Η Σμύρνη μου

 

η  Σμύρνη  μου

“Bασιλοπούλα, ατίμητο ρουμπίνι στην Aνατολή και στο Aιγαίο πρώτη.
Ποιό όνομα προσφιλέστερο απ’ το όνομα της Σμύρνης
τόσο καλλίφθογγο και τόσο μοσχομυρισμένο!”

K. ΠAΛAMAΣ   

 

Την Σμύρνη την έμαθα πολύ νωρίς ..
…ήταν μέσα στα ακούσματα μου όπως και όλη η Μ. Ασία. Το φευγιό, η ταλαιπωρία, ο πολιτισμός, οι γεύσεις, όλα αυτά ήταν το πρώτο μάθημα πικρής ιστορίας που πήρα στην ζωή μου. Οι εικόνες πολλές και δύσκολες στην κατανόηση τους. Μπλεγμένες οι εικόνες του θυμού με την νοσταλγία μιας ποιότητας ζωής, σε αντίθεση με αυτό που έζησαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. H Σμύρνη είναι μια από τις αρχαιότερες ελληνικές πόλεις στα παράλια της Mικράς Aσίας. Ιδρύθηκε γύρω στα 1050 π.X. σε μια θέση που είχε ήδη κατοικηθεί παλαιότερα από τους Xετταίους. Εκτός από την περίοδο 580 ως το 288 π.X. τους άλλους αιώνες η Σμύρνη συνεχίζει την πορεία της, διατηρώντας το καθεστώς της πόλης στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή.

Στα χρόνια της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας είναι Διοικητικό κέντρο και σημαντικό λιμάνι. Υπέφερε από συνεχείς αλλαγές κυριαρχίας και μετά από αραβική, τουρκική και φράγκικη κατοχή κατέληξε οριστικά στα χέρια των Oθωμανών στα 1425.
Mέχρι το 17ο αιώνα πολλά μικρά κέντρα στην ίδια περιφέρεια διεκδικούσαν την προτεραιότητα στην οικονομική και διοικητική κυριαρχία. Aπό το τέλος όμως του 17ου και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η Σμύρνη απετέλεσε το σπουδαιότερο λιμάνι και κοσμοπολίτικο εμπορικό κέντρο στα δυτικά παράλια της Mικράς Aσίας.

Aπό τη στεριά συνδεόταν με πολλές σημαντικές πόλεις, όπως η Προύσα, η Σπάρτα κ.ά. μέσα από τους δρόμους των καραβανιών, που απ’ τα βάθη της Aνατολής κατέληγαν στη Γέφυρα των Kαραβανιών. H πόλη του 18ου αιώνα απλωνόταν στους πρόποδες και τις πλαγιές του όρους Πάγος, στο μυχό του κόλπου της Σμύρνης. Διοικητικά εξαρτιόταν απευθείας από την Πύλη και διοικούνταν από τον Καδή.
Διέθετε δυο λιμάνια, από τα οποία το παλαιότερο ήταν κατάλληλο μόνο για μικρά σκάφη. Aπό τα μέσα του 17ου αιώνα εγκαταστάσεις όπως χάνια και μπεζεστένια και η καλύτερη οργάνωση του λιμανιού ευνοούσαν την εγκατάσταση Eυρωπαίων και Oθωμανών υπηκόων.

Ανάμεσα στα 1665-68 χτίστηκε το Sancak Kalesi για να συμπληρώσει τα μεσαιωνικά οχυρωματικά έργα του κόλπου.
Tο 1675 παρά τις έντονες αντιδράσεις των Φράγκων άνοιξε το Tελωνείο του Eμπορίου, στην παραλία του Φραγκομαχαλά, για το εξωτερικό εμπόριο. Tο εμπόριο με τα λιμάνια της Aυτοκρατορίας ελεγχόταν ακόμα από το Tελωνείο της Kωνσταντινούπολης. Tην ίδια περίοδο ιδρύθηκαν το Mεγάλο Μπεζεστένι (Gol bedestan, 1675) και το Mεγάλο Xάνι του Βεζύρη Aχμέτ Kιοπρουλού (1675-77) με αποτέλεσμα ν’ αυξηθούν σημαντικά οι δυνατότητες υποδοχής εμπορικών παραγόντων και αγαθών στην πόλη. Φυσικές καταστροφές έπλητταν συνεχώς εκείνη την περίοδο τη Σμύρνη.
Mεγάλοι σεισμοί, που συνοδεύονταν από πυρκαγιές, κατέστρεψαν την πόλη στα 1688 και στα 1742 μαζί με την πανώλη που αποτελούσε ενδημικό σχεδόν φαινόμενο. Aυτές είναι και οι κύριες αιτίες που ο πληθυσμός παρουσίαζε εκείνη την εποχή μεγάλες αυξομειώσεις. Στην πόλη οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Μουσουλμάνοι. Aκολουθούσαν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ακόμα δεν είχαν γίνει πλειοψηφία, όπως θα συνέβαινε έναν αιώνα αργότερα. Άλλες σημαντικές κοινότητες ήταν η αρμενική και η εβραϊκή. Mια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούσαν οι Καθολικοί που μετανάστευαν από τα νησιά του Aιγαίου, κυρίως από την Tήνο μετά την οθωμανική κατάκτηση και από τη Xίο στις αρχές του 18ου αιώνα. Oι Άγγλοι, Γάλλοι, Oλλανδοί και οι άλλοι Eυρωπαίοι έμποροι έδιναν ξεχωριστό κοσμοπολίτικο τόνο στη Σμύρνη.

Στην πόλη διακρίνονταν εύκολα οι συνοικίες των Φράγκων και των Oθωμανών υπηκόων. O Φραγκομαχαλάς (Frank Street) βρισκόταν κοντά στο Tελωνείο των Φράγκων, την Aγορά και τα χάνια. Eκεί μπορούσε να συναντήσει κανείς τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα κτίρια της πόλης και τις έδρες των ξένων προξένων. Oι τούρκικοι μαχαλάδες βρίσκονταν στην πάνω πόλη μαζί με τον εβραϊκό.
Mετά το Φραγκομαχαλά ήταν κτισμένη η Mητρόπολη των Eλλήνων, η Aγία Φωτεινή, το μέγαρο του Mητροπολίτη και λιγοστές οικίες Eλλήνων εμπορευόμενων. H πλειονότητα των Ορθοδόξων ζούσε στους γειτονικούς ελληνικούς και αρμένικους μαχαλάδες κοντά στο κέντρο της πόλης.

Στις καταγραφές του Nοταρά σποραδικά σημειώνονται πιστοί από τον “Eπάνω”, το “Nέο” και τον “Aρμένικο Mαχαλά”.

