία νέα ἄφθαρτη ζωή, μία καινούργια γέννηση, μία ἀναγέννηση.

Γι’ αὐτὸ τὸ βάπτισμα καλεῖται «λουτρὸν παλιγγενεσίας» (= νέας γενέσεως). Ἡ φύση διὰ τοῦ βαπτίσματος ἀνατρέχει στὴν πρώτη της προπτωτικὴν εὐγένεια, ἀστράφτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θάλλουν σ’ αὐτὴν ζωηροὶ οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀνακτίζεται στὸ βάπτισμα ἡ φύση καὶ ἀναδημιουργεῖται μὲ τὴν τελειωτικὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀποθέτει τὰ αἴσχη τῆς φθορᾶς, ὅ,τι σαπρὸ στιβάχτηκε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν προγονικὴ παράβαση καὶ ἀστράφτει τὴ δόξα καὶ τὴν ἀφθαρσία τῆς θεότητος. Τὸ βάπτισμα εἶναι μυστήριο θεοποιητικό. Σ’ αὐτὸ ὁ πιστὸς ντύνεται τὸν Χριστο (1). Τὰ ἀποτελέσματά του συνεπῶς εἶναι τόσο ἀρνητικὰ ὅσο καὶ θετικά· ἀρνητικά, ἡ ἀποβολὴ τοῦ αἴσχους τῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποιαδήποτε μορφὴ της θετικά, ἡ ἀνάκτιση τῆς φύσεως σὲ μία νέα ἔνθεη ὕπαρξη καὶ ζωή.

Ὁρατὸ σημεῖο τοῦ βαπτίσματος εἶναι ἡ τέλεσή του στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως σὲ ἁγιασμένο ὕδωρ. Ἡ τριπλῆ αὐτὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση συμβολίζει τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἔγερση τοῦ Κυρίου. Ὅπως δηλαδὴ ὁ Σωτὴρ ἀποθανὼν ἐνταφιάστηκε στὸ μνῆμα καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος στὸ βάπτισμα διὰ μὲν τῆς καταδύσεώς του θάπτει τὴ φθαρμένη φύση του στὰ νερὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, συνθαπτόμενος μυστικὰ μὲ τὸν Χριστό, διὰ τῆς ἀναδύσεώς του δὲ συνανίσταται μαζί του σὲ μία νέα ζωή, ἀνακαινισμένη καὶ ἄφθαρτη. Τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση σὲ ἁγιασμένο ὕδωρ ποὺ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθόδοξους εἶναι τόσο σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη διὰ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀθετοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐν χρήσει τὸ δι’ ἐπιχύσεως ἢ ραντισμοῦ βάπτισμα.

Τὸ βάπτισμα αὐτὸ βέβαια ἦταν ἐν χρήσει καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Ἦταν ὅμως βάπτισμα ἔκτακτο, τὸ ὁποῖον ἐφαρμοζόταν σὲ ἀσθενεῖς ποὺ ἦσαν ἀκίνητοι στὸ κρεβάτι (βάπτισμα κλινικῶν) καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κατέβουν στὸ βαπτιστήριο. Αὐτό, λοιπόν, τὸ ἔκτακτο βάπτισμα ἀνάγκης οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀπὸ τοῦ ΙΔ’ αἰῶνος ἀνήγαγαν σὲ τακτικὸ θεσμό, παραθεωροῦντες τὴν ἀρχαιοπαράδοτη τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λόγοι ποὺ συνήθως προσάγονται γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ πράξη τους αὐτὴ (ἡ τρυφερὴ ἡλικία τοῦ νηπίου τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ βλάψει ἡ κατάδυση, τὸ ἄτοπο γυμνώσεως τοῦ βαπτιζομένου, τὰ βόρεια ψυχρὰ κλίματα ποὺ δὲν εὐνοοῦν τὴ γύμνωση κ.ἄ.), μπορεῖ μὲν νὰ ἔχουν κάποια βάση πρακτική, ὅμως εἶναι πολὺ ἀφελεῖς γιὰ νὰ στηρίξουν μία τόσο κραυγαλέα παρέκκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα.

Τὸ βάπτισμα εἶναι –ὅπως προείπαμε– ἀναγκαῖον πρὸς σωτηρία. Χωρὶς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια δήλωσε ὁ Χριστὸς στὸ Νικόδημο κατὰ τὴ νυκτερινή τους συνάντηση• «ἂν μὴ τις γεννηθεῖ ἄνωθεν ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (2). Αὐτὸ δὲ ἦταν τὸ περισσὸν ποὺ εἶχε τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σὲ σχέση μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ποὺ διακονοῦσε οὗτος στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν προτύπωση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν μία τελετὴ ποὺ προετοίμαζε τοὺς Ἰουδαίους νὰ λάβουν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Τὴν ἄφεση αὐτὴ ποὺ δὲν παρεῖχε τὸ βάπτισμα ἐκεῖνο (τὴ συμβόλιζε ἁπλῶς), τὴν ἐχορήγησε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ γινόταν μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (3).

Τὸ βάπτισμα, ὡς ἀπόλυτα ἀναγκαῖο πρὸς σωτηρία, διακονεῖται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ σ’ αὐτὰ ἀκόμη τὰ τρυφερὰ νήπια. Τὸ ἰδεῶδες βάπτισμα φυσικὰ εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων, ποὺ γίνεται ἐνσυνείδητα καὶ κατόπιν πίστεως, σύμφωνα μὲ τὴ δήλωση τοῦ Κυρίου· «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται» (4). Καὶ μερικοὶ (Προτεστάντες) ἀπορρίπτουν τὸ βάπτισμα τῶν νηπίων, ἐπειδὴ τάχα παραθεωρεῖ τὴ βασικὴ συνθήκη τῆς πίστεως. Δὲν ἔχουν ὅμως δίκαιο. Κατὰ βασικὴ θεολογικὴ ἀρχή, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ τὰ σωτήρια ἀποτελέσματά της ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ἀντίδραση στὸ ἀναγεννητικὸ ἔργο της, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία. Στὰ νήπια ὅμως, ποὺ λόγω τῆς ἀθωότητος καὶ τῆς ἀκακίας τους, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀντίδραση αὐτή, μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἐνεργήσει ἡ λυτρωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν πιστεύουν στὸν Χριστὸν οὔτε καὶ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τοῦ βαπτίσματος, ἐπειδὴ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ φύση τους ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία· δὲν ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἀπιστία ποὺ εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς κατακρίσεως, ὅπως στοὺς πιὸ πάνω λόγους του προσθέτει ὁ Σωτήρ· «ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅπως δὲ τὸ φυσικὸ ἐμβόλιο τὸ κάνουμε στὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ προφυλάξουμε ἀπὸ ἀσθένειες ποὺ θέτουν σὲ κίνδυνο τὴ ζωή του, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἔχει ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, ἔτσι καὶ τὸ βαπτίζουμε γιὰ νὰ τὸ ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ εἶναι ἡ βαριὰ ἀσθένεια τῆς φύσεως ποὺ ἐκληρονομήσαμε ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ. Ὁ θεσμὸς τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἰσήχθη πολὺ νωρὶς στὴν Ἐκκλησία γιὰ ν’ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἐνδεχόμενο πρόωρου θανάτου τῶν νηπίων, ὁπότε αὐτά, φεύγοντας μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα στὴ φύση τους, δὲν εἶναι εὔθετα στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (5). Ἀλλὰ καὶ τὴν ἔλλειψη αὐτοσυνειδησίας στὰ νήπια φρόντισε ἡ Ἐκκλησία ν’ ἀναπληρώσει διὰ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ὑποχρέωση νὰ κατηχήσει στὴν πίστη τὸ βαπτιζόμενο νήπιο, προϊούσης τῆς ἡλικίας του. Τέλος σὲ περίπτωση ποὺ κινδυνεύει νὰ πεθάνει ἕνα ἀβάπτιστο νήπιο, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα ἀνάγκης ποὺ διακονεῖται ἐκτάκτως σ’ αὐτὰ σὲ φυσικὸ νερό, ἀπὸ λαϊκοὺς (ἐλλείψει ἱερέων) ὀρθοδόξους, ἄνδρες ἢ γυναῖκες, διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος (βαπτίζεται ὁ δοῦλος ἢ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ… τάδε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τρεῖς φορές). Ὁμοίως, ἐλλείψει φυσικοῦ ὕδατος τὸ βάπτισμα μπορεῖ νὰ γίνει καὶ στὸν ἀέρα. Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ζήσει τὸ παιδί, τὸ βάπτισμα ποὺ δέχτηκε δὲν ἐπαναλαμβάνεται, γιατί εἶναι βάπτισμα ἔγκυρο. Μόνο θὰ διαβαστοῦν στὴν Ἐκκλησία οἱ εὐχὲς ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διαβαστοῦν κατὰ τὸ ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.

Στὸ βάπτισμα, τέλος, ἐνηλίκων ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κάθαρση καὶ ἠθικὴ προπαρασκευή, κυρίως ὅμως πίστη στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Σὲ περίπτωση βαπτίσεως αἱρετικῶν ἢ ἀλλοθρήσκων γίνεται προηγουμένως κατήχηση σ’ αὐτοὺς ἀπὸ ὑπεύθυνα πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας.

β) Τὸ χρῖσμα.

Ἂν ἡ βαπτισματικὴ χάρη δημιουργεῖ μία καινούργια πνευματικὴ ὕπαρξη, ἡ χάρη τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος σφραγίζει καὶ στερεώνει τὴ νέα ζωὴ μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος, δίνοντας τὴ δύναμη στὸ βαπτισθέντα νὰ ζήσει βίο θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετο, ἀνάλογο μὲ τὴν οὐράνια κλήση ποὺ ἔλαβε ἐνσωματωθεὶς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ χρῖσμα ἀνάλογα μὲ τὶς ἐνέργειές του λαμβάνει καὶ διάφορες ὀνομασίες: σφραγίς, βεβαίωσις, τὸ τέλειον, τελείωσις. Στὴν Κ. Διαθήκη τὸ ἱερὸ μυστήριο μαρτυρεῖται ἐπαρκῶς. Ἡ Β’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ ἀναφέρει· «ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (1, 21–22). Στὸ χωρίο αὐτὸ ἐξαίρεται τόσο ἡ θεία ἀρχὴ τοῦ χρίσματος ὅσο καὶ ἡ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ ἐνέργειά του. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Α’ Καθολική του ἐπιστολὴ μαρτυρεῖ· «καὶ ὑμεῖς τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβετε ἀπ αὐτοῦ ἐν ὑμῖν μένει» (2, 27).

Παράλληλα εἶναι γνωστό, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν στείλει στὴ Σαμάρεια τοὺς μαθητὲς Πέτρο καὶ Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τους σὲ ὅσους εἶχαν βαπτιστεῖ ἀπὸ τὸ διάκονο Φίλιππο μετέδωκαν σ’ αὐτοὺς Πνεῦμα ἅγιο (6), ὅπως καὶ ὁ Παῦλος ἔκανε τὸ ἴδιο διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του στοὺς μαθητές, ποὺ δέχτηκαν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου (στὴν Ἔφεσο) (7).

Ἀπὸ τὶς δύο τελευταῖες περιπτώσεις συνάγεται ὅτι τὸ μυστήριο ἐτελεῖτο διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων. Ἡ ἐπίθεση ὅμως αὐτὴ σύντομα ἀποδείχτηκε ὅτι δὲν ἦταν ἐπαρκὴς καὶ πρακτική, δεδομένου ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν βαπτιζομένων καθημερινὰ ηὔξανε τόσο, ὥστε οἱ ἀποστολικὲς χεῖρες νὰ μὴν ἐπαρκοῦν στὴ διακονία τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Διὰ τοῦτο ἡ χειροθεσία ἀντικαταστάθηκε πολὺ νωρίς, πιθανότατα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους, διὰ χρίσεως μὲ ἅγιο μύρο. Τὴ χρίση αὐτὴ τὴν ἔκαναν, παράλληλα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, καὶ οἱ πρεσβύτεροι.

Ὁρατὸ σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ σταυροειδὴς χρίση τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ βαπτισθέντος μὲ ἅγιο μύρο, τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνοῦντος σὲ κάθε χρίση τοὺς λόγους· «σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου, ἀμήν». Τὸ ἅγιο μύρο εἶναι μίγμα ἐλαίου μὲ σαράντα ἄλλες ἀρωματικὲς οὐσίες ποὺ συμβολίζουν τὰ χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Τὸ ἅγιο μύρο παρασκευάζεται σὲ εἰδικὴ τελετὴ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴ Μεγάλη Πέμπτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, παρ’ ὅλον ὅτι μπορεῖ, ὡς αὐτοκέφαλη, νὰ παρασκευάζει ἡ ἴδια γιὰ τὶς ἀνάγκες της τὸ ἅγιο μύρο, τὸ προμηθεύεται, σὲ ἔνδειξη τιμῆς, ἀπὸ τὴ μητέρα Ἐκκλησία (Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο), τὸ κέντρο καὶ τὴν κεφαλὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ χρῖσμα, ποὺ εἶναι μυστήριο μὴ ἐπαναλαμβανόμενο, τελεῖται εὐθὺς μετὰ τὸ βάπτισμα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἁπλὸ συμπλήρωμα τοῦ βαπτίσματος. Μία τέτοια ἐκδοχὴ εἶναι ἐσφαλμένη, διότι τὸ χρίσμα εἶναι μυστήριο εἰδικό, αὐτοτελὲς καὶ ἀνεξάρτητο, ἡ δὲ τελετουργία του μετὰ τὸ πέρας τοῦ βαπτίσματος εἶναι ὁ φυσικὸς χρόνος τελέσεώς του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία διαφοροποιεῖ τὴν πρακτική της, ἀναβάλλουσα τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου στὸ 12ο ἔτος ἡλικίας τοῦ βαπτισθέντος παιδίου, ἂν παραστεῖ δὲ ἀνάγκη καὶ νωρίτερα (7ο ἔτος). Τὸ σκεπτικό της εἶναι· ἀφοῦ τὸ νήπιο λόγω τῆς ἡλικίας του βρίσκεται σὲ ἠθικοπνευματικὴ ἀνωριμότητα, ἡ δὲ συνείδησή του καθὼς καὶ οἱ λοιπὲς νοητικές του λειτουργίες ὑπνώττουν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνοιχθεῖ τοῦτο σὲ ἀγώνα προσωπικῆς οἰκειώσεως τῆς δυνάμεως ποὺ χορηγεῖ ἡ χρισματικὴ χάρη πρὸς διάπτυξη τῆς ζωῆς του σὲ πολιτεία φιλόχριστη, ποὺ τίθεται ὡς εἰδικὸς σκοπὸς τοῦ μυστηρίου; Ἡ σκέψη βέβαια αὐτὴ δὲν στερεῖται βάσεως λογικῆς. Ἀλλοίμονον ὅμως ἂν βάση ἐκτιμήσεως τῶν δογματικῶν τῆς πίστεως ἀληθειῶν θέσουμε τὸν ὀρθὸ λόγο. Ἀφεύκτως θὰ ἀποδιοργανώσουμε ὅλα τὰ δόγματα ποὺ εἶναι ἀλήθειες ὑπερφυσικές, τὶς ὁποῖες μόνο διὰ τῆς πίστεως μπορεῖ κανεὶς νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ οἰκειοποιηθεῖ. Ἡ διακονία τοῦ μυστηρίου στὰ νήπια εὐθὺς μετὰ τὸ βάπτισμα ἀποτελεῖ ἦθος ἀρχαιοπαράδοτο, αὐτὸ δὲ ἀπαρεγκλίτως τηρεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ πρακτικὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀποτελεῖ μεταγενέστερο νεωτερισμὸ (ΙΓ’ αἰών). Παράλληλα, ἂν ἡ ἀνωριμότητα τῶν νηπίων δὲν εἶναι λόγος ἀποχρῶν νὰ στερηθοῦν αὐτὰ τοῦ βαπτίσματος, διατὶ τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος, ποὺ εἶναι ἡ σφράγιση τοῦ βαπτίσματος μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ παναγίου Πνεύματος, ν’ ἀποτελεῖ κώλυμα διακονίας του; Ἀλλὰ μήπως καὶ τὸ 12ο ἔτος ἡλικίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χρόνος ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἐλεύθερα καὶ ἐνσυνείδητα ν’ ἀναχθεῖ ὁ χριόμενος στὸ δόλιχο τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων; Περαιτέρω, εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ σχηματισμὸς τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος ἀρχίζει νὰ μορφώνεται ἤδη ἀπὸ τοῦ λίκνου του, ἂν μὴ καὶ ἐνωρίτερα. Διατί, λοιπόν, νὰ στερηθεῖ τὸ νήπιο τῆς ζωοπάροχης δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος στὴν ἀπαρχὴ διαμορφώσεως τοῦ χαρακτῆρος του; Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὰ πράγματα αὐτὰ οἰκονομεῖ μονάχα ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ μᾶς τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἐπλαστούργησε. Ἐμεῖς δεχόμαστε μὲ ἁπλότητα καρδίας τὸ λόγο τῆς πίστεως ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ ἀπειρόσοφη βουλὴ τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας.

