Η φιληδονία-Ανάλυση και θεραπεία κατά τους Αγ.Πατέρες

π.Ιεροθέου Μητροπολίτου Ναυπάκτου


Εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά τους σημερινούς ανθρώπους και γενικά την κοινωνία, θα δούμε αμέσως ότι κυριαρχείται από το πάθος τής φιληδονίας. Η εποχή μας είναι κατ’ εξοχήν φιλήδονος. Και ο άνθρωπος ρέπει διαρκώς προς αυτό το φοβερό πάθος που καταστρέφει όλη τη ζωή και τού στερεί την δυνατότητα να έχει κοινωνία με τον Θεό. Πραγματικά, το πάθος τής φιληδονίας είναι εκείνο που λυμαίνεται το έργο τής σωτηρίας. Μία ψυχή φιλήδονος είναι εντελώς ακατάλληλη να γίνη δοχείο τού Παναγίου Πνεύματος και να αισθανθή μέσα της την παρουσία τού Χριστού.

Το θέμα είναι σπουδαιότατο και στα επόμενα θα αναλύσουμε αυτό το πάθος. Θα δούμε τις εκδηλώσεις του, θα εξετάσουμε τα αίτια από τα οποία προέρχεται και θα επιδιώξουμε να περιγράψουμε τον τρόπο τής απαλλαγής μας και τής ελευθερώσεώς μας από αυτό.

Κατ’ αρχάς πρέπει να λεχθή ότι η φιληδονία είναι από τα κεντρικά αίτια πάσης ανωμαλίας στον πνευματικό και σωματικό οργανισμό. Από αυτήν προέρχονται όλες οι κακίες και εφορμούν στην ψυχή και στο σώμα όλα τα πάθη. ο όσιος Θεόδωρος, επίσκοπος Εδέσσης, διδάσκει ότι τρία είναι τα γενικά πάθη δια τών οποίων γεννώνται όλα τα άλλα.

 Τα τρία αυτά πάθη είναι η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία. Από αυτά γεννώνται άλλα πνεύματα πονηρίας και στην συνέχεια “εξ εκείνων πολύς γεννάται εσμός παθών και είδη ποικιλοτρόπου κακίας”. Και επειδή η αγάπη προς το χρήμα και την δόξα κρύβει πολλή ηδονή για το χρήμα και την δόξα, γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι η φιληδονία είναι εκείνη που γεννά όλα τα άλλα πάθη. Αυτή είναι η αιτία τής διαστροφής τών δυνάμεων τής ψυχής.
Το ίδιο υπογραμμίζει και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. “Ρίζα τούτων πάντων τών παθών, και ως αν είποι τις πρωταίτιαι φιληδονία, φιλοδοξία και φιλαργυρία, αφ’ ων αποκτάται παν κακόν”. Έτσι, όποιος θέλει να ελευθερωθή από τα πάθη, στην πραγματικότητα όποιος θέλει να μεταμορφώση τα πάθη, αυτός πρέπει να αγωνισθή πρωτίστως εναντίον τού πάθους τής φιληδονίας, που είναι το κεντρικότερο από όλα τα άλλα. Η ηδονή είναι η κινητήρια δύναμη που κατευθύνει την ψυχή. Ανάλογα με την ποιότητα τής ηδονής πορεύεται και η ψυχή ή παρά φύσιν ή υπέρ φύσιν. Αν ακόμη σκεφθούμε ότι η ηδονή είναι εκείνη που αιχμαλωτίζει τον νου τότε μπορούμε να καταλάβουμε την μεγάλη σημασία που διαδραματίζει στην σωτηρία μας.

Ονόματα και προσδιορισμοί

Μελετώντας τα ασκητικά συγγράμματα τών αγίων Πατέρων, μπορούμε να συναντήσουμε διάφορα ονόματα, που χαρακτηρίζουν το πάθος αυτό, όπως ηδονή, φιληδονία, ηδυπάθεια, ηδύτης. Και ηδονή σημαίνει την ευχαρίστηση, την απόλαυση που αισθάνεται ο άνθρωπος από την βίωση ενός πράγματος, μιας ιδέας κλπ. Η φιληδονία είναι η αγάπη την οποία αισθανόμαστε γι’ αυτήν την πράξη και κατ’ επέκταση για το αντικείμενο ή την ιδέα που προκαλούν αυτήν την ευχαρίστηση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την ηδυπάθεια. Η ηδυπάθεια είναι η απόλαυση και η τρυφή κυρίως τής ψυχής. 

Κατά τον Ηλία τον Πρεσβύτερο, “Ηδυπαθής (εστιν) ο την ενέργειαν τής αμαρτίας έχων τού λογισμού”. Η εμπάθεια είναι η πονηρά ύλη τού σώματος, ενώ η ηδυπάθεια είναι η πονηρά ύλη τής ψυχής. “Ύλη πονηρά σώματος εμπάθεια˙ ψυχής δε, ηδυπάθεια” (Ηλίας Πρεσβύτερος). Έτσι, ενώ ο εμπαθής είναι “ο το αμαρτητικόν τού λογισμού βιαιότερον έχων” έστω κι αν δεν αμαρτάνη εξωτερικά, ο ηδυπαθής είναι “ο την ενέργειαν τής αμαρτίας έχων τού λογισμού, καν πάσχη εντός” (Ηλίας Πρεσβύτερος). Με άλλα λόγια η ηδυπάθεια είναι κυρίως η εσωτερική ασθένεια τής ψυχής, που επιθυμεί και πράττει την αμαρτία εσωτερικά.

Γενικότερα, όπως θα λεχθή πιο κάτω, το πάθος τής φιληδονίας, που ενεργεί τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα, είναι η αιτία κάθε αμαρτωλής πράξεως. Ο ηδυπαθής και φιλήδονος ρέπει προς το κακό, λογίζεται διαρκώς το κακό, διαπνέεται και κυριαρχείται από αυτό. Η ψυχή του είναι ακάθαρτη και βρωμερά.