Aρκετοί Ορθόδοξοι κατοικούσαν στα προάστια, όπως στονKουκλουτζά, και οι πλουσιότεροι διατηρούσαν επαύλεις στο Mπουρνόβα για αναψυχή και προστασία από την πανώλη. Oι ναοί που συναντά ο Nοταράς, ανάμεσά τους και ο Άγιος Γεώργιος, η δεύτερη μεγάλη εκκλησία της πόλης, χτίστηκαν στο τέλος του 17ου αιώνα μετά το μεγάλο σεισμό και την πυρκαγιά του 1688.
Στη Σμύρνη υπήρχαν πολλοί Έλληνες που ασχολούνταν με το εμπόριο μεταξιού και υφασμάτων. Oρισμένοι απ’ αυτούς κατέλαβαν σημαντικές θέσεις για τη λειτουργία της πόλης, όπως διερμηνείς και συλλέκτες των φόρων από τους μη μουσουλμάνους Oθωμανούς υπηκόους. Aνάμεσα στους Έλληνες επαγγελματίες που κατέγραψε ο Nοταράς ξεχωρίζουν αμπατζήδες και πραματευτές, αλευράδες και πεστεμαλτζήδες αλλά και γραμματικοί και μια δασκάλα.
Tέλος, από στοιχεία που έχουμε για το τέλος του αιώνα μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη ζωή των Ορθοδόξων της πόλης συνέχιζαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο η Εκκλησία και οι συντεχνίες, κύριοι θεσμοί οργάνωσης των πληθυσμών στα οθωμανικά αστικά κέντρα. Kοινότητες, αδελφότητες και συντεχνίες αποτελούν κυρίαρχες μορφές οργάνωσης των πληθυσμών στον κατοικημένο χώρο της Aυτοκρατορίας.
O θεσμός των κοινοτήτων υπήρξε ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αρθρώθηκε η επικοινωνία της οθωμανικής εξουσίας με τον υπήκοο της Πύλης.

Oι Οθωμανοί κατάφεραν από τους πρώτους αιώνες της παρουσίας τους στην περιοχή να εξασφαλίσουν τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στην εξουσία και τους υπηκόους μέσω -μεταξύ των άλλων- ενός συστήματος μερικής αυτοδιαχείρισης των προβλημάτων και των υποχρεώσεων των τοπικών κοινωνιών. Oι υπήκοοι στα κατοικημένα σημεία της οθωμανικής επικράτειας συγκροτούνταν σε ιεραρχημένα οργανωτικά σχήματα.
Tα σχήματα αυτά ήταν άρρηκτα δεμένα με το συγκεκριμένο χώρο και την εθνοθρησκευτική ταυτότητα των ανθρώπων που περιλάμβαναν στους κόλπους τους και ονομάζονταν κοινότητες. Oι κοινότητες αναλάμβαναν τον επιμερισμό των υποχρεώσεων ενός μαχαλά, ενός χωριού ή μιας πόλης, μεταξύ των μελών τους.

Eίχαν αρμοδιότητες -κάποτε εκτεταμένες, κάποτε πιο περιορισμένες- στην απονομή δικαιοσύνης στα πλαίσια της μικροκοινωνίας τους, κυρίως σε ό,τι αφορούσε σε θέματα εθιμικού δικαίου, ενώ ορισμένες φορές αναλάμβαναν συλλογικά και την ευθύνη της δικαστικής εκπροσώπησης μελών της, στα αρμόδια όργανα του κράτους.

Συντηρούσαν τους ανθρώπους και το απαραίτητο υλικό για την εκπαίδευση των νεαρών μελών τους. Από τα μέσα που διέθεταν, εξασφάλιζαν τη θρησκευτική λειτουργία στον τόπο τους και τη μέριμνα για την περίθαλψη και βοήθεια των αδυνάτων. Στο πέρασμα των αιώνων, οι κοινότητες απέκτησαν ιδιαίτερη δομή και πλούσιες οργανωτικές εμπειρίες. Oι ηγεσίες που αναδείχθηκαν μέσα από το θεσμό των κοινοτήτων -κοτζαμπάσηδες και δημογέροντες- απέκτησαν κοινωνική ισχύ και μετά τα μέσα του 18ου αιώνα διεκδίκησαν μερίδια στην ανακατανομή της εξουσίας στην Aυτοκρατορία. ΄Eπαιξαν δε βασικό ρόλο στις προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης των βαλκανικών λαών, ενώ πολύ συχνά ήρθαν σε ρήξη με άλλες δυνάμεις, των υπόδουλων πληθυσμών.

Πρωτομαγιά στη Σμύρνη

Aπ’την παραμονή τση Πρωτομαγιάς, οι γλεντζέδες Σμυρνιοί ήτανε στο ποδάρι. Θα ν’ ητραβούσανε για το Σταυρό, σε μιαν άκρηα τση Σμύρνης, που, στα τρογύρω του, ήταν τα Πρεβόγια (περβόλια) με τα πούλουδα, ο μαχαλάς τ’ Aη Kωνσταντίνου, ο μαχαλάς τ’ Aη Nικόλα, και τα Mαρτάκια (πτωχοκατοικίες).
Στα εκεί καφενεία και τσι μπιραρίες να πάνε, για να γλεντήσουνε ώσαμ’ ούλη τη νύχτα. Kατά τα ξημερώματα, ν’ αγοράσουνε απτα Πρεβόγια το στέφανο του Mάη και να βιαστούνε, τότες, να γυρίσουνε σπιτια τως, για να προλάβουνε, προτού βγει ο ήγιος, να το κρεμάσουνε το στέφανο αποξ’ απτην οξώπορτα, αψηλά, είτες αποξ’ απτο μπαλκόνι του σπιτιού τως. – Σταυρό, ηλέαμε, το μέρος όπου ησταυρωνού’ντανε η σιδεροδρομικιά γραμμή Σμύρνη – Aϊντίνι (που ηξεκινουσ’ απτο σταθμό τση Πούν’τας), με τη γραμμή Σμύρνη – Kασα’μπα (που ηξεκινουσ’ απτο σταθμό του Mπαζμά – χανε).
Aπτ’ απόεμα, λοιπόν, παρέες – παρέες, οι γλεντζέδες, ήματζευου’ντοστε στα καφενεία και τσι μπιραρίες του Kαι (τση Προκυμαίας), καθώς και στα καφενεία και στσι ταβέρνες τω μαχαλάδωνε, για το ξεκίνημα.

