Ὁ Θεὸς ἐξ ἀρχῆς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Ἠμποροῦσε νὰ δεχθῆ ἢ νὰ ἀρνηθῆ τὴν Ἀγάπη Του. Νὰ κάμη καλὴ ἢ κακὴ χρῆσι τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἀπαγόρευσις τῆς βρώσεως ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ποὺ ἦταν φυτευμένο ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου, τοῦ ἔδιδε αὐτὴ τὴν δυνατότητα. Κατὰ τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο γνῶσις τοῦ ‘καλοῦ’ ἦταν ἡ ὑπακοή, γνῶσις τοῦ ‘κακοῦ’ ἡ ἀνυπακοή. Ἡ τήρησις τῆς ἐντολῆς, ἡ ὑπακοή, θὰ ἐβοηθοῦσε τοὺς πρωτόπλαστους νὰ ἀσκηθοῦν, νὰ ἐθισθοῦν καὶ νὰ στερεωθοῦν στὴν καλὴ χρῆσι τῆς ἐλευθερίας. Νὰ προσανατολίσουν μόνιμα τὴν ἐλευθερία τους στὸν Θεὸ καὶ νὰ ταυτίσουν τὸ θέλημά τους μὲ τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπετύγχαναν τὴν ἕνωσί τους μὲ τὸν Θεό, τὴν θέωσι. Θὰ ἠμποροῦσαν νὰ φάγουν καὶ ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ νὰ γίνουν κατὰ χάριν ἀθάνατοι. Ἡ ἐλευθερία ἦταν θεῖο δῶρο, τὴν ὁποία ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ διατηρῆ καὶ νὰ αὐξάνη μὲ τὴν ἰδικὴ του συνεργεία. Γι’ αὐτὸ ἐδόθη ἡ ἐντολή.
Λέγει ἀρχαῖος ἑρμηνευτὴς ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε τριῶν εἰδῶν δένδρα στὸν ἄνθρωπο. Τὰ κοινὰ δένδρα, γιὰ νὰ ἐξασφαλίση στὸν ἄνθρωπο τὸ ζῆν. Τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, γιὰ νὰ ἐξασφαλίση τὸ εὖ ζῆν καὶ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ ἐξασφαλίση τὸ ἀεὶ ζῆν. Δηλαδὴ ἔδωσε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἔδωσε ἐπίσης τὴν ἐλευθερία, ποὺ καταξιώνεται μὲ τὴν ἄσκησι τῆς ὑπακοῆς καὶ τὴν ἀγάπη. Καὶ τέλος τὴν αἰώνιο ζωή, δηλαδὴ τὴν θεία Ζωή. Τὰ δῶρα αὐτὰ θὰ ἐλάμβανε ὁ ἄνθρωπος σταδιακὰ καὶ ἀναγωγικά, ἀπὸ τὰ κατώτερα στὰ ἀνώτερα, ἀναλόγως μὲ τὴν ἰδικὴ του προαίρεσι καὶ συνεργεία. Ἡ ἀνυπακοὴ τῶν πρωτοπλάστων ὅμως διέκοψε τὴν δυνατότητα μετοχῆς στὰ ἀνώτερα δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἐξόριστος, στὴν ἔρημο τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τὸν Θεό. Ἡ ψυχή του ποὺ δὲν τρέφεται πλέον ἀπὸ τὸν Θεό, ζητεῖ νὰ τραφῆ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μὲ ἕνα ἐμπαθῆ καὶ θανατηφόρο τρόπο
Ἡ ἀντικατάστασις τῆς θεοκεντρικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρική, ἀνατρέπει τὴν τάξι τῆς δημιουργίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζει τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Ἀκολουθεῖ ἡ διάσπασις καὶ ἀποδιοργάνωσις τοῦ κόσμου καὶ τῶν λειτουργιῶν τῆς ζωῆς. Ὁ νοῦς σκοτίζεται. Ἡ θέλησις ἀρρωσταίνει. Ἡ καρδία γίνεται ἐμπαθής. Ἔτσι τὸ κατ’ εἰκόνα ἀμαυρώνεται μὲ ἀκραία συνέπεια τὸν θάνατο. Ἡ ἀνυπακοὴ δὲν ὠδήγησε στὴν θέωσι, ὅπως ἐπίστευσαν οἱ πρωτόπλαστοι παρασυρθέντες ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀλλὰ στὴν νέκρωσι τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία ἀναλύει τὸ δράμα τῆς ἀνυπακοῆς, τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἐξορίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Βασιλεία τῆς Θείας Ἀγάπης. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὔα ἔφεραν στὸν κόσμο τὴν ἀνυπακοὴ καὶ τὸν θάνατο, κάνοντας κακὴ χρῆσι τοῦ δώρου τῆς ἐλευθερίας. Κληροδοτοῦν στὸ ἀνθρώπινο γένος τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὡς κατάστασι ἀρρώστιας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐγωισμοῦ, ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό. «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν τοῦ Ἀδὰμ· οὕτως ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ Ἀδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ’ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες…» κατὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.
