[…]
Μιὰ ἀπό τίς μείζονες παραφθορές καί ἀλλοιώσεις τοῦ χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ, κατά τόν Χρῆστο Γιανναρᾶ, ἡ ἠθική.
«Ζοῦμε στίς μέρες μας ἕνα γεγονός προοδευτικῆς διαφθορᾶς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Ἠθική, σέ φοβερή ἔκταση. Ἡ Ἠθική διαφθείρει τήν Ἐκκλησία, μεταβάλλει τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας σέ κριτήρια ἐγκόσμια καί συμβατικά, ἀλλοιώνει τό “μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον” σέ ὀρθολογική κοινωνική ἀναγκαιότητα· ἀλλοιώνει καί τήν ἴδια τή δομή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἀποκλειστικά λειτουργική-εὐχαριστιακή, τήν μεταβάλλει σέ θεσμό προστασίας τῆς κοινωνικῆς εὐνομίας καί εὐταξίας» (ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Χ. Γιανναρᾶ).
Κεντρική ἰδέα λοιπόν, ἀντίστοιχα, τῆς θεολογικῆς πρότασης τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τά δεσμά τῆς ἠθικῆς, ἡ ἀποηθικοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ, μιὰ ἰδέα πού γνωρίζει ἔκτοτε τεράστια ἀπήχηση καί υἱοθετεῖται χωρίς δεύτερη σκέψη ἀπό θεολογοῦντες καί μή.
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅλοι τόν ἀντιρρητικό χαρακτήρα αὐτῆς τῆς ἰδέας, τόν πολεμικό στόχο της, πού δέν εἶναι ἄλλος βέβαια ἀπό τήν περιορισμένη καί περιοριστική ἠθική τῶν ὀργανώσεων, τήν ἀσφυκτική καί μνησίκακη. Ὁ ἀντιπαλος, ὅπως ξέρουμε, μᾶς δεσμεύει, ὁ ἐχθρός μᾶς καθορίζει: ὁ Γιανναρᾶς ἔχει τήν ἴδια ἄποψη γιά τήν ἠθική μέ αὐτήν πού ἔχουν οἱ ὀργανώσεις, ἀκριβέστερα μέ αὐτήν πού θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὅτι ἔχουν οἱ ὀργανώσεις, ὅτι δηλαδή ἠθική εἶναι τελικά ἕνα σύστημα κανόνων κοινωνικῆς εὐπρέπειας — μέ τή διαφορά βέβαια ὅτι σέ αὐτήν τήν ἠθική οἱ ὀργανώσεις βάζουν θετικό πρόσημο, ἐνῶ ὁ Γιανναρᾶς ἀρνητικό.
Ἐνῶ τό προσωπικό τραυματικό βίωμα τῶν ὀργανώσεων ὁδηγεῖ τόν Γιανναρᾶ νά ἀναζητήσει ἕναν ἄλλο χριστιανισμό, μία ἄλλη Ἐκκλησία ἤ ἐκκλησιολογία, δέν τόν ὁδηγεῖ ὡστόσο νά ὑποψιαστεῖ ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι πρωτίστως μία ἄλλη ἠθική, ὅτι δηλαδή ἡ ἠθική τῆς Βίβλου καί τῶν χριστιανῶν δέν ταυτίζεται μέ ἐνδυματολογικούς περιορισμούς, ἀλλά εἶναι ἡ ἠθική τῆς εὐθύνης ἔναντι τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, ἡ ἠθική πού ὁρίζει ὡς τόπο συνάντησης τοῦ Θεοῦ τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἡ ἠθική πού ἐπιτάσσει νά γίνω ὁ πλησίον, ἐγώ νά γίνω ὁ πλησίον κάθε ἄγνωστου ξένου, ἰδίως ὅταν αὐτός ἐμπίπτει εἰς τούς ληστάς, ἡ ἠθική τῆς ὀντολογικῆς ταύτισης τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε ξένο καί ἄγνωστο συνάνθρωπο, σύμφωνα μέ τό Ματθ. 25, 31-46. Ὅταν βέβαια συγχέεις τή χριστιανική ἠθική μέ τίς κάθε λογῆς αὐθαίρετες, πειθαναγκαστικές συμβάσεις κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, τότε ἡ ἀποηθικοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ ἀποκτᾶ πράγματι ἀπελευθερωτικό χαρακτήρα.