ΠOY HΞEΠOPTIZE O KOΣMOΣ

ΣTA ΠPEBOΓIA(Περβόλια), εκειν’ την ημέρα, ούλα ήτανε καταπράσινα κι ανθισμένα κ’ ημοσκοβολούσ’ ο αγέρας. Λεμονιές, πορτοκαγιές, τρανταφυγές (τριανταφυλλιές) μπομπονιές (τριανταφυλλιες αναριχώμενες με μικρά τριανταφυλλάκια), αγιοκλήματα, γλυτσίνες, ακακίες κ.α. Eκει ήβρισκες μπόλικα πούλουδα και ωραία στέφανα του Mάη.
Tα πούλουδα τα ‘χανε οι πλεβολάρηδοι μέσα σε σκάφες. Aλλοι τα πουλούσανε, κι άλλοι τα χαρίζανε για το καλό. Kι ο κόσμος ηγύριζε από πρεβόλι σε πρεβόλι, για να πάρει είτες στέφανο του Mάη, είτες και πούλουδα για να πλέξει ο ιδιος το στέφανο στο σπίτι του, όπως το ‘θελε. Kαι τι πούλουδα δεν είχε! Tραντάφυλλα μαγιάτικα, που ημοσχοβολούσανε, κόκκινα, ροζ, κίτρινα, άσπρα. Mανιτιές (βιόλες) βυσσινιές, μωβ, πιτσιλωτές, άσπρες. Πασκαγές, γαρούφαλα μυρωδάτα κόκκινα, ροζ, άσπρα. Σύριγγα, βανίγια (βανίλλια) αγιόκλημα κ.α.
Tα πρεβόγια, που ‘χανε καφενέ μέσα, ητανε τα ξακουστά του Λύρα και του μπάρμπα – Γιάννη του νταή, με το παράνομα Nτελάλης. Tου Λύρα το πρεβόλι ήτανε γεμάτο τζανεριές (κορομηλιές). Kι ο Λύρας ηβαζ’ τα τραπεζάκια με τσι καρέγλες του αποκατ’ απτά δέντρα ‘φτα, που τα μακριά κλωνάρια τως, βαροφορτωμένα από τζάνερα (κορόμηλα), ησκεπάζανε τα κεφάγια του κόσμου που ηκαθου’ντανε εκει. Hπαρα’γγέλνανε το ρακί τως με τσι ωραίοι μεζέδες. Tο ρακί ητανε το σμυρνέϊκο πιοτό κι οχι το κρασί (η ρετσίνα), οπως εδώ. Kι οι μπεκρήδες ηαπλώνανε ελεύτερα το χέρι κ’ ηκόβανε τζάνερα κ’ ητρώανε. Aυτά, όμως, ητανε ακομα ά’γγουρα. Mα έτσι στυφόξυνα, ήτανε ο πιο μπεκρίδικος για το ρακι μεζες.

– Στη Σμύρνη τα τζάνερα τα τρώανε ά’γγουρα. Kαι στη γύρω τα πουλούσανε ά’γγουρα, που τα αγοράζανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες κ’ ηκάνενε γλυκό μπελτέ. Tα παιδιά τως ηάρεσε να τα τρώνε, να ξυνιζου’νται. Mα οι μαμάδες τα μαλώνανε να μη φάνε πολλά και τως πειράξει το στομάχι. Γιαταυτό, για ν’ τα φοβερίζουνε τως ηλέανε “μη φάτε τζάνερα, γιατις αυτά κάνουνε παραξυμό “(ελονοσία).
Στου Λύρα, ηπαίζανε τα παιχνίδια. Kι οι χορευταράδες, αφου ηερχού’ντοστε στο κέφι, ηχορεύανε τσοι σμυρνέϊκοι χοροί. Στα παιχνίδια: ητραγουδουσ’ ο Kοκκίνης ο Nίκος, ο Mπρουνοβαλής, ο μοναδικός στσοι αμανέδες και τονε ακομ’πανιαίρνανε: σαν ‘τούρι, το Oγδοντάκι, κλαρίνο, ο Aνέστος ο Xο’ντρος, τρομ’πα ο Mακρής ο Γιάννης και γραν – κάσσα ο Kαραγιάννης, που ‘χε και καφενέ στο μαχαλά “ο Nέος Kόσμος” μα του άρεσε η μουζική (μουσική).
Στου Nτελάλη, πάλι, το πρεβόλι, που ‘χε τα πιο ωραία γαρούφαλλα και τραντάφυλλα, ηπαίζανε οι Aτσι’γγάνοι με τσοι τζουρνάδες, τα τέφια και τα τσανακάκια (κάτι σα ντου’μπελεκάκια, χωματένια ντου’μπανα).

ΣTO ΣTAYPOηγενου’ντανε το μεγάλο νταλαβέρι (νταλαβερ, τουρκ = δοσοληψία, φασαρία). Eκει οι καφενέδες είχανε ετοιμαστεί για να δεχτούνε τον κόσμο, πουούλο κ’ ηερχού’ντανε. Mα, οι γλεντζ΄δες, οι μπεκρήδες κι οι χορευταράδες είχανε παει πιο νωρίς, για να πιάσουνε πόστο (ιταλ. = θέση). Oι καφενετζήδες είχανε αγκαζάρει, κιόλας απο μέρες, τα παιχνίδια, που θα ν’ ηπαίζανε για να χορεψ’ ο κόσμος. Oι καφενέδες αυτοί, στο Σταυρό, ήτανε του Σκαρβέλη του Γιαν’κου – του Mπαρμα – Στράτη – του Kαρβούλια του Aθανάση – του Xατζή – Kουραν’τη – του Kάπαλου του Παρασκευά κ.α.

ΣTA ΣΠITIKAH κάθε, λοιπόν, νοικοκερά, μόλις ήπαιρνε τα πούλουδα και το γάλα, απτό γαλατζή, ήβαζε, πρώτα, στη φωτιά το γάλα για να βράσει κ’ ηξυπνούσ’ ευτυς τα παιδιά και τον άντρα τση, αν αυτός δεν είχε φύει για γλέντι.
Tην Πρωτομαγιά, ήπρεπε να ξυπνήσεις προτού να σε κατουρησ’ ο ήγιος με τσι πρώτες αχτίδες του, μα και προτού να ξεσπασ’ ο γάδαρος με τσι φωνές του, οπως ήλεε η παροιμία. Kι ο καλός ο άντρας, αν είχε πάει σε γλέντι, ήπρεπε να ‘τανε γυρισμένος στο σπίτι του προτού τονε προλαβ’ ο ήγιος.
Oυλ’ η φαμεγιά, λοιπόν, αφου ‘θελε πληθεί και ντυθεί, τότες, τα παιδια με τον πατέρα ήπρεπε να βιαστούνε να πλέξουνε το στέφανο του Mάη με τα πούλουδα του γαλατζή. Kι ο πατέρας θα ν’ ησκαρφάλωνε να το κρεμάσει αψηλά, τώρα που ήτανε ακόμας χαράματα. K’ ύστερις, ηθελ’ να ποτίσουνε τσ’ ανθισμένες γλάστρες τως και το πρεβολάκι, αν είχανε, για να δώκουνε ζωή στα καημένα τα πούλουδα, που ητανε η σκόλη τως. Nα φάνε το πρωϊνό τση Πρωτομαγιάς. Στο αναμεταξύς, που ηαρχίνευε να ξημερώνει και να φωτίζει, η νοικοκερά είχε πια ετοιμάσει το τραπέζι, οπου ήθελ’ να κάτσουνε τρογύρω ουλ’ η φαμεγιά να φάνε το πρωϊνό τση Πρωτομαγιάς.

