ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΗΡΩΕΣ

Οι εθνικές επέτειοι μάς θυμίζουν ξεχωριστά ή και καθημερινά πρόσωπα, τα οποία διακρίθηκαν σε μεγάλους εθνικούς αγώνες και έδωσαν τη δυνατότητα στο έθνος μας να ακολουθήσει ελεύθερη πορεία. Μπορεί η σύγχρονη ιστορική προσέγγιση να δίνει έμφαση στα αίτια και την έκβαση των ιστορικών συγκρούσεων, ωστόσο τα πρόσωπα δεν θα πάψουν να συγκινούν τον οιονδήποτε θέλει να δει τον κόσμο από την πλευρά του ανθρώπου και όχι μόνο από την όψη της εξουσίας, της νίκης, της ήττας.

Στην πραγματικότητά μας η νέα γενιά ολοένα και απομακρύνεται από τους εθνικούς μας ήρωες. Ίσως  έρχεται σε κάποια επαφή μαζί τους κατά τις σχολικές γιορτές ή μέσα από κάποιες ταινίες, παρωχημένες, αλλά και τελικά αναντικατάστατες. Όμως αυτοί οι ήρωες δεν εμπνέουν τους νεώτερους, ελλείψει χρόνου και διάθεσης σπουδής στα μηνύματα τα οποία η ζωή των ηρώων προβάλλει, αλλά και εξαιτίας του ότι οι ήρωες μοιάζουν ξεπερασμένοι, καθώς δεν είναι  ντυμένοι με την εικόνα του υπερανθρώπου που συναντάμε στους σύγχρονους ήρωες των διαδικτυακών παιχνιδιών, των κινηματογραφικών ταινιών, των κόμικς και του  παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, το οποίο κερδίζει πολλά από αυτούς.

Αν συγκρίνουμε, για παράδειγμα, τους ήρωες της πρόσφατης κινηματογραφικής τριλογίας Hobbit, τους οποίους χιλιάδες νέοι άνθρωποι στην πατρίδα μας, αλλά και αντίστοιχα τόσοι και περισσότεροι στον υπόλοιπο κόσμο, παρακολούθησαν, με τις μορφές του αγώνα του ’40,  τους στρατηγούς και τους συνταγματάρχες,  τους απλούς στρατιώτες και τις γυναίκες της Πίνδου,  εκείνους που πάλεψαν εναντίον των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, τους Μητροπολίτες που έκρυβαν τους Εβραίους για να τους γλιτώσουν από το ολοκαύτωμα, θα διαπιστώσουμε ότι οι σύγχρονοι ήρωες παλεύουν για την εξουσία, το χρήμα, τη δόξα, τον έρωτα, για να νικήσουν τις δυνάμεις του κακού, όχι όμως για την ελευθερία μιας πατρίδας, ενός τόπου, ενός τρόπου που έχει μέσα του πίστη, αρχές, ανθρώπους, ιστορία, νόημα ζωής. Οι σύγχρονοι ήρωες παλεύουν για τους εαυτούς τους και για λίγους άλλους που είναι οι οικείοι τους, όχι όμως για να νικήσουν την αδικία, την τυραννία, την υποδούλωση του ανθρώπου στην απληστία των Ισχυρών. Χωρίς να αρνείται κάποιος την ανάγκη για νέα αφηγήματα, μοντέρνα, προσαρμοσμένα στο σήμερα, δεν μπορεί παρά  να σημειώσει την αδιαφορία μας για ό,τι διασώζει την ιστορική μας συνέχεια και μπορεί να γεννήσει αξίες που θα μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε τη θέση μας στο σήμερα, να παλέψουμε για μία άλλη ελευθερία, της ανάστασης και της αγάπης!

Αυτήν πρότεινε ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους Έλληνες ποιητές, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο οποίος πολέμησε στον αγώνα του ’40 και πέθανε από τις κακουχίες. Ἐλεγε: «Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη και δεν πιστεύει στην Ανάσταση!».  Αυτός είναι ο δρόμος της Ελλάδας. Σπουδάζοντας την παράδοσή της, τον Χριστό και την Εκκλησία, μη λησμονώντας   την φιλοσοφία και το αρχαιοελληνικό πνεύμα, να προσφέρει στην Ευρώπη της τυραννίας των ισχυρών την Ανάσταση και την Αγάπη! Αυτός ο αληθινός ήρωας παραμένει άγνωστος. Ας αναρωτηθούμε αν αυτό συμβαίνει μόνο διότι το παγκόσμιο σύστημα μάς κατακλύζει με τους δικούς του ήρωες ή επειδή φοβόμαστε ότι  αυτές οι δύο έννοιες θα θέσουν το ερώτημα  της αληθινής μας ταυτότητας και αντίστασης στην αλλοτρίωση των ψυχών μας!