Ἡ κεντρική αὐτή ἰδέα τῆς θεολογικῆς πρότασης τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ θά διαμορφώσει καί τίς ἐπιμέρους ἰδέες του γιά μία σειρά ἄλλων κρίσιμων θεμάτων, ὅπως εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἄσκησης, τῶν μυστηρίων, τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἴδιας, τῆς σχέσης τῶν χριστιανῶν μέ τόν κόσμο, τήν κοινωνία καί τήν ἱστορία.
Πρώτη συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀποηθικοποίησης τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ ἀποηθικοποίηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀπογύμνωσή της ἀπό κάθε ἠθικό περιεχόμενο. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁπλῶς —πράγμα λίαν ἀνακουφιστικό γιά τόν καθένα μας— ἡ συνολική ὑπαρκτική ἀστοχία καί ἀποτυχία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἁμαρτία εἶναι
«ἡ ἀποτυχία τοῦ προσώπου νά ἀποκατασταθῆ στήν καθολικότητά του (νά συντονιστῆ, σέ ἕνα γεγονός κοινωνίας, μέ τήν ἑνιαία θέληση τῆς καθολικῆς φύσεως), ἡ ἔκπτωσή του σέ ἄτομο, [πού] τό ἀποκόβει καί τό ἀντιθέτει τόσο πρός τήν καθολική φύση ὅσο καί πρός τίς ἀτομικές φύσεις τῶν ἄλλων.
»Ἡ ἐμμονή στήν ἀτομικότητα σημαίνει τήν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι αὐτό πού εἶναι, δηλαδή τήν ἔκπτωση ἀπό τό Εἶναι, ἀπό τήν “κατά φύσιν” ὕπαρξη στήν “παρά φύσιν” ἀτομικότητα, στόν τεμαχισμό τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ ἔκπτωση εἶναι ἁμαρτία, δηλαδή ἀστοχία ὡς πρός τήν αὐθεντική, τήν “κατά φύσιν” ἀνθρώπινη ὕπαρξη» (σελ. 28, ὑπογραμμίζει ὁ συγγραφέας).
Ὁ χριστιανός, ὁ ἄνθρωπος τῆς Βίβλου γενικότερα, εἶναι ἐκεῖνος πού θέτει τόν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί κρίνει διαρκῶς ὅλες τίς σκέψεις καί τίς πράξεις του, μέ μοναδικό κριτήριο ἄν εἶναι σύμφωνες μέ τό λόγο, τίς ἐντολές καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι παρακοή καί ἀθέτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὀδυνηρή ἐκείνη προσωπική ἐμπειρία τῆς προδοσίας τῆς διαθήκης μέ τόν Θεό, δηλαδή τελικά τῆς φιλανθρωπίας του, μία ἐμπειρία πού χαράζει τήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἀποτελεῖ μία γενική ὑπαρκτική συνθήκη, τότε δέν ὑπάρχει πλέον κανένα περιθώριο γιά προσωπικό πνευματικό ἀγώνα, γιά ἠθική προσπάθεια, ὥστε νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἱκανός νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά μένει πιστός στό θέλημά του, δηλαδὴ νά ἀγαπάει μέχρι θυσίας, γιατί ἡ ἀγάπη ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τή συγκεφαλαίωση τῶν ἐντολῶν καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου: «ὁ γάρ ἀγαπῶν τόν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε· τό γάρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καί εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ρωμ. 13, 8-9).