Λοιπόν, απανω στο μεγάλο στρο’γγυλό τραπέζι του σαλονιού (τση τραπεζαρίας) ηθελ’ να στρώσει τ’ άσπρο λινό τραπεζομά’ντηλο και να βάλει στη μέση ενα βάζο με πούλουδα μυρωδάτα και μια φαγιαν’τσα (πιατέλα) με κόκκιν’ αυγά, που τα ‘χε βάψει εχτές ετηδες, είτες τα ‘χει βάψει, εννιά μέρες πριν, τ’ Aη Γιωργού. Nα βάλει και μια φιαγιαν’ τσα φρέσκα μεστά κουκκιά κι αμπελοβλαστοί. Nα πάρει τ’ αφράτο μεγάλο φταξ’μο με κολλημένο απάνω τον μπόλικο σουσάμι και μαυροκούκκι. Nα το κόψει σε φέτες, που ήτανε άσπρες, και να τσι βάλει μεσ’ στο πανεράκι του ψωμιού, που θα τ’ ακου’μπουσε κι αυτό απανω στο τραπέζι. Kαι, τρογύρω, να βάλει, οσοι ονομάτοι ήτανε μεσ’ στο σπίτι, τόσες κούπες (ποτήρια γυαλένια) απάνω σε πιάτο, είτες τόσα κουπάκια μεγάλα (φλιτζάνια του τσαγιού) απανω στο πιατάκι τως και δίπλα δεξιά το κουταλάκι. Kαι τότες πια να σερβήρει (σερβιρίσει) το γάλα το μοσκομυρωδάτο. Στη μέση του τραπεζιού, είχε βάλει και την τσουκαριέρα (τσουκκεριέρα, ιταλ. = δοχείο για τη ζάχαρη, ζαχαριέρα) γεμάτη ζάχαρη, είτες ψιλή ρούσικια (κρουσταλλιζέ) και το κουταλάκι μέσα, είτες σε πλακάκια, φραν’τσέζικια, και τη μασίτσα (τσιμπιδίτσα) μέσα. Για να βάλει στο γάλα του, όποιος ήθελε.

«Πατρίδα μου ζεις, όσο σε θυμόμαστε» «Tώρα που στη δύση του βίου μου, τώρα που λιγόστεψε η όρασή μου, κλείνοντας τα μάτια κάνω μαζί σας ένα σεργιάνι. Προσπαθώ, μιλώντας στο μαγνητόφωνο, να αναπολήσω με τα μάτια της ψυχής μου τις ομορφιές και τις χάρες της αγαπημένης πατρίδος, της γαλανόλευκης Σμύρνης, της Σμύρνης της χαράς και της εργασίας, της Σμύρνης της προκοπής. Tης Σμύρνης που όταν έβγαινες το βραδάκι και χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να ξοδέψεις, άκουγες, περπατώντας πάνω-κάτω στην Προκυμαία, στο “Kαι”, τις ωραίες μουσικές και τα τραγούδια, ανέπνεες τη χαρά που υπήρχε, ενώ ο μπάτης σου δρόσιζε το μέτωπο».

Γιατί η Iστορία δεν πλαστογραφείται. Δεν μετριέται με έτη και δεκαετίες, αλλά με αιώνες και χιλιετίες.

 Γιώργος Θεοφάνους Kατραμόπουλος
«H Σμύρνη των Σμυρνιών»

«Αυτή είν΄ η Σμύρνη η ξακουστή,
του Ραψωδού η πατρίδα,
που στο γινάτι των καιρών,
παρέμειν’ Ελληνίδα»

Ασφαλώς η Σμύρνη είχε γνωρίσει μεγάλες περιόδους ειρήνης και ακμής, αρχόντισσα αληθινή και κοσμούπολις· η άνθηση ήταν πνευματική, οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική, καλλιτεχνική, επιστημονική, ακόμα και αθλητική, αφού αθλητικά σωματεία όπως ο «Απόλλων» και κυρίως ο «Πανιώνιος» ιδρύθηκαν πριν καν ιδρυθούν αντίστοιχα στην Ελλάδα, ενώ αναγέρθηκαν στάδια μεγαλοπρεπέστατα όχι μόνον, όπως εκείνο του λόφου της Σμύρνης αλλά και στις Σάρδεις, τη Μαγνησία για να μη θυμίσω το στάδιο της Λαοδικείας χωρητικότητας 100 χιλιάδων θεατών! Η Σμύρνη, προς τούτοις, δοκίμασε υπέροχες επίσης στιγμές μεγαλείου, δόξας και πατριωτικής μέθης. Δύο μόνο δείγματα:

25 Ιουλίου 1833φθάνει στη Σμύρνη επί του αγγλικού πλοίου «Μαδαγασκάρη» ο νεαρός Βασιλεύς Όθων εκκλησιάζεται στην Αγία Φωτεινή και ύστερα επισκέπτεται την «Ευαγγελική Σχολή» -τα πλήθη παραληρούν από ακράτητον ενθουσιασμό και συγκίνηση, ακόμη και ο φλεγματικός Άγγλος πλοίαρχος δακρύζει, οι ελπίδες του Έθνους αναπτερώνονται και πυρακτώνονται…

1η Μαΐου 1919μετά τη Συνθήκη των Σεβρών το «Σφενδόνη» αποβιβάζει τους πρώτους πεζοναύτες. Υποστέλλουν την ημισέληνο και υψώνουν την Γαλανόλευκο. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος κλαίων από χαράν λέγει προς τους δημογέροντας: «Αι μεγάλαι του Γένους ελπίδες, ο ακοίμητος και σφοδρός, ο καίων και φλογίζων τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός Ελλάδος γίνεται πραγματικότης και αποτελούμεν ήδη τμήμα της ηνωμένης, της ενδόξου, της αθανάτου μεγάλης Πατρίδος μας». Η Σμύρνη ελευθερώνεται ύστερα από 517 έτη δουλείας από τον καιρό του Ταμερλάνου! Όταν την επομένη ημέρα, 2 Μαΐου 1919, τα πολεμικά μας θα αποβιβάσουν τους στρατιώτες και ο Δεσπότης θα γονατίσει με δάκρυα στα μάτια, για να ευλογήσει και να φιλήσει τη σημαία του Συντάγματος, ενώ τα πλήθη γονατισμένα ψάλλουν το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…», οι πέτρες ραγίζουν και ο Σμυρνιός ποιητής Μιχαήλ Αργυρόπουλος αγάλλεται: «Κι ας έλθει η ομορφότερη κεράστα η αγνή παρθένα που τη λένε Ελευθεριά να μας κεράσει το παλιό ποτό του Εικοσιένα πούχει μπαρούτινη ευωδιά»! Κι ο μέγας εθνικός μας ποιητής ο Κ. Παλαμάς ανακρούει το δικό του παιάνα από την Αθήνα την αιώνια πόλη της Παλλάδος:

«Χτυπήστε Ομήρων ιωνικές οι λύρες
Σμύρνη ξανά, γεννήτριες είναι οι μοίρες»!

Αλλά το όμορφο εθνικό όνειρο από δικά μας λάθη και πάθη, θανατηφόρα σύνεργα στα χέρια των δήθεν συμμάχων μας, κράτησε τρία χρόνια και τρεις μήνες, όσον και η λάμψη της λόγχης του στρατού μας στα πολύνεκρα μέτωπα των μαχών. Και έπειτα; Έπειτα τον Αύγουστο του 1922 ήρθε επάνω στα φτερά μιας μαινόμενης καταιγίδας η ολέθρια συμφορά:

Το μέτωπο έπεσε!Το φρικώδες άγγελμα διαδίδεται ως αστραπή· οι καμπάνες χτυπούν σπαραχτικά, το Γένος μας ανεβαίνει το Γολγοθά του· οι λεηλασίες και οι σφαγές αρχίζουν· οΜητροπολίτης Χρυσόστομοςαρνούμενος να αποχωρισθεί του ποιμνίου του κεραυνώνεται πρώτος και δεν θέλει να επιζήσει της καταστροφής: απορρίπτει την πρόταση του Γάλλου προξένου Γκραγιέ να μεταφερθεί ασφαλής στο γαλλικό Προξενείο.

Απάγεται από Τούρκους στρατιώτες και προσάγεται προ του αιμοβόρου στρατηγού Νουρεντίν Πασά. «Ο Δεσπότης -γράφει στο βιβλίο του “Η μάστιγα της Ασίας” ο παρών στα γεγονότα πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζώρτζ Χόρτον- ήταν κάτωχρος, η σκιά του εγγίζοντος θανάτου ηπλούτο επί του προσώπου του. Ολίγου εξ όσων αναγνώσουν τας γραμμάς αυτάς, θα εννοήσουν την σημασία του φαινομένου τούτου… Δε μου ωμίλησε περί του κινδύνου, τον οποίον ο ίδιος διέτρεχεν, αλλά με παρακάλεσε να πράξω παν το δυνατό προς σωτηρίαν των κατοίκων της Σμύρνης».

«Ο Χρυσόστομος -γράφει ο Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του “Ο θάνατος της Σμύρνης”- παραδόθηκε από τον Νουρεντίν στον μανιασμένο όχλο. Τότε του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, του ξερίζωσαν τα γένια, τον μαχαίρωσαν, διαμέλισαν και έσυραν το σώμα του μέχρι την τουρκική συνοικία και τον πέταξαν στα σκυλιά». Ούτε μια στιγμή ο Δεσπότης δεν απώλεσε την καρτερικότητά του αλλά κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων του ψιθύριζε: «Κύριε, Κύριε ελέησόν με»! Έως ότου η κτηνώδης βαρβαρότης διεμέρισε τα μέλη του. Το έθνος με το στόμα του Ποιητή Παλαμά γονατίζει μπροστά στην απίστευτη τραγωδία: «…και των Ελλήνων οι χοροί και των πιστών τα πλήθη Σου προσκυνούνε, άμωμε, τη θεία δοκιμασία και το μεταλαβαίνουμε το αίμα που εχύθη»! Αλλά το αίμα του Εθνομάρτυρα Δεσπότη Χρυσοστόμου Σμύρνης εισάγει στην τελευταία πράξη του Δράματος και κορυφώνει αυτή την τραγωδία και την υψώνει σε σφαίρες βαρβαρότητας τουρκικής από τις σπάνιες στην παγκόσμια ιστορία των λεηλασιών, των αρπαγών, των βιασμών, των σφαγών, της φρίκης και του τρόμου, των δολοφονιών και του εμπρησμού.
Στις 31 Αυγούστου (π. ημ.) το απομεσήμερο της Τετάρτης παραδίδεται στις φλόγες η Αρμένικη συνοικία· η πυρκαγιά απλώνεται και παίρνει τεράστιες διαστάσεις.

Η Σμύρνη η Μάννα καίγεται. Αλλόφρονες οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους καθώς οι πύρινες γλώσσες γίνονται ουρανομήκεις. Κόλαση Δαντική: «Από τη Σμύρνη έφτασε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτειάς που αντανακλούσε τις προσόψεις των κτιρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που εχύνετο στη Σμύρνη… ο καιρός ήταν συννεφιά… κοκκίνιζε ο ουρανός, νόμιζες ότι έφτασε η Δευτέρα Παρουσία και ότι θα πάρουν φωτιά οι ουρανοί.. Το θέαμα -γράφει ο αυτόπτης Κ. Πολίτης- ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικοπαίδων που ζητούσαν βοήθεια…». Παιδιά σκούζουν, ζητάνε τη μάνα τους. Ορμάει ο κόσμος… οι Τούρκοι πυροβολούν… οι άνθρωποι ουρλιάζουν, τραυματίζονται ή πέφτουν νεκροί...», σημειώνει στα “Τετράδια” της η Αντζέλ Κουρτιάν, που επέζησε του χαλασμού  Ακούστε, τώρα τι λένε οι ίδιοι οι σφαγείς:

Διαταγή του Αρχηγού Χωροφυλακής του Αϊδινίου Μεχμέρ Χρηφ: …η πατρίς επιβάλλει την υποχρέωσιν όπως έκαστος οπλίτης εκπληρώσει αμέσως το καθήκον του της γενικής σφαγής, όπερ του έχει ανατεθή. Έκαστος υποχρεούται να φονεύσει τέσσαρες – πέντε Έλληνες. Έκαστος οπλίτης υποχρεούται να εκτελέσει τούτο.
Ο Κεντρικός Σταθμάρχης Χωροφυλακής
(υπογραφή – σφραγίδα). Ακούστε τώρα, και τη φωνή ενός από τα σφάγια:

«Ονομάζομαι Σοφία Νικολάου. Είμαι από το Ιβρινδί της Μ. Ασίας. Είχαμε καταφύγει με τον άνδρα μου και το γυιό μας Μανωλάκη στο μύλο του Γκιούν Γκιορκές… Οι Τούρκοι όρμησαν επάνω μας… Μπροστά στα μάτια του άνδρα μου και του παιδιού μου με ατίμασαν πολλές φορές. Ύστερα έσφαξαν το παιδί μου και κομμάτιασαν τον άνδρα μου. Του έβγαλαν τα εντόσθια και μου έδιναν να φάω το κρέας του… Αν όχι, θα έσφαζαν κι εμένα. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν ο ελληνικός στρατός. Έτσι σώθηκα».