Διαίρεση και λειτουργία τής ηδονής


Οι άγιοι Πατέρες έχουν αναπτύξει την αλήθεια ότι τα πάθη είναι η παρά φύσιν κίνηση τής ψυχής.Επομένως, δεν είναι απλώς κακές δυνάμεις που έχουν εισχωρήσει μέσα στην ψυχή μας και τις οποίες πρέπει να ξερριζώσουμε, αλλά είναι παρά φύσιν (αφύσικες) ενέργειες τής ψυχής. Οι κατά φύσιν (φυσικές) ενέργειες τής ψυχής με την υποκίνηση τού διαβόλου και με την δική μας ελεύθερη συγκατάθεση διαστρέφονται. Το ίδιο μπορεί να λεχθή και για την ηδονή. Η ηδονή, όπως την βιώνουμε εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι, είναι η παρά φύσιν κίνηση τής φυσικής ηδονής.

Για τον άγιο Μάξιμο η ηδονή έχει διπλή σημασία. Ο άγιος Μάξιμος βλέπει την θετική σημασία τής ηδονής στο χωρίο: “ηδονήν γαρ μίαν επίσταται, την τής ψυχής πρόν τον λόγον συμβίωσιν”, την “ούσαν κατά φύσιν τού νου προς τον Θεόν έφεσιν”. Μια τέτοια ηδονή είναι “προς σύστασιν φύσεως αναγκαία” και γι’ αυτό για την απόκτηση τής αρετής είναι “χρήσιμος”.

Τις περισσότερες όμως φορές η ηδονή λειτουργεί με την αρνητική κατάσταση, που είναι παρά φύσιν. Ανάλογα με την ποιότητα, δηλαδή την υγεία ή ασθένεια τής ψυχής, κινείται και η ηδονή, άλλοτε είναι υπέρ φύσιν και άλλοτε παρά φύσιν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Κάποιος τού διηγήθηκε παράδοξο και ακρότατο όρο αγνείας. Βλέποντας κάλλος (μάλλον κάποια όμορφη γυναίκα) εδόξασε τον Δημιουργό και από μόνης τής θέας εκινήθη σε αγάπη Θεού και πηγή δακρύων. Έτσι αυτό που για κάποιον ήταν αιτία βόθρου, γι’ αυτόν έγινε αίτιο στεφάνων. Γράφει χαρακτηριστικά: “κάλλος γαρ τις, θεασάμενος, τον Ποιητήν μεγάλως εξ εκείνου εδόξασε˙ και ην θάμβος ιδέσθαι τον ετέρου βόθρον άλλω στεφάνων αίτιον υπέρ φύσιν γινόμενον”.

Σε άλλο σημείο ο άγιος Μάξιμος, με την διακρίνουσα αυτόν θεολογική οξύνοια και πνευματική υγεία, διδάσκει ότι η φύση δεν έχει από μόνη της τους λόγους τών όσων είναι υπέρ την φύσιν, αλλά ούτε και τους νόμους τών παρά την φύσιν. Λέγοντας τους λόγους τών όσων είναι υπέρ την φύσιν εννοεί “την θείαν και ανεννόητον ηδονήν, ην ποιείν πέφυκεν ο Θεός φύσει, κατά την χάριν τοις αξίοις εννούμενος”. Με άλλα λόγια η θεία ηδονή, η υπέρ φύσιν ηδονή, δεν είναι απλώς φυσική ενέργεια τής ψυχής, αλλά είναι δώρο που δίνει ο Θεός κατά Χάρη στον άνθρωπο με τον οποίο ενώνεται.

Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συνιστά να προσέχουμε επιμελώς μήπως η επελθούσα και αναπτυσσομένη ηδύτητα στην ψυχή “εκ πικρών ιατρών, μάλλον δε επιβούλων δολίως συνεκεράσθη”. Δηλαδή, ηδονή μπορεί να προξενήση στην ψυχή ο Θεός αλλά και ο διάβολος. Και επειδή ο διάβολος εργάζεται με απατηλή πονηρία και πολλές φορές μετασχηματίζεται και “εις άγγελον φωτός”, γι’ αυτό είναι ενδεχόμενο μερικές φορές να προξενήση μία φαινομενική πνευματική ηδονή για να αιχμαλωτίση τον νου τού ανθρώπου και να υποκλέψη την αγάπη του.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να δίνουμε μεγάλη σημασία και στις πνευματικές ηδονές, εφ’ όσον είμαστε κυριευμένοι από τα πάθη, γιατί είναι ενδεχόμενο να γίνουμε αντικείμενα απάτης και διαβολικής αρπαγής. Η ηδονή τού Θεού δεν έχει καμμία εσωτερική ταραχή, ενώ η ηδονή τού διαβόλου, έστω και φαινομενικά αγαθή, εγκρύπτει μια ταραχή.
Ο Αδάμ αιχμαλωτίσθηκε από την ιδέα τής θεώσεως. Αυτή η ιδέα, προσφερομένη υπό τού διαβόλου προξένησε ηδονή. Ήταν όμως απατηλή και τού προξένησε πόνο και οδύνη, πνευματικό και σωματικό θάνατο. Γι’ αυτό λέγεται από τους αγίους Πατέρας ότι “η ψευδής και απατηλή ηδονή” έφερε την πτώση και το θάνατο στον Αδάμ.
Η ηδονή συνδέεται με την οδύνη. Η απόλαυση τής κακής ηδονής, δηλαδή η παρά φύσιν ενέργεια και κίνησή της, δημιούργησε τον πόνο και την λύπη. Έτσι υπάρχει μια στενή σχέση και εξάρτηση ηδονής και οδύνης, ηδυπαθείας και πόνου. Η ηδονή φέρει τον πόνο και η βίωση τού πόνου είναι αναίρεση τής ηδονής. 

Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι, όπως τις μέρες διαδέχονται οι νύχτες και τα καλοκαίρια διαδέχονται οι χειμώνες, έτσι διαδέχονται “κενοδοξίαν και ηδονήν, λύπαι και οδύναι, είτε εν τω παρόντι, είτε εν τω μέλλοντι”. Η απόλαυση τής ηδονής δημιουργεί λύπη και οδύνη, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Όσο κανείς ικανοποιεί την ηδονή του στη ζωή αυτή, τόσο θα πονέση στην άλλη ζωή. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, όπως διδάσκει ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος, μετά την πτώση, στην ψυχή εισήλθε επιθυμία και λύπη και στο σώμα ηδονή και οδύνη. Και ακόμη “αίτιον τής οδύνης η ηδονή” (εστί).

