Ο συκοφαντηθείς καταφεύγει στον Θεό για δικαίωση …
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ
O ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΘΕΙΣ ΚΑΤΑΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμία
- Στήν σειρά τῆς ἑρμηνείας τοῦ Ψαλτηρίου βρισκόμαστε, ἀδελφοί μου, στόν 7ο ψαλμό. Δέν εἶναι εὔκολη, ἀγαπητοί μου, ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μάλιστα ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί αὐτή πρωτοτύπως γράφτηκε στήν Ἑβραϊκή γλώσσα. Καί αὐτός πού τήν ἑρμηνεύει πρέπει νά ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του καί τά δυό κείμενα, καί τό Ἑβραϊκό καί τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, πού χρησιμοποιοῦμε στήν θεία λατρεία μας. Αὐτό θά κάνουμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν ἑρμηνεία τοῦ 7ου ψαλμοῦ, γιά νά νοήσουμε τό νόημά του, τό θέμα του. Γιατί πρέπει νά γνωρίσουμε τό θέμα γύρω ἀπό τό ὁποῖο πλέκεται ὁ ὅλος ψαλμός.
- Στόν 7ο ψαλμό ἔχουμε ἕνα πιστό ἄνθρωπο, πού καταδιώκεται ἀπό κάποιους (ἤ ἀπό κάποιον) καί καταφεύγει στόν Θεό ζητῶντας τήν βοήθειά Του. Στόν Θεό λέει «σῶσόν με», «ρῦσαί με» (στίχ. 2). Καί τά δύο αὐτά ρήματα εἶναι δυνατά καί ἐκφράζουν τήν μεγάλη ἀνάγκη στήν ὁποία βρίσκεται ὁ διωκόμενος ἄνθρωπος. Τήν δυσκολία αὐτή τήν ἐκφράζει ὁ ψαλμωδός καί μέ τό ὅτι παριστάνει μέ λιοντάρι τόν ἐχθρό πού τόν καταδιώκει· «μή ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τήν ψυχήν μου», λέγει (στίχ. 3).
Τί συμβαίνει λοιπόν; Γιατί καταδιώκεται ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ; Τόν ψαλμωδό μας, ἀγαπητοί μου, τόν συκοφάντησαν κάποιοι – ἤ κάποιος – ὅτι ἔχει «ἀδικία στά χέρια του», δηλαδή, ὅτι ἔκλεψε, ὅπως μᾶς τό λέγει καθαρά τό Ἑβραϊκό κείμενο (στίχ. 5). Ἡ συκοφαντία αὐτή φαίνεται ὅτι ἔλαβε μεγάλη ἔκταση, γι᾽ αὐτό καί ὁ συκοφαντηθείς ποιητής μας κατέφυγε στόν Ναό. Ἐκεῖ ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ἤθελε νά βεβαιώσει τήν ἀθωότητά του καί νά ἐξακριβωθεῖ ἡ ἀθωότητά του αὐτή ἀπό τόν ἱερέα μέ εἰδική τελετή, ὅπως ἐξακριβωνόταν καί ἡ περίπτωση μοιχείας (βλ. Ἀριθμ. 5,11 ἑξ.). Μάλιστα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συκοφαντία γιά τόν ποιητή μας ὅτι «ἔκλεψε» μπορεῖ μεταφορικά νά σημαίνει καί τήν μοιχεία, ὅτι ἔκλεψε, δηλαδή, τήν γυναίκα τοῦ ἄλλου· γι᾽ αὐτό καί ἡ τόση ταραχή τοῦ ποιητοῦ μας γιά μιά τέτοια συκοφαντία.
- Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας εὑρισκόμενος στόν Ναό ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου ὁμολογεῖ στόν ἱερέα τήν ἀθωότητά του καί λέγει: «Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ ἐποίησα τοῦτο, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου», δηλαδή· «Θεέ μου, ἄν ἔπραξα αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγοροῦν καί ἔχω στά χέρια μου ξένο πράγμα», τότε, «ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπό τῶν ἐχθρῶν μου κενός» (στίχ. 5). Τότε «Θεέ μου, σύντριψέ με μπροστά στούς ἐχθρούς μου». Τότε, ἄν ἔπραξα αὐτό πού μέ συκοφαντεῖ ὁ ἐχθρός μου, «καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου καί καταλάβοι καί καταπατήσει εἰς γῆν τήν ζωήν μου καί τήν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσει» (στίχ. 6). Σάν νά θέλει νά πεῖ, ἄς μέ διαπομπεύσει ὁ ἐχθρός μου καί ἄς μέ ποδοπατήσει, ἄν ἀποδειχθεῖ ὅτι ἐγώ ἔχω κάνει αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγορεῖ. Ὁ ποιητής, δηλαδή, αὐτοκαταριέται σέ περίπτωση πού διέπραξε κλοπή ἤ μοιχεία, ἄν ἀφορᾶ τήν μοιχεία ἡ κατηγορία.
- Ὁ Ψαλμωδός ὅμως εἶναι πεπεισμένος γιά τήν ἀθωότητά του ἤ φαίνεται ὅτι βεβαιώθηκε ἡ ἀθωότητά του ἀπό τόν ἱερέα, κατά τήν τελετή, γι᾽ αὐτό καί ζητάει τώρα στήν συνέχεια τήν κρίση ἀπό τόν Θεό κατά τῶν ἐχθρῶν του. «Ἀνάστηθι, Κύριε ἐν τῇ ὀργῇ σου – τοῦ λέγει–, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν μου» (στίχ. 7). Μέχρι τώρα, κατά παραχώρηση Θεοῦ, οἱ ἐχθροί δροῦσαν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας καί ὁ Θεός φαινόταν ὅτι ἀδρανοῦσε. Τώρα ὅμως μέ τήν βεβαίωση τῆς ἀθωότητάς του ὁ ψαλμωδός μας καλεῖ τόν Θεό νά ἀναστεῖ μέ ὀργή καί νά κινηθεῖ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του.
Ὁ Θεός παριστάνεται ὅτι ἐκδικάζει ἀπό ψηλά, ἀπό τούς οὐρανούς. Γι᾽ αὐτό λοιπόν καί ὁ ποιητής μας λέγει στόν Θεό ὅτι «ὑπέρ ταύτης», γιά τήν δίκη, δηλαδή, πού ζήτησε νά κάνει κατά τῶν ἐχθρῶν του, «εἰς ὕψος ἐπίστρεψον» (στίχ. 8). Ἡ δίκη αὐτή, πού θά κάνει ὁ Θεός ὑπέρ τοῦ ποιητοῦ μας, θά εἶναι ἐπίσημη. Γιατί δέν θά εἶναι μόνος Του ὁ Θεός, ἀλλά θά Τόν κυκλώνουν καί οἱ ἄγγελοι, πού θά ἀκροῶνται καί αὐτοί καί θά βεβαιώνουν καί αὐτοί γιά τήν ἀθωότητα τοῦ ψαλμωδοῦ μας. Αὐτό θέλει νά πεῖ αὐτό πού λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας «καί εἰς συναγωγήν λαῶν κυκλώσει σε» (στίχ. 8· ἀντί, δηλαδή, «λαῶν» νά διαβάσουμε «ἀγγέλων», βλ. Ψαλμ. 81,1. 46,9. Δαν. 7,11).
Ὁ ψαλμωδός εὔχεται ὅτι σ᾽ αὐτήν τήν δίκη, πού θά κάνει ὁ Θεός ἐκεῖ στά ὕψη ὑπέρ αὐτοῦ, νά λάβει τέλος ἡ ἐναντίον του πονηρία καί κακία τῶν ἁμαρτωλῶν ἐχθρῶν του. «Συντελεσθήτω δή– λέγει – ἡ πονηρία ἁμαρτωλῶν» (στίχ. 10).
- Τέλος ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός αὐτούς τούς ἐχθρούς του, πού τόσο τόν κατασυκοφάντησαν καί τόν κατηγόρησαν, καί τούς προτρέπει νά μετανοήσουν.«Ἐπιστραφεῖτε», τούς λέγει (στίχ. 13). Ἄν ὅμως αὐτοί δέν μετανοήσουν γιά τήν πράξη τους, τότε θά ἀντιμετωπίσουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Καί τόν Θεό του ὁ ποιητής μας τόν παριστάνει ἐδῶ μέ ἰσχυρό πολεμιστή ἔχοντα ρομφαία, τόξο καί θανατηφόρα βέλη. «Ἐάν μή ἐπιστραφεῖτε – λέγει στούς ἐχθρούς του – τήν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τό τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καί ἡτοίμασεν αὐτό καί ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου» (στίχ. 13)!
Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του βρισκόμενος ὁ ποιητής δίνει μία ὡραία παραστατική εἰκόνα τοῦ κυρίως ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος παρακίνησε καί ἄλλους σέ ἐχθρότητα ἐναντίον του. Κατά τήν εἰκόνα αὐτή ὁ ἐχθρός τοῦ ποιητοῦ εἶχε μία αἰσχρή γέννα: Κοιλοπόνησε ἀδικία, συνέλαβε πόνο καί γέννησε ἁμαρτία: «Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνομίαν» (στίχ. 15)! Καί ἀκόμη ὁ ἐχθρός του μέ τίς συκοφαντίες του ἄνοιξε ἕνα λάκκο, στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ ἴδιος μέσα:«Λάκκον ὤρυξε καί ἀνέσκαψεν αὐτόν καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὅν εἰργάσατο» (στίχ. 16). – Τέλος ὁ ποιητής μας ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού δέν εἶχε ἀκούσει τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά συγχωροῦμε καί τούς ἐχθρούς μας, εὔχεται τό κακό πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐχθρός του νά πέσει στό κεφάλι του. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλήν αὐτοῦ καί ἐπί τήν κορυφήν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται» (στίχ. 17).
Ἐπειδή ὅμως ὁ ψαλμός εἰπώθηκε στόν Ναό, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου καί παρουσίᾳ ἱερέως, γι᾽ αὐτό καί τελειώνει μέ λειτουργικό καί λατρευτικό στίχο: «Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατά τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ψαλῷ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 18).