Πατρῶνος Γεώργιος (Ὁμοτ. Καθηγητής τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν)

Πρόσφατα ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης μιὰ ἡμερίδα ἀπὸ τοὺς Μεταπτυχιακοὺς Φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν μὲ θέμα: «Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία», ἐὰν δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς πρέπει νὰ κατανοεῖται ὡς ἕνα ἱστορικὸ θρησκειολογικὸ φαινόμενο ἢ ὡς μιὰ ἀποκεκαλυμμένη ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Μοῦ προξένησε μεγάλη ἐντύπωση, ὅτι ὑπῆρχαν στὸ Συνέδριο αὐτὸ εἰσηγητὲς ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς χώρους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς σκέψης, ἀπὸ τὸν ἱστορικό, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, θρησκειολογικό, συστηματικῆς θεολογίας καὶ πατρολογίας, ἀλλὰ περιέργως ἀπουσίαζε κάποια εἰσήγηση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς βιβλικῆς θεολογίας. Καὶ νομίζω, ὅτι ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης στὸ θέμα τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πῶς βίωσαν τὴ νέα πραγματικότητα οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου.

Βέβαια, ἐκεῖ στὸ Συνέδριο, μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ κάνω μιὰ αὐθόρμητη καὶ μικρὴ σχετικὴ παρέμβαση ὡς βιβλικὸς θεολόγος ποὺ εἶμαι. Θὰ ἤθελα, ὅμως, καὶ ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ νὰ ἐκθέσω ἀναλυτικότερα τὴ δική μου προσωπικὴ προβληματικὴ γιὰ ἕνα θέμα τόσο βασικὸ καὶ οὐσιαστικό, ποὺ συζητεῖται μάλιστα ἐπίμονα τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἔχει ἐνδιαφέρουσες προεκτάσεις στὸ χῶρο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, ποὺ ὑπηρετεῖ σεμνὰ καὶ ἀθόρυβα καὶ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ Ἐφημέριος.

1. Ἡ θέση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρώτων κεφαλαίων τοῦ βιβλίου Γένεσις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαπιστώνει κανείς, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἀρχικὰ τὴν κτίση καὶ τὴ φύση «καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ κατ’ εἶδος καὶ καθ’ ὁμοιότητα» (Βλ. Γεν. 1, 12) καὶ μετὰ «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ» (Βλ. Γεν. 1, 2627), ποὺ σημαίνει ὅτι δημιούργησε μιὰ κοινωνία καὶ κοινότητα ἀνθρώπων, μιὰ εὐλογημένη ἀνθρωπότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο μὲ τὴ δυνατότητα ἄμεσης προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Δημιουργό. Ὁ Θεός, ἑπομένως, δημιουργεῖ κοινωνία καὶ κοινότητα ἀνθρώπων, δημιουργεῖ ἐκκλησία ἑνότητας προσώπων καὶ ἀγάπης. Δὲν φαίνεται πουθενὰ ὁ Θεὸς νὰ δημιουργεῖ κάποια θρησκεία, μιὰ ὑπέρτατη ἐξουσία ποὺ θὰ ὑποδουλώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ ἐλέγχει τὴν προσωπικὴ βούληση καὶ θέληση πρὸς τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπαρχῆς σὲ μιὰ διαρκῆ καὶ ζῶσα κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του συνανθρώπους. Αὐτὸ συνιστᾶ ἀσφαλῶς καὶ τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησίας.

Ἡ αὐτονόμηση, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ προσπάθεια αὐτοθέωσής του καὶ ἡ ἀνυπακοὴ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βίωσης τῆς ἀγάπης μεταξύ τους, θέτει τελικὰ τὸν ἄνθρωπο-Ἀδὰμ ἐκτὸς τῆς Ἐδὲμ καὶ ἐκτὸς τῆς κοινωνίας-ἐκκλησίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔξοδος αὐτὴ στὴ χώρα τῆς ἐρήμου, τῆς ἀπώλειας καὶ τοῦ θανάτου συνιστᾶ ἔκπτωση καὶ κατ’ ἐπέκταση «θρησκειολογικὴ» αἵρεση. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κατὰ συνέπεια, ἔχει ὡς βασικὴ ἀξία καὶ θέτει ὡς κέντρο τῆς ζωῆς στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη κάθε ἀνθρώπινης προσπάθειας τὴν ἐνεργοποίηση καὶ βίωση αὐτῆς τῆς θείας ἑνότητας καὶ τῆς ἀγάπης, σὲ μιὰ σχέση χαρισματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ λαό Του καὶ τὴν ἐκκλησία Του.

Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον, ἐὰν ἀνοίξει κανεὶς τὴν Concordance ἢ τὸ Ταμεῖον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἰδεῖ, ὅτι σὲ ὅλα τὰ ἱερὰ κείμενα παρουσιάζονται μόνο ἑπτὰ χωρία ποὺ ἀναφέρονται στοὺς ὅρους «θρησκεία» καὶ «θρησκεύειν». Καὶ μάλιστα σ’ αὐτὰ τὰ χωρία ὑπάρχει μιὰ ἀπορρητικὴ καὶ ἀπωθητικὴ ἔννοια, ἀφοῦ ἡ θρησκεία σχετίζεται ὡς ἀρνητικὸ μέγεθος μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία (Βλ. Σοφία Σολομ. 11, 15• 14, 16• 14, 18• 14, 27• Σοφία Σειρὰχ 22,5• Δʹ Μακ. 5, 6• 5, 13). Ἡ θρησκεία κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀντὶ νὰ θεραπεύει καὶ νὰ ὑψώνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ καλό, τὸν ταπεινώνει οὐσιαστικὰ ὡς λογικὸ ὂν ποὺ εἶναι μὲ τὴ λατρεία «ἀλόγων ἑρπετῶν» καὶ ἀψύχων «γλυπτῶν» (Σοφία Σολομ. 11, 15• 14, 16) καὶ συγχρόνως τὸν «καταισχύνει» στὴν ἱστορία ὡς ἀνθρώπινη πνευματικὴ ὕπαρξη (Σοφία Σειρὰχ 22, 5). Ἄρα ἡ θρησκεία ἐδῶ λειτουργεῖ ἀρνητικὰ καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ «καλὸν λίαν» τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ κακὸ καὶ δὲν εἶναι δημιουργὸς καμιᾶς θρησκείας εἴτε εἰδωλολατρικῆς καὶ πολυθεϊστικῆς εἴτε «ἀποκαλυπτικῆς» καὶ μονοθεϊστικῆς. Αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα δημιουργήματα, ἔστω ἀπὸ ἱκανοὺς καὶ «χαρισματικοὺς» ἀνθρώπους τῆς ἱστορίας (Ἰουδαϊσμός-Μωυσῆς, Βουδισμός-Βούδας, Ἰσλαμισμός-Μωάμεθ κ.λπ.).

Ἀντίθετα, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δείχνει ἕνα ἰδιαίτερο καὶ ἐντυπωσιακὸ ἐνδιαφέρον σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια καὶ τὸν ὅρο «ἐκκλησία», τὴν ὁποία μάλιστα ἀνάγει στὴν ἀγαπητικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν χαρακτηρίζει ὡς τὴν ὕψιστη λειτουργία ζωῆς γιὰ ὁλοκλήρωση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ χωρία τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στοὺς ὅρους «ἐκκλησία» καὶ «ἐκκλησιάζειν» ὑπερβαίνουν τὴ μία ἑκατοντάδα καὶ παρουσιάζονται σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς «θρησκείας» ἐνδιαφέρεται ἀποσπασματικὰ μόνο ἡ σοφιολογία τῶν ἱερῶν κειμένων, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, καὶ αὐτὸ ἔχει τὴ σημασία του.

Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ εὖρος τῶν σχετικῶν χωρίων, θὰ περιορισθοῦμε μόνο σὲ μερικὲς βασικὲς παραμέτρους ποὺ νοηματοδοτοῦν τὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ αὐτοῦ ὅρου «ἐκκλησία». Ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ τονισθεῖ, ὅτι ὅλα σχεδὸν τὰ χωρία αὐτὰ συγκλίνουν στὴ σχέση κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ λαό Του μὲ μιὰ ἔννοια καθαρὰ ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριολογική. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς ὁ ἀποκλειστικὸς χῶρος, ὁ «οἶκος» τοῦ Κυρίου, ὅπου οὐσιαστικὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους (Δευτ. 23, 1-3• Αʹ Παραλ. 28, 8).

Κατὰ συνέπεια, ἔχουμε μιὰ «ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Κριταὶ 20, 2• Ἰουδὶθ 14, 6), μιὰ «ἐκκλησία» τοῦ λαοῦ Ἰσραὴλ (Γʹ Βασ. 8, 14• Aʹ Παραλ. 13, 2) ἢ «τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ» (Σοφία Σειρὰχ 50, 20). Καὶ γιὰ νὰ μὴν μᾶς δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μιὰ «ἐκκλησία» κλειστὴ καὶ περιχαρακωμένη γεωγραφικὰ καὶ ἐθνικά, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀνοίγεται πρὸς τὰ ἔθνη καὶ ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ «ἐκκλησία λαῶν πολλῶν» καὶ ἐθνῶν (Ἔσδρας 32, 3).

Ἀκόμη ἡ «ἐκκλησία» ὡς πνευματικὴ πραγματικότητα, ὡς «ἐκκλησία τοῦ Ὑψίστου» (Σοφία Σειρὰχ 24, 2) καὶ «ἐκκλησία τῶν προφητῶν» (Αʹ Βασ. 19, 20), στὴν ἱστορική της παρουσία καὶ ὀντότητα καλεῖται νὰ γίνει «ἐκκλησία ἁγίων» (Ψαλμ. 88, 5) καὶ «ἐκκλησία ὁσίων» (Ψαλμ. 149, 1), ἄρα «ἐκκλησία τῶν πιστῶν» τοῦ Θεοῦ (Αʹ Μακ. 3, 13) καὶ «ἐκκλησία» ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων (Ἰωὴλ 2, 16). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ «ἐκκλησία» τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριολογικὴ πραγματικότητα στὴν ἱστορική της ἔκφραση νοεῖται μόνο ὡς ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, ἐκκλησία ἁγιασμοῦ καὶ διακονίας καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε «θρησκεία» ὡς ἱστορικὸ μόρφωμα ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἡ δύναμή της στηρίζεται στὸ «νόμο» καὶ ὄχι στὴ χάρη.

2. Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς «Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία» κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη

Ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀκολουθώντας τὴν ἀποκαλυπτικὴ παράδοση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν καὶ τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ ὡς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κάνει καὶ αὐτὴ σαφῆ διάκριση μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανισμός, ὡς γνωστόν, ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς μιὰ μονοθεϊστικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καὶ ἑδραιώνεται σὲ κάποια ἱστορικὴ στιγμή, ἀλλὰ οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἐκκλησίας ἀνάγονται ἱστορικὰ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ φθάνει ἐσχατολογικὰ ἕως τοῦ «τέλους» τῶν αἰώνων, μὲ μιὰ ἔννοια τριαδολογική, κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄρα, ἡ ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν πρωτολογία, δομεῖται στὴν ἱστορία καὶ ἀνακεφαλαιοῦται στὴν ἐσχατολογία, ὅπου καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πορευόμαστε, λοιπόν, ὡς κοινωνία καὶ ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ στὴν ἔρημο τῆς ἱστορίας καὶ καταλήγουμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἐὰν ἀνατρέξουμε συγκεκριμένα στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, θὰ διαπιστώσουμε καὶ πάλι μὲ ἔκπληξη, ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἱερῶν συγγραφέων γιὰ τὸ θέμα τῆς θρησκείας εἶναι πολὺ περιορισμένο καὶ ἀνέρχεται σὲ τέσσερα μόνο χωρία (Πράξ. 26, 5· Κολοσ. 2, 18· Ἰακ. 1, 26· 1, 27) καὶ ἔχει ἀρνητικὴ σημασία. Ἐδῶ ἡ θρησκεία χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις» τῶν Φαρισαίων (Πράξ. 26, 5) μὲ τὴν ἄσκηση πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐξουσίας, ποὺ συχνὰ ἡ «αἵρεσις» αὐτὴ ἐκτρέπεται καὶ σὲ θρησκευτικὴ λατρευτικὴ τυπολατρία γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ (Κολοσ. 2, 18).

Μὲ τὴν ἀπόκλιση αὐτὴ ἀποβαίνει νὰ εἶναι μιὰ «μάταιος θρησκεία» καὶ ἀσφαλῶς «ἀπάτη», ἐὰν δὲν ἀσκεῖ ἔργα φιλαθρωπίας καὶ ἀγάπης (Ἰακ. 1, 26). Ἡ θρησκεία, ὅμως, ἐὰν θέλει νὰ εἶναι μιὰ θετικὴ πνευματικὴ παρέμβαση, ἔστω περιορισμένης ἀξίας στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τότε ὁ μόνος δρόμος ποὺ τῆς ἀπομένει εἶναι αὐτὸς τῆς αὐτοκάθαρσης ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς ἐκτροπῆς της καὶ τῆς ἀποφυγῆς τῶν πιστῶν της ἀπὸ τὶς ἐπιρροὲς τῶν ἁμαρτωλῶν διασυνδέσεών της καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐξουσίας της (βλ. Ἰακ. 1, 27).

Ἀντίθετα, ὁ ὅρος «ἐκκλησία» μὲ θετικὴ σημασία καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως καὶ στὴν Παλαιά, εἶναι σὲ εὐρύτατη χρήση καὶ ἀπαντᾶ σὲ ἑκατὸν δεκαπέντε χωρία, μὲ ἰδιαίτερο θεολογικὸ καὶ σωτηριολογικὸ ἐνδιαφέρον. Ἡ ἱστορικὴ παρουσία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική της διαγράφουν ἕνα εἶδος διπολικότητας τῆς λειτουργίας της σὲ οὐρανὸ καὶ γῆ, στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴ χώρα τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Ἀγγέλων. Ἡ ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἕνα οἰκουμενικὸ μέγεθος καὶ περιλαμβάνει πιστοὺς ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ καὶ τὸν Ἐθνικὸ κόσμο. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐκκλησία, ἁγία καὶ καθολικὴ στὸ εὖρος καὶ στὸ μέγεθός της, ἀγκαλιάζοντας ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τὶς φυλὲς τῆς γῆς καὶ εἶναι ἡ παρουσία της ζωντανὴ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Γαλατίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀχανοῦς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, παρουσιάζεται πάντοτε διαχρονικὰ οἰκουμενικὴ καὶ ἱστορικὰ καὶ γεωγραφικὰ (Ρωμ. 16, 4).

Ἡ χριστιανικὴ αὐτὴ ἐκκλησία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν «ἐκκλησία τῶν προφητῶν» καὶ τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ μὲ μιὰ εὐρύτερη καὶ καθολικότερη πλέον ἔννοια (Πράξ. 13, 1). Ὅπως καὶ πρὶν ἔτσι καὶ τώρα εἶναι ἡ «ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 10, 32· 11, 22) καὶ ἡ «ἐκκλησία τῶν ἁγίων» (Αʹ Κορ. 14, 33), ποὺ ἔχει «κεφαλή» της τὸν Χριστὸ (Ἐφεσ. 5, 23) καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ «ἐκκλησία τοῦ Κυρίου» (Πράξ. 20, 28). Στὴν ἱστορική της λειτουργία παίρνει τὴ μορφὴ τῆς «κατ’ οἶκον ἐκκλησίας» (Ρωμ. 16, 5· Κολοσ. 4, 15) ἀλλὰ καὶ τῆς «ἐκκλησίας» λαῶν καὶ ἐθνῶν (Ρωμ. 16,4). Σημαίνοντα ρόλο στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας, ποιμαντικό, χαρισματικὸ καὶ μυστηριακό, παίζουν οἱ Προφῆτες, οἱ Διδάσκαλοι, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Ἅγιοι (Πράξ. 13, 1-3· 14, 23· Αʹ Κορ. 14, 33). Καὶ ὡς «ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 14, 23) λειτουργεῖ σωτηριολογικὰ γιὰ τὴν οἰκουμένη ὅλη καὶ ἐργάζεται πρὸς «οἰκοδομὴν» καὶ «ἁγιασμὸν» ὅλων τῶν ἀνθρώπων (Αʹ Κορ. 14, 4-5).

Ἐπειδή, ὅμως, κάθε ἱστορικὸ φαινόμενο καὶ κοσμικὸ ἀνθρώπινο μέγεθος ἐνδύεται πάντοτε σῶμα φθορᾶς καὶ θανάτου στὸν πεπερασμένο αὐτὸν κόσμο μας, ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησία τῆς πρωτολογίας καὶ τῆς ἐσχατολογίας κατὰ τὴν ἱστορικοποίηση καὶ τὴν «ἐνανθρώπησή» της στὸν παρόντα αἰῶνα ἐνδύθηκε τοὺς «δερματίνους χιτῶνες» (Γεν. 3, 31) τῆς θρησκείας, τῆς ὀδύνης καὶ τῆς φθορᾶς στὴν πιὸ ἀκραία κοσμική της μορφή. Ἡ ἐκκλησία εἶναι τὸ οὐράνιο καὶ θεῖο, τὸ ἀποκεκαλυμμένο καὶ ἄφθαρτο πνευματικὸ γεγονὸς καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ γήινο καὶ ἀνθρώπινο, τὸ φθαρτὸ περιένδυμα καὶ εὐάλωτο στοὺς πειρασμοὺς τῆς ἱστορίας. Ἴσως κάποτε στὸ μέλλον τῆς ἱστορίας φθάσουμε στὸ «τέλος» καὶ στὸ «θάνατο» τῆς θρησκείας ἢ τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐκκλησία ὅμως ὡς αἰώνια καὶ ἄφθαρτη βρίσκεται ἐκτὸς τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τέλους.

Σήμερα πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ στοχαστὲς κοινωνιολόγοι ὁμιλοῦν γιὰ τὴ δύση τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, πολλοὶ δὲ ἀπ’ αὐτοὺς ἐννοοῦν καὶ τὴ δύση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπου ὁ Χριστιανισμὸς κατανοήθηκε ὡς θρησκεία, ὡς ὑπέρτατη ἐξουσία καὶ κοσμικὴ δύναμη καὶ ἀπώλεσε τὸ χαρισματικό, μυσταγωγικὸ καὶ σωτηριολογικό του στοιχεῖο. Κατανοήθηκε καὶ βιώθηκε ὡς πολιτιστικὸ ἱστορικὸ μέγεθος καὶ ἄρα ὅ,τι εἶχε νὰ προσφέρει τὸ προσέφερε καὶ φυσικὸ εἶναι νὰ φθάσουμε στὸ τέλος του καὶ στὴ δύση του.

Στὴν Ἀνατολὴ ὁ Χριστιανισμὸς κατανοήθηκε καὶ βιώθηκε ὡς ἐκκλησία καὶ γι’ αὐτὸ διατήρησε τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀσκητικότητα καὶ ὁ ἁγιασμὸς γιὰ τελείωση καὶ θέωση ἦταν πάντοτε «σημεῖο» καὶ κέντρο ἀναφορᾶς σὲ κάθε της προσπάθεια. Κατὰ συνέπεια, μέσα στὴν ἱστορική της παρουσία καὶ ποιμαντικὴ διακονία ἡ ἐκκλησία στοχεύει καὶ στὴν ἐσχατολογική της προοπτικὴ ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ ἡ «μέλλουσα» πολιτεία μας· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13, 14).

Δυστυχῶς, ὅμως, πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν φορέων της ὁδηγεῖται σὲ «πτώση» καὶ ἱστορικὴ φθορά. Ὅταν, μάλιστα, ἔχουμε ἐμπορευματοποίηση τοῦ ἱερατικοῦ καὶ μοναχικοῦ ἀξιώματος καὶ οἱ πιστοὶ ὁδηγοῦνται σὲ ζηλωτικὲς καταστάσεις συντηρητισμοῦ καὶ φανατισμοῦ καὶ ὁ θρησκευτικὸς φονταμενταλισμὸς γίνεται κυρίαρχο ἰδεολόγημα, τότε τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο ὡς «ἔνδυμα» τῆς ἐκκλησίας παίρνει τὴ μορφὴ «φύλλου συκῆς» καὶ «περιζώματος» ντροπῆς (βλ. Γεν. 3, 7). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅμως, ἀντιδρώντας σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκοσμίκευση μᾶς καλεῖ σὲ μιὰ διαχρονικὴ ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τοῦ «νόμου», τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου τῆς θρησκείας καὶ ἔνδυση τῆς «χάριτος» καὶ τῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς νέου καὶ ἀνακαινισμένου κόσμου ἑνότητας καὶ ἀγάπης, κατὰ τὸν τύπο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς τριαδικῆς θείας κοινωνίας· «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσι αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστὸς» (Κολοσ. 3, 9-11).