Η καρδία του ήταν ευαίσθητη. Είχε την ικανότητα να αγαπάει χωρίς όρια κάθε άνθρωπο που βρισκόταν απέναντι του, ξεχνώντας τον ίδιο του τον εαυτό. Αύτη ή διαρκής παραμέληση του εαυτού του χάριν του πλησίον αποτελούσε την επιλεγμένη από τον στάρετς Αμβρόσιο στάση ζωής.
Έλεγε: «Όλη μου την ζωή δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να σκεπάζω τις στέγες των άλλων, ενώ ή δική μου μένει τρύπια». Αλλά ή ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να φθάσει στην υπέρτατη τελείωση, εάν δεν πάψει να υπάρχει γι’ αυτήν την ίδια, εάν δεν δοθεί σε όλους. Αυτό είναι το θεμέλιο τού ευαγγελικού λόγου, ό όποιος, όταν βιώνεται μέχρι τέλους, κάνει τους αληθινούς χριστιανούς όμοιους με τον Θεό-γιατί ό Θεός είναι ή ζωντανή και προσωπική εστία κάθε αγάπης.
Κανένα ανθρώπινο ελάττωμα, κανένα αμάρτημα δεν μπορούσε να γίνει εμπόδιο στην αγάπη τού Γέροντος Αμβροσίου.Προτού κρίνει, συνέπασχε και αγαπούσε. Γι’ αυτό τον λόγο οι αμαρτωλοί πήγαιναν κοντά του χωρίς φόβο, με εμπιστοσύνη και ελπίδα. Μια νέα ή οποία έμεινε έγκυος, εκδιώχθηκε από τον πατέρα της, έναν πλούσιο έμπορο, ό οποίος επί πλέον την καταράστηκε. Αυτή ζήτησε καταφύγιο και παρηγοριά κοντά στον στάρετς Αμβρόσιο, ό οποίος την δέχθηκε με γλυκύτητα και την εγκατέστησε σε σπίτι φίλων σε μια γειτονική πόλη όπου μπόρεσε να φέρει στον κόσμο το παιδί της.
Ό στάρετς σε τακτά διαστήματα έστελνε χρήματα στην νεαρή μητέρα, ή οποία ερχόταν να τον δει κατά καιρούς με τον γυιό της. Με την συμβουλή τού Γέροντα ή νέα γυναίκα, πού ήξερε να ζωγραφίζει, άρχισε να κερδίζει το ψωμί της φτιάχνοντας εικόνες. Μερικά χρόνια αργότερα ό έμπορος συμφιλιώθηκε με την κόρη του και αγάπησε πολύ τον εγγονό του.
Ό π. Αμβρόσιος επεδίωκε πρώτα ν’ ανακουφίσει τις ανθρώπινες υπάρξεις από τον πόνο τους, πριν τις οδηγήσει στον δρόμο της αρετής. Προς το τέλος της ζωής του συχνά άκουγε κανείς να λέει με χαμηλή φωνή κουνώντας το κεφάλι:
«Ήμουν αυστηρός στην αρχή του στάρτσεστβό μου, αλλά τώρα έγινα επιεικής. Οι άνθρωποι έχουν τόσον πόνο, τόσον πόνο!».
Όταν υποδεχόταν τους καινούργιους του επισκέπτες, ό στάρετς πήγαινε πάντα στους πιο πονεμένους,διάλεγε αυτούς πού είχαν περισσότερη ανάγκη παρηγοριάς και έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις, για να τους ξαναδώσει το θάρρος, την ελπίδα, την χαρά της ζωής. Εξίσου καλός προς όλους, εκδηλώνοντας ιδιαιτέρως την αγάπη του στους δυσάρεστους, στους ανυπόφορους, στους πωρωμένους αμαρτωλούς, τούς περιφρονημένους από την κοινωνία, ποτέ δεν απελπίσθηκε μπροστά στην άβυσσο των ανθρωπίνων αμαρτημάτων, ποτέ δεν είπε: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό».
Βλαντίμιρ Λόσσκυ, Αγιοι Γέροντες της Οπτινα, Α’, Όσιος Αμβρόσιος, β’ έκδ., Σταυροπηγιακή και Συνοδική Ι. Μονή Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής 2002, σελ 28-30.