γ) Ἡ μετάνοια.

Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ ἀφοῦ λάβει τὴν πρώτη μεγάλη ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων του, δὲν παραμένει ἀναμάρτητος εἰς τὸ διηνεκές. Ὡς λογικὸ ὂν ποὺ διασώζει τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του ἀφ ἑνός, καὶ παρωθούμενος ἀφ’ ἑτέρου ἀπὸ τὸ ἁμαρτητικὸ τῆς φύσεως ποὺ –ὅπως εἴδαμε– ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει στὴ φύση του καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, μένει ἀνοικτὸς στὴ διάπραξη κάθε ἁμαρτήματος. Μάλιστα, ἂν τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ συμβεῖ νὰ εἶναι θανάσιμο (8), χάνει τὴ δικαίωση (9) ποὺ ἔλαβε διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ κινδυνεύει νὰ χάσει τὴν ψυχή του. Ὁ Κύριος φυσικὰ δὲν μποροῦσε νὰ παραβλέψει ἕνα τόσο θλιβερὸ ἐνδεχόμενο καὶ ἐμερίμνησε ν’ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ μεγάλη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς (ἡ ἁμαρτία) σὲ εἰδικὸ μυστήριο ποὺ σκοπὸ του ἔχει τὴν πνευματικὴν ἴαση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς χαμένης δικαιώσεως στὸν ἁμαρτωλό. Τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι ἡ μετάνοια. Κατ’ αὐτὴν ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ θλίβεται διὰ τὴν κακομορφία τῆς ἁμαρτίας του καὶ μὲ συντριβὴ καρδίας ἐξομολογεῖται τὰ παραπτώματά του στὸν ἁρμόδιό τῆς Ἐκκλησίας λειτουργὸ (ἐπίσκοπο ἢ πρεσβύτερο), μὲ ἀπόφαση ν’ ἀλλάξει διάθεση καὶ τρόπο ζωῆς, λαμβάνει διὰ τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ λειτουργός, ἄφεση τῶν ἐξαγορευθέντων ἁμαρτημάτων του καὶ ἐπανέρχεται στὸ διαταραχθὲν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κράτος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας στηρίζεται στὴν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔλαβαν οἱ μαθητὲς καὶ μέσω αὐτῶν ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Κύριον· «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἂν τινων κρατεῖτε, κεκράτηνται» (10). Τὸ μυστήριο διὰ νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένο πρέπει νὰ περιλαμβάνει δύο τινά· τὴν ἰδίως μετάνοια (11), δηλαδὴ τὴ συντριβὴ τῆς καρδίας διὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὴν ἀπόφαση ἀλλαγῆς νοῦ (= μετάνοια) καὶ συμπεριφορᾶς ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴ διὰ ζώσης φωνῆς ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιόν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ. Τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα εἶναι ἀπαραίτητα διὰ τὴν πληρότητα καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται, ὅτι ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων στὸν πνευματικὸ δὲν εἶναι ἀναγκαία, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξομολογηθεῖ αὐτὰ ἀπ’ εὐθείας στὸν Θεὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι ἐσφαλμένο καὶ ἀψυχολόγητο (12). Ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι ἄνθρωπος ἀσθενὴς (ἄρρωστος). Ἡ ἀσθένειά του εἶναι νόσος ψυχῆς. Πῶς θὰ θεραπεύσει τὴ νόσο αὐτὴ ὁ ἱερέας, ὁ ἰατρὸς τῆς ψυχῆς, ἂν προηγουμένως δὲν διαγνώσει τὴ φύση τῆς ἀσθένειας καὶ δὲν πεισθεῖ ὅτι συντρέχουν οἱ λόγοι ἀφέσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἁμαρτωλοῦ; Πῶς δὲ θὰ διαγνώσει ὅλ’ αὐτά, ἂν προηγουμένως δὲν τοῦ τὰ γνωστοποιήσει ὁ ἴδιος ὁ πάσχων ἁμαρτωλός; Τὴν ἀνωτέρω θέση, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐξομολόγηση, ὑποστηρίζουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι, ἀπορρίπτοντες τὸν ὁρατὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποστηρίζοντες τὴν ἄμεση παράσταση καὶ σχέση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἀπορρίπτουν ὄχι μόνο τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ μυστήρια (πλὴν τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς Εὐχαριστίας), θεωροῦντες αὐτὰ ὡς ἐφευρήματα ἀνθρώπων καὶ τίποτε περισσότερο. Ὅσοι δὲ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων διατυπώνουν παρόμοιες περὶ ἐξομολογήσεως ἀντιλήψεις ὁδηγοῦνται σ’ αὐτὲς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ ἀνθρώπινα ψυχολογικὰ ἐλατήρια, ἀπὸ ντροπὴ νὰ ὁμολογήσουν πράξεις τους ἐνώπιον τῶν ἱερέων, ἴσως δὲ καὶ ἀπὸ φόβο κοινολογήσεως τῶν ἁμαρτημάτων τους ἐκ μέρους τῶν ἐξομολόγων. Προφάσεις φυσικὰ ἐν ἁμαρτίαις. Ὅσο γιὰ τὸ τελευταῖο σημεῖο, εἶναι γνωστὸ τὸ αὐστηρῶς ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως, ἡ τήρηση τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ φθάσει, ἂν παραστεῖ ἀνάγκη, καὶ στὴν ἀπώλεια τῆς ζωῆς τοῦ ἐξομολόγου.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ ἐξαγόρευση γινόταν δημοσίᾳ στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῆς χριστιανικῆς κοινότητος. Ἡ ὡραία ὅμως αὐτὴ συνήθεια εἶχε καὶ τοὺς κινδύνους της. Ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἰδικῶν ἁμαρτημάτων (σαρκικῶν) μποροῦσε νὰ σκανδαλίσει ὁρισμένα μέλη τῆς χριστ. κοινότητος (νεαρὰ κυρίως πρόσωπα), ἡ κοινοποίηση ἄλλων (κυρίως ἐγκλημάτων) μποροῦσε νὰ προκαλέσει τὴν παρέμβαση τῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατασκόπους στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴ σύλληψη ἀπὸ τὴν πολιτεία τῶν κακοπραγούντων καὶ τῶν παραβατῶν τῆς κειμένης νομοθεσίας. Οἱ λόγοι αὐτοί, σὲ συνδυασμὸ μὲ ἄλλους, ὁδήγησαν στὴν πρώιμη ἀντικατάσταση τῆς δημόσιας ἐξαγορεύσεως μὲ τὴν προσωπικὴ ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς ἐξομολόγηση.

Τὸ ὁρατὸ σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ εὐχὴ ἀπολύσεως, τὴν ὁποίαν ἀπαγγέλλει στὸ τέλος ὁ πνευματικὸς λειτουργός. Τὴν ἀπόλυση αὐτὴν δὲν τὴν παρέχει ὁ ἱερέας σὲ περίπτωση ποὺ διαγνώσει ἀνειλικρίνεια ἢ πλημμελῆ μετάνοια στὸν ἐξομολογηθέντα. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐπιβάλλει ἐπιτίμια στὸν ἐξαγορευόμενο διὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ πραγματικὴ μετάνοια καὶ εἰλικρινῆ τοποθέτηση στὸ θέμα τῆς πνευματικῆς νόσου του καὶ τῆς ἐπιθυμίας του νὰ λάβει τὴν ψυχική του ἴαση. Ἐπιτίμια ὅμως μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλει ὁ ἱερέας καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ δέχτηκαν ἄφεση ἁμαρτιῶν, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς στερεώσει στὴ νέα τους πνευματικὴ ζωή. Τὰ ἐπιτίμια αὐτὰ (ἐλεημοσύνη, προσευχές, ἀνάγνωση ὠφελίμων βιβλίων, ἀποδημία σὲ ἱεροὺς τόπους κ. ἄ.) εἶναι παιδαγωγικὰ φάρμακα ποὺ ἀποβλέπουν στὴ στερέωση τοῦ μετανοοῦντος ἀδελφοῦ. Δὲν ἀποτελοῦν οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τοῦ μυστηρίου, ὥστε ἡ παρουσία τους νὰ εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητη, ἡ δὲ ἔλλειψή τους νὰ ζημιώνει τὴν ὁλοκληρία τοῦ μυστηρίου. Τὰ ἐπιτίμια ἐπίσης δὲν εἶναι μέσα ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, ὅπως παραδέχονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (13). Εἶναι ἁπλὲς παιδαγωγίες, φάρμακα τονωτικά τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίποτε περισσότερο.

Ἡ μετάνοια εἶναι μυστήριο ἐπαναλαμβανόμενο. Σ’ αὐτὸ θὰ προσέλθει ὁ πιστὸς ὅσες φορὲς τὸ ἀπαιτοῦν οἱ πνευματικές του ἀνάγκες καὶ ἡ κατάσταση τῆς ψυχικῆς ὑγείας του. Κανένας περιορισμὸς δὲν ἐπιβάλλεται στὴν προσέλευσή του αὐτή. Φυσικὰ τὸ «προχείρως ἁμαρτάνειν», δηλαδὴ νὰ μὴ προσέχει κανεὶς τὴν ἠθική του ζωὴ καὶ ἁμαρτάνοντας νὰ προσέρχεται συνεχῶς στὸ ἱερὸ μυστήριο, εἶναι ἐπικίνδυνο, διότι ὁ ἐπιπόλαιος αὐτὸς ἁμαρτωλὸς «δυσκόλως ζήσεται»(14). Ἂν ἀποβλέψουμε ὅμως στὴν ἐγγενῆ ἀδυναμία τῆς φύσεως ποὺ εἶναι πάντοτε ἐπικλινὴς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἀκόμη δὲ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁμαρτία στὴ σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἐποχὴ εἶναι «εὐπερίστατος» (15) (γίνεται πολὺ εὔκολα), ἡ Ἐκκλησία, ὡς στοργικὴ μητέρα, πρέπει νὰ ἔχει πάντοτε ἀνοιχτὲς τὶς πύλες τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου της στὰ ἁμαρτάνοντα μέλη της καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμη νὰ παρέχει σ’ αὐτὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν, χωρὶς κωλύματα καὶ περιορισμούς, τόσο περισσότερο ὅσο οἱ πιστοί, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ὀφείλουν νὰ συγχωροῦν τοὺς ἀδελφούς τους «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ» (συνεχῶς) (16). Ἄλλωστε οἱ περὶ μετανοίας αὐστηρὲς ἀντιλήψεις ὁρισμένων χριστιανικῶν κύκλων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὅτι μετὰ τὴν πρώτην ἄφεση ποὺ χορηγεῖται στὸ βάπτισμα δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἢ –πρὸς τὸ ἐπιεικέστερο– ἄλλη μία καὶ μόνη· ὅπως καὶ ἡ πρακτικὴ ὁρισμένων τοπικῶν ἐκκλησιῶν (τῆς Β. Ἀφρικῆς) ποὺ δὲν ἔκαναν δεκτοὺς σ’ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τοὺς βαρύτατα ἁμαρτάνοντας καὶ τοὺς ἀρνουμένους τὸν Χριστὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν, δὲν ἐπεκράτησαν στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία υἱοθέτησε τὴν ἐπιεικὴ καὶ πιὸ σωστὴ πρακτική τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία δεχόταν σ’ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τοὺς πεπτωκότες (17).

Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι πολὺ σημαντικὸ διὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφορᾶ στὴ ψυχικὴ ὑγιεινὴ τῶν τέκνων της, τὰ ὁποῖα ἀνακουφίζει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ τὸ πιεστικὸ ἄγχος τῶν τύψεων τῆς συνειδήσεως. Ἡ βεβαιότητα ὅτι στὸ ἱερὸ μυστήριο ὁ πιστὸς ἀποβάλλει τὸν ὄγκο τῶν ἁμαρτημάτων του, γίνεται καὶ πάλι φίλος καὶ υἱὸς Θεοῦ, ἀναγεννώμενος μὲ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ὅτι, ἐγκαταλείποντας τὸ βάθρο τοῦ πνευματικοῦ πατρός, ἐπιστρέφει στὸν οἶκο του «δεδικαιωμένος» (18), ἔχοντας στὴν ψυχὴ του τὴν ἐπίσκεψη τοῦ θείου Παρακλήτου, ὅλ’ αὐτὰ φτερώνουν τὴν ψυχὴ καὶ γλυκαίνουν τὴν καρδιά του, τονώνοντας τὴν προσπάθειά του νὰ ζήσει ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ νόμο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου (19). Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ μετάνοια δικαίως χαρακτηρίζεται ὡς «δεύτερο βάπτισμα». Περιττό, τέλος, νὰ σημειώσουμε, ὅτι ἡ ἀμέλεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀδιαφορία του γιὰ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ μυστήριο ἐγκυμονεῖ τεράστιους κινδύνους ὄχι μονάχα γιὰ τὴν πνευματική του ὑγεία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

δ) Ἡ θεία Εὐχαριστία

Ἐνῶ τὸ βάπτισμα δημιουργεῖ τὴ νέα πνευματικὴ γέννηση, τὴν ὁποίαν τὸ χρίσμα σφραγίζει μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δὲ μετάνοια θεραπεύει τὶς πνευματικές της ἀσθένειες, ἡ θεία Εὐχαριστία τὴν τρέφει μὲ τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ πολὺ μεγάλο. Καλεῖται «Κυριακὸν» (ὅπως καὶ τὸ βάπτισμα), διότι ἔχει ἀπ’ εὐθείας τὴ σύστασή του ἀπὸ τὸν Κύριο. Τόσο δὲ πολύ, ὥστε καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικῶς τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια, δὲν ἀπετόλμησαν νὰ τὸ ἀρνηθοῦν, δεχόμενοι βέβαια αὐτὸ κατὰ τὸ δικό τους τρόπο καὶ φυσικὰ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι τὸ δεχόμαστε ἐμεῖς. Τὴ διαφορὰ θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.