Ὁ Γιανναρᾶς ὡστόσο κάνει πολύ λόγο στήν «Ἐλευθερία τοῦ ἤθους» γιά ἄσκηση, ἐπικαλεῖται τούς ἀσκητικούς πατέρες καί τά συγγράμματά τους. Ναί, ἀλλά ἡ ἄσκηση δέν εἶναι γιά αὐτόν ὁ πόλεμος κατά τῶν παθῶν, ὥστε νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος, νικώντας τόν ἐγωισμό του, νά ζήσει ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἐργαζόμενος τίς ἐντολές καί κυρίως τήν ἐντολή τῶν ἐντολῶν, τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης, ἀλλά εἶναι, γενικά καί ἀόριστα, ἄρνηση τῆς αὐτονομημένης φύσης τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἁμαρτία ὡς ὑπαρκτική ἀστοχία καί συνολική ἀνθρώπινη ἀποτυχία δικαιώνεται τελικά καί καταξιώνεται. Καταξιώνεται, ἀφοῦ μᾶς ἀνοίγει τίς πύλες τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς καθιστᾶ μέλη της. Τί χαρά, τί εὐτυχία πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί μποροῦμε νά γίνουμε, ὡς ἐκ τούτου, μέλη τῆς σωστικῆς κιβωτοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει, θά ἔλεγα, στήν «Ἐλευθερία τοῦ ἤθους» ἕνας μυκτηρισμός τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ αὐτή ὁδηγεῖ μᾶλλον στίς ὀργανώσεις, καί ἕνας ναρκισσισμός, ἀπό τήν ἄλλη, τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ ἐτούτη ὁδηγεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ, μέσα στήν Ἐκκλησία, θά ζήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀληθινή χριστιανική ἠθική, τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας:
«ἡ Ἠθική τῶν Χριστιανῶν εἶναι τό γεγονός τῆς Εὐχαριστίας, μία συλλογικὴ πράξη ἑνότητας καί κοινωνίας» (σελ. 72).
Ἐδῶ ἡ Εὐχαριστία ὁρίζεται ὡς ἠθική, ταυτίζεται μέ τήν ἠθική, ἀποτελεῖ τή μόνη ἠθική τῶν χριστιανῶν. Λίγο παρακάτω ὡστόσο διαβάζουμε:
«Γιά νά πετύχη ὁ ἄνθρωπος τή σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό δέν ἔχει πιά ἀνάγκη ἀπό κανένα Νόμο, ἀπό καμιά Ἠθική καί ἀπό καμιά θρησκεία, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό θυσίες ἄλλες καί ἐξιλεωτικές ἤ ἀξιόμισθες πράξεις. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι τό τέλος κάθε Θρησκείας καί κάθε Ἠθικῆς, εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν αὐθεντική ὕπαρξη, στήν “κατά φύσιν” ζωή» (σελ. 78).
Τώρα ἡ Εὐχαριστία ὁρίζει τό τέλος τῆς ἠθικῆς, ἐνῶ, λίγες ἀράδες παρακάτω, ἡ Εὐχαριστία συνδέεται ξανά μέ τήν ἠθική, ἀλλά μέ ἕναν διαφορετικό αὐτή τή φορά τρόπο:
«Ἡ προέκταση τῆς Εὐχαριστίας σέ κάθε φάση τῆς ζωῆς εἶναι τό προσωπικό ἔργο τοῦ πιστοῦ, ἡ ἠθική του προσπάθεια» (σελ. 79).
Παρά τήν ὅποια φραστική ταλάντευση, εἶναι βέβαιο πώς, ἄν ἡ ἠθική βρίσκει μέσα στήν «Ἐλευθερία τοῦ ἤθους» ἕναν τόπο γιά νά ὑπάρξει, αὐτός ὁ τόπος εἶναι ἡ Εὐχαριστία καί τά μυστήρια ἐν γένει. Ἡ ἰδέα εἶναι καινοφανής καί ἀνήκουστη. Ἡ πατερική καί ἐκκλησιαστική σκέψη δέν θεώρησε ποτέ τά μυστήρια καί τήν Εὐχαριστία ὡς ἠθική πράξη, γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Γιανναρᾶς δέν προσκομίζει καμία πατερική μαρτυρία σχετικῶς. Μά πῶς γίνεται νά εἶναι τά μυστήρια ἠθική, ἀφοῦ δέν τά ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός; Ὁ ἄνθρωπος πάσχει τά μυστήρια. Τά