Ελέχθη και προηγουμένως, είναι δε ανάγκη και στο σημείο αυτό να επαναληφθή. Κατά τη διδασκαλία τού αγίου Μαξίμου, “η ηδονή και η οδύνη τη φύσει τής σαρκός ου συνεκτίσθησαν” αλλά τις “επενόησεν” η πάραβαση. Γράφει ο άγιος Μάξιμος χαρακτηριστικά: 

“Δια την επελθούσαν τη φύσει παράλογον ηδονήν ή κατά λόγον επεισήλθεν οδύνη δια πολλών παθημάτων, εν οις και εξ ων ο θάνατος”. Έτσι η παράλογος ηδονή έφερε την κατά λόγον οδύνη με αποτέλεσμα τον θάνατο τού ανθρώπου, τόσο τον πνευματικό όσο και τον σωματικό. Ο πόνος τον οποίον αισθανόμαστε, οι οδύνες κλπ. είναι αποτέλεσμα τής απολαύσεως τής παρά φύσιν και τής παρά λόγον ηδονής. 
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι η ηδονή στον κόσμο τής παραβάσεως, στην μεταπτωτική κατάσταση, η ηδονή στους νομίμους γάμους για την παιδοποιΐα δεν μπορεί να κληθή “θείον δώρον”. “Σαρκικόν γά φύσεως, αλλ’ ου χάριτος το δώρον, καίτοι την φύσιν ο Θεός εποίησεν”.
Καίτοι ο Θεός εποίησε την φύση, εν τούτοις η ηδονή στους ευλογημένους από την Εκκλησία γάμους – αν και δεν είναι κατηγορήσιμη – δεν είναι θείο δώρο, αλλά σαρκικό και φυσικό. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννιέται ο άνθρωπος είναι οι δερμάτινοι χιτώνες, που φόρεσε μετά την πτώση. Ο τρόπος αυτός δεν υπήρχε προ τής πτώσεως τού ανθρώπου. Άρα είναι μεταπτωτικός και όχι προπτωτικός.

Ενώ μία είναι η ηδονή που εμφωλεύει μέσα μας, διακρίνεται σε πολλά είδη. Η ηδονή, λέγει ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος, εγκαθίσταται σε όλα τα μέλη τού σώματος, “ου πάσι δε ωσαύτως παρενοχλούσα φαίνεται”. Δεν παρενοχλεί το ίδιο όλους τους ανθρώπους. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την ψυχή. Σε άλλους ενοχλεί το επιθυμητικό μέρος τής ψυχής, σε άλλους το θυμικό μέρος τής ψυχής και σε άλλους το λογιστικό.

Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να χωρίσουμε την ηδονή σε διάφορες κατηγορίες. Είναι η ηδονή τών σκέψεων, τών συλλογισμών, η ηδονή τής επιθυμίας και η ηδονή τής πραγματοποιήσεως μιας πράξεως. 

Υπάρχουν άνθρωποι που ευχαριστούνται με το να ρεμβάζουν και να διαλογίζονται. Είναι η ηδονή τού λογιστικού μέρους τής ψυχής. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και εκείνοι που αρέσκονται στο να θεολογούν με την λογική και με τον ανθρώπινο στοχασμό. Είναι και αυτό μία ικανοποίηση τού πάθους τής ηδονής, γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι την καθαρά θεολογία προσφέρει στον άθρωπο η ησυχία και η αγνεία. Η στοχαστική μελέτη τών αληθειών τής πίστεως είναι μία έκφραση και βίωση τής ηδονής που υπάρχει μέσα μας. Οι εμπαθείς άνθρωποι, που δεν θέλουν να πράξουν την αμαρτία εξωτερικά, γιατί αυτό απαιτεί η θέση που κατέχουν, βρίσκουν διέξοδο στον θεολογικό στοχασμό που σε τελευταία ανάλυση είναι, όπως ελέχθη, ικανοποίηση τής ηδονής.

Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που αρέσκονται στο να επιθυμούν μία πράξη, δεν θέλουν όμως για διάφορους λόγους να την πραγματοποιήσουν. Αυτή η ηδονή ερεθίζει όλες τις ενέργειες τής ψυχής. Εξωτερικά ο άνθρωπος αυτός είναι ηθικός, εσωτερικά όμως είναι ανήθικος!Η ικανοποίηση αυτού τού είδους τής ηδονής δεν αφήνει τον άνθρωπο να έχη καθαρή πνευματική ζωή. Ακόμη και αν προσεύχεται, και αν εξομολογήται, και τότε δεν ανοίγεται, αλλά μάλλον ικανοποιεί την ηδονή του.

Γι’ αυτό στη διδασκαλία τών αγίων Πατέρων βρίσκουμε την αλήθεια ότι η προσευχή πρέπει να συνδέεται με όλη την ασκητική διδασκαλία τής Εκκλησίας, διαφορετικά δεν βοηθά τον άνθρωπο να καθαρισθή εσωτερικά. Επίσης, άνθρωποι που διακατέχονται και διαποτίζονται από αυτήν την εσωτερική κρυφή φιληδονία δεν μπορούν ποτέ να κάνουν καθαρή εξομολόγηση. Μόνον όταν αποφασίσουν να απαλλαγούν από αυτήν την κρυφή φιληδονία, τότε κάνουν καθαρή εξομολόγηση.

Εάν σκεφθούμε ότι, κατά την διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, στο λογιστικό μέρος τής ψυχήςεδράζονται τα πάθη τής αιρέσεως, τής αθεΐας, τής αχαριστίας κλπ., στο επιθυμητικό μέρος τής ψυχήςυπάρχουν τα πάθη τής πορνείας, τής γαστριμαργίας κλπ. και στο θυμικό μέρος τής ψυχήςαναπτύσσονται τα πάθη τού μίσους, τής οργής, τής μνησικακίας κλπ. αντιλαμβανόμαστε ότι η ηδονή που αναπτύσσεται στο τριμερές τής ψυχής έχει σχέση μεγάλη με αυτά τα πάθη.