Εἰσαγωγικὰ στὴ φύση καὶ τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅσα μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος στὸ διάλογο ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Ἰουδαίους, μετὰ τὸ χορτασμὸ στὴν ἔρημο τῶν πεντακισχιλίων. Στηλιτεύων τὸν ὄχλον ὁ Σωτὴρ ὅτι τὸν ἀκολουθοῦσαν ὄχι διότι τὸν πίστευαν, ἀλλὰ διότι ζητοῦσαν ἐπανάληψη τοῦ θαύματος τῆς ὑλικῆς διατροφῆς τους, ἔλαβε ἀφορμὴ νὰ ὁμιλήσει περὶ τῆς πραγματικῆς τροφῆς ποὺ παρέχει «ζωὴν αἰώνιον», περὶ τοῦ ἄρτου ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ τὴ δική του σάρκα, ἡ βρώση τῆς ὁποίας χορηγεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή• «… ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐὰν τις φάγῃ ἐκ τοῦ ἄρτου τούτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστιν, ἥν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς· … ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς· ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον· καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθῶς ἐστὶ πόσις· ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ· καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμὲ» (20). Συνέστησε δὲ τὸ μυστήριο ὁ Κύριος τὸ ἑσπέρας τῆς Πέμπτης, παραμονῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα. Ἐνῶ ἔτρωγε τὸ Πασχάλιο Δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητὲς «λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (21).

Ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει δύο ὄψεις· εἶναι μυστήριο καὶ συγχρόνως θυσία. Ὡς μυστήριον ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει τὴν ἔννοιαν ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου τὰ ὁποῖα ἁγιάστηκαν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὑπάρχουν πραγματικὰ τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι σ’ αὐτὰ παρὸν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑνιαίως σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ὑπάρξεώς του. Εἶναι τὸ σῶμα ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία, ἀπέθανε στὸ σταυρό, ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν τάφο καί, θεωμένο, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ὅπου κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».

Τὸ ὁρατὸ σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι τὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ ἡ εὐχὴ ἐπικλήσεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Κατὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει πλήρως τὴ νοητική μας κατάληψη, ἡ οὐσία τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου μεταβάλλεται, μεταποιεῖται, μεταστοιχειοῦται στὴν οὐσία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου (22). Ἐκεῖνο ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μετὰ τὸν καθαγιασμὸ εἶναι τὰ ἐξωτερικὰ συμβεβηκότα, δηλαδὴ οἱ ποιότητες τῶν φυσικῶν στοιχείων, ὅπως τὸ βάρος, τὸ σχῆμα, τὸ χρῶμα, ἡ ὀσμὴ καὶ ἡ γεύση. Αὐτὰ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν κατὰ θείαν οἰκονομία, γιὰ νὰ διευκολύνουν ἴσως τὴ βρώση καὶ τὴν πόση τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ θὰ ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολη σὲ περίπτωση ποὺ ὁ πιστὸς δεχόταν γυμνὰ καὶ ἀπροκάλυπτα τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ τίμια δῶρα κοινωνούμενα ἑνώνονται μυστικὰ μὲ τὴν ὅλη ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θεοποιεῖται μὲ τὴν ἄχραντη θεία ἐπαφή. Φυσικὰ ἡ θεία Κοινωνία δὲν ἀκολουθεῖ τὴ φυσικὴ διεργασία τῆς πέψεως καὶ τῆς ἀποβολῆς, ποὺ γίνεται στὴ λήψη κάθε ἄλλης φυσικῆς τροφῆς.

Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα σ’ ὁλόκληρη τὴν ποσότητα τῆς θείας Κοινωνίας καὶ σὲ κάθε μόριο αὐτῆς· εἶναι δὲ παρόντα συγχρόνως καὶ σ’ ὅλα τὰ ἱερὰ ποτήρια τῆς θείας Λειτουργίας καὶ φυσικὰ στὸν οὐρανό, στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ συμβαίνει μονάχα μὲ θαῦμα τῆς θείας παντοδυναμίας, δεδομένου ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κατὰ τὴ φύση του πανταχοῦ παρόν. Ἡ θεωρία τῆς πανταχοῦ παρουσίας, τὴν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Λούθηρος δὲν εἶναι ὀρθή. Ὁ ἀρχηγέτης τῆς Διαμαρτυρήσεως στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξηγήσει τὸν τρόπο τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶπεν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρὸν καὶ στὴ θεία Εὐχαριστία (23). Ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι πολὺ ἀφελὴς καὶ εὔκολα ἀνατρέπεται. Διότι, ἂν εἶναι πανταχοῦ παρὸν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, φυσικὰ δὲν θὰ εἶναι μονάχα στὴ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλην ὑλικὴ τροφὴ καὶ δὲν βλέπουμε τί τὸ περισσὸ ἔχει ἡ βρώση τοῦ κυριακοῦ σώματος. Στὶς ἰδέες του αὐτὲς ὁ Λούθηρος κατέληξε, κάνοντας κακὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στὴ μία ὑπόσταση τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι ἀπέδωσε τὴν πανταχοῦ παρουσία ποὺ ἀνήκει αὐστηρῶς στὸ θεανδρικὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ εὐθείας, ἡ ὁποία σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ προσλάβει τὸ ἰδίωμα αὐτό, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴ θεότητα.

Οἱ ὑπόλοιποι προτεστάντες ἀπορρίπτουν ὁμόφωνα τὸ δόγμα τῆς μετουσιώσεως (24) τῶν φυσικῶν στοιχείων. Κατ’ αὐτοὺς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος εἶναι σύμβολα ψιλὰ (= ἁπλά) τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῶν ὁποίων παρέχεται διὰ τῆς πίστεως ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν μεταλαμβάνοντα πιστό. Πρόκειται γιὰ ἕνα συμβολισμό, ὁ ὁποῖος δὲν περιέχει τὴν ἰδέα τοῦ πράγματος, ἀλλ’ εἶναι σημεῖον ἁπλὸ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ. Περιττὸ νὰ σημειώσουμε, ὅτι τὰ διδάγματα αὐτὰ εἶναι αὐθαίρετα, χωρὶς κανένα σοβαρὸ ἔρεισμα στὴ Γραφή, τῆς ὁποίας ὁ ρεαλισμὸς ὡς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν Εὐχαριστία εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ φρόνημα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὴ μαρτυρία ὅμως τῶν ὁποίων, οἱ Διαμαρτυρόμενοι, συνεπεῖς στὶς ἐκκλησιολογικὲς τους ἀρχές, ἀπορρίπτουν (25).

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι μυστήριο κατ’ ἐξοχὴν θεοποιητικό. Εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ στὰ ἄλλα μυστήρια παρέχεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν, στὴν Εὐχαριστία παρέχεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι μονάχα τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ του (δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση του), συνειμμένα δὲ καὶ ἡ θεότητά του ποὺ εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση ὁ ὅλος τριαδικὸς Θεός, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἡ ὑπόσταση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου! Στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστὸς σπείρεται στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνακιρνᾶται μὲ αὐτήν, τὴ φλέγει καὶ τὴ διαπερνᾶ σὲ μία ἕνωση βαθύτατα ἐσωτερική. Στὴ θεία Εὐχαριστία πολλαπλασιάζεται ὁ Χριστὸς στὰ μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του, τὰ ὁποία μὲ τὴ θεία Μετάληψη ἑνώνονται καὶ μεταξύ τους σὲ μία κοινωνία βαθιὰ ἀνθρωπολογικὴ καὶ χριστολογική. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὴν ὑπάρχουν τόσοι «χριστοὶ» ὅσα καὶ τὰ μέλη της ποὺ ἑνώνονται ἐσωτερικά, σὲ βάση ὅμως πραγματική, μὲ τὸν Σωτήρα Κύριο. Στὴν Εὐχαριστία τέλος ἁγιάζεται καὶ ἡ κτίση, ποὺ μὲ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα της (τοὺς καρποὺς τῶν σπλάχνων της) λειτουργεῖ καὶ αὐτὴ στὸν ἀπερινόητο λόγο τοῦ θείου μυστηρίου, τὴ μεταποίησή της στὴ σάρκα τοῦ Πλάστη της.

Ἀνάλογη μὲ τὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ προπαρασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἔχει σαφῆ αἴσθηση τῆς ἱερότητος τῆς θείας Μεταλήψεως. Πρέπει νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διακρίνει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περὶ τροφῆς μυστηριακῆς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ συμβεβηκότα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου (ὄσφρηση, γεύση, χρῶμα κ.λπ.) λαμβάνει μέσα του ὁλόκληρο τὸν Χριστό, ὁλόκληρη τὴ θεότητα μὲ τὴν ὁποίαν ζυμώνεται γιὰ νὰ γίνει καὶ αὐτὴ ἄρτος οὐράνιος. Ὅτι, μετέχοντας τῆς θείας Εὐχαριστίας, γίνεται χριστοφόρος καὶ θεοφόρος, ἡ φύση του ἀνακιρνᾶται στὴν ποιότητα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Σωτήρα της, πυρπολεῖται ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς θεότητος.

Καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσέρχεται στὴ θεία Μετάληψη ἐπιπόλαια καὶ μηχανικά, ἀπὸ ἁπλὴ συνήθεια, ἀλλὰ νὰ εἶναι ὅσο γίνεται καθαρὸς γιὰ νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν Καθαρό. Καὶ ὅτι, γιὰ νὰ γίνει «θεός», πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ἄνθρωπος ἄξιος νὰ δεχτεῖ στὸ εἶναι του τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν θὰ τὸν κάψει ἀλλὰ θὰ τὸν φλογίσει καὶ θὰ τὸν μεταμορφώσει. Διότι, ἂν προσέλθει ἀνάξια στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, θὰ λάβει μὲν μέσα του τὸ ἄχραντο σῶμα καὶ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Σωτῆρος, ὄχι ὅμως «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» (26), ἀλλὰ «εἰς κρῖμα καὶ εἰς κατάκριμα». Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία πολλοὶ ποὺ κοινωνοῦσαν ἀνάξια, πέθαιναν (27).

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας χρησιμοποιεῖται ἄρτος ἔνζυμος καὶ οἶνος «ὕδατι κεκραμένος», εἰς ἀνάμνηση τῆς τρώσεως τῆς πλευρᾶς τοῦ Κυρίου στὸ σταυρό, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξῆλθε «αἷμα καὶ ὕδωρ» (28). Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ ὀρθόδοξο ἔθος, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ χρησιμοποιοῦν ἀντὶ ἄρτου, ἄζυμα. Αὐτὸ ὅμως ἀποτελεῖ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος τὸ ἑσπέρας τῆς Πέμπτης ποὺ τέλεσε τὸ μυστικὸ Δεῖπνο, ἔφαγεν ἄρτον ἔνζυμο (ψωμὶ ζυμωμένο), διότι ἡ βρώση τῶν ἀζύμων, ποὺ ἐπέβαλλε ὁ νόμος, ἄρχιζε τὴν ἑπόμενη, τὴν Παρασκευή, τὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα.

Στὴ δική μας Ἐκκλησία τῶν ἀχράντων μυστηρίων κοινωνοῦν ἀνεξαίρετα ὅλοι οἱ πιστοί, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν μικρῶν παιδιῶν. Ἀντίθετα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δὲν ἐπιτρέπουν στὰ νήπια τὴ θεία Κοινωνία, γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ μεταθέτουν τὴν τέλεση τοῦ χρίσματος στὸ 12ο ἔτος τῆς ἡλικίας τῶν βαπτισθέντων παιδιῶν. Μὲ τὴν τέλεση τοῦ χρίσματος αὐτὰ δέχονται καὶ τὴν πρώτη τους θεία Κοινωνία. Καὶ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ καινοτομία τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. Φυσικὰ οἱ λόγοι τῆς ἀποκλίσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸ ἀρχαιοπαράδοτο ἔθος τῆς Ἐκκλησίας δὲν εὐσταθοῦν, ὅπως δὲν εὐσταθοῦν καὶ οἱ λόγοι ἀναβολῆς τελέσεως τοῦ χρίσματος. Τὴ ζύμη τῆς θεότητος ἔχουν ἀνάγκην ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι. Στὰ νήπια δὲ ποὺ ἔχουν καθαρὴ τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ θεία Εὐχαριστία ἐνεργεῖ κατ’ ἐξοχὴν τὰ εὐεργετικά της ἀποτελέσματα. Ἄλλωστε ἔμμεση μαρτυρία ὑπάρχει καὶ στὴν ἁγία Γραφή, ὅπου γίνεται μνεία βαπτισμοῦ ὁλοκλήρων οἴκων, στοὺς ὁποίους φυσικὰ περιλαμβάνονταν καὶ μικρὰ παιδιά. Εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι καὶ αὐτὰ θὰ κοινωνοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους κατὰ τὴν πρώτη οἰκογενειακὴ Μετάληψη.

Ὅμοια, ἐνῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κοινωνοῦν ὑπ’ ἀμφότερα τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ πιστοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀπαγορεύεται ἡ κοινωνία αἵματος Χριστοῦ στοὺς λαϊκοὺς καὶ σὲ ὅσους κληρικοὺς δὲν λαμβάνουν μέρος στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Οἱ μόνοι ποὺ κοινωνοῦν καὶ αἵματος Χριστοῦ εἶναι οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Ἡ θεωρία τῆς συνακολουθίας, τὴν ὁποία διετύπωσε ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης διὰ νὰ δώσει θεολογικὸ ὑπόβαθρο στὴν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας του, δὲν εἶναι σοβαρή. Κατὰ τὴ θεωρία αὐτὴ δὲν ὑπάρχει σῶμα χωρὶς τὸ αἷμα ποὺ φυσιολογικὰ ἐμπερικλείεται σ’ αὐτό. Ἑπομένως, κοινωνώντας κανεὶς σώματος Χριστοῦ, κοινωνεῖ αὐτομάτως καὶ τοῦ συνυπάρχοντος αἵματος, χωρὶς νὰ παρίσταται ἀνάγκη ξεχωριστῆς κοινωνίας τοῦ τελευταίου. Ἄραγε νὰ μὴν ἐγνώριζε τὴ θεωρία τοῦ Θωμᾶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἐθέσπιζε τὴν ξεχωριστὴ κοινωνία τοῦ αἵματός του, λέγων· «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…»; Ὅτι ἡ στέρηση τοῦ ποτηρίου ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς στοχεύει στὴν ἐξύψωση τοῦ κλήρου ὑπὲρ τὸν λαόν, σύμφωνα μὲ τὸ ἱεροκρατικὸ πνεῦμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, εἶναι περιττὸ καὶ νὰ σημειώσουμε (29).