μυστήρια τά ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί στόν ἄνθρωπο ἐνεργοῦνται ὑπό προϋποθέσεις. Ἡ Εὐχαριστία, τό κατεξοχήν μυστήριο στό ὁποῖο ὁ Γιανναρᾶς ἀναφέρεται ξεχωριστά, ἔρχεται νά ἐπισφραγίσει μία ζωή πού εἶναι ἤδη χριστιανική, γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἡ μετοχή σέ αὐτήν δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Καί δέν ἐννοοῦμε μόνο τή νηστεία πού πρέπει νά προηγηθεῖ, ἀλλά ἐννοοῦμε προϋποθέσεις ἠθικές. Δέν ἀποτελεῖ κοινή συνείδηση τῶν πιστῶν ὅτι ἠθικά παραπτώματα, παραβάσεις τῶν θείων ἐντολῶν μᾶς στεροῦν τή δυνατότητα μετοχῆς στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας; Δέν διαβάζουμε στό Εὐαγγέλιο, στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ὅτι πρέπει νά πᾶς πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν ἀδερφό σου καί μετά νά προσφέρεις τό δῶρο σου στό θυσιαστήριο (Ματθ. 5, 23-24), νά λειτουργήσεις ἤ νά λειτουργηθεῖς, ὅπως θά λέγαμε σήμερα (Βλ. ἀντί πολλῶν, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, «Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν»);
Τί εἶναι αὐτό ἄραγε ποῦ ὁδηγεῖ τόν Γιανναρά νά θεωρεῖ ὅτι τά μυστήρια εἶναι ἡ ἠθική τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ πολεμική του, θά ἀπαντοῦσα, κατά τῆς ἀτομικότητας, τό γεγονός ὅτι θεωρεῖ τήν ἀτομικότητα ταυτόσημη τῆς ἁμαρτίας, συνώνυμη τῆς πτώσης, αἵρεση. Μά ἡ ἀρετή εἶναι ἀτομική, δέν ὑπάρχει συλλογική ἀρετή, ὅπως δέν ὑπάρχει συλλογική ἁμαρτία, συλλογική εὐθύνη ἤ συλλογική ἐνοχή. Ἀτομική βέβαια διόλου δέν σημαίνει περίκλειστη σέ ἕνα ἐγώ καί ἀκοινώνητη. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ εὐθύνη εἶναι ἀτομική, ἀναλαμβάνεται σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο ἀλλά ἀφορᾶ ὅλους, ἰσχύει ἔναντι ὅλων, τό ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται μέ τήν καλοσύνη καί τήν ἁμαρτία, τίς πράττει ἕνας ἀλλά ἀφοροῦν καί ἐπηρεάζουν ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Θά προσθέσω ἐδῶ παρενθετικά ὅτι ἡ διακριση ἀτόμου καί προσώπου, θεμέλιο ὅλης τῆς σκέψης τοῦ Γιανναρᾶ, εἶναι κατ’ ἐμέ παιχνίδι μέ τίς λέξεις —ἕνα ἄτομο ποὺ ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη του ἔναντι τῶν ἄλλων δέν εἶναι πρόσωπο;— καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ περί προσώπου θεωρία στό ἔργο του ἀποτελεῖ τελικά ἕνα ταμπούρι γιά νά πολεμήσει τήν ἔννοια τῆς νεωτερικῆς ἀτομικότητας. Γράφει λοιπόν ὁ Γιανναρᾶς:
«Νά γιατί ἡ Ἠθική της Ἐκκλησίας βρίσκεται στούς ἀντίποδες κάθε φιλοσοφικής, κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς Ἠθικῆς: γιατί ἀρνεῖται τήν ἀτομική ἀρετή, τό ἰδιωτικό ἐπίτευγμα, τήν ἀτομική ἀξιολόγηση. Τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἦθος λειτουργικό, ἦθος κοινωνίας καί ἑνότητος, προσωπική μετοχή στό Σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου. […] Ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι ἀποκόβει καί ἀποξενώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀρετή ὅ,τι τόν ἐπισυνάγει καί τόν ἐγκεντρίζει στήν “καλλιέλαιο” τῆς Χάρης» (σελ. 72, ὑπογραμμίζει ὁ συγγραφέας).