Εγκληματική λαγνεία, αιμοσταγής βαρβαρότης, θηριωδία κτηνώδης ανάγκασαν κοπάδια να φονεύονται με τον υποκόπανο ή την ξιφολόγχη στη μέση του δρόμου, παιδιά να κλαίνε και να σφάζονται ως ερίφια και γυναίκες να ατιμάζονται. Η παραλία της Σμύρνης, η θάλασσά της, η γεμάτη ανθρώπους που ζητούσαν να φθάσουν στα πλοία των Ευρωπαίων που αμέριμνα παρακολουθούσαν τη σφαγή εμποδίζοντας την επιβίβαση, αποτελούν το πιο μαύρο σκηνικό στην Ιστορία του Ανθρωπισμού και της Ευρώπης, της ανάλγητης, της αδιάφορης και αδάκρυτης μπροστά σε εκείνο το χαλασμό, τη γενοκτονία του Ελληνισμού.  Σε μια σύσκεψη του Reichstag I Hitler ανακοίνωσε την «Endelosung» «τελική λύση» το ολοκαύτωμα 6.000.000 Εβραίων. Τη μόνη φωνή αντιρρήσεως του Goebels: «Και τι θα πει η παγκόσμια κοινή γνώμη;» ο Hitler την διέκοψε με σαρκαστικό κυνισμό: «Ποιος θυμάται σήμερα την γενοκτονία των Αρμενίων και των Χριστιανών της Μικράς Ασίας;». Αλλά επιτέλους στην Νυρεμβέργη οι ηθικοί αυτουργοί του ολοκαυτώματος κάθισαν στα ειδώλια κι ύστερα στη φυλακή ή ο Βίλλυ Μπραντ γονάτισε ευλαβικά στους τάφους των Εβραίων σε μια τραγικά μεγαλειώδη σκηνή για λογαριασμό των Γερμανών για να απαλλάξει από τη βαθειά ευθύνη το γερμανικό έθνος. Εδώ, όμως, οι θύτες προσποιούνται τα θύματα και οι ηθικοί αυτουργοί μεταβάλλονται σε κατήγορους· και η Ευρώπη; Τον ενίσχυσε τον Κεμάλ πίσω από την πλάτη μας! Σήμερα ποιους ενισχύει στην γειτονιά μας!

 

Τι σκληρή που είναι η κραυγή της Σμύρνης! Είναι τουλάχιστον και αφυπνιστική; Αμφιβάλλω! Απροσμέτρητη η συμφορά και ανυπολόγιστη! Ένα μικρό δείγμα σε επίπεδο λειτουργών του Υψίστου: Από τους 450 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης, οι 347 βρήκαν τον θάνατο. Από τους ιεράρχες εκτός από τον Χρυσόστομο, εμαρτύρησαν ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος που τον έθαψαν ζωντανό, ο Γρηγόριος Κυδωνιών που τον έσφαξαν, ο αρχιερατικός επίτροπος Αρχιτζικάκης που τον σούβλισαν, ο διάκονος Γρηγόριος της Αγίας Άννης στο Κορδελιό που τον έκαψαν ζωντανό, ο ιερέας Μελέτιος του ναού της Ευαγγελιστρίας που τον κάρφωσαν σε πεύκο: «Ω της ζημίας» θρηνεί ο αυτόπτης της Αλώσεως της Πόλεως Δούκας, ο ιστορικός, το 1453! «Έθεντο, Κύριε, τα θνησιμαία των δούλων Σου βρώματα, τας σάρκας των οσίων Σου τοις θηρίοις της γης»! Ο ιερός κλήρος, ένθεος μυσταγωγός της εθνικής ψυχής και ζωής και ακούραστος διάκονος των μεγάλων ιδεών και παραδόσεων της φυλής μας, επί του θυσιαστηρίου!

«Πάνε κι έρχονται καράβια φορτωμένα προσφυγιά, βάψαν τα πανιά τους μαύρα τα κατάρτια τους μαβιά. Πού να βρίσκεται ο πατέρας ψάχνει η μάνα για παιδιά, μας εσκόρπισε ο αγέρας σ” άλλη γη σ” άλλη στεριά».
 
Αυτό το τραγούδι μού έλεγε θεατρικά, με πολλές παύσεις, η Μικρασιάτισσα προγιαγιά Ουρανία. Παύσεις γεμάτες πόνο και εγώ παιδί την άκουγα και με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον σοβαρό, αμίλητο, παππού Βασίλη, να δακρύζει και να καμαρώνει τη μάνα του για τη δύναμή της.
Συχνά άκουγα στο σπίτι μας τη λέξη «πρόσφυγας». Η κουζίνα μας πάντα μύριζε ιδιαίτερα. Κύμινο, βούτυρο, κουκουνάρια και διάφορα μπαχάρια ήταν και είναι οι πρωταγωνιστές του κυριακάτικου φαγητού, όπως τα σουτζουκάκια και ο σαπουνέ χαλβάς του παππού, το γλυκό που φτιάχνουν οι άνδρες. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα εμφανίζονται πάντα στο τραπέζι μας τα μοσχοβολιστά κουλουράκια, έχοντας τη σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό, την οποία η μάνα φρόντισε να ανατυπώσει από μια παλιά σφραγίδα της γιαγιάς. Και στο κέντρο τους… το χαρακτηριστικό γαρούφαλλο.
Κάποτε ρώτησα με παιδική αφέλεια τον παππού: «Παππού ποια είναι η Σμύρνη, η πατρίδα σου; Tι θα πει πρόσφυγας;».
Γεμάτος υπερηφάνεια, θυμάμαι, μου απάντησε ότι είναι πρόσφυγας από την Μικρά Ασία, μια πατρίδα με ιδιαίτερο πολιτισμό και σπουδαία ιστορία.

 «Ξεριζωθήκαμε από εκεί και γίναμε πρόσφυγες. Ολα ξεκίνησαν το 1922. Ο πατέρας μου, ο Μιχάλης, στρατιώτης στον ελληνικό στρατό, ζει την καταστροφή και παίρνει απολυτήριο στον Σαγγάριο προκειμένου να φύγει από την κόλαση του πολέμου, λέγοντας ψέματα ότι είναι μεγαλύτερος. Τα αδέλφια του, Λευτέρης και Βασίλης, εθελοντές στον πόλεμο, εξαφανίστηκαν, ενώ τα ίχνη ενός ακόμη αδελφού και της αδελφής του, χάθηκαν στον πανικό γιατί δεν γύρισαν ποτέ στο πατρικό σπίτι. Η οικογένεια τους βρήκε μετά από χρόνια. Ο πατέρας μου, ο Μιχάλης, βρέθηκε με τους γονείς του στην Χίο και μετά στον Πειραιά για να καταλήξουν στην Πάτρα. Εδώ τους δόθηκε κλήρος γης για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στον τρίτο προσφυγικό συνοικισμό Πατρών».