Τέλος, ἐνῶ στὴν Ἐκκλησία μας ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ μεταβολὴ δηλαδὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, γίνεται κατὰ τὴν εὐχὴ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος• «…καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου· τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ», οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ καθαγιασμὸς γίνεται κατὰ τὴν ἐκφώνηση τῶν συστατικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου• «Λάβετε, φάγετε…» καὶ «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Στὴν περίπτωση ὅμως αὐτή, ποιὸ νόημα θὰ εἶχεν ἡ εὐχὴ τῆς ἐπικλήσεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ τυπικὰ τῶν ἀρχαίων λειτουργιῶν;

Τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι μυστήριο ἐπαναλαμβανόμενο. Δὲν ὑπάρχουν περιορισμοὶ στὴν προσέλευση τοῦ πιστοῦ στὴ θεία Κοινωνία, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων ἐκείνων ποὺ ἡ ἀπαγόρευση μετοχῆς ἐπιβάλλεται προσωρινὰ ὡς ἐπιτίμιο στοὺς ἐξομολογουμένους ἀπὸ τὸν ἱερέα. Κάθε πιστὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσέρχεται στὴ θεία μετάληψη, ὅταν δέχεται τὴν Πρόσκληση ἀπὸ τὸν λειτουργοῦντα ἱερέα· «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» διαφορετικὰ ἡ Πρόσκληση αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε κανένα νόημα. Ἀρκεῖ βέβαια νὰ ὑπάρχει –ὅπως προηγουμένως τονίστηκε– ἡ δέουσα προπαρασκευὴ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Γιατί, ὅταν κανεὶς προσέρχεται ἀπαράσκευος στὴ θεία Κοινωνία, διαπράττει μεγάλο ἁμάρτημα ποὺ δουλεύει ἀρνητικὰ γιὰ τὴν πνευματική του ζωὴ καὶ ἑτοιμάζει τὴν αἰώνια καταδίκη του. Ἐπίσης, ὅποιος ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ ἀπιστία δὲν προσέρχεται στὴν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων εἶναι πνευματικὰ νεκρος (30), πράγμα ποὺ θέτει σὲ κίνδυνο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

Ἡ θεία Εὐχαριστία ὅμως εἶναι παράλληλα καὶ θυσία. Ἔχει ὅλα τὰ συστατικὰ στοιχεῖα μιᾶς ἀληθινῆς θυσίας• θύτη, θύμα καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ θύματος. Στὴ μεγάλη ἐνιαύσια θυσία τοῦ Ἐξιλασμοῦ στὴν Π. Διαθήκη θύτης ἦταν ὁ ἀρχιερέας, θύμα τὸ προσφερόμενο ἀπὸ τὴν κοινότητα ζῶο καὶ πράξη καταστροφῆς ἡ σφαγὴ τοῦ ζώου, μὲ τὸ αἷμα τοῦ ὁποίου ἐραντίζετο (ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα) τὸ καταπέτασμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Στὴ θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας θύτης καὶ θύμα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (ὅπως καὶ στὴ θυσία τοῦ σταυροῦ), πράξη δὲ καταστροφῆς ὁ χωρισμὸς τοῦ σώματος ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ ἡ κλάση τοῦ ἄρτου ἀπὸ τὸν ἱερέα, ποὺ εἶναι τὸ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Χριστὸς θύει ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Στὴν ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ θυτήριο χαρακτῆρα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἤδη στὴν Π. Διαθήκη τὸ χαρακτῆρα αὐτὸ (τῆς σταυρικῆς θυσίας) προτύπωνε ἡ θυσία τοῦ Πασχαλίου ἀμνοῦ, ὁ ὁποῖος προεικόνιζε τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ «τὸν αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου» (31). Στὴ σταυρικὴ δὲ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχεν ἀναφορὰ καὶ ἡ θυσία ἡ ἀγγελλομένη στὴν προφητεία τοῦ Μαλαχία• «οὐκέτι μου θέλημα ἐν ὑμῖν… καὶ θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπ’ ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τὸ ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐν παντὶ τόπῳ προσάγεται τῷ ὀνόματί μου θυσία καθαρά…» (1, 10.11). Στὴν Κ. Διαθήκη ἡ θεία Εὐχαριστία τονίζεται στοὺς ἱδρυτικοὺς λόγους τοῦ μυστηρίου, ὅπου οἱ μετοχὲς «κλώμενον» (τὸ σῶμα) καὶ «ἐκχυνόμενον» (τὸ αἷμα), μόνο μὲ τὴν ἔννοια τῆς θυσίας μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητὲς (καταστροφὴ τοῦ σώματος καὶ χύση τοῦ αἵματος). Παράλληλα εἶναι ἐνδεικτικὰ καὶ ὅσα ὁ Ἀπόστολος λέγει, ἀντιπαραβάλλων τὸ ποτήριο καὶ τὴν τράπεζα τῶν δαιμονίων (τὴ βρώση τῶν εἰδωλοθύτων) πρὸς τὸ ποτήριο καὶ τὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου (ἕνωση μὲ τὰ δαιμόνια καὶ ἕνωση μὲ τὸν Κύριον ἀντίστοιχα). Ἔτσι, ὅπως ἡ τράπεζα τῶν δαιμονίων εἶναι θυσιαστήριο (στὸ ὁποῖο μετέχουν οἱ λατρεύοντες τὰ δαιμόνια), κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ τράπεζα τοῦ Κυρίου εἶναι «θυσιαστήριον, ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες» (32) (οἱ Ἰουδαῖοι). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκφράσεις τῶν Πατέρων· θυσιαστήριον, τράπεζα, θυσία, προσφορά, λατρεία, ἱερεῖον, ἱερουργία, προσφέρειν, θυσιάζειν, θύειν, ἱερεύειν (33), καμίαν ἀμφιβολίαν δὲν ἀφήνουν περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς πραγματικῆς θυσίας.

Οἱ Προτεστάντες, ἂν καὶ δέχονται τὴ μυστηριακὴ ὄψη τῆς Εὐχαριστίας (προσαρμοσμένη βέβαια στὶς ἰδιαίτερες θεολογικὲς προκαταλήψεις τους), ἀρνοῦνται τὴ φύση αὐτῆς ὡς θυσίας. Εἶναι γνωστὸν ἄλλωστε ὅτι ἀπορρίπτουν τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης καὶ δὲν ἔχουν στὴν κυριολεξία ἱερεῖς, ποὺ εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νὰ προσφέρουν θυσίες, ἀλλ’ ἁπλοὺς πάστορες (ποιμένες) ποὺ εἶναι ἐπιφορτισμένοι κυρίως μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας προσφέρεται στὴν Ἐκκλησία «εἰς ἀνάμνησιν» (34) τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ὅμως μία συμβολικὴ ἀναπαράσταση τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀναπαράσταση ἀληθινή τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Σωτῆρος. Ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας ποὺ τελέστηκε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο τῆς Πέμπτης, παραμονῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, στὰ Ἱεροσόλυμα, ἦταν πρόληψη τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ γινόταν σὲ λίγες ὧρες στὸ Γολγοθᾶ. Κατ’ αὐτὴν ὁ Σωτὴρ εὐλόγησε ξεχωριστὰ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο (χωρισμὸς σώματος καὶ αἵματος ποὺ γίνεται σὲ κάθε θυσία) καὶ ἐτεμάχισε τὸν ἄρτο, τὸν ὁποῖο διένειμε στοὺς μαθητὲς πρὸς μετάληψη.

Ἡ διαφορὰ τῆς θυσίας τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ σταυροῦ εἶναι στὰ ἀκόλουθα σημεῖα·

α) Στὸ σκοπὸ ποὺ ἔχει κάθε μία ἀπ’ αὐτές. Ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ ἔγινε διὰ τὴν κατάργηση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ ἦσαν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὴν ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου ἐνώπιον τοῦ παναγίου Θεοῦ. Ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας διαιωνίζει στὴν Ἐκκλησία τὴ μεγάλη σταυρικὴ θυσία, ἐφαρμόζουσα τὰ ἀγαθὰ ἐκείνης σὲ ὅσους πιστεύουν στὸν Κύριο καὶ δέχονται μὲ ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη τὸ Πρόσωπο καὶ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο του.

β) Ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ ἔγινεν «ἅπαξ διὰ παντὸς» (μιὰ γιὰ πάντα) ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Ἀντίθετα, ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ τὰ μήκη τῆς γῆς ὅπου ὑπάρχει Ἐκκλησία, σὲ κάθε θεία Λειτουργία της. Μὲ τὴν ἐπανάληψη αὐτὴ διαιωνίζεται στὸν κόσμο ἡ ἰλαστήρια θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ καρπώνονται τὰ ἀγαθὰ ἐκείνης.

γ) Ἐνῶ ἡ σταυρικὴ θυσία ἦταν «ἐν αἵματι», ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἀναίμακτη. Γίνεται δηλαδὴ χωρὶς νὰ χυθεῖ τὸ πανάγιον αἷμα τοῦ Κυρίου.

Ἡ σημασία τῆς Εὐχαριστίας ὡς θυσίας εἶναι πολὺ μεγάλη διὰ τὴ ζωὴ γενικά της Ἐκκλησίας. Οἱ πιστοί, παράλληλα μὲ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς κοινωνίας τῶν ἀχράντων μυστηρίων, στὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἀναίμακτα στὴν Ἐκκλησία, ζοῦν τὰ λυτρωτικὰ ἀγαθὰ τοῦ σταυροῦ, δεχόμενοι τὴν εὐλογία ποὺ ἀενάως ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀξιομισθία τοῦ λυτρωτικοῦ πάθους τοῦ Σωτῆρος.
Εἶναι πραγματικὰ πολὺ μεγάλη ἡ τιμὴ διὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ παρίσταται –ὅπως ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ εὐσεβεῖς γυναίκες– μάρτυρας τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε θεία Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ κατανοεῖ κανεὶς καὶ τὴ μεγάλη σημασία τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ὅταν ἐκκλησιάζεται ὁ πιστὸς δὲν παρακολουθεῖ ἁπλὰ μίαν ἐκκλησιαστικὴ τελετή, ἀλλὰ ζεῖ ἀληθινὰ στὸ ρυθμὸ τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται δέκτης τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ ποὺ καρφώθηκε πάνω στὸ σταυρό, γιὰ νὰ βγάλει ἀπὸ τὴ φύση μας τὸ πικρὸ φαρμάκι τῆς φθορᾶς. Ζεῖ στὴν ὅλη του ὑπόσταση τὴ χρηστότητα τοῦ πλαστουργοῦ του, ποὺ πέθανε γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ πλάσμα του ἀπὸ τὴ νέκρωση τῆς ἁμαρτίας. Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερος τίτλος τιμῆς διὰ τὸν εὐτελῆ ἄνθρωπο; Καὶ ὅμως αὐτός, ἕνα κινούμενο ὀξύμωρο, ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸ ναό, ἀποξενωμένος ἀπὸ τὴ μεγάλη χρηστότητα καὶ εὐλογία! Νεκρωμένος στὰ πονηρὰ ἔργα του καὶ ἐγκλωβισμένος στὴ ραστώνη καὶ τὴν ἀδιαφορία του, προσπερνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀνυποψίαστος ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χάνει ὅ,τι πολυτιμότερο μπορεῖ νὰ ἔχει, τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του. Διότι ὁ χριστιανὸς ποὺ ἀπὸ ἀδιαφορία δὲν ἐκκλησιάζεται, ἔχει χάσει τὴ σημασία τῆς χριστιανικῆς του κλήσεως, παραπαίων στὰ σκοτάδια τῆς πνευματικῆς ἀγνωσίας καὶ ἀποτυφλώσεως. Φυσικά, κάνοντες λόγο περὶ ἐκκλησιασμοῦ, ἐννοοῦμε τὸν πραγματικὸν ἐκκλησιασμό, ποὺ γίνεται μὲ φωτισμένη συνείδηση, καὶ ὄχι τὶς ἄλλες σκοπιμότητες ποὺ ὑπαγορεύουν τὴ συμβατικὴ παρουσία του στὸ ναό.

ε) Ὁ γάμος.

Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς φύσεως καὶ τῆς χάριτος.
Ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ποὺ συνιστᾶ τὸ γάμο, εἶναι πράξη μέσα στὴ φύση, τὴν ὁποίαν ἐθέσπισεν ὁ Θεός, δημιουργώντας τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν δηλαδὴ ἔπλασε τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος, τὸ εὐλόγησε καὶ διέταξε τὴ γαμική του ἕνωση, ὥστε νὰ αὐξάνονται καὶ νὰ πληθύνονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ (386). Ἡ γαμικὴ ἕνωση ἀνήκει στὴ φυσικὴ τάξη τῆς δημιουργίας, εἶναι κάτι θελημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ θεωρία ὅτι ὁ πολλαπλασιασμὸς τοῦ γένους θὰ γινόταν μὲ ἕναν ἄλλο πνευματικότερο τρόπο καὶ ὄχι μὲ τὸν τρόπο τῆς φυσικῆς ἀναπαραγωγῆς (ὑπόβαθρο τῆς θεωρίας εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι στὴν πρώτη φάση τῆς δημιουργίας του ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὂν πνευματικὸ καὶ ὅτι τὸ ὑλικὸ σῶμα, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, προστέθηκαν ἀργότερα, ἀποτελοῦντες τὴ δεύτερη φάση τῆς ζωῆς του ποὺ ὑπαγόρευσε ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία) καὶ ὅτι ἡ διάκριση τῶν φύλων μαζὶ μὲ τὴ φυσικὴ σχέση τοὺς θεσπίστηκαν τάχα ἐν ὄψει τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων τὴν ὁποίαν προεῖδεν ὁ Θεός, εἶναι θεωρία ἄκρως ἰδεαλιστική, ἡ ὁποία δὲν ἀνταποκρίνεται στὴ φυσικὴ ἀλήθεια τοῦ γάμου. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γαμικὴ σχέση τῶν ἀνθρώπων ἐκτροχιάστηκε μετὰ τὴν πτώση μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ φύση καὶ περιῆλθε στὴν ἀρρωστημένη σφαῖρα τῆς ἁμαρτίας, ὁ Κύριος, στὴν ἐπιθυμία του νὰ ἁγιάσει τὴν πεσμένη φύση σὲ ὅλες τὶς ἀναφορὲς καὶ ἐκδηλώσεις της, δὲν παρέλειψε νὰ ἁγιάσει καὶ τὸ φυσικό τοῦ γάμου δεσμό, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὸς στὴν οἰκονομία ζωῆς τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων του. Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ ἐξύψωση τῆς γαμικῆς σχέσεως γίνεται στὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου, τὸ ὁποῖο συνέστησεν ὁ Σωτήρ. Σ’ αὐτὸν ἡ φυσικὴ ἕνωση τελεῖ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ξεφεύγει ἀπὸ τὸν ἀρρωστημένο κύκλο τῆς πεσμένης φύσεως ποὺ φέρει τὸ στοιχεῖο τῆς φθορᾶς, ἐπανέρχεται στὴ φυσιολογική της καθαρότητα, ἐξυψώνεται καὶ ἁγιάζεται.