Η ηδονή δεν συνδέεται μόνο με την πορνεία και τα λεγόμενα σαρκικά πάθη, αλλά και την αίρεση, το μίσος, την αχαριστία, την μνησικακία, την αθεΐα κλπ. 

 
Είναι πολυκέφαλο θηρίο η ηδονή, γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο πάντοτε να διακριθή. Σε μερικά μεγάλα και χοντρά παραπτώματα είναι εύκολο να διακρίνουμε την ηδονή, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να την διακρίνουμε όταν συνδέεται με το μίσος, την αχαριστία και την αίρεση. Ο άνθρωπος συνήθως ικανοποιεί την ηδονή όταν πολεμά τον Θεό και έχει μίσος εναντίον τού αδελφού του. Εξ άλλου η διάθεση να αποκτήσουμε δόξα και υλικά αγαθά κρύβει μέσα της την ικανοποίηση τής ηδονής. Θέλουμε δόξα, εξουσία, χρήματα για να ικανοποιήσουμε το πάθος τής παρά φύσιν ηδονής.

Όμως η ηδονή δεν είναι μόνον πολυκέφαλο θηρίο, αλλά και ιδιόρρυθμο. Έχει δικές της λειτουργίες που την φανερώνουν, που κάνουν αισθητή την παρουσία της, αλλά και συγχρόνως την αποκρύπτουν. 

Διδάσκει ο άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος, που απεδείχθη διδάσκαλος τής πνευματικής ζωής, αφού ανεκάλυψε όλες τις κρυφές κινήσεις τής ψυχής, “πολλάκις οι περί το φιλήδονον ρέποντες, συμπαθείς και ελεήμονες και ευκατάνυκτοι είναι δοκούσιν”. Οι φιλήδονοι, όσοι ρέπουν στην φιληδονία, πολλές φορές φαίνονται (ή νομίζουν πως είναι) συμπαθείς, ελεήμονες και ευκατάνυκτοι. Είναι φοβερός αυτός ο λόγος τού αγίου Ιωάννου που δείχνει ότι είναι δυνατόν κάτω από φαινομενικές αρετές να κρύπτονται δυσώδη πάθη, κυρίως το πάθος τής φιληδονίας.

Πώς όμως μπορεί να διακρίνη ένας ελεήμων και ευκατάνυκτος ότι έχει το πάθος τής φιληδονίας; Οάγιος Μάρκος ο ασκητής διδάσκει ότι “ο φιλήδονος λυπείται εν ψόγοις και κακοπαθείαις, ο δε φιλόθεος, εν επαίνοις και πλεονεξίαις”. Όταν ο φιλήδονος κατηγορήται και συκοφαντήται, τότε αποβάλλει το ένδυμα τού προβάτου, το ένδυμα τής ευσπλαγχνίας και τής κατανύξεως και μεταβάλλεται σε θηρίο, σε λύκον άρπαγα. Δεν μπορεί ο φιλήδονος να ανεχθή την κακοπάθεια και την κατηγορία, ενώ αντίθετα ο φιλόθεος λυπείται με τους επαίνους και τις πλεονεξίες.

Προέλευση τής ηδονής


Τα όσα παρετέθησαν αποδεικνύουν και την προέλευση τής ηδονής, πώς αναπτύσσεται και ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν. Βέβαια πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη τής ηδονής διαδραματίζει η δική μας ελευθερία. Όταν εμείς ελευθέρως δεχθούμε την προσβολή,όπως διδάσκει όλη η βιβλικοπατερική μας Παράδοση, τότε αλλοιώνονται όλες οι δυνάμεις τής ψυχής και αναπτύσσονται οι παρά φύσιν ηδονές, τόσο οι σωματικές όσο και οι ψυχικές.

Εκείνος που είναι σπορεύς τής ηδονής είναι ο διάβολος. Κατά τον άγιο Μάξιμο, “και ηδονής εστι δια τών εκουσίων παθών σπορεύς ο διάβολος και οδύνης δια τών ακουσίων επαγωγεύς”. Εκούσια πάθη είναι όσα εμείς με την ελευθερία μας διαπράττουμε και ακούσια πάθη είναι η οδύνη και ο πόνος που είναι αποτέλεσμα τής ηδονής και καμμιά φορά είναι ανεξάρτητα από την ηδονή. Έτσι ο διάβολος σπορεύς τής ηδονής και επαγωγεύς τής οδύνης. Αυτός είναι ο πικρός ιατρός που δηλητηριάζει την ψυχή με την ηδύτητα και γίνεται αφορμή για την διάπραξη τής αμαρτίας.

Πέρα όμως απ’ αυτό, οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι “πάσα σωματική ηδονή, εκ προλαβούσης εστιν ανέσεως. Άνεσιν δε γεννά απιστία” (όσιος Μάρκος ασκητής). Κάθε σωματική άνεση, δηλαδή ο ύπνος, το φαγητό, το ποτό, η υπερβολική ανάπαυση, η ικανοποίηση τών αισθήσεων, η υπερβολική και κακή ψυχαγωγία κλπ., όλα αυτά που χαρακτηρίζουν την άνεση και την αποφυγή τής κακοπαθείας γεννούν την ηδονή. Την άνεση δε την γεννά η απιστία. Όταν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στον Θεό, όταν δεν αναμένει την Δευτέρα Του Παρουσία και την αρνείται, τότε πίπτει στην άνεση και την αισθησιακή ζωή. Και από εκεί αρχίζει η ηδονή, που αναπτύσσει περισσότερο την απιστία.

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς τής Κλίμακος, μάς δείχνει και άλλα αίτια από τα οποία προέρχεται η φιληδονία, στα οποία φαίνεται και η “ιδιορρυθμία” της. 