Ἡ ἁμαρτία ποὺ μέ ἀποκόβει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ποιανοῦ εἶναι, ποιός τή διαπράττει, ποιός ἐνδίδει σέ αὐτήν; Δέν εἶναι ἡ δική μου ἁμαρτία; Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἀρετή, μέ τήν ἑξῆς διαφορά: σύμφωνα μέ τή βιβλική ἠθική ἡ ἀρετή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποκλειστικά ἀνθρώπινο κατόρθωμα. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος τό κακό πού δέν θέλει νά κάνει αὐτό ἀκριβῶς κάνει, γιατί ὑπάρχει μέσα του, στά μέλη του, ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας πού ἀντιστρατεύεται τόν νόμο τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 7, 15-23), χρειάζεται τό ἔλεος καί ἡ χάρη του. Στόν ἄνθρωπο ἀνήκει ἡ ἠθική προσπάθεια, ὁ ἐπίπονος ἀγώνας, ἡ πραγμάτωση τῆς ἀρετῆς ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνει χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι τελικά δῶρο Θεοῦ. Ἡ δίδυμη ἐντολή, ἀξεχώριστα δίδυμη, ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου καί ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν (Ματθ. 22, 37-40), δέν μπορεῖ νά πραγματωθεῖ χωρίς τή θεϊκή συνδρομή. Ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη εἶναι δῶρα τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο πού ἀγωνίζεται μέ τήν ψυχή καί μέ τό σῶμα μέσα στόν κόσμο γιά νά ζήσει ὡς μαθητής του. Γιά αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ παρακαλεῖ ὁ χριστιανός μέ τήν προσευχή, στήν καθημερινή πάλη του νά ἀγαπήσει τόν ἄλλο, νά γίνει ὁ πλησίον τοῦ ἐχθροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο βέβαια πού στήν «Ἐλευθερία τοῦ ἤθους» δέν γίνεται πουθενά, σέ κανένα σημεῖο, ἀναφορά στήν προσευχή, ἐνῶ γίνεται πληθωρικά λόγος γιά λατρευτική σύναξη καί λειτουργία. Δέν ἔχω ἀμφιβολίες γιά τό λόγο: ἡ προσευχή εἶναι ὕποπτη ἀτομικότητας.
Αὐτή ἡ ἀπόρριψη κάθε ἔννοιας ἀτομικότητας θά ὁδηγήσει τόν Γιανναρᾶ καί ὅλο τό ἐν λόγῳ ρεῦμα σκέψης νά ἀναγάγει σέ κριτήριο τῆς ἀλήθειας τόν λαό, τόν εὐλαβῆ λαό τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ φιλελευθερισμός τοῦ κοινωνικοῦ ἤθους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως βιώθηκε στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἔγκειται σέ μία οὐσιαστική καταξίωση τῶν λαϊκῶν ἀξιῶν, ὡς κοινωνικῶν-λειτουργικῶν ἀξιῶν, στήν ἐφαρμογή μέσα στόν κοινωνικό βίο τῶν κριτηρίων τῆς λαϊκῆς παραδόσεως καί τῆς αὐθεντικῆς λαϊκῆς πνευματικότητος. Ὁ λαός γιά τήν Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ θεματοφύλακας τῆς ἀλήθειας, καί κάτι περισσότερο: εἶναι τό σῶμα τῆς ἀλήθειας, ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀληθείας, δέν ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπό τό λαό» (σελ. 163).
Κορυφαία ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ καί τῆς εὐλάβειάς του ἀναγορεύεται τό πανηγύρι τοῦ χωριοῦ γύρω ἀπό τή μνήμη ἑνός ἁγίου. Ὁ Γιανναρᾶς μάλιστα θά φτάσει νά κάνει λόγο γιά «ἐορτολογικό σοσιαλισμό» (σελ. 164). Ἀφέλειες. Τήν ἐποχή πού γράφεται τό βιβλίο, ὁ χριστιανισμός τῶν ἀγροτικῶν κοινοτήτων, ἕνας χριστιανισμός στόν ὁποῖο πλεονάζουν τά παγανιστικά στοιχεῖα, ἡ δεισιδαιμονία, οἱ προλήψεις, ἡ συμβολική καί κοινωνική βία, εἶναι πρό πολλοῦ πεθαμένος στήν Ἑλλάδα. Ἐκεῖνο ὅμως πού δέν συνιστᾶ ἀφέλεια ἀλλά μπορεῖ νά γίνει ἐφιάλτης εἶναι ἡ ἰδέα, τήν ὁποία ὁ Γιανναρᾶς καί ἡ θεολογία τοῦ «Συνόρου» παραλαμβάνουν ἀπό τούς Ρώσους σλαβόφιλους, ὅτι ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται μέ τό λαό. Ἡ ἀναγόρευση τοῦ λαοῦ σέ κριτήριο ἀλήθειας δέν εἶναι μόνο θεολογικά ἄκυρη ἀλλά εἶναι καί ἰδεολογικοπολιτικά ἐπικίνδυνη. Ἡ ἐξιδανίκευση τῆς λαϊκῆς εὐλάβειας, αὐτή ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ πανηγυριοῦ, εἶναι ἕνα ἀκόμη παρεπόμενο τῆς ἀποηθικοποίησης τοῦ χριστιανισμοῦ πού πρότεινε ἡ θεολογία τοῦ «Συνόρου» καί ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς.