Ὅτι ὁ δεσμὸς τοῦ γάμου εἶναι κάτι θελημένο ἀπὸ τὸν Θεό, φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος τὸν τίμησε μὲ τὴν παρουσία του στὸ γάμο τῆς Κανᾶ 387, ὅπου ἔκανε καὶ τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ μετατρέποντας τὸ νερὸ σὲ κρασὶ καὶ ἐπικροτώντας ἔτσι τὴ χαρὰ ποὺ νιώθουν οἱ ἄνθρωποι, διασκεδάζοντας στὶς κορυφαῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους. Ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς προσδίδει χαρακτῆρα μυστηριακὸ σὲ βάση χριστολογικὴ – ἐκκλησιολογική 388. Στὸ μυστήριο τοῦ γάμου ὁ ἄνδρας ἑνώνεται μὲ τὴ γυναίκα τόσο βαθιὰ καὶ τόσο ἐσωτερικά, ὅσο βαθιὰ καὶ ἐσωτερικὰ ἑνώθηκε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν πνευματικὴ νύμφη του, τὴν Ἐκκλησία. Ἑπομένως ὁ γάμος δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ συμβατικὴ πράξη σὰν κι αὐτὲς ποὺ τελοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλ’ εἶναι μυστήριο, δηλαδὴ θεσμὸς ποὺ ἔχει θεία τὴν προέλευση καὶ βρίσκεται στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπὸ τὴ ροπὴ τῆς χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας του. Εἶναι θεσμὸς κτισμένος στὴν ἱερότητα τοῦ Θεοῦ, ἀνοιχτὸς στὴν εὐλογία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, θεσμὸς μυστηριακός τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ ταμιοῦχος τῆς σωζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κανεὶς ἔχει ὑπόψει του αὐτὰ καὶ τὰ πιστεύει βαθιὰ στὴν ψυχή του, πόσο γελοῖα –ἀλήθεια– τοῦ φαίνονται τὰ καμώματα τῶν ἀνθρώπων περὶ γάμου δῆθεν πολιτικοῦ ἢ ἐλεύθερης συμβιώσεως τῶν φύλων! Καὶ εἶναι φυσικὰ δικαίωμα τοῦ καθενὸς νὰ φρονεῖ καὶ νὰ λέγει ὅ,τι νομίζει· δικαίωμά του μόνο δὲν εἶναι νὰ ἰσχυρίζεται, ὅτι μὲ αὐτὰ ποὺ ἀποδέχεται καὶ διαλαλεῖ μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ γνήσιος χριστιανός!

Στὸ γάμο ἁγιάζεται –ὅπως εἴπαμε– ὁ φυσικός τοῦ γάμου δεσμός. Τὸ σὲξ λαμβάνει τὴν πρέπουσα καὶ σωστὴ θέση τοῦ σ’ αὐτόν. Νομιμοποιεῖται ἡ ἱκανοποίηση τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καὶ ὁρμῆς, ποὺ τόσο ἔντονα διεμπυρίζουν τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Ὀρθῶς ἐλέχθη ὅτι ὁ γάμος εἶναι «φάρμακον ἐπιθυμίας», ἡ ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας ἔξω ἀπ’ αὐτὸν εἶναι ἐπίμεπτη, ὡς λειτουργοῦσα στὸ πλέγμα τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως. Ἔτσι ὅλες οἱ ἐξωγαμικὲς ἱκανοποιήσεις τῆς σαρκικῆς ὁρμῆς (πορνεία, μοιχεία, ἐλεύθερος ἔρωτας κ.λπ.), ὅπως καὶ οἱ κάθε λογεῖς παρεκτροπὲς καὶ ἀνωμαλίες καταδικάζονται ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀσέβεια καὶ παραφθορὰ τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο λυτρώθηκε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ ὡς τέτοιο ἔγινε ναὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, σκεῦος τιμημένο καὶ ἄξιο 389. Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ, ὅτι καὶ στὸ γάμο ἡ ἱκανοποίηση τῆς σαρκικῆς ὁρμῆς δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀπολελυμένο καὶ ἄσχετο, ἀλλὰ κάτι ποὺ πρέπει νὰ ἐναρμονίζεται πρὸς τὴν ἱερότητα γενικά τῆς γαμικῆς σχέσεως. Ἔτσι πρέπει νὰ καταδικαστοῦν τόσον ἡ ἀκραία τοποθέτηση ποὺ θεωρεῖ ἁμαρτία τὸν ἔρωτα τῶν συζύγων στὸν γάμο, ὅσο καὶ ἡ ἄλλη ἰδέα ὅτι στὸ γάμο ἐπιτρέπεται ἡ ἀποχαλίνωση τοῦ ἐρωτικοῦ ἐνστίκτου, ἡ κατάχρηση στὴν ἐρωτικὴ σχέση καὶ οἱ πάσης φύσεως σαρκικὲς ἀνωμαλίες καὶ διαστροφές. Ἡ σχέση πρέπει νὰ εἶναι φυσιολογικὴ καὶ λελογισμένη, ἀπόρροια τῆς ἀγάπης καὶ τῆς βαθιᾶς ψυχοσωματικῆς ἑνώσεως τῶν συζύγων, ἡ ὁποία σὲ τελικὴ ἀνάλυση πρέπει νὰ εἶναι ὁ κύριος ρυθμιστὴς στὴν τόσο σημαντικὴ περιοχὴ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων.

Στὸ γάμο ποὺ πρέπει νὰ γίνεται ἐλεύθερα καὶ χωρὶς τὶς ὅποιες σκοπιμότητες, ἐπέρχεται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν συζύγων.

Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀποσκοποῦσε καὶ ἡ εἰς ἄρρεν καὶ θῆλυ δημιουργία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Κατὰ τὴ διήγηση τῆς Γραφῆς ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε πρῶτον τὸν ἄνδρα, τὸν Ἀδάμ. Σύντομα ὅμως διαπίστωσε (ἀνθρωποπαθής ἡ ἔκφραση), ὅτι δὲν ἦταν καλὸ νὰ μένει μόνος ὁ πρωτόπλαστος. Ἡ μοναξιὰ βάρυνε, ὡς φαίνεται, καὶ σ’ αὐτὸν ἀκόμα τὸν Παράδεισο! Ὁ Θεὸς ἐπέβαλε ἔκσταση (ἐκοίμισε) τὸν Ἀδάμ, πῆρε μέρος ἀπὸ τὴν πλευρά του καὶ ἐμόρφωσε τὴν Εὕα, τὴν πρώτη γυναίκα, πλάσμα πολὺ ὄμορφο καὶ θελκτικό. Ὁ Ἀδὰμ μόλις τὴν εἶδε συγκινήθηκε καὶ ἔνιωσε ξαφνικὰ νὰ μπαίνει στὸν ὁλοκληρωμένο ρυθμὸ τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς του. Εἶδε καὶ κατενόησε τὴ φύση του στὴ γνήσια καθολική της διάσταση. Ἡ ἀνθρωπομορφικὴ διήγηση τῆς Γραφής390 γύρω ἀπὸ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ διδακτική. Μᾶς διδάσκει ὅτι τὰ δύο φύλα εἶναι θελημένα ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἀλληλοσυνεχόμενα. Τὸ ἕνα βγαίνει ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἀρχικὰ ἡ Εὔα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ στὴ συνέχεια κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς γυναίκας. Τὰ φύλα ἔχουν ἀνάγκη τὸ ἕνα τὸ ἄλλο γιὰ τὴν ψυχοσωματική τους συμπλήρωση καὶ ἀρτίωση. Οἱ ἰδιαιτερότητες τοῦ ἑνὸς ἀναπληρώνουν τυχὸν ἐλλείψεις καὶ ἰδιομορφίες τοῦ ἄλλου. Ἔτσι δημιουργεῖται μία ἁρμονικὴ ἀλληλοσυμπληρωτικὴ ἕνωση, στὴν ὁποίαν ἡ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου ἀπηχεῖται ὅπως τὴ θέλησε ὁ Θεός. Ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλο, μία βαθιὰ καὶ τέλεια διαπροσωπικὴ σχέση, αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἡ ἕνωση αὐτὴ εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, γίνεται ἕνωση μυστηριακή, στὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Οἱ σύζυγοι λαμβάνουν δύναμη νὰ κατανοήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, νὰ μοιράζονται ἰσότιμα τὰ βάρη τοῦ γαμικοῦ ζυγοῦ, νὰ βοηθᾶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ οἱ δύο μαζὶ νὰ μάχονται τὶς ἀντιξοότητες τοῦ βίου, νὰ ἀντιμετωπίζουν ἀπὸ κοινοῦ τὰ πολλὰ προβλήματα τῆς συζυγικῆς ζωῆς, νὰ γελᾶνε μαζὶ καὶ νὰ κλαῖνε καὶ μὲ ὁμόνοια καὶ συμψυχία νὰ δουλεύουν, ὥστε νὰ πετύχουν τοὺς ὑψηλοὺς στόχους αὐτοῦ ποὺ τοὺς χάρισε καὶ τοὺς εὐλόγησεν ὁ Θεος 391.

Στὸ γάμο, τέλος, διαιωνίζεται τὸ ἀνθρώπινο γένος μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ὁ γάμος εἶναι ἡ φύτρα τῆς ζωῆς. Σ αὐτὸν γεννῶνται παιδιά, ἄνθρωποι «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» Θεοῦ 392. Ἡ μητρότητα καὶ ἡ πατρότητα εἶναι ὕψιστο λειτούργημα καὶ ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Γεννώντας παιδιὰ ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνδημιουργὸς Θεοῦ. Ἡ παιδοποιία, ὅταν δὲν περιορίζεται στὸ στενὸ βιολογικὸ κύκλο της, ἀλλὰ προχωρεῖ ἐνσυνείδητα στὸ προσωπικὸ πεδίο τοῦ χρέους καὶ τῆς εὐθύνης στὴ διαμόρφωση ἀληθινῶν ἀνθρώπων ἐκεῖ ὅπου πνέει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι κορυφαῖο λειτούργημα, στὸ ἔδαφος τοῦ ὁποίου ἡ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου πετυχαίνει τὶς πλήρεις καὶ ὁλοκληρωμένες διαστάσεις της. Τὸ παιδὶ εἶναι ὑψηλὴ ἀπότιση χρέους πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὸ δημιουργό, ἐνῶ συγχρόνως εἶναι καὶ συνδετικὸς κρίκος μεταξὺ τῶν γονέων, τῶν ὁποίων σφυρηλατεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη. Φυσικὰ ἡ παιδοποιία δὲν ἀκολουθεῖ πάντοτε στὴ γαμικὴ ἕνωση τῶν φύλων. Ὑπάρχουν πολλὰ ἄξια ζευγάρια τὰ ὁποῖα εἶναι ἄκαρπα, δὲν ἔχουν τὴν εὐτυχία νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀπολαύσουν καρπὸν ἀπὸ τὰ σπλάχνα τους. Αὐτὸ βέβαια δὲν ζημιώνει τὴν ὁλοκληρία τοῦ γάμου τους, σκοπὸς τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι μόνον ἡ γέννηση παιδιῶν. Εἶναι φυσικὰ καὶ αὐτὸ ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους τοῦ γάμου σκοπούς, ὄχι ὅμως καὶ ὁ μόνος. Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχουν παιδιά, κι ὡστόσο ὁ γάμος νὰ εἶναι κατὰ πάντα ἄξιος καὶ καλός. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἐπίμεπτον εἶναι νὰ ὑπάρχει μὲν ἡ δυνατότητα γεννήσεως παιδιῶν, κι ὅμως οἱ σύζυγοι ν ἀποφεύγουν ἐγωιστικὰ τὴν πλήρωση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ χρέους, ἁμαρτάνοντας τόσο στὸν Θεὸν ὅσο καὶ στὴ φύση.

Ὁ γάμος, ὡς θεοσύστατος θεσμός, εἶναι καὶ ἀδιάλυτος. Εἶναι ἕνωση ἰσόβια. Ὅπως δὲ ὁ Χριστὸς εἶναι ἀδιάλυτα ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία του, ἔτσι καὶ ἡ γαμικὴ συζυγία εἶναι κοινωνία καὶ σχέση ἀδιάλυτη. Ἡ ἑνότητα τοῦ γάμου ἔχει μεταφυσικὴ μυστηριακὴ θεμελίωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύεται ἡ διάλυσή της. Αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς μὲ τὴ χάρη του ἔδεσε δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ κόβει καὶ νὰ διαλύει393. Μόνον ὁ θάνατος εἶναι ὁ φυσικὸς λύτης τοῦ γάμου. Ἐπειδὴ ὅμως μία τόσο ἰδανικὴ καὶ μεγάλη σύζευξη παρουσιάζει ρωγμὲς στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς, στὴν ὁποίαν πολλὲς φορὲς κυριαρχοῦν πάθη καὶ δημιουργοῦνται καταστάσεις ἀφόρητες, ὁ φύσει ἀδιάλυτος τοῦ γάμου δεσμὸς μπορεῖ, μπροστὰ στὴν ἀδήριτη ἀνάγκη τῶν πραγμάτων, νὰ διαλυθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ. Ὁ Κύριος ὡς λόγον διαζυγίου ἀνεγνώρισε μόνο τὴν πορνεία394, ἡ ὁποία καταστρέφει τὴν πίστη καὶ τὴ βαθιὰ ψυχοσωματικὴ ἑνότητα τῶν συζύγων. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν περίπτωση, ἡ πορνεία συνιστᾶ δικαίωμα μόνον καὶ ὄχι καθῆκον διαλύσεως τοῦ γάμου ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ προσβαλλόμενου μέλους, τὸ ὁποῖο μπορεῖ, ἂν θέλει, νὰ διατηρήσει τὸ γάμο του καὶ μετὰ τὴν προσβολὴ ποὺ τοῦ ἔγινε. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀντίθετα κανένα λόγο διαζυγίου δὲν ἀναγνωρίζει, οὔτε κἄν τὴν πορνεία. Ἐπιτρέπει μόνον τὸν χωρισμὸ τῶν συζύγων ἀπὸ κοίτης καὶ τραπέζης (δηλαδὴ νὰ μὴ κοιμοῦνται καὶ νὰ μὴ τρώγουν μαζί). Ὁ πιστός, τέλος, μπορεῖ νὰ συνάψει καὶ τρίτο γάμο, σὲ καμιὰ ὅμως περίπτωση τέταρτο. Γιὰ τὰ κωλύματα τοῦ γάμου καθὼς καὶ γιὰ τοὺς λόγους διαζυγίου, κάνει λόγο τὸ Κανονικὸ Δίκαιό τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ Προτεστάντες, τέλος, ἀπορρίπτουν –σύμφωνα μὲ τὶς ἐκκλησιολογικὲς τους ἀρχές– τὸ γάμο ὡς μυστήριο ἐκκλησιαστικό. Ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι ἐπινόηση δική τους, ἕνα συμβόλαιο κοινωνικό, τὸ ὁποῖο μὲ ὅση εὐκολία συνάπτεται, μὲ ἄλλη τόση καὶ διαλύεται, πληρουμένων φυσικὰ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νόμου. Ὅμως ἕνα τέτοιο θεσμό, κατάφωρα ξένο πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοση, νὰ υἱοθετεῖ κράτος συμπαγῶς ὀρθόδοξο –ὅπως τὸ δικὸ μας– εἶναι κάτι τὸ ἐντελῶς ἀκατανόητο καὶ ἀπαράδεκτο!