Άλλες φορές, γράφει, η σύμμετρος μελωδία τον θυμόν διαλύει και άλλες φορές η άμετρος και άκαιρος μελωδία “τη φιληδονία συνέρχεται”. Έτσι η φιληδονία προέρχεται και από την άμετρη μελωδία. 
Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες συνιστούν να αποφεύγουμε κάθε τι το οποίο αναπτύσσει μέσα μας το πάθος τής φιληδονίας, έστω κι αν είναι φαινομενικά καλό, όπως η ψαλμωδία. 
Ο άγιος Ιωάννης συνιστά: “τους ουν καιρούς κανονίζοντες ούτω ταύτη χρησώμεθα”. Χρειάζεται εγκράτεια και στην ψαλμωδία, γιατί σε περίπτωση αμετρίας ερεθίζει την φιληδονία. Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος λέγει ότι οι φιλόθεοι κινούνται από τις μελωδίες και τα άσματα “εις ιλαρότητα και θείαν αγάπην, και δάκρυα και εκ τών έξωθεν και εκ τών πνευματικών ωδών, οι δε φιλήδονοι τουναντίον”. Έτσι όλα εξαρτώνται από τον διάβολο και την διάθεση τής ψυχής. Ο φιλήδονος ικανοποιεί την φιληδονία του και με τα εκκλησιαστικά άσματα. Απαιτείται ιδιαιτέρα προσοχή και στο σημείο αυτό.

Αποτελέσματα τής φιληδονίας

Αφού περιγράψαμε σε τι συνίσταται η φιληδονία και από τι προέρχεται, ερχόμαστε τώρα να δούμε λίγο τι κακό κάνει στη ζωή μας. Ποια είναι τα φρικτά, παραμορφωτικά αποτελέσματα τού πάθους αυτού.

Όλα τα κακά προέρχονται από αυτήν, όπως είδαμε και προηγουμένως. 

Κατά τον όσιο Μάρκο τον ασκητή, η “εμπαθής φιληδονία και αι πολλαί απατώσαι την ψυχήν ηδοναί” είναι “αιτία πάσης κακίας”. Όλα τα πάθη από εκεί έλκουν την καταγωγή τους. 
Η φιληδονία είναι πρόδρομος και πρόγονος κάθε πάθους. “Πάσα αμαρτία δια ηδονήν γίνεται”(όσιος Θαλάσσιος). 
Γιατί είναι γνωστό ότι κάθε λογισμός που έρχεται έχει σκοπό να εξάψη την ηδονή, οπότε η ηδονή αιχμαλωτίζει τον νου τού ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή ο αιχμαλωτισμένος νους άγεται και φέρεται σε κάθε αμαρτία.
 Ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος διδάσκει ότι ο ενάρετος άνθρωπος μπορεί να πράξη το κακό εξ υφ’ αρπαγής, χωρίς να το θέλη ουσιαστικά, “κατά βάθος δε ο φιλήδονος”. Δηλαδή ο φιλήδονος έχει μέσα στο βάθος τής ψυχής του το κακό το οποίο τον ωθεί κάθε φορά στην πραγματοποίηση. Έτσι ο ίδιος καταστρέφει τον εαυτό του: “ο μεν φιλήδονος εαυτόν… λυμαίνεσθαι πέφυκεν” (άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης).
Από την ικανοποίηση τής φιληδονίας έρχεται η λύπη, η οδύνη και ο πόνος. Όπως έχει αναπτυχθή προηγουμένως, στην εν Χάριτι ασκητική τών Πατέρων υπάρχει μια σχέση μεταξύ τής ηδονής και τής οδύνης. Εκείνος ο οποίος υπέρ τού δέοντος απολαμβάνει τις ηδονές, “εκατονταπλασίοις πόνοις αποτίσει την περίσσειαν” (όσιος Μάρκος ασκητής). Έτσι αυτός που στενοχωρείται και υποφέρει πολλά στην ζωή του ή μάλλον λυπείται από τα επερχόμενα κακά, αυτός δείχνει ότι μέσα του υπάρχει το πάθος τής φιληδονίας.

Έπειτα ο λογισμός τού ηδυπαθούς αστατεί επάνω στον ζυγό. Βρίσκεται δηλαδή επάνω σε μια ζυγαριά και εκδηλώνει διαφορετικές καταστάσεις. Ποτέ μεν κλαίει και αποδύρεται δια τας αμαρτίας, ποτέ δε πολεμεί και αντιλέγει τω πλησίον εκδιώκων τας ηδονάς” (όσιος Μάρκος ασκητής). Δηλαδή, άλλοτε ο ηδυπαθής κλαίει, μετανοεί για τις αμαρτίες και άλλοτε επιδιώκει την ικανοποίηση τών ηδονών και γι’ αυτό πολεμεί και αντιλέγει στον πλησίον. Βρισκόμαστε σε μία σχιζοφρενική κατάσταση. Και όταν εκδηλώνει μετάνοια και τότε είναι επιφανειακή. Είναι έτοιμος μετά από λίγο να ικανοποιήση εκείνες τις ηδονές για τις οποίες προηγουμένως μετανοούσε.

Ο φιλήδονος είναι και φιλάργυρος και γενικά φιλοκτήμων. Θέλει να έχη πολλά για να ικανοποιή την ηδονή του. “Ο μεν φιλήδονος αγαπά αργύριον ίνα δι’ αυτού τρυφήση” (άγιος Μάξιμος Ομολογητής). Πραγματικά, για να μπορέση να ικανοποιήση την ηδονή του χρειάζεται υλικά αγαθά, χρήματα. Γι’ αυτό τρέπεται προς την απόκτηση πολλών χρημάτων και κτημάτων.

Η ικανοποίηση τής φιληδονίας, ακόμη δε και η μη ικανοποίησή της, εξάπτει το πάθος τής οργής.Αυτό φαίνεται παραστατικά στην περίοδο τής εφηβείας. Όταν οι έφηβοι θέλουν να πραγματοποιήσουν μια ηδονή και βρίσκουν εμπόδια από το οικογενειακό τους περιβάλλον, αμέσως οργίζονται, εξάπτονται, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα και ήρεμα αυτήν την κατάσταση. Αυτό το ίδιο γίνεται σε όλους μας. Όταν ικανοποιούμε την ηδονή δημιουργείται λύπη και οργή. Όταν δεν μπορούμε να την ικανοποιήσουμε, τότε εξαπτόμαστε. Μάς φταίνε όλα. Το θηρίο τής ηδονής που βρίσκεται μέσα μας ζητά ικανοποίηση, τροφή. Μη ικανοποιούμενο βρυχάται. 