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”, στο φύλλο της 21ης Οκτωβρίου 2015)

ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ

Ένα από τα ζητήματα τα οποία εξακολουθούν να απασχολούν τη θεολογία της Εκκλησίας είναι η φαινομενική αντίθεση μεταξύ πατριωτισμού και οικουμενικότητας. Η Εκκλησία βεβαίως,  ενώ ακολουθεί τη φράση «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14), δε λησμονεί ότι η σωτηρία μας ξεκινά από την πόλη, την κοινωνία, το κράτος του παρόντος. Και ουδείς χριστιανός μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη για κοινωνική μαρτυρία, σύμφωνη με το ήθος της πίστης, στην ιστορία. Αλλιώς η μόνη προοπτική των χριστιανών θα έπρεπε να είναι ένας αναχωρητισμός εκ της ιστορίας και της ζωής. Όμως βλέπουμε ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι οργανωμένη κυρίως ενοριακά, δηλαδή με βάση κοινότητες ανθρώπων οι οποίοι συναντιούνται στη θεία Ευχαριστία και απαρτίζουν το σώμα του Χριστού, ζώντας στην καθημερινότητα του κόσμου. Η Εκκλησία αρνείται την ταύτιση με τον κόσμο, όχι όμως τη διακονία της σ’ αυτόν. Αρνείται να θεωρήσει την πατρίδα ως το παν, χωρίς όμως να αδιαφορεί γι’ αυτήν.

Σήμερα ζούμε από την μία έναν πολιτισμό παγκοσμιοποιημένο, όχι όμως οικουμενικό, και από την άλλη ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τον πατριωτισμό, χωρίς όμως σαφή επίγνωση του τι αληθινά εκφράζει η πατρίδα. Καυχιόμαστε ότι είμαστε Έλληνες, στην πράξη όμως έχουμε ταυτίσει την πατρίδα με το κράτος και γι’ αυτό ολοένα και περισσότερο αρνούμαστε να αγαπήσουμε το ιστορικό νυν, να το διακονήσουμε σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της παράδοσής μας, ενώ στην καθημερινότητά μας ζούμε παγκοσμιοποιημένα. Ενδυμασία, κατοικία, ο τρόπος που γεμίζουμε τον χρόνο μας, ο πολιτισμός της πληροφορίας και της εικόνας, ενίοτε και των στόχων δύσκολα συναντιούνται με τον πατριωτισμό.

Φορείς της αντιφατικότητας οι νέοι. Περιορίζουν  ουσιαστικά τον πατριωτισμό είτε σε μία απέχθεια προς τους ξένους και κυρίως προς όσους είναι μετανάστες και αλλόθρησκοι, είτε σε έναν υπερτονισμό του ιστορικού παρελθόντος που μεταφράζεται σε οργή για το παρόν. Μένουν μόνο οι γιορτές, οι παρελάσεις και οι  αθλητικοί αγώνες, όταν πρωταγωνιστεί η όποια εθνική Ελλάδος, για να «ενωθούμε ελληνικά».

Η Εκκλησία μπορεί  να  δείξει στους νέους ότι ο γνήσιος πατριωτισμός έχει να κάνει με την έγνοια για το σύνολο.  Με την δίψα για ελευθερία από πάθη και μίση. Με τη γνώση   της σοφίας και των λαθών του παρελθόντος. Με την επίγνωση της διαφορετικότητας, όχι όμως ως  επιθετικότητας. Με την αναζήτηση των  βιωμάτων ζωής, που μας κάνουν να ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι αξίζουμε, για να μπορέσουμε να καταθέσουμε τέτοια μαρτυρία στον κόσμο. Αγαπώ την πατρίδα μου δε σημαίνει ότι περιφρονώ τις πατρίδες των άλλων. Δεν την  ταυτίζω με τις αστοχίες και τις παραλείψεις του κράτους. Αγωνίζομαι να προστατέψω την ελευθερία μου, όχι μισώντας, αλλά δίνοντας.

Η οικουμενική  διάσταση της Εκκλησίας προφυλάσσει από στείρους εθνικισμούς, αλλά και από την εγκατάλειψη στην απουσία νοήματος αιωνιότητας που χαρακτηρίζει τον παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό. Οι ενοριακές κοινότητες, η θεία λειτουργία, οι κατηχητικές συνάξεις, η εκμάθηση της γλώσσας και της ιστορίας μας μπορούν να γεννήσουν ήθος στους νέους.  Η Εκκλησία καλείται να κρατήσει ζωντανή τη σύζευξη του ιστορικού με τον εσχατολογικό χρόνο, προσφέροντας τελικά στους νέους τον πατριωτισμό της ελευθερίας, της ταυτότητας, της έγνοιας για τους πολλούς.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια

7 Οκτωβρίου 2015)

Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός