Κυριακή Α΄ Λουκά – Η θαυμαστή αλιεία

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β´ Κορ. ς´ 16- ζ΄ 1
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ε´ 1-11
   Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς μεταφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος εἶχε ἀρχίσει νὰ διδάσκει καὶ νὰ θαυματουργεῖ· ὡστόσο δὲν εἶχε σχηματισθεῖ ἀκόμα ὁ στενὸς κύκλος τῶν δώδεκα μαθητῶν. Ἐδῶ περιγράφεται ἡ κλήση τῶν πρώτων τεσσάρων μαθητῶν.
   Στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ στεκόταν ὁ Κύριος καὶ δίδασκε. Κόσμος πολὺς εἶχε συγκεντρωθεῖ, ἀλλὰ λίγοι μποροῦσαν νὰ Τὸν βλέπουν καὶ νὰ Τὸν ἀκοῦν. Μακάρι νὰ ὑπῆρχε κάποιος τρόπος γιὰ νὰ ἀκοῦνε περισσότεροι! Ἔριξε γύρω Του ἕνα βλέμμα ὁ Κύριος καὶ εἶδε δύο ψαροκάικα ἀραγμένα στὴν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ στὴν παραλία κι ἔπλεναν τὰ δίχτυα τους. Μπῆκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοῖα καὶ ρώτησε τὸν ἰδιοκτήτη, τὸν Σίμωνα, δηλαδὴ τὸν Πέτρο, ἂν μποροῦσε νὰ προχωρήσει λίγο μέσα στὴ λίμνη, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπομακρυνθεῖ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ εἶχε ἀπέναντί Του τὰ πλήθη, ὥστε περισσότεροι νὰ Τὸν παρακολουθοῦν. Ἔτσι κι ἔγινε. Κάθισε στὸ πλοῖο καὶ συνέχισε νὰ διδάσκει τὸν λαό.
   Ὅταν κάποια στιγμὴ σταμάτησε νὰ ὁμιλεῖ, ἀπευθύνθηκε στὸ Σίμωνα καὶ τοῦ εἶπε: Πήγαινε τὸ πλοῖο στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ ρίξτε τὰ δίχτυα σας γιὰ νὰ πιάσετε ψάρια.
   Τότε ὁ Σίμων ἀποκρίθηκε:
   –Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τὰ δίχτυα καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀφοῦ ὅμως τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ· «ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον».
   Εἶναι ἐντυπωσιακὴ ἡ ὁλοπρόθυμη ἀνταπόκριση τοῦ Σίμωνος Πέτρου σὲ ὅ,τι τοῦ ζήτησε ὁ Χριστός. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα παραχώρησε τὸ πλοῖο του γιὰ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἄμβωνας κηρύγματος κι ἔμεινε κι ὁ ἴδιος ν’ ἀκούει προσεκτικὰ τὸν Κύριο, παρὰ τὸ ὅτι ἦταν ξάγρυπνος ὅλη τὴ νύχτα. Ἔπειτα δέχθηκε τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου νὰ ρίξει πάλι τὰ δίχτυα, παρὰ τὶς ἀποτυχημένες προσπάθειες τῆς προηγούμενης νύχτας καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἡ ὥρα πλέον δὲν ἦταν κατάλληλη γιὰ ψάρεμα. Ἂν καὶ ἦταν ἔμπειρος ψαρὰς ὁ Πέτρος, ἀκολούθησε πιστὰ τὶς ὁδηγίες τοῦ Κυρίου!
   Πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ! Πόσο μεγάλη εὐλογία εἶναι νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας κι ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου! Δὲν ἔχουμε ὅλοι τὸ χάρισμα νὰ κηρύττουμε· μποροῦμε ὅμως ὅλοι νὰ διευκολύνουμε τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ χριστιανικὸ βιβλίο καὶ περιοδικὸ ἢ νὰ φροντίζουμε γιὰ νὰ λειτουργοῦν πνευματικὰ κέντρα, χῶροι κατάλληλοι γιὰ κατηχητικὲς συνάξεις μικρῶν καὶ μεγάλων.
   Καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι ὅποιος προσφέρει εἴτε ὑλικὰ ἀγαθὰ εἴτε τὸν προσωπικό του κόπο στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, θὰ λάβει πλούσια ἀνταμοιβή. Αὐτὸ ἄλλωσ­τε συνέβη καὶ μὲ τὸν Πέτρο, ὅπως βλέπουμε στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς.
   Ὁ Πέτρος κι ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας εἶδαν μὲ ἔκπληξη ὅτι μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου ἔπιασαν «πλῆθος ἰχθύων πολύ». Τόσο πολύ, ποὺ τὸ δίχτυ ἄρ­χι­σε νὰ σκίζεται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν.
   Ἔκαναν τότε νεύματα στοὺς συνεταίρους τους ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο νὰ ἔλθουν καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ σύρουν ἐπάνω τὰ δίχτυα. Ἦλθαν λοιπὸν κι ἐκεῖνοι καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, ποὺ κινδύνευαν νὰ βυθισθοῦν.
   Τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ καὶ ἀνέλπιστο θαῦμα ἔκανε τὸν Πέτρο νὰ πέσει στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ νὰ Τοῦ πεῖ: «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐ­­­μοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε»· βγὲς ἀπὸ τὸ πλοῖο μου, Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σ’ ἔχω στὸ πλοῖο μου. Τόσο μεγάλη ἔκπληξη καὶ δέος εἶχε καταλάβει τὴν ψυχή του. Παρόμοια βέβαια κυριεύθηκαν ἀπὸ ἔκπληξη ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν συνέταιροι τοῦ Σίμωνος.
   Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ νὰ καλέσει ὁ Κύριος τοὺς πρώτους μαθητὲς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸ Σίμωνα:
   –Μὴ φοβᾶσαι. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ συνεχίσεις νὰ ψα­­­ρεύεις. Δὲν θὰ πιάνεις ὅμως ψάρια ἀλλὰ ἀν­θρώπους, ποὺ μὲ τὸ κήρυγμά σου θὰ τοὺς ὁδηγεῖς στὴ σωτηρία.
   Κι ἀφοῦ ἐπανέφεραν τὰ πλοῖα στὴ στεριά, ἄφησαν τὰ πάντα, καὶ τὰ ψάρια δηλαδὴ καὶ τὰ δίχτυα καὶ τὰ πλοῖα τους, καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.
   Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ αἴσθημα τῆς συν­τριβῆς ποὺ δημιουργήθηκε στὴν ψυ­­χὴ τοῦ Πέτρου ὕστερα ἀπὸ τὴ θαυ­μαστὴ ἁλιεία. Δὲν αἰσθάνθηκε κομπασμὸ ἢ ὑπερηφάνεια γιὰ τὴν ἐπίσκεψη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἀδυναμία του. Ἄραγε πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς θὰ μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν ἕνα θαῦμα μὲ τέτοια ταπεινὴ διάθεση; Μήπως κάποτε σπεύδουμε νὰ διασαλπίσουμε θαυμαστὰ σημεῖα ὄχι γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θε­οῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουμε τὴ δῆθεν ἀρετή μας; Μήπως ἄλλοτε γογγύζουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε αὐτὸ ποὺ Τοῦ ζητήσαμε, σὰν νὰ τὸ δικαιούμασταν; Ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ ταπει­νὸ φρόνημα τοῦ Πέτρου, διότι μόνο ἂν καλλιεργοῦμε αὐτὸ τὸ φρόνημα, θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ λάβουμε τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”