Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015
ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΛΟΓΟ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ είναι εκ φύσεως κοινωνικός και θρησκευτικός.
Η Θρησκεία είναι κοινωνικός και θείος θεσμός.
Το Κράτος είναι θεσμός.
Οι θεσμοί είναι η νομιμοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.
Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι στη χώρα μας η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία είναι «μη νομιμοποιημένη» πηγή εξουσίας, με αποτέλεσμα να στρέφονται εναντίον της. Εχουν λάθος.
Από την άλλη, κανείς δεν περίμενε, έπειτα από τις προηγηθείσες κρίσεις Κράτους-Εκκλησίας, το θέμα να προκύψει εκ νέου, από μία αριστερή κυβέρνηση.
Τα όποια θρησκευτικά ζητήματα έχουν λυθεί αμετάκλητα και με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και έχουν απαντηθεί από την ιστορική πορεία της χώρας μας και το Σύνταγμά μας.
Ταυτόχρονα, η ίδια η πείρα το επιβεβαιώνει ότι σήμερα, όπως και παλαιότερα, ο δήθεν χωρισμός από την Πολιτεία χρησιμοποιείται με τρόπο απειλητικό προς την Εκκλησία.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ότι η πρόταση χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας μορφοποιήθηκε σταδιακά μετά την προτεσταντική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα στις Δυτικές Κοινωνίες.
Η πολιτική θεωρία οραματίστηκε ένα κράτος χωρίς θρησκεία, μια κοινωνία χωρίς Θεό και έναν πολίτη χωρίς θρησκευτική πίστη.
Η Γαλλική Επανάσταση (1789) προέβαλε το όραμα αυτό, ενώ η αθεϊστική ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού αξίωσε την παγκόσμια επικράτησή του, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.
Η πολιτική, συνεπώς, θεωρία απέρριψε την παραδοσιακή διαλεκτική για δύο παράλληλες και ισότιμες εξουσίες (πολιτική και εκκλησιαστική), που είχαν μεν κοινή θεία προέλευση, αλλά και διακριτούς ρόλους.
Η πολιτική θεωρία δεν ήταν πρόθυμη να αναγνωρίσει την παραδοσιακή θέση της Εκκλησίας ως φορέα αυτοτελούς εξουσίας και όχι φυσικά κρατικής ή δημόσιας. Από την άλλη, η Εκκλησία εμμένει στην παραπάνω διαλεκτική, υπερασπίζεται την αυτοτέλεια της δικής της πνευματικής εξουσίας για τη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, εφόσον η πηγή προέλευσής της είναι θεία και όχι η ίδια με της Πολιτείας, που η πολιτική θεωρία την ανάγει στον λαό. Η διαφορετική αυτή θεωρητική προσέγγιση στις προϋποθέσεις των σχέσεών τους προκάλεσε σύγχυση, ιδίως στις προτεσταντικές χώρες της Δύσης.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ, όμως, Ορθόδοξη Εκκλησία, τα πράγματα λειτούργησαν διαφορετικά. Πράγματι, στην ελληνική βυζαντινή πραγματικότητα, η έννοια της φυλετικής καταγωγής, χωρίς να έχει χαθεί τελείως, δεν δημιουργούσε ιδιαίτερη συνείδηση, διότι η πολιτειακή ιδέα και συνείδηση ήταν η Ορθοδοξία, η οποία έγινε πανενωτικός «σύνδεσμος» όλων των Ρωμαίων ορθοδόξων.
Ετσι, στο Βυζάντιο, ο τρόπος σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας ήταν ο της ομοταξίας ή συναλληλίας.
Με το ισχύον Σύνταγμα του 1975 και τις αναθεωρήσεις του καθιερώθηκε ως προς την Εκκλησία το παραπάνω σύστημα (ομοταξίας ή συναλληλίας), το οποίο συμβιβάζεται προς τη συνταγματική ελευθερία του θρησκεύεσθαι και προς φιλελεύθερες ρυθμίσεις για όλες τις γνωστές θρησκείες στη χώρα. Η επιστήμη του Δικαίου, μέσω των κορυφαίων καθηγητών, Αριστόβουλου Μάνεση και Κων/νου Βαβούσκου, με γνωμοδότησή τους, αποφαίνεται ακριβώς το ίδιο.
ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ της Εκκλησίας (ν. 590/77) ρητώς το σύστημα της συναλληλίας καθορίζεται και ερμηνεύονται από τον νομοθέτη οι διατάξεις 3 και 13 του Συντάγματος. Ετσι διατυπώνεται ότι η Εκκλησία «συνεργάζεται» μετά της Πολιτείας σε κοινού ενδιαφέροντος θέματα. Από το σύστημα της συναλληλίας, δηλαδή του αμοιβαίου σεβασμού και της ισοτιμίας, ουδέποτε απομακρύνθηκε η Εκκλησία, παρά τις παρεμβάσεις της Πολιτείας.
Επιπλέον, ουδέποτε αποδεικνύεται από την ιστορική πορεία της χώρας ότι η Εκκλησία υπήρξε εμπόδιο προς την πρόοδο. Ούτε άσκησε ούτε ασκεί ούτε θέλει να ασκήσει δημόσια εξουσία. Οι ρόλοι τους είναι διακριτοί. Τη διάκριση αυτή έκανε ήδη από το 1864 ο καθηγητής Ν. I. Σαρίπολος, πληρεξούσιος στη συνέλευση για το Σύνταγμα τότε, ο οποίος λέγει ότι δεν μπορεί να προκύψει σύγκρουση των δύο θεσμών, διότι οι ρόλοι διακρίνονται.
Το σύστημα της συναλληλίας είναι στην ουσία σύστημα χωρισμού, αφού οι δύο θεσμοί έχουν τα ίδια μέλη, τον ίδιο λαό από κοινού. Υπάρχει χωριστή διοίκηση της Εκκλησίας και χωριστή έννομη τάξη. Δηλαδή, εκκλησιαστική κανονικότητα και πολιτειακή νομιμότητα.
Υπό τον «δήθεν νέο χωρισμό», για τον οποίο συζητάμε, επιδιώκεται ένας «κρυφός διωγμός» της Εκκλησίας, αφού επιδιώκεται αυτή να γίνει ιδιωτικό σωματείο.
ΚΑΤΑΧΩΡΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΩΘΙ επιστημονικές γνώμες του καθηγητού Δημ. Τσάτσου, που επισημαίνει: «Ο απόλυτος, όμως, χωρισμός, δεν διασφαλίζει πάντοτε ούτε την κρατική ουδετερότητα ούτε τη συνακόλουθη θρησκευτική ελευθερία». Οπως σωστά επισημαίνει ο Κ.Hesse, τόσο η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους όσο και η συνακόλουθη θρησκευτική ελευθερία δεν επιτυγχάνονται με έναν στεγνό χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. Οι ίδιοι άνθρωποι είναι μέλη μιας Εκκλησίας ή απλώς μιας πίστης και ταυτόχρονα πολίτες της έννομης τάξης, υπόκεινται δηλαδή τόσο στη νομιμότητα όσο και στην κανονικότητα.
Τέλος, ακόμη και οι Κοινωνικές Επιστήμες αποδέχονται σήμερα τη θεωρία του φονξιοναλισμού, δηλαδή της συλλειτουργίας των κοινωνικών θεσμών, τους οποίους θεωρούν νομιμοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Υπό όλο αυτό το πρίσμα, λοιπόν, της συλλειτουργίας και της συναίνεσης των θεσμών, δεν μπορεί σήμερα να γίνεται λόγος για κάποιο δήθεν «χωρισμό».
Και οι χριστιανοί Ελληνες πολίτες έχουν λόγο για την πορεία αυτού του τόπου.
Εφημερίδα Συντακτών, 21/10/2015 σελ. 13