Γι’ αυτό ο αββάς Δωρόθεος διδάσκει: “η οργή γίνεται εξ άλλων αιτιών και μάλιστα εκ τής φιληδονίας”. Έτσι ένας άγιος, όπως λέγει ο αββάς Δωρόθεος, έλεγε “περιαίρω τας ηδονάς, ίνα τας τού θυμού περικόψω προφάσεις”.

Η χρονίζουσα ηδονή πραγματοποιουμένη ή μη πραγματοποιουμένη οδηγεί τον νου στην ακηδία.
 Ακηδία είναι η αδιαφορία, η αμεριμνία τής αιωνίου ζωής. Στην κατάσταση τής ακηδίας ο άνθρωπος δεν θέλει να αγωνισθή για την εφαρμογή τού νόμου τού Θεού, δεν έχει όρεξη για προσευχή, ακόμη δεν έχει διάθεση να εργασθή. Φθάνει ο άνθρωπος στην ακηδία από την φιληδονία. “Ηδονή ή λύπη εγχρονίζων ο νους, τω τής ακηδίας πάθει τάχιστα περιπίπτει” (όσιος Θαλάσσιος). Από την φιληδονία έρχεται η αμέλεια και από την αμέλεια έρχεται η λήθη τού Θεού (όσιος Μάρκος ασκητής). 
Έτσι, παράλληλα με την ακηδία έρχεται και η λήθη, δηλαδή η εκδίωξη τής μνήμης τού Θεού. “Η φιλαυτία και η φιληδονία και η φιλοδοξία εκδιώκουσιν εκ τής ψυχής την τού Θεού μνήμην” (όσιος Θεόδωρος, επίσκοπος Εδέσσης). 
Εφ’ όσον δεν υπάρχει μνήμη Θεού δεν υπάρχει κατοίκηση Θεού μέσα μας. Παύουμε να είμαστε ναός τού Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η φιληδονία είναι λέπρα. Έτσι την χαρακτηρίζει ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής. 
Διδάσκει ότι όταν η ψυχή καλύπτεται από την λέπρα τής φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθή τον φόβο τού Θεού, έστω κι αν καθημερινώς κάποιος τού αναφέρη το φοβερό και δυνατό κριτήριο τού Θεού. Ο άνθρωπος είναι λελεπρωμένος σ’ αυτήν την κατάσταση, εντελώς νεκρός. Δεν μπορεί να έχη καμμιά αίσθηση και φόβο Θεού. Γιατί θεός γι’ αυτόν είναι η ηδονή. Αυτήν λατρεύει καθημερινώς.

Συνέπεια αυτού τού πράγματος είναι ότι ο φιλήδονος αποφεύγει την ησυχία. Δεν μπορεί να μείνει καθόλου μόνος του, δεν μπορεί να ζήση την ησυχία, που είναι “λογισμών επιστήμη”. Τόσο η σωματική ησυχία όσο και η ψυχική είναι ακατανόητη και αδύνατη.

Η πιο φρικτή κατάσταση τού φιληδόνου ανθρώπου εκδηλώνεται κατά τον καιρό τής εξόδου από την ζωή αυτή. 

Η παρούσα ζωή με όλα τα θέλγητρα και τις απολαύσεις έγιναν τροφή τής ψυχής και τού σώματός του. Δεν μπορεί να ζήση χωρίς αυτά. Όταν έρχεται ο καιρός να τα χάση, κατά τον καιρό τής εξόδου, επειδή δεν ανέπτυξε τις πνευματικές ηδονές και δεν ευφράνθηκε στην ζωή αυτή από την γλυκύτητα τής θείας αγάπης, αισθάνεται τρομερή δυσφορία. Επίσης η ψυχή, συνηθισμένη να ικανοποιήται με την ηδονή, ζητά και τότε ικανοποίηση δια τών παθών. Έτσι τα πάθη την ώρα εκείνη και μετά την έξοδο τής ψυχής από το σώμα, μη δυνάμενα να ικανοποιηθούν, πνίγουν στην κυριολεξία την ψυχή. Και εάν τώρα ένας λογισμός είναι δυνατόν να πνίξη την ψυχή, πόσο μάλλον θα συμβή αυτό τότε, όταν όλα τα πάθη θα ζητούν ικανοποίηση. 
Γι’ αυτό ο όσιος Μάρκος ο ασκητής γράφει: “Φιλήδονος καρδία, ειρκτή και άλυσις τη ψυχή εν καιρώ εξόδου γίνεται∙ η δε φιλόπονος, θύρα εστιν ανεωγμένη”.

Γενικά ο φιλήδονος δεν μπορεί να ζήση μέσα του την ζωή τού Θεού. Δικός του θεός είναι η κτίση, την οποία λατρεύει περισσότερο από τον κτίσαντα. Είναι εντελώς αδύνατον να ζήση ο φιλήδονος την ενέργεια τού Θεού. Δεν τον αφήνουν τα πάθη.

 “Ζήσαί σε κατά Θεόν, αδύνατον, φιλήδονον όντα και φιλάργυρον” είπε σε κάποιον ο αββάς Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος. Δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα να συναντήσουμε τον Χριστό, δουλεύοντας στις ηδονές τής σαρκός.
 “Ποία ελπίδι τω Χριστώ απαντήσωμεν, ταις τής σαρκός ηδοναίς μέχρι τού νυν δουλεύοντες;” (όσιος Θαλάσσιος).
 Γι’ αυτό ο άγιος Μάξιμος είναι σαφής και κατηγορηματικός: “Μηδείς σε απατήση, Μοναχέ, ότι ένι σε σωθήναι, ηδονή και κενοδοξία δουλεύοντα”. Αυτός ο λόγος είναι καταπέλτης εναντίον πολλών θεολογούντων που διδάσκουν πολλά και επιπόλαια γύρω από το θέμα τής ηδονής και προσπαθούν να συμβιβάσουν τα εντελώς ασυμβίβαστα πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος που δουλεύει στην ηδονή και την κενοδοξία δεν μπορεί να σωθή.