Βέβαια δὲν ἔλειψαν οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι ποὺ ἔκαναν καλὴ χρῆσι τῆς ἐλευθερίας προσανατολίζοντάς την πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς ὅμως νὰ ἠμποροῦν νὰ ἐπιτύχουν τὴν θέωσι, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύσις εἶχε θανάσιμα ἀρρωστήσει καὶ δὲν ἠμποροῦσε ἐξ ἰδίων της νὰ ὑγιάνη καὶ νὰ θεωθῆ. Οἱ δίκαιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ἀπετέλεσαν τοὺς κλάδους ἑνὸς εὐλογημένου δένδρου ποὺ στὸ τελευταῖο καὶ ὡραιότερο κλαδί του, τὴν Πανάμωμο Μαρία, ἐξήνθισε τὸ ἄνθος ποὺ εὐωδίασε ὅλο τὸν κόσμο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. «Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας». Ἡ Παρθένος ἔκανε τελεία ὑπακοὴ στὸν Θεό. Τοῦ ἔδωσε ὅλη τὴν ἐλευθερία της, ὡς μία προσφορὰ τελείας ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης. «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1.38). Ἔτσι διώρθωσε τὴν ἀνυπακοὴ τῆς προμήτορος Εὔας. Ἡ Εὔα εἶπε πρώτη τὸ ὄχι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ θέλημά Του γιὰ τὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Παρθένος λέγει πρώτη τὸ ναί. Αὐτὸ τὸ ναὶ περίμενε ὁ Ἐλεήμων Κύριος, ὡς συγκατάθεσι τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄνθρωπου, γιὰ νὰ ἠμπορέση νὰ σαρκωθῆ καὶ νὰ ἀναστήση τὸν «Ἀδὰμ παγγενή».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, διορθώνει τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ πρώτου Ἀδάμ, μὲ τὴν τελεία ὑπακοή του στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σὺ» (Ματθ. 26.39). Ἔτσι ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2.8). Ἡ ὑπακοή, ζωὴ ἡ ἀνυπακοή, θάνατος λέγουν οἱ Πατέρες. Ἡ ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται ζωὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. «Ὥσπερ ὁ Ἀδάμ, θανάτῳ ὑπέπεσεν, οὕτως ὁ Σωτὴρ ὑπακούσας, τὸν θάνατον ἐνέκρωσεν» (Ἅγιος Θαλάσσιος).
Τώρα ἀρχίζει μία νέα γενεὰ μὲ πνευματικὸ γενάρχη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Σκοπὸς τῆς γενεᾶς αὐτῆς εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἐλευθερίας στὸν Θεὸ διὰ τῆς ὑπακοῆς. Ὑπακοῆς ποὺ δὲν γίνεται ἀπὸ ἐξαναγκασμὸ καὶ ὑποχρέωσι, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρωμ. 8.35). Ὅλα τὰ ὑφίσταται ὑπακούων ὁ Ἀπόστολος γιὰ νὰ μὴ χωριστῆ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δείχνει ὅτι περιεχόμενο τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Στὴν νέα αὐτὴ χαριτωμένη κατάστασι, τὰ τέκνα τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀγάπης φθάνουν τὰ ὅρια τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας. Ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἐγωισμό, ἀπὸ τὰ πάθη, ἀπὸ τὸν φόβο, ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀπὸ τὸν θάνατο. Μετὰ ἀπὸ πολλὴ ἄσκησι ὑπακοῆς ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔφθασε στὴν τελεία ἀπάθεια, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία «Ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεόν, ἀλλὰ ἀγαπῶ αὐτόν. Ἡ γὰρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Περιεχόμενο καὶ τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ ἀγάπη.