στ) Ἡ ἱερωσύνη.

Ἂν διὰ τοῦ γάμου παρέχονται νέα μέλη στὴν Ἐκκλησία, διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης παρέχονται σ’ αὐτὴν οἱ πνευματικοί της ποιμένες καὶ λειτουργοί. Ἡ παρουσία τῶν κληρικῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀπαραίτητη. Ὅπως κάθε κοινωνία διὰ νὰ λειτουργήσει εὔρυθμα καὶ προαχθεῖ ἔχει ἀνάγκη μιᾶς ἱεραρχικὰ ὀργανωμένης διακυβερνήσεως ἀπὸ πρόσωπα ἱκανά, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὀργανωμένη κοινωνία πνεύματος καὶ ἀγάπης, ἔχει ἀνάγκην εἰδικῆς διαποιμάνσεως καὶ διακυβερνήσεως, τὴν ὁποίαν παρέχει σ’ αὐτὴν ὁ ἱερὸς κλῆρος της. Τοὺς ἱερεῖς ἀναδεικνύει στὸ πνευματικό τους λειτούργημα ἡ χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος στὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Γίνεται δὲ ἡ καθιέρωση αὐτὴ μὲ ἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου (ἐξ οὗ καὶ χειροτονία) καὶ μὲ εὐχή, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ τὸ ὁρατὸ σημεῖο τοῦ μυστηρίου.

Ἔργο τῶν κληρικῶν στὴν Ἐκκλησίαν εἶναι ἡ ἄσκηση τοῦ τρισσοῦ λυτρωτικοῦ ἀξιώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ κήρυγμα καὶ ἡ ὀρθοτόμηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱερουργία τῶν μυστηρίων καὶ ἡ διοίκηση τῶν πιστῶν. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι μυστήριο ἑνιαῖο, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τρεῖς ἱερατικοὺς βαθμούς· τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς διακόνους. Οἱ ἐπίσκοποι συνιστοῦν τὸν ἀνώτατον ἱερατικὸ βαθμό. Καθίστανται στὸ ἀξίωμά τους διὰ χειροτονίας ἀπὸ ἄλλους ἐπισκόπους, τελοῦν ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια, χειροτονοῦν τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς διακόνους καὶ εἶναι φορεῖς κάθε ἐξουσίας, ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς κατὰ τόπους Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἀπαραίτητος ὅρος ὑπάρξεως καθόλου τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πρεσβύτεροι τελοῦν ὅ,τι καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ χειροτονία κληρικῶν, τὸν καθαγιασμὸ τοῦ ἁγίου μύρου καὶ τὰ ἐγκαίνια ναῶν. Οἱ διάκονοι εἶναι βοηθοὶ τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν ἱερέων, πρωτοστατοῦντες στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ οἱ τρεῖς ἱερατικοὶ βαθμοὶ μνημονεύονται στὴν ἁγία Γραφή, συνιστῶντες εἰδικὴ τάξη προσώπων ὑπαρχόντων στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὁ μὲν ἱερατικὸς βαθμὸς τοῦ διακόνου φαίνεται στὴν ἐκλογή, διὰ προσευχῆς καὶ χειροθεσίας (ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων) τῶν ἑπτὰ διακόνων395, τῶν ὁποίων ἔργον ἦταν ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν καὶ παράλληλα ἡ διακονία στὸ κατηχητικὸ καὶ στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Πρεσβυτέρους δὲ στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες χειροτονοῦσαν οἱ Βαρνάβας καὶ Παύλος396. Ἐνῶ ὁ Τιμόθεος στὴν Ἔφεσο καὶ ὁ Τίτος στὴν Κρήτη προήχθησαν στὸ ἐπισκοπικό τους ἀξίωμα διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ Παύλου397.

Τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν δὲν μποροῦν ν’ ἀναπληρώσουν οἱ λαϊκοί. Καὶ ἀληθεύει μὲν ὅτι στὴν Ἐκκλησία, παράλληλα πρὸς τὴν εἰδική, ὑπάρχει καὶ ἡ καθολικὴ ἢ γενικὴ ἱερωσύνη, στὴν ὁποία μετέχουν δυνάμει τοῦ χρίσματός των ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ πιστοί, σύμφωνα μὲ τὴν προσηγορία τῶν πιστῶν, ποὺ μᾶς παρέχουν ἡ Ἀποκάλυψη398 καὶ ἡ Α’ Καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, ὡς «γένους ἐκλεκτοῦ, βασιλείου ἱερατεύματος, ἔθνους ἁγίου»399. Ἡ ἱερωσύνη ὅμως αὐτὴ δὲν ἀντιβαίνει, πολὺ δὲ ὀλιγοτερο δὲν καθιστᾶ περιττὴ τὴν εἰδικὴν ἱερωσύνη, στὴν ὁποίαν ἀναδεικνύονται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἰδικὰ μόνον Πρόσωπα διὰ τῆς χειροτονίας. Ἄλλωστε καὶ στὴν Π. Διαθήκη, ὅπου ἀπαντᾶ διὰ πρώτη φορὰ ἡ ἰδέα τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος»400, ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶχε καὶ τὸ εἰδικὸ ἱερατεῖο του ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀαρών. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι, τόσο ὁ βασιλεὺς Ὀζίας ποὺ τόλμησε νὰ προσφέρει θυσία (ἔργο μονάχα τοῦ ἱερατείου), ὅσο καὶ οἱ ἐκ τῆς φυλῆς Ρουβὴμ καὶ Λευί, ποὺ ἀμφισβήτησαν τὴν ἱερωσύνη τοῦ Ἀαρών, τιμωρήθηκαν παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ μὲν προσβληθεὶς ἀπὸ λέπρα401, οἱ δὲ καταποθέντες ἀπὸ τὴ γῆ402.

Ἡ χορηγουμένη διὰ τοῦ μυστηρίου χάρη εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία πρὸς ἐπιτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων, ἡ ὁποία στοὺς ἀξίως χειροτονουμένους συνοδεύεται ἀπὸ εἰδικὴ βοήθεια πρὸς θεοφιλῆ ἐκτέλεση τῶν ἱερατικῶν λειτουργημάτων καὶ βίον ἱεροπρεπῆ καὶ ἐνάρετο. Διὰ τῆς ἱερατικῆς χάριτος ὁ κληρικὸς ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχειροτονηθεῖ (τὸ μυστήριο δὲν εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο) οὔτε καὶ νὰ ἀποσχηματιστεῖ, ἐπανερχόμενος αὐτοβούλως στὶς τάξεις τῶν λαϊκῶν. Ὁ αὐτοπροαίρετος ἀποσχηματισμὸς συνιστᾶ βαρύτατο ἁμάρτημα 403. Ἀποσχηματισμὸς φυσικὰ ἐπιβάλλεται ὡς ποινὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία σὲ ἱερωμένους ποὺ πέφτουν σὲ βαρύτατα ἁμαρτήματα.

Στὸν ἱερατικὸ κλῆρο ἔχουν δικαίωμα νὰ προσέλθουν μόνον ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι, δηλαδὴ ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ὁρισμένα κωλύματα διὰ τὴν προσέλευση στὴν ἱερωσύνη, μὲ τὰ ὁποία ἀσχολεῖται τὸ Κανονικὸ Δίκαιό της Ἐκκλησίας. Κατὰ θεία διάταξη τῆς τάξεως τῶν κληρικῶν ἀποκλείονται οἱ γυναῖκες404. Στὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ προάγονται μόνον ἄγαμοι405 κληρικοὶ ἢ περιελθόντες εἰς χηρείαν406. Οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι λαμβάνονται ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν ἐγγάμων407. Μετὰ δὲ τὴ χειροτονία ἀπαγορεύεται ὁ γάμος, ὅπως ἀπαγορεύεται καὶ σὲ περίπτωση χηρείας408. Στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀντίθετα εἶναι καθιερωμένος ὁ θεσμὸς τῆς καθολικῆς τοῦ κλήρου ἀγαμίας, πράγμα ποὺ σὲ μία κοινωνία ὅπως ἡ σημερινή, στὴν ὁποίαν ὑπάρχουν τόσες παγίδες καὶ τόσοι πειρασμοὶ γιὰ ὅσους πρέπει νὰ ἐγκρατεύονται, δημιουργεῖ στὴν Ἐκκλησίαν αὐτὴ πολλὰ δυσεπίλυτα προβλήματα ποὺ δυσχεραίνουν σημαντικῶς τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο της.

Τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης ἀπορρίπτεται ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται μόνο τὴν καθολικὴν ἱερωσύνη τῶν πιστῶν. Δὲν ἔχουν ἑπομένως ἱερεῖς (δὲν δέχονται τὴν Εὐχαριστίαν ὡς θυσίαν), ἀλλ’ ἁπλοὺς ποιμένες (πάστορες), τῶν ὁποίων κύριο ἔργο εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντεταλμένοι ὑπάλληλοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος.

Τὸ ἱερατικὸ λειτούργημα εἶναι μέγα. Ὁ πιστὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ προσέλθει στὶς τάξεις του πρέπει νὰ σταθμίσει σοβαρῶς τὸ ζήτημα καὶ νὰ ἐξετάσει ἂν πράγματι εἶναι ἄξιος νὰ περιβληθεῖ τὸ βαρὺ σχῆμα, καὶ ἂν ἀντέχει στὶς βαρύτατες ὑποχρεώσεις ποὺ αὐτὸ συνεπάγεται. Διότι, ἂν μπορεῖ νὰ βοηθήσει τοὺς ἱεροὺς σκοποὺς τῆς Ἐκκλησίας ἕνας σοβαρὸς καὶ ἄξιος κληρικός, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ τοὺς βλάψει ἕνας κακὸς καὶ ἀνάξιος. Ἡ κακοπραγία τῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ ἕνα σημαντικὸ μέρος ὀφείλεται στὴν ἀναξιότητα πολλῶν ἀπὸ τοὺς κληρικούς της, οἱ ὁποῖοι ἐνδύονται τὸ ἱερατικὸ σχῆμα ὄχι διὰ νὰ διακονήσουν, ἀλλὰ διὰ νὰ διακονηθοῦν, νὰ ἐμπορευθοῦν τὴ θεία χάρη, ἔχοντες σὰν πρότυπό τους τὴν ἐλεεινὴ μορφὴ τοῦ Σίμωνος τοῦ Μάγου409• οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὴν ἱερωσύνη ὡς μέσον ὑλικοῦ πορισμοῦ, εἶναι χριστέμποροι καὶ θεοκάπηλοι. Αὐτοὶ ἁμαρτάνουν θανάσιμα, πλήττοντας τὴ συνείδηση τῶν πιστῶν καὶ διασύροντας τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲ τοῦτο ἰσχύει γενικὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἱερωμένους, διὰ τοὺς ἐπισκόπους, μὲ τὸ κοσμικὸ φρόνημα ποὺ τοὺς πνίγει (φυσικὰ ὄχι ὅλους), τὴ δοξομανία καὶ τὴ θήρευση ἀξιωμάτων, τὴ φιλαρχία καὶ τὸ δεσποτικὸ δυναστευτικὸ πνεῦμα τους, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε τὶς σαρκικὲς διαστροφὲς στὶς ὁποῖες λίγοι εὐτυχῶς ἀπ αὐτοὺς ἐπιδίδονται, ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, διότι αὐτοὶ οἱ κακοὶ κληρικοὶ εἶναι τὸ πλέον ἐπικίνδυνο καρκίνωμα στὸν ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό, οἱ δεδηλωμένοι «ἐχθροί» τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κλήθηκαν μὲν νὰ διακονήσουν τὴν ἄμπελον τοῦ Κυρίου, ὅμως στὴν πράξη διακονοῦν τὴ δική τους σάρκα, εἶναι σπορεῖς ζιζανίων στὴ φυτεία τοῦ Θεοῦ, κρημνιστὲς ἐπονείδιστοι τοῦ καθιδρύματος τῆς Ἐκκλησίας!

Ἀντίθετα, ἄξιοι κληρικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ συνδυάζουν στὸ Πρόσωπό τους μόρφωση καὶ ἦθος ἐκκλησιαστικό, θεολογικὴ κατάρτιση καὶ ἁγιότητα βίου410, φρόνημα χριστιανικό, εὐγένεια ψυχῆς, σεμνότητα καὶ καλωσύνη, ταπείνωση καὶ πνεῦμα διακονικῆς θυσίας• οἱ προσεκτικοὶ ἐν γένει κληρικοί, τῶν ὁποίων ὁ βίος εἶναι πρότυπο μιμήσεως διὰ τοὺς πιστούς, οἱ τιμημένοι καὶ ἄδολοι ἐργάτες τοῦ Κυρίου, ποὺ μποροῦν νὰ διακονήσουν καρποφόρα τὴν ὑπόθεση τοῦ Χριστοῦ, ὡς φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖ φαιδρό, τὸ ὁποῖο βλέποντες οἱ ἄνθρωποι δοξάζουν τὸν «Πατέρα αὐτῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»411.

ζ) Τὸ εὐχέλαιον.

Εἶναι τὸ τελευταῖο ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο στὸ ὁποῖον ἡ θεία χάρη παρέχει ψυχοσωματικὴ ἴαση στοὺς πιστούς, δηλαδὴ θεραπεύει κατὰ κύριο λόγο τὰ νοσήματα τοῦ σώματος (τὶς φυσικὲς ἀρρώστιες) καὶ κατὰ δεύτερο λόγο τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς (τὰ ἁμαρτήματα).

Μαρτυρία στὴ Γραφὴ περὶ τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου ἔχουμε τὸ χωρίο τῆς καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου· «Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν, ἀλείψαντες ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ»412. Ὅτι ἐδῶ πρόκειται περὶ πρακτικῆς ὅπου τὴν ἴαση ἐπάγεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἰαματικὴ ἴαση τοῦ ἐλαίου, ὅπως νομίζουν ὅσοι δὲν πιστεύουν στὸ μυστήριο, εἶναι ἀπὸ ὅσα λέγονται φανερὸ (πίστη καὶ προσευχὴ ὡς παράγοντες διὰ τὴν ἴαση).

Τὴν ἀνάγκη τοῦ μυστηρίου ἀπαιτοῦν κατὰ κύριο λόγο οἱ ἀσθένειες τοῦ σώματος, ποὺ τόσο ταλαιπωροῦν τοὺς πιστοὺς καὶ ἐκθέτουν σὲ κίνδυνο τὴ ζωή τους. Ὁ Χριστὸς συνέστησε τὸ μυστήριο τοῦ εὐχελαίου ἀκριβῶς διὰ ν’ ἀντιμετωπίσει μία τόσο δύσκολη στιγμὴ στὴ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας του. Παράλληλα τὸ μυστήριο χορηγεῖ καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν στὶς ψυχὲς τῶν ἀσθενούντων.