Η θεραπεία τής φιληδονίας

 Εφ’ όσον η φιληδονία είναι το κεντρικό πάθος από το οποίο προέρχονται όλα τα άλλα πάθη, όλη η κακία, χρειάζεται προς την κατεύθυνση αυτή να στραφή ο άνθρωπος που ποθεί την ελευθερία τού νοός του, την απελευθέρωση από την τυραννία τών παθών τής σαρκός.

 Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι εκείνος που αρχίζει τους αγώνες τής ευσεβείας και είναι εισαγωγικός στον πόλεμο τών παθών “κατά τού πνεύματος τής τής φιληδονίας πάσαν αίρει την μάχην αυτού και δυνατός δια πάσης κακοπαθείας κατ’ αυτού εκστρατεύει”. Δηλαδή αγωνίζεται κυρίως εναντίον τού πάθους τής φιληδονίας. Από την φιληδονία αρχίζει ο αγώνας τής εσωτερικής ελευθερίας.

Δεν χρειάζεται όμως να έχη μόνον την επιθυμία να ελευθερωθή από το πάθος τής φιληδονίας. Απαιτείται συγχρόνως να είναι γνώστης αυτού τού πολέμου. Κάθε πόλεμος έχει τους δικούς του τρόπους. Και ένας κανών τού εσωτερικού αυτού πολέμου είναι ο αγώνας εναντίον τών αιτίων που προκαλούν τα πάθη. Αυτό το ίδιο γίνεται με την φιληδονία. 

Εξετάζουμε από τι προέρχεται, από τι προκαλείται αυτό το πάθος και εναντίον αυτού τού αιτίου στρεφόμαστε. “Εξαλείφεται γαρ τα πεπλημμελημένα, ηνίκα τα αίτια τούτων, δι’ ων ετελεσιουργήθησαν, μεμισηκότες ημείς, κατά αυτών στρατευσώμεθα” (όσιος Θεόγνωστος). Όχι μόνον να αποφύγουμε τα αίτια, αλλά πρέπει να τα μισήσουμε. Αυτό κάνει η αληθινή μετάνοια και από εκεί έρχεται η πραγματική θεραπεία.

Εκτός από την καταπολέμηση τών αιτίων που προκαλούν την ηδονή απαιτείται και βίωση τού πόνου.Έχουμε ήδη αναφέρει ότι στην εν Χάριτι ασκητική τών Πατέρων υπάρχει μια σχέση μεταξύ τής ηδονής και τού πόνου. Η πραγματοποίηση τής ηδονής δημιουργεί τον πόνο και η βίωση τού πόνου αναιρεί την ηδονή. Φυσικά όταν λέμε βίωση τού πόνου εννοούμε τις ακούσιες επιφορές και την εκούσια άσκηση, δηλαδή την αρρώστεια, την στέρηση, τον θάνατο, την εγκράτεια, την νηστεία, την αγρυπνία κλπ.

Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι “τής ηδονής θάνατος εστιν ο πόνος”. Είναι ανάγκη να πονέσουμε, γιατί έτσι θεραπευόμαστε από την ηδονή: “Πάντως πονήσαι δει δια την εμφυρείσαν τη φύσει δια τού προπάτορος ηδονή” (άγιος Μάξιμος). Επίσης ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι πάσα σχεδόν αμαρτία γίνεται δια την ηδονή και η αναίρεσις τής ηδονής γίνεται δια τής κακοπαθείας και τής λύπης. Και όταν μιλά για την κακοπάθεια και την λύπη εννοεί, αφ’ ενός μεν την εκούσια δια τής μετανοίας, αφ’ ετέρου δε την οικονομική επιφορά “δια τής προνοίας τού Θεού επαγομένη”. Η ηδονή θεραπεύεται με την κακοπάθεια, ή την εκούσια, που είναι η μετάνοια, ή την ακούσια, που είναι οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στην ζωή μας. Η μετάνοια, που είναι λύπη κατά Θεόν, αναιρεί την ηδονή. “Ηδονής δε αναίρεσις, ανάστασις υπάρχει ψυχής” (όσιος Θαλάσσιος).

 Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις δυσκολίες στην ζωή μας. Αντιμετωπίζουμε όλα τα επερχόμενα υπό τής θείας Προνοίας δεινά με υπομονή και μακροθυμία, πιστεύοντες ότι έτσι απαλλασόμαστε από το πάθος τής φιληδονίας.
 Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν αρνούμαστε τον πόνο. Γνωρίζουμε ότι ο πόνος είναι στοιχείο αναγεννήσεως. Αυτός εξαλείφει την ηδονή τού παρελθόντος και μάς καθιστά ικανούς να δούμε το πραγματικό καλό τής ψυχής μας. Μόνον που παραγγέλλουν οι άγιοι Πατέρες να έχουμε μεγάλη υπομονή στον αγώνα αυτόν. Η άσκηση χρειάζεται υπομονή και μακροθυμία, “χρονία γαρ φιλοπονία φιληδονίαν εξορίζεται” (όσιος Θαλάσσιος). Η ψυχή πρέπει να είναι φιλόπονος, να αγαπά τον πόνο (=κόπο). Και “υπομονή εστι φιλοπονία ψυχής∙ ένθα δε φιλοπονία, φιληδονία εξώρισται” (όσιος Θαλάσσιος).
Μέσα στην φιλοπονία συγκαταλέγεται και η όλη ασκητική τής ορθοδόξου ευσεβείας, δηλαδή η εγκράτεια, η προσευχή, η νηστεία, η αγρυπνία, η υπακοή κλπ. Ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος διδάσκει ότι καταστρέφεται η εμπάθεια από την ψυχή δια τής νηστείας και τής προσευχής και η ηδυπάθεια δια τής αγρυπνίας και τής σιωπής. Ο όσιος Θαλάσσιος λέγει ότι τις σωματικές και ψυχικές ηδονές ξηραίνει “εγκράτεια μετά υπομονής και αγάπη μετά μακροθυμίας”.