Στὴν μακάρια αὐτὴ κατάστασι φθάνει ὁ χριστιανὸς μετὰ ἀπὸ πολλὴ βία ποὺ ἀσκεῖ ἑκούσια στὸ ἐγωιστικό του θέλημα, γιὰ νὰ τὸ ὑποτάξη στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. 11,12). Ἡ πεῖρα τῶν Ἁγίων συνοψίζεται στὸ λόγιο, «δῶσε αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα». Μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ποὺ χύνεις καθαρίζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη. Τότε ἠμπορεῖς νὰ δεχθῆς τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (2 Κορ. 3.17).
Ὁ χριστιανὸς ἀγωνιζόμενος συνειδητοποιεῖ ὅτι ἐλευθερία εἶναι νὰ ζῆ στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς σ’ αὐτόν. Γιὰ τὸν ἄπιστο ἡ ἐλευθερία τοποθετεῖται στὸν ἐγωισμό: Εἶμαι ἐλεύθερος ὅταν κάνω ὅτι θέλω. Γιὰ τὸν χριστιανὸ ἡ ἐλευθερία τοποθετεῖται στὴν ἀγάπη καὶ στὸν Θεό: Εἶμαι ἐλεύθερος ὅταν κάνω ὅτι θέλει ὁ Θεός. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης «καὶ τότε μᾶλλον ἔσται τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ θέλημα τὸν ἄνθρωπον ἐνεργεῖν, θέλοντι ἑκουσίως τὸ θέλημα τοῦ δημιουργοῦ». (Ἐπιστολὴ πρὸς Λαυριώτας). Ἡ ἐλευθερία εἶναι χάρις (χάρισμα). Ὁ ἀγὼν τοῦ πιστοῦ γίνεται γιὰ νὰ προσφέρεται στὸν Θεὸ καὶ νὰ συνεργῆ, νὰ δέχεται καὶ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ στὴν θεία Χάρι.
Ἡ ἐλευθερία διὰ τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὸ φαίνεται παράδοξο καὶ ἀντινομικό. Ἀντινομικὸ φαίνεται καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τόσο ὅμως τὸ πρῶτο ὅσο καὶ τὸ δεύτερο, εἶναι ἀληθινὸ ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ἀντινομικό. Μᾶς ἀνάγουν σὲ μία ἄλλη κατάστασι, τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἐὰν δὲν ἦταν ἀντινομικό, θὰ μᾶς ἄφηναν στὴν ἴδια κατάστασι, στὴν ὁποία εὑρισκόμεθα, τοῦ παρόντος αἰῶνος. «Ἐὰν ἐλευθερωθῆ ὁ νοῦς ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ σαββατίση, ἔστιν ἐν ἑτέρῳ αἰῶνι καινῷ, καινὰ λογιζόμενος καὶ ἄφθαρτα» (Ἅγιος Ἠσαΐας Ἀναχωρητής).
Ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀπελεύθερος Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐλευθερώνει ὅσους γίνονται δοῦλοι Του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θελήση νὰ γίνη δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ὑπήκοος στὸν Χριστό, ὁ Χριστὸς τὸν κάνει φίλο Του. Τὸν εἰσάγει στὴν Βασιλεία Του. «Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστε… οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους» (Ἰωάν. 15.14). Στὴν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν, δουλεύουν στὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι γίνονται ἐλεύθεροι. «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος». «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…». Διὰ μέσου αὐτῆς τῆς δουλείας οἱ χριστιανοὶ γίνονται υἱοί της «εὐλογημένης Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Βασιλείας ποὺ ἔχει ὡς περιεχόμενό της τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλευθερία.
Τὴν ἐλευθερία ἀπολαμβάνει ὁ χριστιανὸς ἰδιαίτερα στὴν Θ. Λειτουργία καὶ στὴν Λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὁσιώτατος Γέρων Αὐξέντιος, ἀδελφός τῆς Μονῆς μας ποὺ ἐκοιμήθη τὸν περασμένο Μάρτιο, μᾶς παρακαλοῦσε νὰ μὴ τὸν ἐμποδίζουμε νὰ συμμετέχη στὴν ἐν τῷ ναῷ Λατρεία, ἂν καὶ ἦταν ἐξαντλημένος ἀπὸ τὰ γηρατειὰ καὶ τυφλός. «Στὴν Ἐκκλησία αἰσθάνομαι ἐλευθερία», μᾶς ἔλεγε. Στὴν θεία Λειτουργία καὶ τὴν ἱερὰ Λατρεία ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὴν φθορά, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο, μεταμορφώνονται καὶ ἀφθαρτίζονται. Τὸ «νῦν» γίνεται «ἀεί», γιατί μετέχει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία.
Ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλους τοὺς θεσμοὺς της βοηθεῖ τὰ τέκνα της νὰ ἀναχθοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.
Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι ἐπιβάλλουν ἕνα νομικὸ καθεστὼς στὴν Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις, ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ ἐντολὲς ποὺ ἐκφράζουν τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ τὶς σχέσεις τῶν μελῶν της μεταξὺ των, βοηθοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ζοῦν μὲ ἑνότητα, εὐταξία, ἀγάπη καὶ ἁρμονία. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐκφράζουν τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεανθρώπινου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος ἐνεργεῖ παρὰ τοὺς κανόνας, ἐνεργεῖ ἐγωιστικά, ἀτομικιστικὰ δὲν ὑπακούει στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἐλευθερώνεται. Ὁ ἀτομικισμὸς ἀπορρίπτει τὴν κανονικὴ τάξι τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὴν διαστρέφει, μεταβάλλοντάς την σ’ ἕνα νομικὸ ἀνθρωποκεντρικὸ καθεστὼς (παπισμὸς) ἢ ἕνα ἠθικιστικὸ σύστημα αὐτοδικαιώσεως τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ἄσκησι τῆς ἐλευθερίας διὰ τῆς ὑπερβάσεως τοῦ ἐγωιστικοῦ μας θελήματος μᾶς βοηθεῖ ἐπίσης ἡ ὑπακοὴ στὴν ἐν γένει Παράδοσι καὶ Λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν Ἐκκλησία πιστεύουμε, προσευχόμεθα, ἀσκούμεθα, λατρεύουμε τὸν Θεό, ὄχι ὅπως φαίνεται σὲ μᾶς καλύτερα, ἀλλὰ ὅπως παρελάβαμε ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρας μας. Ἡ εὐσέβεια τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι θεολογική, δηλαδὴ ἐκφράζει τὰ ἀληθῆ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ τύποι τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας ἐκφράζουν τὴν δογματική της διδασκαλία, τὸ καθολικὸ μυστήριο τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀτομικές, μὴ μεταμορφωμένες, συναισθηματικὲς ἢ ἀρρωστημένες καταστάσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν εὐσεβοῦμε ἐκκλησιαστικά, εὐσεβοῦμε ὑπερβαίνοντας τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἔτσι ἀναγόμεθα στὴν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χρῆσις πολυφωνικῆς μουσικῆς καὶ ὀργάνων στὴν Λατρεία, ἡ ζωγραφική τῆς Ἀναγεννήσεως, οἱ ‘ἀτομικὲς προσευχές’, ἡ γονυκλισία τὴν Κυριακὴ καὶ τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς, ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλες σχετικὲς αὐθαιρεσίες, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παρόδοσι καὶ τὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ἀτομικιστικά. Δὲν ἐλευθερώνουν. Δὲν ἀνανεώνουν, ἀλλ’ ἀνατρέπουν τὴν Παράδοσι καὶ νοθεύουν τὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας.
Ἡ ὑπακοὴ ἐπίσης στοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς πνευματικούς μας πατέρες (ἐξομολόγους), βοηθεῖ νὰ ἀναχθοῦμε στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νὰ ὑπακούουν στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, στοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, στὴν Παράδοσι καὶ στοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λαϊκοὶ πρέπει νὰ ὑπακούουν στοὺς Ποιμένες τῶν. Ὅλοι μαζί, ποιμένες καὶ ποιμαινόμενοι πρέπει νὰ ὑπακούουμε στὸν Χριστό, τὴν ἀθάνατο Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι πάντα «ὁ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνῶν», ὁ Δομήτωρ καὶ Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μοναχοί, ἐπιθυμοῦντες καὶ ἀγωνιζόμενοι νὰ ζήσουν μέσα τους τέλεια τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, λαχταροῦν νὰ ἀδειάσουν τελείως ἀπὸ τὸ ἰδικὸ τους ἐγωιστικὸ θέλημα. Ἔτσι ἀποφασίζουν νὰ κάνουν ἀδιάκριτο καὶ τελεία ὑπακοὴ στὸν πνευματικό τους πατέρα, τὸν Γέροντά τους. Ἡ ὑπακοὴ μάλιστα συγκαταλέγεται στὶς τρεῖς μοναχικὲς ὑποσχέσεις στὸν Θεό. Ὑπακοή, παρθενία, ἀκτημοσύνη, ἐκφράζουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωσι τοῦ μοναχοῦ στὸν Θεό. Ἡ καθημερινὴ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ἰσοδυναμεῖ μὲ μαρτύριο. Μὲ πολὺ ἀγώνα ἀσκεῖται διὰ τῆς ὑπακοῆς, ἀκόμη καὶ σὲ λεπτομέρειες ἢ φαινομενικὰ παράλογες ἐντολές, νὰ ἐκκόπτη τελείως τὸ θέλημά του. Ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι ἀφαίρεσις, ἀλλὰ θεραπεία τοῦ ἀρρωστημένου θελήματος, ταύτισις καὶ ὑποταγὴ τοῦ θελήματος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σωτὴρ Χριστὸς εἶχε ἀνθρώπινο θέλημα τέλεια ὑποτεταγμένο στὸ θεῖο θέλημα. Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης παρατηρεῖ εὔστοχα: «Αὐταρέσκεια καὶ θελήματι ἑαυτοῦ ὁ ἐξ ἀρχῆς ἡττήθη βροτός, καὶ τῷ μὴ ὑποταγῆναι τῷ κτίσαντι τούτων ἀθέτησιν εἰσάγει τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ, αὐτεξουσίῳ γνώμῃ τὸ αὐτεξούσιον ἀναιροῦν, καὶ τοῦτο δῶρον προσάγων τῷ δεδωκότι».