Αὐτός ὁ χριστιανισμός ἀπομακρύνεται ἀπό τόν βιβλικό ἄνθρωπο πού τοποθετεῖ διαρκῶς τόν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἀναρωτιέται μέ ἀγωνία σέ κάθε του διάβημα ἄν ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, πού προσεύχεται δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, πού ξέρει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ τηρητής τοῦ Νόμου, ὁ μόνος πού τήρησε τόν Νόμο στήν πληρότητά του (οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλά πληρῶσαι σημαίνει ἀκριβῶς αὐτό: νά ἐκπληρώσω) καί πού ὁ ἴδιος, ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, προσπαθεῖ νά πορευτεῖ στά ἴχνη του. Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς, ἕνας θεολόγος τοῦ προσώπου καί τῆς σχέσης, πού καταδικάζει τήν ἠθική ὡς ἀπρόσωπο νόμο, παραβλέπει ὅτι οἱ ἐντολές ἀπευθύνονται ὅλες σέ δεύτερο ἑνικό πρόσωπο, ὅτι ἀντηχεῖ μέσα τους, ἀνά τούς αἰῶνες, τό σύ τοῦ Θεοῦ πρός τόν καθέναν ἀπό μας, καί ἄρα συγκροτοῦν μέ αὐτή τήν κλήση τόν ἄνθρωπο ὡς ὑποκείμενο, ὑποκείμενο εὐθύνης.
Ὅλη ἡ Βίβλος, ὅλος ὁ ἰουδαιο-χριστιανικός μονοθεϊσμός, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἠθικοποίηση τῆς θρησκείας. Μιλήσαμε ἀρκετά σέ αὐτό τό συνέδριο γιά σωτηρία, τήν ὁδό πάντως πού ὀδηγεῖ σέ αὐτήν τήν ὅρισε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί ἡ Ἐκκλησία διαβάζει τά λόγια του στό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῦς Ἀπόκρεω (ἤ τῆς Κρίσεως): εἶναι ἡ ὁδός τοῦ «ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με, γυμνός καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καί ἐπισκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καί ἤλθετε πρός με» (Ματθ. 25, 31-46). Τό πρόσωπο τοῦ ἐλάχίστου ἀδελφοῦ εἶναι ὁ τόπος συνάντησης τοῦ Χριστοῦ («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» εἶναι ἡ ἀπάντησή του στήν ἔκπληκτη ἀπορία τῶν δικαίων), ὁ ἕνας καί μόνος Θεός, ὁ βασιλεύς τοῦ κόσμου, ταυτίζεται μέ τόν τελευταῖο ἀπό μᾶς, μέ κάθε ἀνθρώπινο κουρέλι. Αὐτή ἡ συγκλονιστική ἠθική καί πνευματική πρόταση, ἡ συμπύκνωση πραγματικά ὅλης τῆς Βίβλου, ὑποτιμᾶται ἀπό τή θεολογία γιά τήν ὁποία σᾶς μιλάω ὡς ἀλτρουισμός, φιλαλληλία ἤ προσκοπισμός.