Ο Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι το πνεύμα τής φιληδονίας το καθιστούμε άπρακτο με τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, τις χαμευνίες, τους κόπους τού σώματος και με την εκκοπή τών θελημάτων μας “εν ταπεινώσει ψυχής”. Συγχρόνως το κρατούμε ακίνητο και ανενέργητο με τα δάκρυα τής μετανοίας, άγοντες αυτό στο δεσμωτήριο τής εγκρατείας.

Έτσι λοιπόν, η σωματική και ψυχική άσκηση βοηθούν στο να θεραπευθούμε από το πάθος τής φιληδονίας.
Η καταφρόνηση τών ηδονών γίνεται ή με τον φόβο ή την ελπίδα, ή την γνώση ή την αγάπη στον Θεό (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Δηλαδή, όταν με τον φόβο και την αγάπη προς τον Θεό ή με την υπαρξιακή γνώση τού Θεού, που είναι κοινωνία τού ανθρώπου με τον Θεό, αναπτυχθούν οι εσωτερικές ηδονές, τότε απαλλασσόμεθα από τις εξωτερικές ηδονές. Η ανάπτυξη τών εσωτερικών αισθήσεων προξενεί ελευθερία στην ψυχή. Έτσι στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται διαρκής λόγος για την μεταμόρφωση τών ηδονών. Ο Θεός και η ζωή τού Θεού γεμίζουν την ψυχή μας και δεν την αφήνουν να ζητά την πλήρωσή της στην ηδονή.

Επειδή όλοι μας είμαστε αρχάριοι σε αυτό το πνευματικό άθλημα και αγνοούμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τής ζωής μας ή σε ποιο σημείο να στρέψουμε την προσοχή μας, γι’ αυτό απαιτείται υπακοή σε διακριτικό Γέροντα, ο οποίος θα βλέπη με την προσωπική του πείρα, αλλά και με την Χάρη τού Θεού, τα εμφωλεύοντα μέσα μας πάθη και θα μάς θεραπεύη.

Ο άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος γράφει ότι ευρεθείς σ’ έναν ερημικό τόπο, έξω από ένα κελλί ερημιτών, τους άκουσε να μάχωνται εναντίον κάποιου που δεν ήταν παρών και καταφέρονταν εναντίον του με πίκρα και θυμό σαν να ήταν παρών. Και τότε τους συμβούλευσε να εγκαταλείψουν την έρημο, “ίνα μη εξ ανθρώπων δαίμονες κατασταθώσι”. 

Επίσης, είδε άλλους που ζούσαν σε κοινόβια και ενώ ήταν λάγνοι, εν τούτοις ήταν “φιλάδελφοι και φιλοκαλλιπρόσωποι”, δηλαδή εξωτερικά ήταν ευγενείς, φιλάδελφοι και ευπροσήγοροι. Τους συνεβούλευσε να ακολουθήσουν την ησυχαστική ζωή, “ίνα μη εκ λογικής εις άλογον φύσιν ελεεινώς μεταπέσωσιν”. Δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση οι ερημίτες υπήρχε κίνδυνος να γίνουν δαίμονες, στην δεύτερη περίπτωση να γίνουν άλογα ζώα.

Υπάρχουν όμως και άλλοι που έλεγαν, συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης, ότι πέφτουν και στα δύο κακά, άλλοτε στον θυμό και άλλοτε στην φιληδονία. Τους εμπόδισε να έχουν δικό τους πρόγραμμα και τους συνεβούλευσε να υποτάσσωνται σε διακριτικό Γέροντα και να κάνουν ό,τι εκείνος τους συμβουλεύει. Αυτό δείχνει ότι η φιληδονία είναι ένα πολύ επικίνδυνο πάθος, που εκδηλώνεται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, γι’ αυτό χρειάζεται διαφορετική κάθε φορά αντιμετώπιση. Άλλοτε βοηθά η ησυχία και άλλοτε η κοινοβιακή ζωή. Αυτό μπορεί να το καθορίζη ο διακριτικός και απαθής Γέροντας. Αυτός είναι ο ιατρός, που θεραπεύει ασφαλώς τα έλκη τής ψυχής.

Πάντως χρειάζεται να αποδυθούμε στον αγώνα για την θεραπεία μας από το ελεεινό πάθος τής φιληδονίας, που μάς κλείνει στον κλοιό τού εαυτού μας και δεν μάς αφήνει να δούμε καθαρά τα πράγματα, να ανοιχθούμε στον Θεό. Όντες φιλήδονοι δεν μπορούμε να είμαστε φιλόθεοι. Η φιληδονία είναι αμάρτημα τών ανθρώπων τών εσχάτων ημερών. 

Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τον Τιμόθεο: “Τούτο δε γίνωσκε, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί∙ έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι… φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι”.

Οι φιλήδονοι δεν μπορούν να ζήσουν πνευματική ζωή. Δεν μπορούν να αισθανθούν την γλυκύτητα τής θείας αγάπης. Δεν μπορούν και δεν θέλουν να δουν την ζωή πέρα από τις αισθήσεις. Κλείνονται μέσα στην αγάπη τού εαυτού τους, δεν έχουν καθαρή εξομολόγηση, αλλά, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους, στρέφονται μόνον στην περιφέρεια και ποτέ δεν μπορούν να δουν το βασικό πρόβλημα, γι’ αυτό και δεν βλέπουν καμμιά ωφέλεια. Η φιληδονία είναι βίωση τής Κολάσεως από την ζωή αυτή και οδηγεί στην αφόρητη πικρία και οδύνη τής μελλοντικής Κολάσεως.
Είθε να μάς απαλλάξη ο Κύριος από την τυραννία της.

 
Από το βιβλίο: “Θεραπευτική αγωγή” Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου. Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου τής Θεοτόκου