Ὁ καλὸς ὑποτακτικὸς θέλει ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Καὶ μαθαίνει νὰ θέλη ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, μαθαίνοντας νὰ θέλη ὅ,τι θέλει ὁ Γέροντας. Στὸ Ἅγιον Ὄρος λέγουν ὅτι ὁ καλὸς ὑποτακτικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔμαθε νὰ λέγη μὲ τὴν καρδιὰ του δύο φράσεις: «Εὐλόγησον» καὶ «νἆναι εὐλογημένο». Ἔτσι ὁ μοναχὸς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ ἀτομικό, ἐγωιστικό του θέλημα καὶ τὰ διάφορα τυραννικὰ πάθη ποὺ πηγάζουν ἀπὸ αὐτό. Ἐλευθερώνεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὑπάρχουν μάλιστα μοναχοὶ ποὺ τραβοῦν κομβοσχοίνι νὰ πεθάνουν, γιατί ἔχουν ἤδη διαβεῖ «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ὁ ἀσκούμενος στὴν ὑπακοὴ μοναχὸς εἶναι ἐπίσης ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἀγωνία, γιατί ἔχει μὲ ταπείνωσι ἐναποθέσει τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Γέροντά του, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στὸ Γεροντικὸ καὶ στὴν καθημερινὴ μοναχικὴ πρᾶξι, διαπιστώνουμε πόσο ἐλεύθερος εἶναι ὁ ὑποτακτικὸς μοναχός.
Οἱ χριστιανοὶ στὸν κόσμο γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ μοναχισμὸς εἶναι φῶς, θέλουν ἐπίσης νὰ σωθοῦν διὰ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος ποὺ προσπαθοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν νὰ ἀσκήσουν μέσα στὶς συνθῆκες καὶ δυνατότητες τοῦ κόσμου. Οἱ γονεῖς π.χ. ποὺ δὲν ἐμποδίζουν τὸ θέλημα υἱοῦ Θεοῦ στὴν γέννησι παιδιῶν, πράγμα ποὺ φανερώνει θυσία καὶ ὑπακοὴ στὸν Θεό, προχωροῦν πολὺ στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Τὸ ἴδιο καὶ ὅσοι σύζυγοι κάνουν ὑπομονὴ στὶς ἀδυναμίες τῶν συζύγων τους, κόβουν τὸ θέλημά τους ἀπὸ ταπείνωσι, καὶ σηκώνουν καρτερικὰ καὶ μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ βάρη τῆς ζωῆς.
Μὲ τὴν ὑπακοὴ ὁ πιστὸς ἀντιπροσφέρει αὐτεξούσια τὸ αὐτεξούσιό του στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δέχεται τὸ δῶρο καὶ χαρίζει στὸν πιστό, ὄχι μόνο τὴν ἀρχικὴ ἐλευθερία (δυνατότητα ἐκλογῆς μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ), ἀλλὰ καὶ τὴν τελικὴ ἐλευθερία ποὺ εἶναι συμμετοχὴ στὸν αἰώνιο Θεῖο Σαββατισμό, στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος:
«Ὑπακοὴ ἐντολῆς, ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν. Ἡ δὲ τῆς ψυχῆς κάθαρσις, φωτὸς ποιεῖ μέθεξιν». Ἅγιος Θαλάσσιος