Ὁ χριστιανισμός χωρίς τήν ἀκραία ἠθική ἀπαίτηση τοῦ Εὐαγγελίου πού φτάνει μέχρι τήν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς αὐτοσυντήρησης («ὅστις σέ ραπίσει ἐπί τήν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καί τήν ἄλλην», Ματθ. 5, 39) χάνει κάθε ἔνταση καί κάθε σημασία, δέν ἀξίζει τόν κόπο, γίνεται κάτι εὔκολο, θολό, συγκεχυμένο, μία ποιητικορητορεία. Τί σημαίνει, ἐπί παραδείγματι, ἡ προέκταση τῆς Εὐχαριστίας στήν καθημερινή ζωή πού προτείνει ὁ Γιανναρᾶς (σελ. 94); Πῶς γίνεται αὐτό; Δέν μπόρεσα ποτέ νά τό καταλάβω. Χωρίς τήν εὐαγγελική ἠθική τῆς ἀγάπης, πού δέν εἶναι ἕνα συναίσθημα ἀλλά ἔμπονη πράξη ὑπέρ τοῦ ἄλλου («μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλά ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ», Α’ Ἰω. 3, 18), τότε μυστήρια, θεία Εὐχαριστία, λειτουργία, εἰκόνες, ἀρχιτεκτονικές καί τά πάντα γίνονται εἰδωλολατρία, καθαρή δεισιδαιμονία, ὁ δέ ἐπίσκοπος, γιά τόν ὁποῖο τόση θεολογία ἀναπτύξαμε τήν ἴδια δεκαετία, δέν εἶναι οὔτε τύπος οὔτε τόπος Χριστοῦ, ἀλλά ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς διαχείρισης μιᾶς δεισιδαιμονίας.
Ἡ θεολογία τήν ὁποία συζητᾶμε σέ αὐτό τό συνέδριο ἀναπτύσσεται ἀκριβῶς κατά τήν περίφημη παγκοσμίως δεκαετία τοῦ ’60, τήν δεκαετία τῆς πολιτιστικῆς ἐπανάστασης, σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅσο καί στήν Ἑλλάδα. Δίπλα στήν «Ἐπιθεώρηση τέχνης» καί τίς «Ἐποχές» ἔρχεται νά πάρει τή θέση τοῦ τό «Σύνορο». Ἡ «Ἐλευθερία τοῦ ἤθους» ἐκδίδεται τό 1970. Ἔχει προηγηθεῖ ὁ Μάης τοῦ ’68. Τό βιβλίο μάλιστα στήν πρώτη μορφή του γράφεται στά γαλλικά τό 1969 καί ἐκδίδεται στή Γαλλία. Πνέει παντοῦ ἕνα πνεῦμα ἀμφισβήτησης, ἀντισυμβατικότητας, ἀπελευθέρωσης, ἀπαγόρευσης τῶν ἀπαγορεύσεων. Στό φιλοσοφικό πεδίο ἡ Ἠθική θεωρεῖται πρό πολλοῦ τελειωμένη ὑπόθεση καί ὅσοι ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐξακολουθοῦν νά διατυπώνουν ἕναν ἠθικό φιλοσοφικό λόγο (π.χ. Λεβινάς) δέν ἔχουν ἀκροατήριο. Μέσα σέ αὐτό τό σαρωτικό κλῖμα, ὁ Γιανναρᾶς προσπαθεῖ νά διατυπώσει τήν Ὀρθόδοξη θεολογική πρόταση μέ τρόπο ζωντανό, πειστικό, ἑλκυστικό καί κυρίως, πρός τιμήν του, νά τήν διατυπώσει σέ συνομιλία μέ τήν ἐποχή του. Ἡ «Ἐλευθερία τοῦ ἤθους» στήν πρώτη —καί καλύτερη, ὅπως προεῖπα— μορφή της, εἶναι ὁ Μάης τοῦ ’68 στήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἠθική. Σήμερα τά πράγματα εἶναι ὁλότελα διαφορετικά, ὄχι μόνο στό κοινωνικοπολιτικό ἀλλά καί στό διανοητικό πεδίο. Ἡ Ἠθική ἔχει ἐπιστρέψει στό κέντρο τῆς φιλοσοφικῆς συζήτησης. Ἡ νέα θεολογική γενιά πρέπει νά θεολογήσει σέ συνομιλία μέ τή δική της ἐποχή. Τό ’60 εἶναι πιά μακριά.
Ἀπόσπασμα Εἰσήγησης σέ θεολογικό συνέδριο μέ τίτλο «Ἀναταράξεις στή μεταπολεμική θεολογία – Ἡ “θεολογία” τοῦ ’60», 6-8 Μαΐου 2005, Ἐκδόσεις «Ἴνδικτος» 2009
(*) O Σταῦρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε τό 1953 στή Συκιά Λακωνίας. Σπούδασε νομική καί φιλολογία στήν Ἀθήνα καί φιλοσοφία στό Παρίσι. Δίδαξε πολλά χρόνια στή μέση ἐκπαίδευση. Ἀπό τό 1998 διευθύνει τό περιοδικό “Νέα Ἑστία”.