Βαραμπιώφ Βλαδίμηρος (Πρωτοπρεσβύτερος)

Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιὰ γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.

– Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! Δὲν θ’ ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές…

Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὥς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.

Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν… Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.

Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε. Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.

Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ· εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε. […]

Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε…

Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἰστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία – καὶ τί νὰ ἔκαναν;

Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του· θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του· κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς τοῦ θολωμένος καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.

Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ’ ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.

Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.

– Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς… Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου…

Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μία στιγμὴ καταλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ’ ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ’ ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ προσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. Μπροστὰ του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη· μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.

Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.

«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν’ ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»

Μιὰ μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.

Σηκώθηκε, ἔσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:

– Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!