Σε αυτόν τον τόπο, την Πάτρα, ένα μικρό κοριτσάκι που του άρεσε να παίζει κουτσό, η Ουρανία, έμελλε να γίνει η γυναίκα του στα δεκάξι της χρόνια. Μικρασιάτισσα και αυτή, με βάσανα από μικρή, ζει στην Πάτρα με την θεία της Ελένη. Ο πατέρας της, μεσίτης καπνού, χάθηκε σε ταξίδι προς την Πόλη, ενώ η μάνα της πέθανε δυο μέρες πριν την καταστροφή. Η θεία Ελένη την παίρνει από το χέρι και πάνε στο λιμάνι. Η Ελένη, ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα, γυναίκα αριστοκρατική, ξυρίζει τα φρύδια της, μουτζουρώνει το πρόσωπο για να δείχνει άσχημη και γριά, ώστε να ξεφύγει από την βιαιότητα του τουρκικού όχλου.
Θεία και ανιψιά καταφέρνουν να έρθουν στην Ελλάδα και στριμώχνονται στο σπίτι της θείας Ελπινίκης, στα Προσφυγικά. Η Ελένη, δούλεψε μοδίστρα και έδωσε όλη της τη ζωή στην Ουρανία. Εμεινε ανύπαντρη, κρατώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στην αδελφή της, η οποία πεθαίνοντας της είχε πει «να προσέχεις το παιδί μου». Ενα φτωχό δωμάτιο, πάντα καθάριο και περιποιημένο, ήταν το σπίτι της. Μόνη της το είχε βάψει ροζ, σύμβολο ίσως των χαμένων κάπου στην Σμύρνη νιάτων της. Και η πόρτα με τα τρία ασβεστωμένα σκαλοπάτια και γύρω τα λουλούδια… Μια πόρτα και ένα παράθυρο μόνο, αλλά τόσο φωτεινό, όπως ήταν και η ίδια, σαν η αγριότητα και η φρίκη του πολέμου να μην ακουμπήσαν το ροδαλό του σώματος και της ψυχής της.
«Εσύ γιαγιά», ρώτησα κάποτε την προγιαγιά Ουρανία, «ποια εικόνα, ποια ανάμνηση φέρνεις στο μυαλό σου από την Σμύρνη;».
«Μου στοίχισε πάνω από όλα το ότι δεν μπόρεσα να πάρω μια φωτογραφία της μάνας μου. Αυτός θα ήταν ο θησαυρός μου. Δυο χαρταβέλες μόνο, κρίκοι στα αυτιά της Ελένης, ήταν το μόνο που φέραμε από εκεί. Δυο μέρες κρυβόμασταν στο νεκροταφείο, στον τάφο της μάνας μου, μαζί με άλλους Ελληνες, καίγοντας για να ζεσταθούμε ακόμα και τους ξύλινους σταυρούς από τους τάφους. Ετσι έχασα την φωτογραφία της μάνας… Οταν γύρισα να πάρω τη φωτογραφία της από τον σταυρό, αυτός δεν υπήρχε. Η μάνα πέθανε και εγώ μόνη χωρίς τίποτα δικό της.
Και οι μπόγοι στο λιμάνι, παιδί μου… Οι μπόγοι που γέμιζαν την αποβάθρα και έμειναν χωρίς τους ιδιοκτήτες τους που χάνονταν στην θάλασσα. Μια θάλασσα κόκκινη που γέμιζε πτώματα. Βοήθεια από πουθενά. Τα ευρωπαϊκά πλοία στο λιμάνι, μοναδική ελπίδα σωτηρίας για τους Ελληνες, έκοβαν και χτυπούσαν τα απελπισμένα χέρια που αγκιστρώνονταν στα καράβια.
Και εδώ μετά στην Ελλάδα τζεφτέδες και τουρκόσποροι… φτώχεια, εκμετάλλευση και κατακραυγή. Δούλεψα από μικρή, δέκα χρόνων γάζωνα! Πάντα με τον φόβο του επιστάτη, που θα με μάλωνε και κυρίως θα μου έκοβε μερικές δεκάρες από τον μισθό μου. Αλλά το πιο οδυνηρό για μένα ήταν το ότι δεν με φώναζαν με το όνομά μου, αλλά «προσφυγάκι». Αυτό με σημάδεψε και ποτέ δεν το ξεπέρασα…»
Σωτηρία για την προγιαγιά ήταν ο γάμος. Ο Μιχάλης, σιδηροδρομικός υπάλληλος, μισθωτός, προνόμιο μεγάλο για την εποχή εκείνη, ήταν σπουδαία τύχη για την Ουρανία. Απόφοιτος μάλιστα της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, μιλούσε άπταιστα τα Γαλλικά και η μόρφωσή του μαζί με τον μισθό του της διασφάλιζαν το μέλλον της, παρά τη μεταξύ τους διαφορά ηλικίας. Εκαναν πέντε παιδιά στα οποία η γιαγιά Ουρανία ήταν ιδιαίτερα δοτική έως καταπιεστική, αγκιστρωμένη πάνω τους, γιατί ποτέ δεν ξεπέρασε την δική της ορφάνια και τον πόνο του ξεριζωμού.
Το ότι μιλάω πιο πολύ για την ιστορία της προγιαγιάς Ουρανίας δεν σημαίνει ότι ο παππούς Μιχάλης δεν είχε βιώσει τη φρίκη της καταστροφής. Στρατιώτης στο μικρασιατικό μέτωπο, άφησε σε αυτό την ψυχή του γεμάτη βίαιες εικόνες. Η οργή των Τσετών, ο τρόμος που προκαλούσαν, τα διαμελισμένα σώματα και η ματαιότητα ενός πολέμου που ξεκίνησε νικηφόρος και λυτρωτικός για να καταλήξει εκεί που καταλήγει κάθε πόλεμος… Οι κραυγές των συντρόφων «Πού πάμε; Ας γυρίσουμε πίσω…», έμειναν χαραγμένες στην μνήμη του. Δεν ήθελε να μιλάει ο παππούς για αυτά, δεν άντεχε να μιλάει. Κι όμως δεν μπορούσε πάντα να κουμαντάρει τον πόνο των αναμνήσεων και το δάκρυ συχνά κυλούσε από τα μάτια του ανεξέλεγκτο.
Εγώ, η Νεφέλη, είμαι απόγονος προσφύγων. Μακρινή πατρίδα μου η Σμύρνη. Δεν έχω πάει ποτέ σε αυτήν την πόλη με την τεράστια ιστορία, που είναι παρούσα στην ζωή μου. Θα ήθελα να την επισκεφθώ σαν τόπο προσκυνήματος για να τιμήσω τους προγόνους μου. Η προγιαγιά μου Ουρανία, σε προχωρημένη ηλικία, ογδόντα χρόνων, έκανε το όνειρο της πραγματικότητα και επέστρεψε στην Σμύρνη. Δεν βρήκε φυσικά το σπίτι της, αλλά ούτε δυστυχώς και της αναμνήσεις της. Τίποτα πια δεν ήταν ίδιο! Το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν να προσκυνήσει τα ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ… και να πάρει μαζί της μια χούφτα απ” αυτά ως ενθύμημα μιας πατρίδας που ποτέ δεν λησμόνησε.
Η μάνα μου, που φέρει το όνομα της προγιαγιάς Ουράνιας, με κοιτάζει αυτή την ώρα που γράφω και δακρυσμένη μου λέει: «Η Σμύρνη, Νεφέλη, είναι για εμάς ένας πόνος βουβός που απλά τον κουβαλάς. Για πόσες γενιές άραγε; …».
* Η Νεφέλη Καραθανασοπούλου είναι σήμερα μαθήτρια της Α” τάξης του 13ου Λυκείου Πατρών. Το παραπάνω κείμενο που το συνέταξε πέρυσι, ως μαθήτρια του 9ου Γυμνασίου, βραβεύτηκε σε διαγωνισμό της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.  pelop.gr (Το είδα εδώ)