Ὁρατὸ σημεῖο τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ χρίση τοῦ ἀσθενοῦντος μὲ ἁγιασμένο ἔλαιο μαζὶ μὲ τὴν εὐχὴ ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας· «Πάτερ ἅγιε, ἰατρὲ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ πέμψας τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, πᾶσαν νόσον ἰώμενον καὶ ἐκ θανάτου λυτρούμενον, ἴασαι καὶ τὸν δοῦλον σου τόνδε ἐκ τῆς περιεχούσης αὐτὸν σωματικῆς ἀσθένειας, καὶ ζωοποίησον αὐτὸν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ σου».

Ἐκ τῶν σκοπῶν τοῦ εὐχελαίου ἡ ἴαση τῶν σωματικῶν νόσων ποὺ εἶναι πρωταρχικὸς στόχος του, δὲν πραγματοποιεῖται πάντοτε, πράγμα ποὺ δημιουργεῖ κάποια ἐρωτηματικά, τόσο περισσότερο ὅσο ἡ θεραπεία τοῦ σώματος δὲν εἶναι κάτι ἀόρατο καὶ μυστικό, ἀλλὰ κάτι τὸ συγκεκριμένο ποὺ ὁ ἄνθρωπος βλέπει καὶ διαπιστώνει ἐξωτερικά. Γιατί νὰ μὴ παρέχεται πάντοτε ἡ ἴαση, ἀφοῦ ἡ χάρη λειτουργεῖ στὸ μυστήριο «ἐξ ἀνάγκης»; Μία πρόχειρη ἀπάντηση ἴσως νὰ μὴν εἶναι εὔκολο νὰ δοθεῖ. Ἐνδεχομένως νὰ πταίει ἡ ἔλλειψη πίστεως τοῦ ἀσθενοῦντος ἢ καὶ τῶν οἰκείων του. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ θέσπιση τοῦ μυστηρίου δὲν ἀπέβλεπε στὴν κατανίκηση ὅλων τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι δραστικὸ μέσο παιδαγωγίας καὶ σωφρονισμοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Οὔτε πάλιν ἀποσκοποῦσε στὴ ματαίωση τοῦ θανάτου, πού, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σωματικῆς νόσου, σφραγίζοντας τὴν πορείαν ἀρρωστημένων βιολογικῶν καταστάσεων. Ἡ ἴαση ὅμως τῶν ἁμαρτιῶν σὲ ὅσους ἀσθενεῖς μετενόησαν εἰλικρινά, οἱ ὁποῖες συχνὰ εἶναι πηγὴ τῶν σωματικῶν νόσων, χορηγεῖται πάντοτε διὰ τῆς εὐχῆς (προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας). Ἰδιαιτέρως συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ ἀσθενὴς δὲν μπορεῖ, λόγῳ τῆς καταστάσεώς του, νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν ἱερέα. Τοῦτο ἔχουσα ὑπόψει της ἡ Ἐκκλησία συνδυάζει τὸ εὐχέλαιο μὲ τὴ μετάνοια, τελοῦσα αὐτὸ καὶ σὲ ὑγιεῖς πιστοὺς ποὺ προετοιμάζονται διὰ τὴ θεία Μετάληψη.

Τελετουργοὶ τοῦ μυστηρίου εἶναι οἱ ἱερεῖς, περισσότεροι τοῦ ἑνός, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἰάκωβος, σὲ περίπτωση δὲ ἀνάγκης καὶ ἕνας μόνος. Χρίονται δὲ ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἀσθενεῖς καὶ ὄχι μόνον οἱ βαρύτατα ἀσθενοῦντες. Τὴν τελευταία πρακτικὴ (χρίση τῶν βαρύτατα ἀσθενούντων) ἀκολουθεῖ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μετεποίησε (πιθανῶς τὸν ΙΒ’ αἰώνα) τὸ εὐχέλαιο σὲ ἔσχατη χρίση καὶ ἐφόδιο τῶν ἀποθνησκόντων, παρὰ τοὺς σαφεῖς λόγους τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἔσχατο ἐφόδιο τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου χορηγεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία.

350. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
351. Ἰω. 3,3.
352. Ματθ. 3,11. Μάρκ. 1,8. Λουκ. 3,16.
353. Μάρκ. 16,16.
354. Ἂν τὰ ἀβάπτιστα νήπια, ἐπειδὴ φέρουν μέσα τους τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, κωλύονται νὰ εἰσέλθουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου ὅτι καὶ βασανίζονται στὴν κόλαση, ὡς στερούμενα προσωπικῶν ἁμαρτημάτων καὶ προσωπικῆς ἐνοχῆς, στοιχεῖα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ βάση κάθε ποινῆς καὶ κολασμοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς λέγει σχετικά· «τοὺς μὴ δυνηθέντας τυχεῖν τοῦ βαπτίσματος διὰ νηπιότητα ἢ διὰ πρόωρον θάνατον μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρὰ τοῦ δικαίου κριτοῦ ὡς ἀσφραγίστους μὲν πονηροὺς δέ, ἀλλὰ παθόντας μᾶλλον τὴν ζημίαν ἢ δράσαντας» (Λόγ. 40,23). Νὰ βρίσκονται, λοιπόν, σὲ ἕνα ἐνδιάμεσο τόπο ἀνάλογο μὲ τὴν ἰδιοτυπία τῆς καταστάσεώς των; Ὁ Θεὸς μόνον γνωρίζει. Θεωρίες πάντως ὅτι τὰ ἀποθανόντα ἀβάπτιστα νήπια μποροῦν νὰ σωθοῦν διὰ τῶν προσευχῶν τῶν γονέων τους, ἢ ἀποκτῶντα συνείδηση μποροῦν νὰ σωθοῦν διὰ τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρὸς τὸ βάπτισμα, εἶναι τὸ λιγότερο ἀφελεῖς [Βλ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Δογματικὴ (1907, σ. 328)].
355. Πράξ. 8,14–17.
356. Πράξ. 19,6.
357. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἠθικὴ τὰ ἁμαρτήματα δὲν εἶναι ὅλα τὰ ἴδια. Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα μικρά, ἐλαφρὰ πταίσματα, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει καὶ ὁ πλέον ἐνάρετος ἄνθρωπος. Αὐτὸ εἶχεν ὑπόψει του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὅταν ἔγραφε• «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (1 Ἰω. 1,8). Ὑπάρχουν δὲ καὶ ἁμαρτήματα μεγάλα (φόνος, πορνεία, ὑπερηφάνεια κ. ἄ.), τὰ ὁποῖα, ἂν παραμείνουν στὴ ψυχὴ χωρὶς ν’ ἀπαλειφθοῦν διὰ τῆς μετανοίας, θὰ τὴν ὁδηγήσουν στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο, ἐξ οὗ καὶ θανάσιμα ὀνομάζονται. Διὰ τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν χάνεται ἡ δικαίωση, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, ὁ ἁμαρτάνων καθίσταται βαρύτατα ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται ἄξιος τῆς αἰώνιας καταδίκης του.
358. Λέγοντες δικαίωση, ἐννοοῦμε τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ τὴν ἄρση τῆς ἐνοχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὴν ἠθικοπνευματικὴ καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ βάπτισμα γίνεται πραγματικὰ δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει τίποτε στὴ φύση του ποὺ νὰ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Πλάστη του, γίνεται τέκνο Θεοῦ ἀγαπητὸ (μὲ τὴν στολὴ τὴν πρώτη καὶ τὸ δακτυλίδι στὸ χέρι του) καὶ στὴν καθαρθεῖσα φύση του λάμπει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὴν προπτωτική της αἴγλη καὶ λαμπρότητα. Ἡ δικαίωση ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀναγέννηση τῆς φύσεως. Ἡ ἄποψη τῶν Διαμαρτυρομένων ὅτι μὲ τὴ δικαίωση δὲν ἀπογίνονται οἱ ἁμαρτίες ποὺ διαπράχθηκαν, ἀλλ’ ἁπλῶς ὁ Θεὸς δὲν καταλογίζει τὴν ἐνοχὴ ποὺ ὀφείλεται σ’ αὐτές, δὲν εἶναι σωστή. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ δικαίωση δὲν εἶναι ἔργο ἀρνητικό, ἄρση ἁπλῆ τῆς ἐνοχῆς, ἀλλὰ παράλληλα –καὶ κυρίως– ἔργο θετικό, πραγματικὴ δικαιοσύνη καὶ ἁγιασμὸς (1 Κορ. 1,30) καὶ ἀνάπλαση τῆς φύσεως.
359. Ἰω. 20,24.
360. Κλασσικὰ παραδείγματα μετανοίας στὴν Ἁγ. Γραφὴ ἔχουμε τὴ μετάνοια τοῦ Δαβὶδ γιὰ τὸ διπλό του ἔγκλημα (φόνο καὶ μοιχεία), τοῦ Πέτρου γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Διδασκάλου, τοῦ Παύλου γιὰ τὸ διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ τελώνου καὶ τοῦ ἀσώτου στὴν ὁμώνυμη παραβολή.
361. Εἶναι ἀναντίρρητο βέβαια ὅτι ὁ πιστὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἐξομολογεῖται στὴν προσευχὴ του τὰ ἁμαρτήματά του καὶ νὰ ζητᾶ ἄφεση αὐτῶν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἄλλωστε τὸ παρήγγειλε• «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν» (Κυριακὴ προσευχή). Αὐτὸ ὅμως σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν καθιστᾶ περιττὴ τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιον τῶν πνευματικῶν τῆς Ἐκκλησίας λειτουργῶν, ποὺ ἀπαιτεῖ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Καὶ τὰ δύο πρέπει νὰ γίνονται παράλληλα καὶ ὄχι τὸ ἕνα σὲ βάρος τοῦ ἄλλου. Τὸ μεγάλο πλεονέκτημα τῆς μυστηριακῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ὅτι μὲ τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ ἁμαρτωλὸς ἔχει ἀπόλυτη βεβαιότητα γιὰ τὴ συγχώρησή του, πράγμα ποὺ τὸν ἀνεβάζει ὄχι μόνον ἠθικὰ ἀλλὰ καὶ ψυχολογικά. Τὴ βεβαιότητα αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀσφαλῶς κατὰ τὴν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας στὸν Θεὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
362. Ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι οἱ ποινὲς ποὺ ὀφείλονται σὲ κάθε ἁμαρτίαν εἶναι δύο· οἱ αἰώνιες καὶ οἱ Πρόσκαιρες. Οἱ αἰώνιες συγχωροῦνται στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας δυνάμει τῆς ἀξιομισθίας τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ· ὄχι ὅμως καὶ οἱ Πρόσκαιρες, τὶς ὁποῖες ὁπωσδήποτε πρέπει ν’ ἀποτίσει ὁ ἁμαρτωλὸς εἴτε ἐδῶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ἤ, ἂν πεθάνει, στὸ καθαρτήριο πῦρ. Σκοπὸς δὲ σὲ κάθε περίπτωση εἶναι ἡ διὰ τῆς ἐκτίσεως τῶν ποινῶν ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης. Τὶς ποινὲς αὐτὲς μπορεῖ νὰ μετριάσει ἢ ὁλοσχερῶς νὰ ἄρει ἡ Ἐκκλησία (ὁ Πάπας). Περιττὸ νὰ σημειώσουμε, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτὴ καὶ ἀντιφατικὴ εἶναι καὶ ἀσύστατη καὶ δι’ ἄλλους μὲν λόγους, κυρίως ὅμως διότι προσβάλλει τὴν ἄπειρη ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία παρουσιάζεται συγχωροῦσα μὲν τὶς αἰώνιες ποινές, νὰ μὴ θέλει ὅμως ἢ νὰ μὴ δύναται νὰ συγχωρήσει τὶς Πρόσκαιρες!
363. Ποιμὴν Ἑρμᾶ, Ἐντ. δ’, ΙΙΙ, 7. ΒΕΠ 3,55• «ἐὰν δὲ ὑπὸ χεῖρα (= προχείρως) ἁμαρτάνη, ἀσύμφορόν ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ τῷ τοιούτῳ· δυσκόλως γὰρ ζήσεται».
364. β .. 12,1.
365. Ματθ. 18,22.
366. Θεοδώρου, Ἱστορία Δογμάτων, Α/2. Ἀθῆναι 1978, σ. 431 κι ἑξῆς.
367. Λουκ. 18,14.
368. Γαλ. 4,6.
369. Ἰω. 6,51–57.
370. Ματθ. 26,26–28. Λουκ. 22,19–20.
371. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς παρατηρεῖ· «Αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ. Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διὰ Πνεύματος ἁγίου ἑαυτῷ, καὶ ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο· καὶ πλέον οὐδὲν γινώσκομεν, ἀλλ’ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής ἐστι, καὶ ἐνεργής, καὶ παντοδύναμος, ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος» (ΡG 94,1144). Στὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι ἐνδεικτικὸς ὁ εὐσεβὴς ἀγνωστικισμὸς τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο μεταβολῆς τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν ὅρο μετουσίωσις, βασισμένο στὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ συμβεβηκότων τῆς Ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, φυσιολογοῦν κατὰ κάποιο τρόπο τὸ ἱερό τῆς πίστεως μυστήριο. Τοῦ ὅρου αὐτοῦ, ἂν καὶ ἐννοιολογικὰ ὀρθοῦ (σημαίνει ὅ,τι καὶ ὁ ὅρος μεταβολὴ) ἡ σχολαστικὴ θεώρηση δημιουργεῖ κάποια ἐπιφύλαξη στοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς Διαμαρτυρομένους εὐθέως ἀπορρίπτεται.
372. Βλ. Α. Θεοδώρου. Ἐν Ἀθήναις, 1967.
373. Οἱ Λουθηρανοί, κατ’ ἐξαίρεση ἀπὸ τοὺς ἄλλους Διαμαρτυρομένους, δέχονται τὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δὲν τὴ δέχονται ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς μεταβολῆς, ἀλλὰ ὡς ἕνα εἶδος ἐναρτισμοῦ. Δηλαδὴ ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν μεταβάλλονται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλὰ «σὺν τῷ ἄρτῳ, ὑπὸ τὸν ἄρτον καὶ ἐν τῷ ἄρτῳ» εἶναι παρὸν στὴν εὐχαριστία τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν γίνεται μετουσίωση, ἀλλ’ ἕνωση, συνύπαρξη τῶν φυσικῶν στοιχείων μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ στὸ χριστολογικὸ μυστήριο ὑπάρχει ἕνωση τῆς θεότητος μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.
374. Γιὰ τὸ δόγμα αὐτό, βλ. Ν. Τζιράκη, Ἡ περὶ Μετουσιώσεως εὐχαριστιακὴ ἔρις. Ἀθῆναι 1977.
375. Οἱ Ἀγγλικανοὶ δέχονται ὀρθῶς τὸ δόγμα τῆς πραγματικῆς προυσίας τοῦ Χριστοῦ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὴν παρουσίαν ὅμως αὐτὴν δέχονται μόνον κατὰ τὴ χρήση, ἐνόςῳ δηλαδὴ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Μετὰ τὴν κοινωνία ἡ παρουσία αὐτὴ καταστρέφεται, τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καὶ οἴνου ἐπανερχομένων στὴν πρὸ τοῦ ἁγιασμοῦ φυσική τους κατάσταση. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἐσφαλμένη. Τὰ τίμια δῶρα, καὶ μετὰ τὴν κοινωνία ὑπὸ τῶν πιστῶν, ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ καὶ ὡς τοιαῦτα φυλάσσονται στοὺς ἱεροὺς ναοὺς (Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων).
376. Ματθ. 16,28.
377. «Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμοῦνται ἱκανοὶ» (1 Κορ. 11,30).
378. Ἰω. 19,34.
379. Βλ. Α. Θεοδώρου, καὶ ἡ ἀποχὴ τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ ἁγίου Ποτηρίου. Ἐν Ἀθήναις 1967.
380. Μόνο κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Β’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ στὴ Ρώμη, ἄρχισε νὰ χαλαρώνεται κάπως ἡ ἀπαγόρευση, ἐπιτρεπομένης τῆς κοινωνίας αἵματος Χριστοῦ σὲ ὁρισμένα μέλη τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
381. Ἰω. 6,53.
382. Ἰω. 1,29.
383. Ἑβρ. 13,10.
384. Βλ. Χρ. Ἀνδρούτσου, Δογματικὴ (1907), σ. 369.
385. «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22,19).
386. «Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς λέγων. Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν» (Γέν. 1,28).
387. Ἰω. 2,1–11.
388. Ἐφ. 5,32.
389. 1 Κορ. 6,19• «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστε ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς».
390. Γέν. 2,18–25.
391. Μὲ τὴν ἱερότητα τοῦ γάμου βαίνει παράλληλα στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἱερότητα τοῦ θεσμοῦ τῆς ἀγαμίας, στὴν ὁποίαν ἐξυπακούεται ἡ συνάρτηση τῆς παρθενίας, γιατί μπορεῖ κανένας νὰ εἶναι ἄγαμος, ὄχι ὅμως καὶ παρθένος. Ὡς ἀγαμία δὲ ἐννοοῦμεν ἐκείνην, ἡ ὁποία δὲν προέρχεται ἀπὸ ὀλιγωρία ἢ ἀποστροφὴ πρὸς τὸ γάμο, ἢ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία (βιολογικὴ ἀνεπάρκεια κ.λπ.), ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιθυμία πρὸς ἠθικὴ τελείωση καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὴ διακονία τῶν σκοπῶν τῆς θείας βασιλείας. Ἡ στάση αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴ ψυχὴ τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, μεγάλως τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθ. Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τὴ θεωρεῖ ὡς ἰσάγγελη πολιτεία καὶ κλήση ἀνώτερή τοῦ γάμου. Τὴν ἀνωτερότητα αὐτὴ τῆς ἀγαμίας ὑποστηρίζει καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος· «ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων ποιεῖ κρεῖσσον» (1 Κορ. 7,38). Φυσικὰ τὴν οὐράνια κλήση τῆς ἀγαμίας δὲν μποροῦν νὰ ἀναλάβουν οἱ πάντες, «ἀλλ’ οἷς δέδοται» (Ματθ. 19,12). Δηλαδή τὸ δύσκολο αὐτὸ ζυγὸ ἀναλαμβάνουν μόνον ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰδικὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ὑπόλοιποι «οὐ χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον» (αὐτ.), δηλαδὴ δὲν ἀντέχουν στὴ στέρηση τῆς γαμικῆς ὁμιλίας ποὺ εἶναι τόσο ἔντονα ριζωμένη στὴ φύση ἀπὸ τὸ δημιουργό. Ἐν πάσῃ περιπτώσει καὶ οἱ δύο κλήσεις (γάμος καὶ ἀγαμία) εἶναι ἐπαινετὲς καὶ εὐλογημένες ἀπὸ τὸν Θεό, ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ ἔχει σαφῆ συναίσθηση τῶν πραγμάτων, νὰ εἶναι εἰλικρινὴς καὶ τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἐπιτελεῖ στὸ ἀκέραιο τὸ προσωπικὸ χρέος του. Γιὰ τὴν παρθενία εἰδικότερα ὁ πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικὸς καὶ νὰ δοκιμάσει ἑαυτὸν κατὰ πόσον μπορεῖ ν’ ἀντέξει στὴ δύσκολη αὐτὴ κλήση, γιατί ἐνδεχόμενη παλινδρόμησή του μπορεῖ νὰ γίνει ἀφορμὴ πολλῶν κακῶν καὶ σκανδαλισμοῦ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας (περίπτωση ἀγάμων κληρικῶν). Τέλος πρέπει νὰ ποῦμε καὶ τοῦτο, ὅτι ὅσοι ἐνθαρρύνουν παράκαιρα νέους σὲ ἡλικίαν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, διαπνεόμενοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἐγγενῆ στὴ νεότητα, ἐνδύονται τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἁμαρτάνουν βαρύτατα ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅσες περιπτώσεις τὰ Πρόσωπα αὐτὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου βλέποντας ὅτι δὲν ἀντέχουν τὸν τραχύ τῆς ἀγαμίας ζυγό, εἴτε ἀποβάλλουν τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα εἴτε τὸ διατηροῦν μέν, ἀσχημονοῦν ὅμως στὸ ὕψος καὶ τὴν ἱεροπρεπῆ σημασία του.
392. Γέν. 1,26.
393. «…ὥστε οὐκέτι εἰσι δύο, ἀλλὰ σὰρξ μία· ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,5. 6). .ἐντούτοις ὁ Θεὸς «ἐνετείλατο δοῦναι βιβλίον ἀποστασίου καὶ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα» (Ματθ. 19,7), δηλαδὴ ἐπέτρεψε τὴ διάλυση τοῦ γάμου διὰ τὴ σκληροκαρδία τῶν ἀνθρώπων. Δηλαδὴ σὲ περιπτώσεις ποὺ ἡ ἁμαρτία στὸ γάμο εἶναι τόσο κραυγαλέα καὶ μεγάλη, ὥστε νὰ καθιστᾶ τὴ συζυγικὴ συμβίωση ἀδύνατη καὶ νὰ γίνεται πρόξενος πολλῶν δυσαρέστων καταστάσεων (κυρίως σὲ βάρος τῆς γυναίκας), ὁ Θεὸς τὸ ἄλλως ἀδιάλυτο τοῦ γάμου ἐπέτρεψε (στὴν παλαιὰ πάντοτε οἰκονομία) νὰ διαλύεται, διὰ νὰ προστατεύσει τὸ ἀδίκως προσβαλλόμενο μέλος τῆς συζυγικῆς ἑνότητος (τὴ γυναῖκα).
394. Ματθ. 5,32.
395. Πράξ. 6,1–7. Οἱ ἑπτὰ διάκονοι ἦσαν· Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων, Παρμενᾶς καὶ Νικόλαος, προσήλυτος Ἀντιοχεύς.
396. Πράξ. 14,23• «χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ Ἐκκλησίαν».
397. 2 Τιμ. 1,6.
398. Ἀποκ. 20,6.
399. 1 Πέτρ. 2,9.
400. Ἐξ. 19,6.
401. Παραλ. Β’ 26,19.
402. Ἀριθμ. 16,32.
403. Στὶς περιπτώσεις φυσικὰ ἐκεῖνες ποὺ ἕνας κληρικὸς ἄγαμος δὲν ἀντέχει στὸν τραχύ τῆς παρθενίας ζυγὸν καὶ θέλει νὰ ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν, εἶναι προτιμότερο, παρὰ νὰ φλέγεται ὑπερβαλλόντως ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἢ νὰ ἀσεβεῖ εἰς τὸ σχῆμα καὶ νὰ σκανδαλίζει τὸ ποίμνιο μὲ τὴν ἀνάρμοστη διαγωγή του, νὰ ἀποβάλει τὸ σχῆμα του, ἀναλαμβάνοντας τὴν εὐθύνη τῆς πράξεώς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
404. Τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο σήμερα στὸ πλαίσιο τῶν οἰκουμενικῶν θεολογικῶν συζητήσεων μεταξὺ τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν. Στὴν Ὀρθόδοξη καὶ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία κάτι τέτοιο ἀποκλείεται παντελῶς. Ἀντίθετα οἱ Προτεστάντες δὲν ἀντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα, τόσο περισσότερο ὅσο αὐτοὶ δὲν δέχονται τὴν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο. Οἱ λειτουργοί τους εἶναι ἁπλοὶ ὑπάλληλοι τῆς κοινότητος. Ἑπομένως καὶ μία γυναίκα μπορεῖ νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο αὐτό, χωρὶς κανένα πρόβλημα. Τὸ παράδοξο συμβαίνει μὲ τὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, πὰρ ὅλον ὅτι δέχεται τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ἐν τούτοις προβαίνει σὲ χειροτονία γυναικῶν καὶ μάλιστα στὸν ἐπισκοπικὸ βαθμό. Αὐτή της ἡ πρακτικὴ ἀπειλεῖ νὰ δυναμιτίσει τὸ θεολογικὸ διάλογο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη σήμερα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀγγλικανῶν.
405. Ὁ γάμος τῶν ἐπισκόπων δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀσυμβίβαστο πρὸς τὸ ὑψηλὸ ἐκκλησιαστικό τους λειτούργημα. Ἄλλωστε στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὑπῆρχαν καὶ ἔγγαμοι ἐπίσκοποι (ἐκ τῶν Ἀποστόλων ἔγγαμος ἦταν ὁ Πέτρος, ἐκ δὲ τῶν ἐπισκόπων Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ Σπυρίδων Τριμυθοῦντος κ. ἄ.). Ἂν ἦταν ὄντως ἀσυμβίβαστον, ἡ ἀγαμία θὰ ἦταν θεσμὸς ἐπιβεβλημένος σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς κληρικούς, πράγμα ποὺ στὴ δική μας Ἐκκλησία δὲν συμβαίνει. Ἡ ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων θεσπίστηκε γιὰ ἄλλους λόγους. Συγκεκριμένα γιὰ νὰ μένουν τελείως ἀπερίσπαστοι στὴν ὑψηλὴ διακονία τους ἀπὸ βάρη καὶ οἰκογενειακοὺς περισπασμοὺς καὶ παράλληλα γιὰ νὰ ἐκλείψει τὸ θλιβερὸ φαινόμενο τοῦ νεποτισμοῦ, τῆς ἐπεμβάσεως δηλαδὴ τῶν τέκνων τοῦ ἐπισκόπου στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καὶ κυρίως στὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ὁ γάμος εἶναι μυστήριο ἱερὸ καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιβαίνει στὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Ἡ Ἐκκλησία φυσικά, ἂν τοῦτο ὑπαγορεύει τὸ πνευματικό της συμφέρον καὶ ἔχει ἐν τῷ μεταξὺ ὡριμάσει ἡ ἰδέα στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ, μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει –προαιρετικὰ ἔστω– τὸ γάμο τῶν ἐπισκόπων της. Τοῦτο τουλάχιστον θὰ ἦρε –κατὰ τεκμήριο βέβαια– τὰ ὡρισμένα σκάνδαλα ὁρισμένων ἀγάμων κληρικῶν της, τὰ ὁποῖα ἐπιφέρουν καταλυτικὸ σάλο στὴ συνείδηση τοῦ ποιμνίου, διασύροντα τὴν ὑψηλὴ περιωπὴ τῆς ἱερωσύνης καὶ παραβλάπτοντα τὰ μέγιστα τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
406. Πρβλ. Μητροφάνους Κριτοπούλου, Ὁμολ. Πίστεως, ια’ (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικά, σ. 541).
407. Ὁ γάμος τῶν κατωτέρων κληρικῶν (πρεσβυτέρων καὶ διακόνων) εἶναι διάταξη πολὺ σοφή, ἂν ἀποβλέψουμε στὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποίαν ἡ ἀγαμία (ἐννοεῖται ὅτι φυλάσσεται ἡ παρθενία) εἶναι γενικὰ σκληρὸς καὶ δυσβάστακτος ζυγός. Μόνον ὅσοι ἔχουν εἰδικὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ (Ματθ. 19,11) μποροῦν νὰ τὸν ἀναλάβουν. Τὴν καθολικὴν ἀγαμία τοῦ κλήρου ἀπέτρεψε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὴν Α’ Οἰκουμ. Σύνοδο. Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς συνέδρους, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ αὐστηρὲς ἀσκητικὲς τάσεις, προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἀγαμία σὲ ὅλους τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς. Ἀντέστη ὅμως σθεναρὰ ὁ ὅσιος Παφνούτιος, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἀσκητής, εἶχε φωτισμένη αἴσθηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τῶν ἀναγκῶν της. Ἡ ἀντίδραση τοῦ ἁγίου ἀπέτρεψε τὰ σχέδια τῶν αὐστηρῶν συνέδρων καὶ ἔσωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ἕνα θανάσιμο κίνδυνο.
408. Κανὼν 6 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου.
409. Ὁ Σίμων ὁ Μάγος ὑπῆρξε μία πολὺ τραγικὴ μορφὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Εἶχε μεγάλη μόρφωση. Ἀσκώντας τὶς μαγικὲς τέχνες, ἀπέκτησε μεγάλην ἐπιρροὴ στὴ Σαμάρεια, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας τὸν ἀποκαλοῦσαν «δύναμιν Θεοῦ τὴν μεγάλην». Σίμων εἶχε δεχτεῖ τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, ὄχι γιατί ἀληθινὰ πίστευε, ἀλλ’ ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι. Τὰ πραγματικά του αἰσθήματα δὲν ἄργησε νὰ φανερώσει στὴ Σαμάρεια, ὅπου εἶχαν μεταβεῖ οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης γιὰ νὰ μεταδώσουν Πνεῦμα ἅγιο στοὺς βαπτισθέντας ἀδελφούς. Ὅταν εἶδε τὴ μετάδοση τοῦ Πνεύματος ὁ Σίμων συγκινήθηκε καὶ Πρόσφερε στοὺς Ἀποστόλους χρήματα γιὰ νὰ ἐκχωρήσουν καὶ σ’ αὐτὸν τὴν δύναμη νὰ παρέχει Πνεῦμα ἅγιον. Ὁ Πέτρος τὸν ἐπετίμησε σκληρά· αὐτὸς δὲ ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία, ἐπανελθὼν στὶς μαγικὲς τέχνες του, γιὰ νὰ βρεῖ ἄδοξο θάνατο στὴ Ρώμη (Πράξ. 8,9–23. Βλ. Α. Θεοδώρου, Ἱστορία Δογμάτων, Α/1, σ. 340 ἑξ). Ἡ ἀπόπειρα τοῦ Σίμωνα νὰ ἀγοράσει μὲ χρήματα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καλεῖται (ἀπὸ τὸ ὄνομά του) «σιμωνία», καὶ ἀποτελεῖ βαρύτατο ἁμάρτημα, ποὺ χαρακτηρίζει ὅσους κληρικοὺς ἔχουν τὰ ἴδια φρονήματα καὶ ἀσκοῦν τὶς ἴδιες πρακτικὲς μὲ τὸ δολερὸ Μάγο! Ἡ σιμωνία τιμωρεῖται αὐστηρότατα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
410. Τὶς ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ κληρικοὶ καθὼς καὶ τὶς κακίες ποὺ πρέπει ν ἀποφεύγουν ὡραιότατα περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν Α’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ του (3,1–13).
411. Ματθ. 5,16.
412. Ἰακ. 5,14. 15.