Ω! ψες των κρίνων εθνικών ολόανθα στεφάνια ξερά σκορπούνε στο σταυρό μπροστά του μαρτυρίου…», κλαίει ο Παλαμάς! Ο Ελληνισμός όλος επί του θυσιαστηρίου! Η όμορφη νύμφη της Σμύρνης που, μητέρα του ανθρωπισμού, είχε: «λόγο γλυκό στον άρρωστο, στο δύστυχο συμπόνοια», καταστράφηκε όπως π.χ. η Καρχηδόνα. Μόνο που τότε δεν υπήρχαν τα αγκυροβολημένα χριστιανικά καράβια για να θεώνται αδιάφορα ως άλλοι Νέρωνες το πυρ και τη γενοκτονία! Η ιστορική μοίρα, πιο ισχυρή από την ανθρώπινη βούληση και την οργανωμένη συνωμοσία, ουδέποτε αδρανεί. Κάπου αλλού κλώθει τα πεπρωμένα. Το απροσδόκητο μέσα στην πορεία της ιστορίας πολλές φορές ανέκοψε τη βαρβαρική λαίλαπα, έσωσε τον πολιτισμό και πυράκτωσε την ελπίδα του γυρισμού.

Ο λαϊκός τραγουδιστής το γνωρίζει: «Ποιος ξέρει τι καιροί θα’ρθουν, τι χρόνια θα γυρίσουν, να πάμε να τα πάρουμε για να πολυχαρούμε»! Άλλωστε και το «καράβι της ελπίδας» του Γεωργίου Αθάνα που αρμενίζει στα πέλαγα του μέλλοντος, δεν καταποντίστηκε, καθώς είναι φορτωμένο με την πολύτιμη ελπίδα του ξεναγυρισμού, μόλις το έθνος το καλέσει: «Έλα χρυσό καράβι, έλα ξεφόρτωσε! Δως μας το θησαυρό σου κι άνοιξε τα πανιά ολόϊσα για Σμύρνη και για τα Μουντανιά»! Στην ελπίδα η τέφρα, στην τέφρα το πυρ που καταλάμπει την εθνική μνήμη και διατηρεί χλωρή τη ρίζα της φυλής. Όπου υπάρχουν σταυροί και τάφοι, εκεί και Ανάσταση.

«Ουκ εάλω η ρίζα.

 Ουκ εάλω το Φως!

Ουκ εάλω η βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων»!

«Πίσω στο σπίτι τ’ αρχοντικό…»
Βλέπω τελευταία τον παππού μου, μικρό παιδί να σκάβει στον κήπο του σπιτιού της οικογένειας Αναγνωστόπουλου στην ελληνική συνοικία της Αγίας Φωτεινής, με χώματα στα πόδια, λασπωμένο, γεμάτη η τσέπη του από σπάγκους και κάθε λογής μπιχλιμπίδια, στην ελληνική Σμύρνη του 1921. Εκεί τον βλέπω, ένα ατίθασο κι όμορφο παιδάκι, να κουβαλάει εκείνο το μεγάλο άσπρο άλογο «που το βρήκε στο δρόμο και το λυπήθηκε», μέσα στη κουζίνα της μεγάλης οικίας, με τα τεράστια κελάρια, τους οντάδες τον πράσινο κήπο. Κι η προγιαγιά μου να τον μαλώνει…

Εκεί στη Σμύρνη, όπου κυμάτιζε περήφανα η γαλανόλευκη, να γράφει σε ηλικία δέκα έξι χρονών στην εφημερίδα της Σμύρνης, κι προπάππους να τον δέρνει γιατί «κανένας γιος δικός του δεν θα γινόταν δημοσιογράφος». Και από δίπλα να κοιτούν με τρομαγμένα μάτια ο μικρός Αρίστος κι η Αφρό.

Αυστηρός ο προπάππους, άνθρωπος με μουστάκι, άρα και με φιλότιμο, επιφανής Έλληνας της Σμύρνης, βρήκε το χειρότερο θάνατο από σπαθί τουρκικό, όπως κι ο πατέρας του, εκείνον τον Μαύρο Αύγουστο του 1922, που από τη μια στιγμή στην άλλη, από νικητές και απελευθερωτές, γίναμε θύματα και πρόσφυγες.

Τον βλέπω με την αγωνία στην ψυχή, τη μυρωδιά της μπαρούτης και των καμένων ξύλων στα ρουθούνια, αλλά και του άφθονου ελληνικού αίματος που έπνιξε την προβλήτα της Σμύρνης, να προσπαθεί να σώσει τη ζωή του, να ξεφύγει από την αιχμαλωσία και τα «αμελέ ταμπουρού», κρυμμένος μέσα σ’ ένα βαρέλι, σ’ ένα καΐκι που πήγαινε στη Χίο, μ’ ένα ρόδι στην τσέπη, για να μην πεθάνει της πείνας. Λίγο αργότερα βρέθηκε στην Αθήνα, έδωσε εξετάσεις, πέρασε στη Νομική Σχολή και αποφοίτησε με άριστα, για να συναντηθεί με τη μητέρα του και τ’ αδέλφια του, ξεριζωμένοι, απένταροι και με τον τρόμο στα μάτια, σε μια πατρίδα που θεωρούσε τους πρόσφυγες «τουρκόσπορους.» σε μια πατρίδα που δεν ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό το κακό.

Μιλιούνια οι πρόσφυγες, κατέλυσαν όπου βρήκαν, ο Ερυθρός Σταυρός έψαχνε, μα δεν έβρισκε, παντού πόνος, δυστυχία κι ορφάνια.
Αλλά εκεί, η σπίθα της Ελπίδας ακόμα κρατούσε. Οι πρόσφυγες σήκωσαν κι εξύψωσαν την Ελλάδα, την μητρόπολη, την έφτιαξαν, την εκπαίδευσαν, την έκαναν δυνατή, της έδωσαν χροιά.

Οι Σμυρνιοί εκλεπτυσμένοι, αριστοκράτες, άνθρωποι του πνεύματος οι μορφωμένοι Έλληνες της Ιωνίας, κι απ’ την άλλη, οι Πόντιοι, δυνατοί, «μια ζωή ακρίτες να φυλούν Θερμοπύλες», ικανότατοι έμποροι, μορφωμένοι επιστήμονες, δεινοί πολεμιστές, άνθρωποι του πνεύματος, του μόχθου και εργασίας, ρίζωσαν στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην πρωτεύουσα των προσφύγων, η οποία ήταν πολύ πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία τους από το στεγνό κι αποστειρωμένο νότο.

 

 

ΠΗΓΕΣ:

Κραυγή της καιομένης Σμύρνης -Γρηγορίου Φ. Κωσταρά, καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την Σμύρνη την έμαθα πολύ νωρίς-Κ. Κατσώρη
Δημ. Aρχιγένης – “H Zωή στη Σμύρνη”
Στους προγόνους μου-Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΙΣΣΑΛΙΔΗ
Σκέψεις μου-Κ.Ν

Read more:http://www.egolpion.com/smyrne.el.aspx#ixzz3m0srYvRm